Ναβαύ
Ναβαύ | |
---|---|
Ύψος | 808 μέτρα |
Οροσειρά | Abarim |
Χώρες | Ιορδανία |
wikidata ( ) |
Το όρος Ναβαύ, όπως αποδίδεται η ονομασία του κατά τη μετάφραση των Εβδομήκοντα (αραβ. جَبَل نِيْبُو = τζαμπάλ Νιμπού, εβρ. הַר נְבוֹ = χαρ Νεβό), ή Νέβο, είναι βουνό σε μορφή υπερυψωμένης ράχης στην οροσειρά Αβαρίμ στην Ιορδανία, με υψόμετρο κορυφής 808 ή 817 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του είναι 31°46′ Βόρειο πλάτος και 35°43,5′ Ανατολικό μήκος. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ο τόπος από τον οποίο ο Μωυσής αξιώθηκε να δει από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, πριν από τον θάνατό του. Η κορυφή παρέχει πράγματι μια πανοραμική θέα προς τα δυτικά, και προς τα βόρεια μια πιο περιορισμένη θέα της κοιλάδας του Ιορδάνη ποταμού. Η πόλη Ιεριχώ είναι συνήθως επίσης ορατή, όπως και η Ιερουσαλήμ τις πολύ διαυγείς ημέρες. Το όρος Ναβαύ συγχέεται συχνά σε ιστορικές πηγές με τη βιβλική πόλη Νεβώ, το σημερινό ορεινό χωριό Χιρμπέτ αλ-Μουχαγιάτ, που βρίσκεται σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από το βουνό.
Θρησκευτική σημασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τελευταίο κεφάλαιο του Δευτερονομίου διηγείται ότι ο Μωυσής ανέβηκε στην κορυφή Φασγά του Ναβαύ προκειμένου να αντικρίσει τη Γη Χαναάν ως «Γη της Επαγγελίας». Ο Θεός τον είχε πληροφορήσει ότι δεν θα αξιωνόταν να την πατήσει προτού πεθάνει.[1]
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο Μωυσής θάφτηκε πάνω στο βουνό, αλλά ο τόπος της ταφής του δεν αναφέρεται επακριβώς στη Βίβλο («καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν Γαῖ ἐγγὺς οἴκου Φογώρ· καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης», Δευτ. λδ΄ 6). Κάποιες ισλαμικές παραδόσεις αναφέρουν το ίδιο[2], παρά το ότι υπάρχει ένας «τάφος του Μωυσέως» στο τέμενος Μακάμ, στην τοποθεσία (ελ-) Ναμπί Μουσά (= «Προφήτης Μωυσής»), 11 χιλιόμετρα νοτίως της Ιεριχούς, στις ερημιές της Ιουδαίας.[3] Υπάρχει ακόμη διχογνωμία μεταξύ των μελετητών ως προς το εάν το σημερινό βουνό Νιμπού ή Νεβό είναι το ίδιο με το «όρος Ναβαύ» που αναφέρει το Δευτερονόμιο.
Επιπλέον, σύμφωνα με το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Β΄ Μακκαβαίων (κεφάλαιο β΄, στίχοι 4-7), ο προφήτης Ιερεμίας έκρυψε τη Σκηνή του Μαρτυρίου και την Κιβωτό της Διαθήκης σε κάποια σπηλιά του βουνού.
Αργότερα, τον 4ο αιώνα μ.Χ., στην κορυφή ανεγέρθηκε ένα βυζαντινό εξωκκλήσι, τα ερείπια του οποίου ανακαλύφθηκαν το 1933 (βλ. επόμενη ενότητα). Δίπλα του ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, όταν επισκέφθηκε το σημείο στις 20 Μαρτίου 2000 κατά το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους[4], φύτεψε μια ελιά ως σύμβολο ειρήνης.[5]
Στην κορυφή του όρους βρίσκεται επίσης ένα σταυροειδές γλυπτό με φίδι (το Μνημείο του «χάλκινου όφεως»), έργο του Ιταλού γλύπτη Τζοβάννι Φαντόνι. Στήθηκε σε ανάμνηση του θαύματος με το χάλκινο φίδι που είχε υψώσει ο Μωυσής στην έρημο (Αριθμοί, κα΄ 5-9), ενός «τύπου» (προεικάσματος) για τους Χριστιανούς του Σταυρού με τον Εσταυρωμένο Χριστό (Κατά Ιωάννην, γ΄ 14).
Αρχαιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συστηματικές ανασκαφές στο βουνό άρχισαν από τον Συλβέστερ Σάλερ και συνεχίσθηκαν το 1933 από τον Jerome Mihaic του Studium Biblicum Franciscanum (κέντρου βιβλικών και αρχαιολογικών μελετών των Φραγκισκανών), οπότε στην κορυφή Συάγκα αποκαλύφθηκαν τα ερείπια ενός βυζαντινού ναού[6] και μονής.[7] Ο ναός ανεγέρθηκε αρχικώς κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. ως ανάμνηση του τόπου θανάτου του Μωυσέως. Το σχέδιο του ναού είναι μιας τυπικής βασιλικής. Στα τέλη του 5ου αιώνα επεκτάθηκε και ξανακτίσθηκε το 597. Ο ναός αναφέρεται στα απομνημονεύματα ενός προσκυνήματος που τέλεσε μια γυναίκα από τη δυτική Ρωμαΐκή Αυτοκρατορία ονόματι Ηγερία ή Αιθερία το 394 μ.Χ.. Μια εξάδα τάφων βρέθηκαν σκαμμένοι στον φυσικό βράχο κάτω από το καλυμμένο με ψηφιδωτά δάπεδο του ναού.
Ο Ιταλός αρχαιολόγος και ιερέας Μπελλαρμίνο Μπαγάττι εργάσθηκε στην περιοχή το 1935. Μεταπολεμικά ο Φραγκισκανός μοναχός και αρχαιολόγος Βιρτζίλιο Κάνιο Κόρμπο ανέσκαψε το εσωτερικό της βασιλικής και το 1963 του ανατέθηκε η αποκατάσταση των αρχικών δαπέδων, ώστε να είναι επισκέψιμα.[8] Στο σύγχρονο παρεκκλήσιο «Μνημείο Μωυσέως», που ανεγέρθηκε για να προστατέψει τα ευρήματα και να παράσχει χώρο προσευχής, ο επισκέπτης μπορεί να δει υπολείμματα ψηφιδωτών δαπέδων από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το αρχαιότερο δείγμα παριστάνει έναν πεπλεγμένο σταυρό.[9][10][11]
Εικονοθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Πλάκα με τις αποστάσεις διάφορων πόλεων από την κορυφή του Ναβαύ
-
Η δομή που προστατεύει τα ανασκαφέντα ερείπια του βυζαντινού ναού
-
Η κτιστή κολυμβήθρα
-
Ψηφιδωτή επιγραφή στην ελληνική μέσα στον ναό («προσφορά του Καισαρίου όταν ιεράτευαν στον ναό οι Αλέξιος και Θεόφιλος»)
-
Το γλυπτό του «χάλκινου όφεως»
-
Λεπτομέρεια του γλυπτού
-
Λεπτομέρειες ψηφιδωτού από το παρεκκλήσιο της Θεοτόκου[12]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Δευτ. λδ΄ 1-6
- ↑ Islamic sites in Jordan Αρχειοθετήθηκε 2013-11-10 στο Wayback Machine.
- ↑ Amelia Thomas· Michael Kohn· Miriam Raphael· Dan Savery Raz (2010). Israël & the Palestinian Territories. Lonely Planet. σελίδες 319. ISBN 9781741044560.
- ↑ «Pope speaks of 'inseparable' bond between Christians, Jews»
- ↑ Piccirillo, Michele (2009): Mount Nebo (Studium Biblicum Franciscanum Guide Books, 2), σελ. 107
- ↑ «Complete compendium of Mount Nebo». Madain Project. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2018.
- ↑ Piccirillo, Michele (2009): Mount Nebo (Studium Biblicum Franciscanum Guide Books, 2), σσ. 14-15. Από το έργο του Sylvester Saller The Memorial of Moses on Mount Nebo Jerusalem, 1941, σσ. 15-18.
- ↑ «Chronology of Mount Nebo». Madain Project. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2018.
- ↑ «Moses Memorial Church». Madain Project. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2018.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2021.
- ↑ http://www.jordantimes.com/news/local/moses-memorial-reopens-mount-nebo-after-10-years-renovation
- ↑ «Theotokos Chapel (Mount Nebo)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2020.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «`Ορος Νέβο: Νέες αρχαιολογικές ανασκαφές, 1967-1997, των Michele Piccirillo και Eugenio Alliata
- Οι Φραγκισκανοί στο βουνό
- Φωτογραφίες από το όρος Ναβαύ
- Το λήμμα για το βουνό στη New International Encyclopædia του 1905