Μπγιάδοκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπγιάδοκ
Γενικές πληροφορίες
Χώρα πολιτογράφησηςΝορβηγία
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΧάραλντ Δ΄ Γκίλλε
ΤέκναΆισταϊν Β΄ της Νορβηγίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μπγιάδοκ, νορβηγ.: Bjaðǫk, (12ος αι.) ήταν μια γυναίκα, που υποτίθεται ότι ήταν η μητέρα του Άισταϊν Β΄ Χάραλντσον, βασιλιά της Νορβηγίας. Στο πρώτο μισό του 12ου αι., ο Άισταϊν Β΄ μεταφέρθηκε στη Νορβηγία και ισχυρίστηκε ότι ήταν γιος του βασιλικού προκατόχου του, Χάραλντ Δ΄ Γκίλε, βασιλιά της Νορβηγίας. Ο τελευταίος ήταν γιος μίας Γαελικής γυναίκας και ισχυρίστηκε ότι ήταν γιος ενός προηγούμενου βασιλιά. Οι αξιώσεις της Μπγιάδοκ και του Άισταϊν Β΄ έγιναν δεκτοί και ο τελευταίος συνέχισε να βασιλεύει για δεκαπέντε χρόνια. Το όνομα της Μπγιάδοκ θα μπορούσε να είναι μία παλαιά νορβηγική μορφή ενός γαελικού ονόματος και μπορεί κάλλιστα να ήταν μέλος μίας εξέχουσας οικογένειας. Σύμφωνα με τη σύγχρονη παράδοση, η σύζυγος του Χάραλντ Δ΄ ήταν θεία του Σομάιρλε μακ Γκίλε Μπρίγκτε, βασιλιά των Νήσων, αν και δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η παράδοση είναι αυθεντική.

Νορβηγική βασιλική οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάγκνους Γ΄ ο Γυμνόπους
βασ. της Νορβηγίας
ΟΙΚΟΣ ΧΑΡΝΤΡΑΝΤΑ
Σίγκουρντ Α΄ ο ΣταυροφόροςΧάραλντ Δ΄ Γκίλλε
βασ. της Νορβηγίας
OΙΚΟΣ ΓΚΙΛΛΕ
∞1.Μπγιάδοκ
2.Ίνγκριντ Ράγκνβαλντσντοτερ
α.Θόρα Γκούτορμσντοτερ
(1)
Άισταϊν Β΄ της Νορβηγίας
(2)
Ίνγκε Α΄ της Νορβηγίας
(α)
Σίγκουρντ Β΄ της Νορβηγίας

Η μητέρα του Άισταϊν Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Black and white illustration of an armed warrior
Απεικόνιση του 19ου αι. του γιου της Μπγιάδοκ, Άισταϊν Β΄ Χάραλντσον.[1].

Ο Άισταϊν Χάραλντσον (απεβ. το 1157) ήταν γιος του Μπγιάδοκ και του Χάραλντ Δ΄ Γκίλε, βασιλιά της Νορβηγίας (απεβ. 1136).[2] Μετά το τέλος του Χάραλντ Δ΄, δύο από τους γιους του, Σίγκουρντ Β΄ (απεβ. 1155) και Ίνγκε Α΄ (απεβ. 1161), κυβέρνησαν από κοινού το Νορβηγικό βασίλειο ως βασιλείς.[3] Σύμφωνα με το έπος Haraldssona saga στη συλλογή επών του 13ου αι. Heimskringla, το 1142 οι Άισταϊν και Μπγιάδοκ μεταφέρθηκαν στη Νορβηγία από τα δυτικά, από τη θάλασσα, από τρεις εξέχοντες άνδρες του βασιλείου: Árni sturlfisonfrónjor, Þ. και Kolbeinn hrúga. Ο Άισταϊν παρουσιάστηκε ως ενήλικος γιος του Χάραλντ Δ΄ Γκίλε, που άξιζε ένα μερίδιο του βασιλείου. Μόλις έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του, ο Αιστάιν αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς.[4] Τα κείμενα του 13ου αιώνα Fagrskinna [5] και Morkinskinna δίνουν παρόμοιες αφηγήσεις, αν και αυτές οι πηγές δεν προσδιορίζουν τον Μπγιάδοκ ονομαστικά.[6] Στην πραγματικότητα, το όνομά της φαίνεται να αντιστοιχεί είτε στο γαελικό Blathach,[7] Bláthóc,[8] είτε στο Bethóc.[9]

Οι ερωτικές συναναστροφές Νορβηγών βασιλέων και ξένων γυναικών στο εξωτερικό δεν ήταν προφανώς ασυνήθιστο φαινόμενο εκείνη την εποχή. Βεβαίως, τα Χρονικά (Chronica) του 13ου αι. του Ρόγκερ ντε Χόβεντεν (απεβ. 1201/1202) παρατηρεί εύστοχα τη χαμηλή θέση των μητέρων των Νορβηγών μοναρχών.[10] Τέτοιες σχέσεις πρόσφεραν στις νεαρές γυναίκες την ευκαιρία να αποκτήσουν έναν βασιλικό γιο, και έτσι να αποκτήσουν προτίμηση για την ίδια και την οικογένειά της.[11] Είναι αβέβαιο εάν οι ενδιαφερόμενες γυναίκες ακολούθησαν πράγματι τέτοια προγράμματα και είναι πιθανό να επιλέχθηκαν από τους ίδιους τους βασιλείς ή να προτάθηκαν από τις οικογένειές τους.[12] Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να γίνει κατανοητό ότι ο Άισταϊν και ο Μπγιάδοκ απολάμβαναν την υποστήριξη συγγενών με επιρροή, που υποστήριζαν τους ισχυρισμούς τους. Ωστόσο παρά το προφανές γαελικό του υπόβαθρο, δεν υπάρχει κάποιος υπαινιγμός για το ενδιαφέρον του Άισταϊν για την πατρίδα του μετά την άφιξή του στη Σκανδιναβία.[13] Ο Άισταϊν κυβέρνησε από κοινού ως βασιλιάς με τα αδέλφια του μέχρι το τέλος της ζωής του.[2]

Ένα επεισόδιο, που μπορεί να έχει σχέση με την γαελική κληρονομιά του Άισταϊν, είναι η επιδρομή του κατά μήκος της ανατολικής βρετανικής ακτής περί το 1151. Περίπου αυτή την εποχή, ο Γκούδρεδρ Όλαφσον (απεβ. 1187), γιος και κληρονόμος του βασιλιά των Νήσων, επισκέφτηκε τη Νορβηγία και απέδωσε φόρο υποτέλειας στον Ίνγκε. Η παραμονή του Γκούδρεδρ στη Σκανδιναβία συνέπεσε με εκείνη του Nίκολας Μπρέικσπιαρ, καρδινάλιου-επισκόπου του Άλμπανο (απεβ. 1159),[13] ενός Άγγλου που έγινε πάπας το 1154 [14] Ο τελευταίος συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της Νορβηγικής αρχιεπισκοπής του Nίδαρος,[15] μίας εκκλησιαστικής επικράτειας που περιλάμβανε επίσημα τη Μητρόπολη των Νήσων το 1154 [16]. Ο Νικόλαος προφανώς ευνόησε επίσης τον Ίνγκε ως βασιλιά, έναντι του Άισταϊν και του Σίγκουρντ Β΄. Επομένως η συνεργασία του Γκούδρεδρ με τον Ίνγκε, θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αποφυγής της συνάντησης με τον Άισταϊν και τους -φαινομενικά από την Ιρλανδία ή τις Εβρίδες- συγγενείς του.[13]

Η γιαγιά του Άισταϊν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Black and white illustration of a man being led across ploughshare during an ordeal
Απεικόνιση του 19ου αι. του Χάραλντ Δ΄ Γκίλε, που υποβάλλεται σε δοκιμασία για να αποδείξει την πατρότητά του.[17]

Δεδομένου ότι η μητέρα του Χάραλντ Δ΄ Γκίλε προφανώς ταξίδεψε μαζί του στη Νορβηγία, και ο Σίγκουρντ είναι γνωστό ότι πέρασε χρόνο στην Ιρλανδία ως παιδί, είναι πιθανό ότι ο Σίγκουρντ Α΄ ο Σταυροφόρος (Jorsalafari) την αναγνώρισε ως πρώην ερωμένη του πατέρα του.[18] Οι μαρτυρίες του πατέρα του Άισταϊν, που κέρδισε τη βασιλική αναγνώριση, δείχνουν ότι -αν και αυτοί οι διεκδικητές έπρεπε μερικές φορές να υποστούν δοκιμασίες για να αποδείξουν την πατρότητά τους- η μαρτυρία των αλλοδαπών μητέρων τους είχε επίσης βαρύτητα στην τελική απόφαση.[19] Ωστόσο, όχι μόνο οι διεκδικητές του θρόνου χρειαζόταν να αποδείξουν την πατρότητά τους, αλλά έπρεπε επίσης να κερδίσουν την αποδοχή στη σύγκληση μίας Συνέλευσης (þing) σε μία διαδικασία γνωστή ως konungstekja.[20] Έχοντας κερδίσει την έγκριση μίας τέτοιας συνέλευσης, ένας επιτυχημένος ενάγων ορκιζόταν ότι θα τηρούσε το εθνικό δίκαιο, οπότε λάμβανε όρκο πίστης από την ίδια τη Συνέλευση.[21] Ο Άισταϊν και ο Χάραλντ Δ΄ γκίλε έζησαν κατά τη διάρκεια μίας αξιοσημείωτης περιόδου της νορβηγικής ιστορίας, κατά την οποία διεξήχθησαν εμφύλιοι πόλεμοι για σχεδόν έναν αιώνα, από το 1130 έως το 1240. Τουλάχιστον σαράντα έξι υποψήφιοι εμφανίστηκαν ζητώντας την αναγνώριση ως βασιλιά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αν και είκοσι τέσσερις από αυτούς τους υποψηφίους επέτυχαν, μόνο δύο απέκτησαν βασιλική εξουσία σε όλο το βασίλειο. Στην πραγματικότητα, μόνο ένας βασιλιάς από αυτήν την περίοδο, ο Ίνγκε, ήταν νόμιμος γιος ενός βασιλιά.[20]

Μεταγενέστερη παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Refer to caption
Τα ονόματα των Μπγιάδοκ και Άισταϊν όπως εμφανίζονται στο φύλλο 56v του AM 47 fol ( Eirspennill): "Biaðǫk het moðir Eysteins konvngs".[22]

Σύμφωνα με μία πολύ μεταγενέστερη παράδοση, που χρονολογείται στις αρχές του 20ού αι. και ίσως ήδη από τα τέλη του 18ου αι., ο πάππος του Σομάιρλε μακ Γκίλε Μπρίγκτε, βασιλιάς των Νήσων (απεβ. 1164), Γκίλα Ανταμνάιν, είχε μία κόρη που παντρεύτηκε Νορβηγό βασιλιά: έναν βασιλιά που φαινομενικά αντιστοιχεί στον ίδιο τον Χάραλντρ Δ΄ Γκίλε.[23] Αν και δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί ο ίδιος ο ισχυρισμός, μία τέτοια ένωση δεν είναι απίθανη και μπορεί να αντιστοιχεί στη σχέση μεταξύ Μπγιάδοκ και Χάραλντ Δ΄ Γκίλε.[24] Σίγουρα, ο ίδιος ο Σομάιρλε είχε μία κόρη, που ονομαζόταν Bethóc .[25] Ωστόσο, η ιδέα της σχέσης με την οικογένεια του Σομάιρλε είναι μεταγενέστερη της έκδοσης του Heimskringla, που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι αυτή η πηγή είχε στοιχεία οικογενειακής σύνδεσης.[26]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hollander (2011) p. 766 ch. 32; Storm (1899) p. 614.
  2. 2,0 2,1 Gade (2009) p. lxxx.
  3. Taylor (1965) p. 121.
  4. Finlay; Faulkes (2015) p. 197 ch. 13; Hollander (2011) pp. 749–750 ch. 13; Gade (2009) p. 552; Antonsson (2007) p. 173; Salvucci (2005) p. 162; Sellar (1966) pp. 129–130; Anderson (1922) pp. 204–205; Jónsson (1911) p. 581 ch. 13; Storm (1899) pp. 599–600 ch. 13; Unger (1868) pp. 737–738 ch. 13; Laing (1844) p. 252 ch. 13.
  5. Salvucci (2005) p. 162; Finlay (2004) p. 269 ch. 99; Jónsson (1903) p. 351 ch. 84.
  6. Andersson; Gade (2012) p. 389 ch. 95; Salvucci (2005) p. 162; Jónsson (1932) p. 440 ch. 80; Unger (1867) p. 223.
  7. Finlay; Faulkes (2015) p. 265; Power (2005) p. 21 n. 20; Craigie (1897) p. 444.
  8. Sellar (1966) p. 130 n. 1; Anderson (1922) p. 205 n. 1.
  9. Power (2005) p. 21; Sellar (1966) p. 130.
  10. Jochens, JM (1987) p. 342; Stubbs (1870) p. 272; Riley (1853) p. 341.
  11. Magnúsdóttir (2013) p. 97; Larrington (2009) pp. 512–513; Jochens, J (1995) p. 97; Jochens, JM (1987) pp. 335, 349.
  12. Jochens, JM (1987) pp. 335, 349.
  13. 13,0 13,1 13,2 Power (2005) pp. 21–22.
  14. Sayers, JE (2004).
  15. Power (2005) p. 25; Sayers, JE (2004).
  16. Power (2005) p. 25.
  17. Storm (1899) p. 564.
  18. Power (2005) p. 18.
  19. Jochens, J (1995) pp. 96–97.
  20. 20,0 20,1 Jochens, J (1995) p. 95.
  21. Orning; Crozier (2008) p. 73.
  22. Jónsson (1916) p. 195; AM 47 Fol (n.d.).
  23. McDonald; McLean (1992) p. 5; Sellar (1966) p. 130; MacDonald; MacDonald (1896) p. 36; MacDonald; MacDonald (1904) p. 178; Johnstone (1786) p. 152.
  24. Power (2005) p. 21 n. 20; Sellar (1966) pp. 129–130.
  25. Power (2005) p. 21; McDonald; McLean (1992) p. 5; Sellar (1966) pp. 129–130.
  26. Power (2005) p. 21 n. 20.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Bjaðok στο Wikimedia Commons