Μπένα
Συνολικός πληθυσμός | |
---|---|
670.000 (εκτίμ. 2001)[2] | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Νότια-Κεντρική Τανζανία | 670.000 (εκτίμ. 2001)[2] |
Γλώσσες | |
Μπένα, Κιμπένα (Bena, Kibena)[1] | |
Θρησκεία | |
Χριστιανισμός (96%), Ισλάμ (3%) | |
Πολυγυνία |
Οι Μπένα (Bena) (πληθυντικός Ουαμπένα (Wabena)), είναι μια μεγάλη εθνοτική και γλωσσική ομάδα η οποία ζει στις Περιφέρειες Ντζόμπε (Njombe Region) και Ιρίνγκα (Iringa Region) της νότιο-κεντρικής Τανζανίας, οι οποίοι ομιλούν την γλώσσα Μπένα (Bena language) των Μπαντού.[3]
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Μπένα (Bena) είναι πατριαρχική κοινωνία, με μεγάλο ενδιαφέρον για την πολλαπλασιασμό του είδους.[3] Δεικνύουν ισχυρή πολιτιστική πίστη στα παιδιά, ως συνεχιστές των επόμενων γενεών.[3] Όσα περισσότερα τόσο το καλύτερο.[3] Μερικοί ασκούν την πρακτική της πολυγυνίας.[Σημ. 1][3]
Φυλετικές οικογένειες περιλαμβάνουν τους Ουαμπένα (Wabena) από τα υψίπεδα του Ντζόμπε (Njombe highlands) και το παρακλάδι τους, τους Ουαμπένα (Wabena) από την Ουλάνγκα (Ulanga).[4]
Δημογραφικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά το 2001, ο πληθυσμός των Μπένα (Bena) εκτιμάτο ότι αριθμούσε 670.000 άτομα.[2]
Ασχολίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όντας προικισμένοι αγρότες, έχουν ενσωματώσει με τις παραδοσιακές αξίες και νέες δεξιότητες για την παραγωγή της Ιρλανδικής πατάτας και του αραβόσιτου στις κύριες καλλιέργειές τους.[3] Καλλιεργούν επίσης, σιτάρι, μπιζέλια, φασόλια, πύρεθρο (για σπείρες κουνουπιών) καθώς και καφέ και ξυλεία, για πρόσθετο εισόδημα.[3]
Εκτρέφουν κοτόπουλα, πάπιες, αιγοπρόβατα και βοοειδή, καθώς και περιστασιακά τον όνο, αλλά η κτηνοτροφία έχει πολύ μικρή συμβολή στην επιβίωσή τους.[1] Τα βοοειδή χρησιμοποιούνται κυρίως ως πληρωμή επίδειξης του πλούτου της νύφης, όπως και τα πρόβατα και οι κατσίκες.[1] Μερικές φορές, σκοτώνεται μια αγελάδα για μια κηδεία ή ένα γάμο και σε περιόδους έλλειψης μετρητών, για την αγορά τροφίμων, πληρωμή χρεών ή φόρων και των σχολικών διδάκτρων.[1] Τα αυγά, αν και δεν είναι ταμπού για τις περισσότερες φυλές, σπανίως τρώγονται.[1] Τα κοτόπουλα σφάζονται, σε σημαντικές στιγμές ή για να τιμηθούν ιδιαίτερα σημαντικοί επισκέπτες.[1] Τα αλλά ζώα, σφάζονται σπανιότερα. Απαιτούνται εξαιρετικά πολλές ώρες και σκληρή εργασία για τη διαβίωση εντός των οικολογικών ζωνών των Μπένα (Bena) και αυτό ακόμη είναι αβέβαιο, μετά από τις συχνές εποχές ξηρασίας ή υπερβολικής βροχόπτωσης.[1]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ενώ, οι Μπένα (Bena) έχουν παραδοσιακά (96%) ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Η πρακτική της πολυγυνίας, είναι ίσως και η πιθανότερη αιτία του προσηλυτισμού των (3%) στο Ισλάμ.[Παρ. Σημ. 1][Παρ. Σημ. 2]
- Παραπομπές σημειώσεων
- ↑ http://www.encyclopedia.com/doc/1G2-3458100023.html, τελευταία επίσκεψη: 21 Σεπτεμβρίου 2016
- ↑ https://joshuaproject.net/people_groups/10785/TZ, τελευταία επίσκεψη: 21 Σεπτεμβρίου 2016
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 http://www.encyclopedia.com/doc/1G2-3458100023.html, τελευταία επίσκεψη: 21 Σεπτεμβρίου 2016
- ↑ 2,0 2,1 2,2 http://www.ethnologue.com/show_country.asp?name=TZ
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 https://joshuaproject.net/people_groups/10785/TZ, τελευταία επίσκεψη: 21 Σεπτεμβρίου 2016
- ↑ Culwick, G. M. (November 1935). «Pottery Among the Wabena of Ulanga, Tanganyika Territory». Man 35 (184-185): 165.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Culwick, A. T., and G. M. Culwick (1935). Ubena of the Rivers. London: George Allen & Unwin Ltd.
- (Αγγλικά) Swartz, Marc J. (1964). "Continuities in the Bena political system." Southwestern Journal of Anthropology, 20: 241-253.
- (Αγγλικά) "Bases for Compliance in Bena Villges" (1966). In Marc J. Swartz (ed.) Local Level Politics. Chicago: Aldine.
- (Αγγλικά) "The Bilingual Kin Terminology of the Bena" (1968). Journal of African Languages 7: 41-57.
- (Αγγλικά) "Legitimacy and Coercion in Bena Politics and Development" (1977). In L. Cliffe, J. S. Coleman, and M. R. Doornboch (eds.) Government and Rural Development in East Africa. The Hague: Martinus Nijhoff.