Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κλάρα Σόμογκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κλάρα Σόμογκι
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1913
Αράντ
Θάνατος1996
Βουδαπέστη
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΟυγγρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααθλήτρια της αντισφαίρισης
Περίοδος ακμής1928 - 1945

Η Κλάρα Σόμογκι (ουγγρικά : Klára Somogyi Szilágy-Somlyói) , (Αράντ, Αυστροουγγαρία 1913 - Βουδαπέστη, Ουγγαρία 1996)) ήταν αθλήτρια της αντισφαίρισης από την Ουγγαρία. Εκπροσώπησε την Ουγγαρία σε πολλούς διεθνείς αγώνες της ομάδας. Μεγαλύτερη επιτυχία της όταν έφτασε στον προημιτελικό του του Γουίμπλεντον στο διπλό το 1939[1].

Πρόωρη ζωή και οικογένεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σόμογκι γεννήθηκε το 1913 στο Αράντ της τότε Αυστροουγγαρίας[2]. Ο προπροπάππους της ήταν αξιωματικός του ιππικού στην αγγλογερμανική λεγεώνα των Ναπολεόντειων πολέμων[3]. Ο προπάππος Ζόζεφ Σόμογκι ήταν αξιωματικός από το Δουβλίνο που αγωνίστηκε στην Ουγγρική επανάσταση του 1848[4][2]. Ο πατέρας της ήταν ο Γιένο Σόμογκι, αρχιτέκτονας, ο οποίος σχεδίασε τη γέφυρα του Τραϊανού στο Αράντ[2]. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών ασχολήθηκε με την αντισφαίριση. Σπούδασε σε γερμανικό σχολείο στο Σίμπιου[2]. Στην ηλικία των δεκαεπτά έφτασε στην τρίτη θέση στη δεύτερη κατηγορία μικτών διπλών στο Κλουζ[5]. Εν τω μεταξύ, η Συνθήκη του Τριανόν είχε μεταφέρει την περιοχή της από την Ουγγαρία στη Ρουμανία και έπρεπε να μετακομίσει στη Βουδαπέστη το 1938[2].

Καριέρα στην αντισφαίριση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1928 είχε πρόωρη επιτυχία στα ρουμανικά εθνικά πρωταθλήματα όπου τερμάτισε δεύτερη στο διπλό και τρίτη στο διπλό μεικτό. Μέχρι το 1932 ήταν ήδη δύο φορές πρωταθλήτρια Ρουμανίας[2]. Κατέκτησε ακόμα δύο ακόμη διαδοχικούς τίτλους στο μεικτό μέχρι το 1937 με συμπαίκτη τον Arnulf Schmidt[6]. Αφού μετακόμισε στην Ουγγαρία, στέφθηκε εθνικός πρωταθλητής της Ουγγαρίας στο απλό το 1938 και το 1939 και στο διπλό το 1939 και το 1944[7]. Η πρώτη διεθνής πρόκλησή της ήρθε στο Κύπελλο αντισφαίρισης κεντρικής Ευρώπης, το οποίο η Ουγγαρία κατέκτησε μετά από μια συντριπτική νίκη επί της Ιταλίας. Η Σόμιγκι είχε έναν εύκολο αγώνα με την Γουάλι Σαν Ντονίνο[8].

Σε διεθνές ατομικό επίπεδο η πρώτη επιτυχία της ήρθε στο Γερμανικό διεθνές πρωτάθλημα του 1937, όπου έφτασε στα ημιτελικά του διπλού[9]. Στο ίδιο τουρνουά στο μικτό διπλό έφτασε στα προημιτελικά[10]. Στο Πρωτάθλημα αντισφαίρισης Ανατολικής Μεσογείου ήταν πρώτη το 1938 στο μεικτό με συμπαίκτη τον Ακχίλ Μέχτα και πρώτη στο διπλό το 1939 με συμπαίκτρια την Έλα Κόβατς. Στις αρχές του 1939 έφθασε στον τελικό του τουρνουά του Γερμανικού πρωταθλήματος που έγινε στη Βρέμη, το ίδιο έγινε και στο διπλό όπου με συμπαίκτρια την Κόβατς ήταν δεύτερες[11]. Την ίδια χρονιά έφτασε στα προημιτελικά του μεικτού του πρωταθλήματος της λέσχης της Βασίλισσας[12]. Ένα μήνα αργότερα στο Γερμανικό διεθνές πρωτάθλημα στο Αμβούργο έπαιξε στα ημιτελικά του διπλού[13]. Τον Αύγουστο αγωνίστηκε στο Båstad όπου τερμάτισε πρώτη στο απλό και δεύτερη στο διπλό[14]. Τον Αύγουστο έπαιξε στο τελικό του απλού στην Οστάνδη.και στα ημιτελικά του διπλού[15].

Παντρεύτηκε και είχε μια κόρη που ονομάζεται Judit. Κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και τη διάρκεια της πολιορκίας της Βουδαπέστης η οικογένεια κρύφτηκε σε υπόγειο για να επιβιώσει από τις αεροπορικές επιδρομές. Εκεί από την υγρασία έπαθαν ζημιά οι αρθρώσεις της, και ως αποτέλεσμα των σχετικών προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της αρθρίτιδας, δεν μπόρεσε να παίξει πια και στη συνέχεια εγκατέλειψε την αντισφαίριση[2]. Λόγω της υποτιθέμενης γερμανικής της συνείδησης αλλά και της συμμετοχής της στο γερμανικό πρωτάθλημα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της γνώσης της γερμανικής γλώσσας, χαρακτηρίστηκε ως "αναξιόπιστη", όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που είχαν κάποια γερμανική σχέση από την κυβέρνηση της Λαϊκής δημοκρατίας της Ουγγαρίας. Έτσι δεν κατάφερε να βρει δουλειά και άρχισε μια μικρή επιχείρηση ύφανσης. Αργότερα μετακόμισε στη Velence και ασχολήθηκε με την γεωργία. Μετά το θάνατο του συζύγου της, επέστρεψε στο Hegyvidék και έζησε εκεί για το υπόλοιπο της ζωής της[2].