Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Carl Philipp Emanuel Bach (Γερμανικά)
Γέννηση8  Μαρτίου 1714[1][2][3]
Βαϊμάρη[4][5]
Θάνατος14  Δεκεμβρίου 1788[1][2][3]
Αμβούργο[6][5]
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
ΘρησκείαΛουθηρανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[7][8]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Λειψίας
Alma Mater Viadrina
Σχολή του Αγίου Θωμά στη Λειψία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[9]
Αξιοσημείωτο έργοMagnificat
Die Auferstehung und Himmelfahrt Jesu
Die Israeliten in der Wüste
d:Q15857789
Versuch über die wahre Art das Clavier zu spielen
Klopstocks Morgengesang am Schöpfungsfeste
Heilig
Concerto for Harpsichord, 2 Violins, Viola and Basso Continuo in D minor
Περίοδος ακμής1725
Οικογένεια
ΣύζυγοςJohanna Maria Bach
ΤέκναΓιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
Johann August Bach
ΓονείςΓιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Μαρία Μπάρμπαρα Μπαχ
Θετοί γονείςΆννα Μαγκνταλένα Μπαχ
ΑδέλφιαΚαταρίνα Ντοροθέα Μπαχ (μεγαλύτερη αδερφή)
Ελίζαμπετ Τζουλιάνα Φριντερίκα Μπαχ
Μαρία Σοφία Μπαχ (μεγαλύτερη αδερφή)
Ιωάννα Καρολίνα Μπαχ
Ρεγκίνα Σουζάννα Μπαχ
Χριστιάνα Δωροθέα Μπαχ
Χριστιάνα Βενεδίκτη Λουίζα Μπαχ
Ρεγκίνα Ιωάννα Μπαχ
Γιόχαν Κρίστοφ Φρίντριχ Μπαχ
Βίλχελμ Φρίντεμαν Μπαχ (μεγαλύτερος αδελφός)
Γιόχαν Γκότφριντ Μπέρναρντ Μπαχ (νεότερος αδερφός)
Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ
Γκότφριντ Χάινριχ Μπαχ
Γιόχαν Κριστόφ Μπαχ
Λεοπόλδος Αύγουστος Μπαχ (νεότερος αδερφός)
Χριστιάνα Σοφία Εριέτα
Γιόχαν Αύγουστος Αβραάμ Μπαχ
Ερνέστος Ανδρέας Μπαχ
Κρίστιαν Γκότλιμπ Μπαχ
Γιόχαν Κρίστοφ Μπάχ (μεγαλύτερος αδελφός)
ΟικογένειαΟικογένεια Μπαχ
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ (Carl Philipp Emanuel Bach, Βαϊμάρη, 8 Μαρτίου 1714 - Αμβούργο, 14 Δεκεμβρίου 1788) ήταν Γερμανός συνθέτης, γιος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο παραγωγικότερος και πιο φημισμένος από τους απογόνους του. Συγκαταλέγεται στους μείζονες συνθέτες του δεύτερου μισού τού 18ου αιώνα. Το πλούσιο έργο του περιλαμβάνει περισσότερες από 1000 συνθέσεις, κυρίως ορχηστρικής μουσικής, και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, από απλά τραγούδια μέχρι ορατόρια και συμφωνίες. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό στυλ που διακρίνεται για την ευαισθησία και το συναίσθημά του. Υπήρξε μαθητής του Γ. Σ. Μπαχ και για πολλά χρόνια κατείχε τη θέση του τσεμπαλίστα στην Αυλή του βασιλιά Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Το 1768 διαδέχτηκε τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν στη θέση του Κάντορα στη Λατινική Σχολή του Αγίου Ιωάννη και του μουσικού διευθυντή στο Αμβούργο, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Βαϊμάρη και ήταν ο δεύτερος επιζήσας γιος του Γ. Σ. Μπαχ και της πρώτης του συζύγου Μαρία Μπάρμπαρα. Νονοί του ήταν ο Γ. Φ. Τέλεμαν και ο αρχιμουσικός του Βάισενφελς Βέλντιχ Πάτε. Σε ηλικία τριών ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο Καίτεν, όπου ο Γ. Σ. Μπαχ ανέλαβε τη θέση του Καπελμάιστερ. Tο 1723, τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκαστάθηκε στη Λειψία και φοίτησε στη Σχολή του Αγίου Θωμά, η οποία, παρά το γεγονός πως βρισκόταν σε παρακμή, διατηρούσε ένα ιδιαίτερο κύρος, ενώ παράλληλα επέτρεπε με μεγαλύτερη ευκολία τη συνέχιση των σπουδών του Εμάνουελ στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Τη μουσική του εκπαίδευση στο τσέμπαλο και το εκκλησιαστικό όργανο ανέλαβε αποκλειστικά ο πατέρας του και αναμβίβολα είχε την τύχη δίπλα στον Γ. Σ. Μπαχ να έρθει σε επαφή με πολλά διαφορετικά μουσικά είδη και στυλ, ακόμα και της ιταλικής ή γαλλικής παράδοσης, χωρίς την ανάγκη να ταξιδέψει. Δεν υπάρχουν ενδείξεις πως εξασκήθηκε σε άλλα όργανα πέραν των πληκτροφόρων. Την 1η Οκτωβρίου του 1731 ξεκίνησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας συνεχίζοντας παράλληλα να συμμετέχει και να βοηθά στα ρεσιτάλ του πατέρα του, όπως έκανε από την ηλικία των 15 ετών. Την ίδια περίοδο χρονολογούνται και οι πρώτες του συνθέσεις υπό την επίβλεψη του Γ. Σ. Μπαχ. Μέχρι το 1734 είχε ολοκληρώσει δύο εμβατήρια και δύο πολωνέζ (BWV Anh. 122-25), πέντε σονάτες για τσέμπαλο, επτά έργα για τρίο, κομμάτια για σόλο όμποε και φλάουτο, μία σουίτα και δύο κοντσέρτα για τσέμπαλο, καθώς και έξι σονατίνες για πληκτροφόρα.

Τον Αύγουστο του 1733 έκανε αίτηση για τη θέση του οργανίστα στην εκκλησία του Αγ. Βέντσελ στο Νάουμπουργκ, η οποία απορρίφθηκε, και τον Σεπτέμβριο του 1734 εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη (Όντερ). Εκεί συνέχισε τις σπουδές του στη νομική, τις οποίες ολοκλήρωσε το 1738, παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα μουσικής και συμμετέχοντας σε διάφορα μουσικά δρώμενα. Στο ρεπερτόριο του περιλαμβάνονταν τόσο δικές του συνθέσεις όσο και ορισμένες του πατέρα του. Το 1738 τού δόθηκε η ευκαιρία να συνοδεύσει στα πλαίσια μίας εκπαιδευτικής περιοδείας στο εξωτερικό τον νεαρό κόμη Χάινριχ Κρίστιαν φον Κέιζελρινγκ, γιο του κόμη Χέρμαν Καρλ φον Κέζιερλινγκ, πάτρονα και φίλο του Γ. Σ. Μπαχ. Ο διορισμός του όμως τον ίδιο χρόνο από τον τότε πρίγκιπα Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει. Στην υπηρεσία της πρωσικής Αυλής στο Βερολίνο παρέμεινε για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Βερολίνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνθήκες διορισμού του στο Βερολίνο παραμένουν αδιευκρίνιστες. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, ο διορισμός του επισημοποιήθηκε όχι το 1738 αλλά στις 31 Μαΐου του 1740, αμέσως μετά την ενθρόνιση του Φρειδερίκου. Ενδεχομένως ο πρίγκιπας είχε ήδη ακούσει καλά λόγια για τον Μπαχ από άλλους αυλικούς μουσικούς που συνδέονταν φιλικά με τον πατέρα του και δεν αποκλείεται να εντυπωσιάστηκε επίσης από το πλούσιο έργο που είχε ήδη να επιδείξει. Κατά μια άλλη εκδοχή, ίσως σημαντικό ρόλο έπαιξε η θετική εισήγηση του Μαργράβου Φρήντριχ Βίλχελμ, ο οποίος είχε επίσης σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Σε κάθε περίπτωση, στην Αυλή του Φρειδερίκου Β΄ στο Βερολίνο, ο Μπαχ είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς της εποχής, όπως τους αδελφούς Καρλ Χάινριχ και Γιόχαν Γκότλιμπ Γκράουν, τον μαθητή του Γ. Σ. Μπαχ Γ.Φ. Αγκρίκολα και τον Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς. Ανάμεσα στους περίπου 40 μουσικούς που αποτελούσαν την ορχήστρα της Αυλής (από τις μεγαλύτερες της Γερμανίας), ο Μπαχ ήταν μεταξύ των χαμηλότερα αμοιβόμενων, με μισθό που έφτανε τα 300 τάλερ. Αυτή ήταν η καθιερωμένη αμοιβή όλων των νέων μουσικών, σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση μόνο με τις απολαβές εκείνων που βρίσκονταν υψηλότερα στην ιεραρχία, όπως του Καπελμάιστερ και του διευθυντή κοντσέρτων. Ο Μπαχ λάμβανε μέρος στις συναυλίες μουσικής δωματίου που δίνονταν - αρχικά σε καθημερινή βάση - για τον βασιλιά, ενώ συμμετείχε ακόμα σε παραστάσεις που δίνονταν στην όπερα του Βερολίνου. Την ορχήστρα συνόδευε ενίοτε και ο ίδιος ο Φρειδερίκος Β΄ παίζοντας φλάουτο.

Τα καθήκοντά του περιορίστηκαν με τον διορισμό του Κρίστιαν Φρήντριχ Σάλε το 1741-44 ως δεύτερου κλαβιχορδίστα (και αργότερα του Κρίστοφ Νίκελμαν που τον διαδέχτηκε), καθώς οι δύο εκτελεστές εναλλάσονταν κάθε μήνα. Αυτό έδωσε στον Μπαχ τη δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με τη διδασκαλία, τόσο στο παλάτι όσο και ιδιωτικά, γεγονός που αποτελέσε πηγή έμπνευσής του για τη σπουδαία παιδαγωγική «Μελέτη για την αληθινή τέχνη της εκτέλεσης Πληκτροφόρων» (γερμ. Versuch über die wahre Art das Clavier zu spielen), που θεωρείται από τις σπουδαιότερες του είδους της. Εκδόθηκε σε δύο μέρη, το πρώτο το 1753 και το δεύτερο το 1762. Διέθετε ακόμα περισσότερο χρόνο για το συνθετικό του έργο, ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον Φρειδερίκο ως εφάμιλλος των αδελφών Γκράουν, του Γιόχαν Άντολφ Χάσε, του Κβαντς, ή ακόμα και του Αγκρικόλα. Η θέση του δεν βελτιώθηκε ούτε μετά την περίφημη επίσκεψη του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ στο Πότσνταμ και τη συνάντησή του με τον βασιλιά, με αποτέλεσμα από την περίοδο αυτή να αρχίσει να αναζητά άλλες επαγγελματικές διεξόδους. Οι αιτήσεις που κατέθεσε το 1750 και το 1755 για τη θέση του Κάντορα στη Λειψία απορρίφθηκαν, παρά την υποστήριξή του από τον Τέλεμαν, ενώ την ίδια κατάληξη είχε και η προσπάθειά του να διοριστεί οργανίστας στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Τσιτάου το 1753. Τον Μάιο του 1755 ο μισθός του αυξήθηκε κατά 200 τάλερ, αφού πρώτα διαμαρτυρήθηκε επισήμως για άδικη οικονομική μεταχείρισή του και απείλησε τον βασιλιά με παραίτηση. Είχε προηγηθεί μια διαμάχη του με τον δεύτερο κλαβιχορδίστα, Κρίστοφ Νίκελμαν, με αφορμή μια αρνητική κριτική του τελευταίου στην πραγματεία του , στην οποία κατηγόρησε τον Μπαχ για το «επιτηδευμένο» μουσικό ύφος του.

Χειρόγραφο από το Magnificat (H.772).

Την ίδια περίοδο που απομακρυνόταν από τα δρώμενα στο παλάτι, ανέπτυξε σημαντικούς δεσμούς με άλλους μουσικούς κύκλους της πόλης. Υπήρξε μέλος της πρώτης σχολής ληντ του Βερολίνου, με ιδρυτή τον Γιόχαν Γκότλιμπ Κράουζε, και συνεργάστηκε με τον Φ. Β. Μάρπουργκ, σημαντικό μουσικοκριτικό της εποχής. Το 1758, στη διάρκεια του Επταετούς πολέμου, εγκατέλειψε το Βερολίνο και κατέφυγε για ένα διάστημα στο Τσερμπστ της Σαξωνίας-Άνχαλτ, φιλοξενούμενος της οικογένειας του κλαβιχορδίστα Καρλ Φας που είχε διαδεχτεί λίγο νωρίτερα τον Νίκελμαν. Μετά το θάνατο του Τέλεμαν στις 25 Ιουνίου 1767, ο Μπαχ τον διαδέχτηκε στη θέση του μουσικού διευθυντή στο Αμβούργο. Υποψήφιοι ήταν επίσης οι Χέρμαν Φρήντριχ Ράουπαχ, Γιόχαν Χάινριχ Ρόλλε και ο ετεροθαλής αδελφός του Μπαχ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ. Αν και ο διορισμός του επισημοποιήθηκε το Νοέμβριο του 1767, λόγω της αρχικής άρνησης του Φρειδερίκου Β’ να τον αποδεσμεύσει, εγκαταστάθηκε τελικά στο Αμβούργο τον Μάρτιο του 1768.

Αμβούργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Αμβούργο, ο Μπαχ ήταν Κάντορας στη Λατινική Σχολή και μουσικός διευθυντής των πέντε μεγάλων εκκλησιών της πόλης. Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του στη Λειψία αλλά και του προκατόχου του, ανέθεσε τα διδακτικά του καθήκοντα για τη σχολή σε έναν βοηθό που προσέλαβε με προσωπικά έξοδα. Κατά αυτό τον τρόπο κατάφερε να επικεντρωθεί στο αμιγώς μουσικό του έργο. Το αρχικό του πλάνο να παρουσιάζει δύο κύκλους καντατών ετησίως δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αντίθετα παρουσίασε πολλά έργα άλλων συνθετών, τα οποία ο ίδιος ανασκεύαζε. Η πρακτική αυτή ήταν συνηθισμένη εκείνη την εποχή και στην περίπτωση του Μπαχ ίσως και επιβεβλημένη, δεδομένου του εξαιρετικά βαρύ φορτίου που είχε ως μουσικός διευθυντής. Ήταν υπεύθυνος για περίπου 200 παρουσιάσεις ετησίως, τόσο εκκλησιαστικής όσο και κοσμικής μουσικής, και για ένα ρεπερτόριο που κάλυπτε διαφορετικά μουσικά είδη (καντάτες, πάθη, ορατόρια, συμφωνίες, κ.ά.). Παράλληλα διοργάνωσε και συμμετείχε σε αρκετά κοντσέρτα για το ευρύ κοινό, παρουσιάζοντας όχι μόνο δικά του έργα, αλλά και άλλων συνθετών, όπως του Γκράουν και του Τέλεμαν. Αν και η μουσική σκηνή του Αμβούργου δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτή του Βερολίνου, ο Μπαχ ανανεώθηκε και εξελίχθηκε ως συνθέτης φωνητικών έργων και θρησκευτικής μουσικής. Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του (εκτός των επίσημων καθηκόντων του) έγινε στι 9 Απριλίου 1786, όπου παρουσιάστηκε μία από τις συμφωνίες του, αποσπάσματα από έργα του Γ. Σ. Μπαχ και του Χαίντελ και δύο από τις σπουδαιότερες συνθέσεις του, το Magnificat (Η.772) και η καντάτα Heilig (Η.778). Πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου 1788 και τάφηκε στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Τον διαδέχτηκε ο Κρίστιαν Φρήντριχ Γκότλιμπ Σβένκε.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Christoph Wolff, et al. "Bach." Grove Music Online. Oxford Music Online. Oxford University Press, 24 Αυγούστου 2016
  • Wolff, C.; Emery W.; Helm, E. E.; Warburton E. & Derr, E. S. (1993). Die Bach-Familie. Stuttgart; Weimar: Metzler
  • Wilibald Gurlitt, Bach, Carl Philipp Emanuel στο Neue Deutsche Biographie Τόμος 1ος, Duncker & Humblot, Berlin 1953, σελ. 488
  • Schulenberg, David (2014). The Music of Carl Philipp Emanuel Bach. University of Rochester Press

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]