Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καρλ Χάινριχ Γκράουν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρλ Χάινριχ Γκράουν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Carl Heinrich Graun (Γερμανικά)
Γέννηση7  Μαΐου 1704[1][2][3]
Βάρενμπρικ
Θάνατος8  Αυγούστου 1759[4][5][1]
Βερολίνο
Τόπος ταφήςΒερολίνο
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
ΣπουδέςKreuzschule
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
μονωδός
Οικογένεια
ΤέκναCarl Ferdinand Graun, Justizrat[6]
ΓονείςAugust Graun[6] και Anna Margarethe Schneider[6]
ΑδέλφιαJohann Gottlieb Graun
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαcourt chapel master
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Καρλ Χάινριχ Γκράουν (Carl Heinrich Graun, Βάρενμπρικ 7 Μαΐου 1704 [i]Βερολίνο 8 Αυγούστου 1759) ήταν Γερμανός συνθέτης και τραγουδιστής του 18ου αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους Γερμανούς συνθέτες ιταλικής όπερας της εποχής του.[7]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκράουν γεννήθηκε στη μικρή πόλη Βάρενμπρικ (Uebigau-Wahrenbrück) της Γερμανίας. Το 1714, ακολούθησε τον αδελφό του Γιόχαν Γκότλιμπ (Johann Gottlieb Graun) στη Σχολή Κρόιτσκίρχε (Kreuzkirche) της Δρέσδης και τραγούδησε στη Χορωδία της φερώνυμης εκκλησίας (Dresdner Kreuzchor) [8] και στη Χορωδία της Όπερας της Δρέσδης (Dresden Opera). Εκεί, συνέθεσε καντάτες και εργάστηκε υπό τον Ναπολιτάνο συνθέτη όπερας Αντόνιο Λότι (Antonio Lotti). Σπούδασε τραγούδι με τον Κρίστιαν Πέτσολτ (Christian Petzold) και σύνθεση με τον Γιόχαν Κρίστοφ Σμιτ (Johann Christoph Schmidt). Το 1723, ταξίδεψε στην Πράγα, όπου συναντήθηκε και συνεργάστηκε -ως τενόρος- με τον γερμανό συνθέτη και λαουτίστα, Σίλβιους Λέοπολντ Βάις, για τη στέψη του βασιλιά της Βοημίας.

Το 1724, εγκαταστάθηκε στο Μπράουνσβαϊγκ, τραγουδώντας στο, εκεί, Μέγαρο Όπερας και γράφοντας έξι όπερες και δύο Πάθη για το ίδρυμα, ενώ το 1735, πήγε μαζί με τον αδελφό του στο Ράινσμπεργκ του Βρανδεμβούργου.[9] Διορίστηκε διευθυντής ορχήστρας (Kapellmeister) στην Αυλή του Μεγάλου Φρειδερίκου μετά την ανάρρησή του στο θρόνο (1740), θέση που κράτησε μέχρι τον θάνατό του, δεκαεννέα χρόνια αργότερα, στο Βερολίνο. Όσο βρισκόταν στην υπηρεσία της Αυλής συνέθεσε 30 όπερες, περίπου, πάνω σε ιταλικά κείμενα. Πάντως, σημαντικότερο έργο του θεωρείται το ορατόριο Ο Νεκρός Ιησούς (1755),[9] το οποίο παιζόταν για 150 χρόνια, περίπου, στη Γερμανία κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας (μαζί με τον περίφημο Μεσσία του Χέντελ).[8]

Μουσικολογικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκράουν υπήρξε από τους κυριότερους εκφραστές της προκλασικής εποχής του Βερολίνου, μαζί με τον αδελφό του Γιόχαν Γκότλιμπ, τον Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ και τον ίδιο τον εργοδότη του, Φρειδερίκο τον Μέγα.[8] Στη μουσική του ανευρίσκονται στοιχεία από παλαιά αλλά και σύγχρονη μελωδική και μορφική αντίληψη, ενώ οι όπερές του είναι επηρεασμένες από το -κυρίαρχο τότε- ναπολιτάνικο ύφος. Στο ορατόριο του Ο Νεκρός Ιησούς, ο Γκράουν δείχνει την ικανότητά του στην αντίστιξη και την πρωτοτυπία στη μελωδία. Στις ιταλικές όπερες μιμείται το «τρυφερό» ύφος της εποχής του, αλλά τα ρετσιτατίβα εμφανίζουν, περιστασιακά, σημαντική δραματική δύναμη.[10]

  • Πολύδωρος (1726–28)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1728)
  • Σκιπίων Αφρικανός (1732)
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα (1742)
  • Αρταξέρξης (1743)
  • Αλέξανδρος και Πώρος (1744)
  • Ο Αδριανός στη Συρία (1746)
  • Κοριολανός (1749)
  • Ροντελίντα, Βασίλισσα της Λογγοβαρδίας (1750;)
  • Μιθριδάτης (1751)
  • Σεμίραμις (1754)
  • Μοντεζούμα (λιμπρέτο Φρειδερίκου του Μεγάλου, 1755)
  • Μερόπη (λιμπρέτο Φρειδερίκου του Μεγάλου, 1756)

Θρησκευτική μουσική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Kommt her und schaut, Μεγάλα Πάθη (1730)
  • Ο Νεκρός Ιησούς, ορατόριο (1755)
  • Te Deum (1757, για τον πανηγυρισμό της νίκης των Πρώσων στην Πράγα [8])
  • Ορατόριο του Πάσχα
  • Ορατόριο των Χριστουγέννων
  • Ein Lämmlein geht und trägt die Schuld, καντάτα
  • Πάνω από 20 τρίο σονάτες
  • 6 Ιταλικές καντάτες
  • Κοντσέρτο για κόρνο, έγχορδα και τσέμπαλο σε Ρε Μείζονα
  • Σινφόνια σε Ντο Μείζονα
  • Κοντσέρτο για βιόλα ντα γκάμπα
  • Κοντσέρτο για όμποε ντ’ αμόρε
  • Κοντσέρτο για αρπίχορδο σε Ντο Ελάσσονα

i. ^ Αναφέρονται, επίσης, ως πιθανά έτης γέννησης το 1701 και το 1703 [11]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1996, τόμος 18, σ. 215
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Enciclopedia Treccani, on line
  • Eric Blom, The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)