Ιωάννης Κομνηνός Βατάτζης
Ιωάννης Κομνηνός Βατάτζης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1132 (περίπου) |
Θάνατος | 16 Μαΐου 1182 Αλασεχίρ |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αξιωματικός |
Οικογένεια | |
Γονείς | Θεόδωρος Βατάτζης και Ευδοκία Κομνηνή |
Αδέλφια | Ανδρόνικος Βατάτζης |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | αξιωματικός |
Πόλεμοι/μάχες | Μάχη στο Υέλιον και Λειμόχειρ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Μέγας Δομέστικος |
Ο Ιωάννης Βατάτζης (π. 1132 - 16 Μαΐου 1182) από τη Δυναστεία των Κομνηνών ήταν μία μεγάλη στρατιωτική και πολιτική μορφή στη Ρωμανία κατά τις βασιλείες των Μανουήλ Α΄ και Αλεξίου Β΄ των Κομνηνών. Είναι αυτός που κατέκοψε τους Σελτζούκους Τούρκους στο Υέλιον και Λειμόχειρ του Μαιάνδρου.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήταν ο πρωτότοκος γιος του σεβαστοϋπερτάτου Θεοδώρου Βατάτζη και της Ευδοκίας Κομνηνής, κόρης του Ιωάννη Β΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων[1][2]. Η οικογένειά του ήταν προέχουσα στην Ανδριανούπολη και την γύρω περιοχή[3], αλλά ήταν ο πατέρας του, που προωθήθηκε από τον Ιωάννη Β΄ και έγινε ο νέος άνδρας, εξέχων στα δρώμενα της Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του νυμφεύτηκαν το 1131 και ο Ιωάννης γεννήθηκε σύντομα μετά, μάλλον το 1132[1]. Ο αδελφός του Ανδρόνικος ήταν επίσης διακεκριμένος στρατηγός· το 1176 οδήγησε μία εκστρατεία στην Αμάσεια εναντίον των Σελτζούκων, σκοτώθηκε όμως από αυτούς. Το κομμένο κεφάλι του επεδείκνυαν οι Σελτζούκοι κατά την επόμενη μάχη του Μυριοκεφάλου, που έγινε σύντομα μετά. Άλλος αδελφός του ήταν ο Αλέξιος[4].
Στην υπηρεσία του Μανουήλ Α΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιωάννης εμφανίζεται στις πηγές της εποχής ως ανώτερος στρατιωτικός στη δεκαετία του 1170. Είναι σίγουρο ότι υπηρέτησε σε πιο χαμηλές θέσεις, πριν ανέλθει ιεραρχικά, αλλά δεν υπάρχουν αναφορές στις πηγές γι' αυτό. Αναμφίβολα απέκτησε στρατιωτική εμπειρία υπό τον πατέρα του, διακεκριμένο στρατηγό, που ανέλαβε την πολιορκία του Ζέμουν στο Ουγγρικό σύνορο το 1151 και ανακατέλαβε την Ταρσό της Κιλικίας το 1158[5].
Το 1156 ο Μανουήλ Α΄ προσπάθησε να καταστρέψει το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ, αλλά ηττήθηκε στο Μυριοκέφαλον. Στην συνθήκη που συνήφθη με τον ηγεμόνα τους Κιλίτζ Αρσλάν Β΄, ο Μανουήλ Α΄ θα κατεδάφιζε τα συνοριακά φρούρια για να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες[6][7]. Έτσι κατεστράφη το Σουβλαίον, όχι όμως το πιο σημαντικό Δορύλαιον. Τότε ο σουλτάνος αντέδρασε, αποστέλλοντας 2.400 ιππείς για να κάνουν επιδρομή στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Ο Ιωάννης στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη με στρατό για να τους ανακόψει. Υπαρχηγοί τού δόθηκαν ο Κωνσταντίνος Δούκας και ο Μιχαήλ Ασπιέτης και θα ενίσχυε τον στρατό του στρατολογώντας άνδρες από τα εδάφη της Ρωμανίας, που θα διερχόταν[8][9][10].
Ο Βατάτζης αναχαίτισε τους Σελτζούκους, καθώς επέστρεφαν φορτωμένοι με τη λεία τους από λεηλατημένες πόλεις: τοποθέτησε τον στρατό του σε ενέδρα στη διάβαση του Μαιάνδρου, που βρίσκεται κοντά στους οικισμούς Υέλιον και Λειμόχειρ. Όταν ήλθαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και βρισκόταν στη διαδικασία της διέλευσης του ποταμού, τους επιτέθηκε και τους κατέστρεψε. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι μόνο λίγοι, από τις πολλές χιλιάδες, διέφυγαν. Ο διοικητής τους -που είχε τον τίτλο του αταμπέγκ- προσπάθησε, πολεμώντας να ξεφύγει από την παγίδα, αλλά σκοτώθηκε[11][12]. Η μάχη ήταν μία μεγάλη νίκη των Ρωμαίων και δείχνει πόσο περιορισμένη ήταν η ήττα στο Μυριοκέφαλον επάνω στην Ανατολική επικράτεια της Ρωμανίας. Η Ρωμαϊκή νίκη ακολουθήθηκε από τιμωριτικές εκστρατείες εναντίον των Τουρκομάνων νομάδων, που είχαν εγκατασταθεί στην κοιλάδα του άνω Μαιάνδρου[13].
Τόσο πιστός ήταν στον Αυτοκράτορα, που ονόμασε τον ένα γιο του Μανουήλ και ανέχθηκε την αδελφή του Θεοδώρα να είναι ερωμένη του Μανουήλ Α΄[14].
Η εξέγερση κατά του Ανδρονίκου Α΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιωάννης αναφέρεται ξανά στις πηγές το 1182, ως μέγας Δομέστικος (διοικητής του Στρατού) και κυβερνήτης του σημαντικού θέματος της Θράκης[15][α]. Έδρα του θέματος ήταν η Αδριανούπολη, που ήταν και το κέντρο των κτημάτων του Οίκου του. Έχει καταγραφεί ότι έκτισε και δώρησε πτωχοκομεία και νοσοκομεία εκεί[16].
Το 1180 τον Μανουήλ Α΄ διαδέχθηκε ο 11ετής γιος του Αλέξιος Β΄. Την αντιβασιλεία ανέλαβε η μητέρα του Μαρία της Αντιόχειας, της οποίας η εξουσία αποδείχθηκε αντιδημοφιλής. Ιδιαίτερα αντέδρασε η αριστοκρατία στην λατινικής καταγωγής Μαρία. Τότε ο εξάδελφος τού Μανουήλ Α΄, ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία το 1182 και έγραψε επιστολές σε μέλη της αριστοκρατίας. Ο Ιωάννης κατάλαβε την απατηλή επιστολή και απάντησε προσβλητικά[15]. Ο εξάδελφός του όμως Ανδρόνικος Κοντοστέφανος μέγας δούκας (ναύαρχος) εξαπατήθηκε και έπαιξε βασικό ρόλο, επιτρέποντας στις δυνάμεις του Ανδρόνικου Α΄ από το Σκούταρι να διαπεράσουν τον Βόσπορο και να εισέλθουν στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο Ανδρόνικος Α΄ άδραξε την αρχή, έδειξε τον τυραννικό του χαρακτήρα και προσπάθησε να σπάσει τη δύναμη και την επιρροή των αριστοκρατικών Οίκων.
Φαίνεται ότι τότε ο Ιωάννης απολύθηκε, διότι τον βλέπουμε να διαμένει στη Φιλαδέλφια της Μικράς Ασίας. Ήταν μέλος της δυναστείας, επιτυχημένος και αξιοσέβαστος στρατηγός· έτσι εύκολα μάζεψε στρατό και εξεγέρθηκε ανοικτά εναντίον του νέου καθεστώτος. Κατηγόρησε τον Ανδρόνικο Α΄ ότι προσπαθεί να εξοντώσει την Αυτοκρατορική οικογένεια, κάτι που ήταν ακριβές.[17][18].
Τότε ο Αυτοκράτορας έστειλε μεγάλο στρατό με στρατηγό τον Ανδρόνικο Λαπαρδά εναντίον του. Ο Ιωάννης, που ήταν σοβαρά άρρωστος, έδωσε οδηγίες στους γιους του πώς να παρατάξουν το στράτευμα και ο ίδιος μεταφέρθηκε στην κορυφή ενός λόφου, όπου μπορούσε να δει τη μάχη επί κλίνης. Οι δυνάμεις του Βατάτζη νίκησαν και κατεδίωξαν το στρατό τού Λαπαρδά για κάποια απόσταση. Όμως λίγες ημέρες μετά, στις 16 Μαΐου 1182, ο Ιωάννης απεβίωσε. Χωρίς την ηγεσία του ο στρατός γρήγορα σκόρπισε και οι γιοί του διέφυγαν για προστασία στον Σελτζούκο σουλτάνο. Προσπάθησαν να μεταβούν στη Σικελία με πλοίο, αλλά ναυάγησαν στην Κρήτη και αιχμαλωτίστηκαν· με διαταγή του Ανδρονίκου Α΄ τυφλώθηκαν. Ο Ανδρόνικος Α΄ θεώρησε τον θάνατο τού Ιωάννη θεϊκή εύνοια και αυτό τον ενθάρρυνε να ανακηρύξει τον εαυτό του συναυτοκράτορα τού Αλεξίου Β΄[19].
Είναι από τις λίγες μορφές, που ο Ρωμαίος ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει με άκρατο θαυμασμό στα έργα του[20].
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νυμφεύτηκε τη Μαρία Δούκαινα και είχε τέκνα:
- Αλέξιος
- Μανουήλ[21]
Υποσημειώσεις και παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Τα πριν χωρισμένα θέματα Θράκης και Μακεδονίας, τώρα πια είχαν έναν διοικητή. Η Αδριανούπολη, διοικητικό κέντρο του πρώην θέματος Μακεδονίας, έγινε κέντρο του ενοποιημένου θέματος Θράκης-Μακεδονίας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Βαρζός1984, σελ. 382.
- ↑ Magdalino 2002, σελ. 207.
- ↑ Magdalino 2002, σελ. 208.
- ↑ Magoulias 1984, σελίδες 440-441.
- ↑ Kinnamos 1976, σελίδες 91, 138.
- ↑ Magdalino 2002, σελ. 99.
- ↑ Magoulias 1984, σελ. 108.
- ↑ Magoulias 1984, σελίδες 108-109.
- ↑ Birkenmeier 2002, σελ. 196.
- ↑ Βαρζός1984, σελίδες 383-384.
- ↑ Magoulias 1984, σελ. 110.
- ↑ Βαρζός1984, σελ. 384.
- ↑ Angold 1997, σελ. 193.
- ↑ Βαρζός1984, σελ. 383.
- ↑ 15,0 15,1 Magoulias 1984, σελ. 138.
- ↑ Magdalino 2002, σελ. 153.
- ↑ Magoulias 1984, σελ. 146.
- ↑ Angold 1997, σελ. 267.
- ↑ Magoulias 1984, σελίδες 146-147.
- ↑ Magdalino 2002, σελ. 13.
- ↑ Βαρζός1984, σελίδες 382-383.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Magoulias, Harry J., επιμ. (1984). O City of Byzantium: Annals of Niketas Choniatēs. Detroit: Wayne State University Press. ISBN 978-0-8143-1764-8.
- Kinnamos, John (1976). Deeds of John and Manuel Comnenus. Μετάφραση Charles M. Brand. Columbia University Press. ISBN 0-231-04080-6.
- Angold, Michael (1997). The Byzantine Empire, 1025–1204: A Political History. Second Edition (στα Αγγλικά). Longman. ISBN 0-582-29468-1.
- Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). B. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. OCLC 834784665.
- Birkenmeier, John W. (2002). The development of the Komnenian army: 1081-1180. Leiden Köln Boston: Brill. ISBN 90-04-11710-5.
- Magdalino, Paul (2002) [1993]. The Empire of Manuel I Komnenos, 1143–1180. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-52653-1.