Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θάλασσα του Λαμπραντόρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Θάλασσα του Λαμπραντόρ (αγγλ. Labrador Sea, γαλλ. mer du Labrador) ονομάζεται η περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού που βρίσκεται ανάμεσα στη Χερσόνησο Λαμπραντόρ και τη Γροιλανδία. Οι πλευρές της στα νοτιοδυτικά, στα βορειοδυτικά και στα βορειοανατολικά συναντούν ηπειρωτικές υφαλοκρηπίδες. Στα βόρεια, η Θάλασσα του Λαμπραντόρ συνδέεται με τον Κόλπο του Μπάφιν δια του πορθμού του Ντέιβις.[1]

Η θάλασσα περιέχει ένα από τα μεγαλύτερα συστήματα καταβυθιζόμενων ρευμάτων πυθμένα, τον Μεσοωκεάνειο Δίαυλο Βορειοδυτικού Ατλαντικού (Northwest Atlantic Mid-Ocean Channel, NAMOC), που ρέει επί χιλιάδες χιλιόμετρα κατά μήκος του πυθμένα της προς τον ανοικτό Ατλαντικό ωκεανό, μεταφέροντας αργά ιζήματα από τις υφαλοκρηπίδες.

Η θάλασσα του Λαμπραντόρ σχηματίσθηκε από την απομάκρυνση της Βορειοαμερικανικής τεκτονικής πλάκας από την πλάκα της Γροιλανδίας, μία κίνηση που άρχισε πριν από 60 εκατομμύρια έτη περίπου (Παλαιόκαινος εποχή) και σταμάτησε πριν από περίπου 40 εκατομμύρια έτη.[2] Μία ιζηματογενής λεκάνη, που είναι σήμερα καλυμμένη από τις ηπειρωτικές υφαλοκρηπίδες, σχηματίσθηκε κατά την Κρητιδική περίοδο.[2] Η έναρξη του μαγματικού απλώματος του θαλάσσιου πυθμένα συνοδεύθηκε από ηφαιστειακές εκρήξεις που έβγαζαν πικριτικούς και μη βασάλτες κατά την παλαιόκαινο εποχή στον Πορθμό του Ντέιβις και στον Κόλπο του Μπάφιν.[2]

Μεταξύ του 6ου αιώνα π.Χ. και του 14ου αιώνα μ.Χ., στη νότια ακτή της Θάλασσας του Λαμπραντόρ υπήρχαν οικισμοί του Πολιτισμού Ντόρσετ («Παλαιοεσκιμώοι»), των Μπέιοθουκ (Beothuk, ιθαγενείς της Νέας Γης) και των Ινουίτ («Εσκιμώων»). Οι φυλές Ντόρσετ αντικαταστάθηκαν αργότερα από τον λαό της Θούλης.[3]

Ο Διεθνής Υδρογραφικός Οργανισμός ορίζει τα παρακάτω όρια της Θάλασσας του Λαμπραντόρ:[4]

Βόρεια: Το νότιο άκρο του Πορθμού του Ντέιβις [Ο 60ός παράλληλος βόρειου πλάτους ανάμεσα στη Γροιλανδία και τη Χερσόνησο Λαμπραντόρ].

Ανατολικά: Μία γραμμή από το Ακρωτήριο Σαιν Φράνσις (47°45΄ Β, 52°27΄ Δ) της Νέας Γης μέχρι το νοτιότερο άκρο της Γροιλανδίας, το Ακρωτήριο Φέργουελ.

Δυτικά: Η ανατολική ακτή της καναδικής επαρχίας Νέα Γη και Λαμπραντόρ, και το βορειοανατολικό όριο του κόλπου του Αγίου Λαυρεντίου – μία γραμμή από το Κέιπ Μπολντ (βόρειο άκρο της νήσου Κιρπόν, 51°40΄ Β, 55°25΄ Δ) μέχρι το ανατολικό άκρο του Μπελ Ιλ (52°02΄ Β, 55°15΄ Δ). Από εκεί, μία γραμμή μέχρι το ανατολικό άκρο του Ακρωτηρίου Σαιν Τσαρλς (52°13΄ Β) του Λαμπραντόρ.

Το μέγιστο μήκος της Θάλασσας του Λαμπραντόρ ανέρχεται σε 1000 χιλιόμετρα περίπου, ενώ το μέγιστο πλάτος της σε 920 (540 επί 500 ναυτικά μίλια). Η έκτασή της είναι 841.000 τ.χλμ. (3,5 φορές η έκταση του Αιγαίου Πελάγους)

Βαθυμετρία, ρεύματα και γεωλογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα κυριότερα ρεύματα του Βόρειου Ατλαντικού

Η Θάλασσα του Λαμπραντόρ έχει βάθος περί τα 3.400 μέτρα στο μέσο της εξόδου της προς τον ανοικτό Ατλαντικό. Γίνεται λιγότερο βαθιά, έως και 700 μέτρα, κοντά στον ευρύ πορθμό (διέκπλου) Ντέιβις.[2] Το μέγιστο βάθος που έχει καταγραφεί είναι 4.316 μέτρα, ενώ το μέσο βάθος της είναι 1.898 μέτρα. Σύστημα καταβυθιζόμενων θαλάσσιων ρευμάτων διατρέχει διαύλους του πυθμένα, έχοντας πλάτος 2 ως 5 χιλιόμετρα, κάθετο πάχος από 100 έως 200 μέτρα και μήκος 3800 χιλιόμετρα, από τον Πορθμό του Χάντσον μέχρι τον ανοικτό Ατλαντικό ωκεανό.[5][6] Είναι γνωστό ως Μεσοωκεάνειος Δίαυλος Βορειοδυτικού Ατλαντικού (Northwest Atlantic Mid-Ocean Channel, NAMOC) και αποτελεί ένα από τα μακρύτερα τέτοια συστήματα στον κόσμο από την Πλειστόκαινο εποχή.[7] Η μορφή του θυμίζει ένα υποβρύχιο ποτάμι με πολλούς παραποτάμους και διατηρείται από την υψηλότερη πυκνότητα του φορτωμένου με ιζήματα νερού του.[8]

Η θερμοκρασία των νερών της Θάλασσας του Λαμπραντόρ κυμαίνεται μεταξύ -1 °C τον χειμώνα και 5 ως 7 °C το καλοκαίρι. Η αλμυρότητα είναι σχετικώς χαμηλή, 3,1 ως 3,49 %. Τα δύο τρίτα της επιφάνειάς της καλύπτονται από πάγο τον χειμώνα. Οι παλίρροιες συμβαίνουν δύο φορές την ημέρα και φθάνουν σε διαφορά στάθμης τα 4 μέτρα (2,2 οργιές).[9]

Αρκετά πάνω από τα ρεύματα του πυθμένα, υπάρχει μία κυκλοτερής κυκλοφορία στη Θάλασσα του Λαμπραντόρ με φορά αντίθετη από εκείνη των δεικτών του ρολογιού. Η ώθηση για αυτή την κυκλοφορία δίνεται από το Ρεύμα Ανατολικής Γροιλανδίας και συνεχίζεται από το Ρεύμα Δυτικής Γροιλανδίας, το οποίο μεταφέρει θερμότερα και αλμυρότερα νερά προς τα βόρεια, κατά μήκος της δυτικής ακτής της Γροιλανδίας μέχρι τον Κόλπο του Μπάφιν. Από εκεί, το Ρεύμα της Νήσου Μπάφιν και το μεγάλο Ρεύμα του Λαμπραντόρ μεταφέρουν πολύ ψυχρό και λιγότερο αλμυρό νερό προς τα νότια κατά μήκος της ακτής του Καναδά. Τα τελευταία ρεύματα μεταφέρουν πολυάριθμα παγόβουνα, παρεμποδίζοντας έτσι τη ναυσιπλοΐα και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που βρίσκονται κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας.[1][10] Η μέση ταχύτητα του Ρεύματος του Λαμπραντόρ κυμαίνεται από 0,3 ως 0,5 μέτρο ανά δευτερόλεπτο, αλλά μπορεί να φθάσει και το 1 σε μερικές περιοχές[11], ενώ το Ρεύμα της Νήσου Μπάφιν είναι κάπως βραδύτερο (περ. 0,2 m/sec).[12] Το Ρεύμα του Λαμπραντόρ διατηρεί τη θερμοκρασία του νερού κοντά στους 0 °C και την αλμυρότητα μεταξύ 3 και 3,4 %.[13]

Η Θάλασσα του Λαμπραντόρ παρέχει ένα σημαντικό τμήμα της μάζας ψυχρού νερού «North Atlantic Deep Water» (NADW), που ρέει σε μεγάλα βάθη κατά μήκος του δυτικού άκρου του Βόρειου Ατλαντικού, και απλώνεται σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη ταυτοποιήσιμη μάζα νερού στους γήινους ωκεανούς.[14] Το NADW αποτελείται από τρεις συνιστώσες διαφορετικής προελεύσεως και αλμυρότητας, από τις οποίες η ανώτερη, γνωστή ως Labrador Sea Water (LSW), σχηματίζεται στη Θάλασσα του Λαμπραντόρ. Το LSW υπάρχει σε μεσαίο βάθος και έχει σχετικώς χαμηλή αλμυρότητα (3,484 ως 3,489 %), χαμηλότερη θερμοκρασία (3,3 ως 3,4 °C) και υψηλότερη περιεκτικότητα σε διαλυμένο οξυγόνο σε σχέση με τα στρώματα επάνω και κάτω από αυτό. Το LSW έχει επίσης μικρότερη τάση να σχηματίζει δίνες από ό,τι οποιαδήποτε άλλη μάζα νερού στον Βόρειο Ατλαντικό, κάτι που υποδεικνύει τη μεγάλη του ομοιογένεια.

Το βόρειο και το δυτικό τμήμα της Θάλασσας του Λαμπραντόρ καλύπτονται από πάγους από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Ιούνιο. Οι επιπλέοντες πάγοι χρησιμεύουν ως σημεία αναπαραγωγής για τις φώκες στις αρχές της άνοιξης. Η Θάλασσα είναι επίσης «βοσκότοπος» για τον σολωμό του Ατλαντικού και πολλά είδη θαλάσσιων θηλαστικών. Η αλιεία γαρίδας άρχισε το 1978 και εντατικοποιήθηκε περί το έτος 2000, το ίδιο και η αλιεία του γάδου. Η δεύτερη εξάντλησε γρήγορα τον πληθυσμό των ψαριών τη δεκαετία του 1990 κοντά στις ακτές του Λαμπραντόρ και της δυτικής Γροιλανδίας, και για τον λόγο αυτό σταμάτησε το 1992.[10] Σημαντικά αλιεύματα είναι επίσης ο μελανόγραμμος (haddock), η ρέγγα, ο αστακός και αρκετά είδη της τάξεως πλευρονηκτόμορφα και πελαγικά ψάρια όπως το αμμόχελο και ο καπελίνος (ψάρι παρόμοιο της μαρίδας). Είναι όλα αφθονότερα στο νότιο μέρος της Θάλασσας.[15] Αντιθέτως, η φάλαινα μπελούγκα, αν και αφθονεί στα βόρεια, στον Κόλπο του Μπάφιν, όπου ο πληθυσμός της φθάνει τις 20 χιλιάδες, είναι σπάνια στη Θάλασσα του Λαμπραντόρ, ιδίως από τη δεκαετία του 1950.[16] Η Θάλασσα του Λαμπραντόρ περιέχει τον έναν από τους δύο μεγάλους πληθυσμούς φαλαινών Sei στον κόσμο, με τον άλλο να βρίσκεται νοτιότερα, στην υφαλοκρηπίδα της Νέας Σκωτίας. Συνηθισμένες είναι και οι φάλαινες minke και bottlenose.[17]

Λουλούδι του γένους Rhododendron

Η πάπια του Λαμπραντόρ ήταν συνηθισμένο πουλί στην καναδική ακτή μέχρι τον 19ο αιώνα, αλλά σήμερα έχει εκλείψει.[18] Άλλα ζώα των ακτών περιλαμβάνουν τον λύκο του Λαμπραντόρ, υποτιθέμενο υποείδος (Canis lupus labradorius)[19][20], το καριμπού (Rangifer), η άλκη (Alces alces), η μαύρη αρκούδα (Ursus americanus), η κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes), η αρκτική αλεπού (Vulpes lagopus), o αδηφάγος, ο αμερικανικός λαγός (Lepus americanus), ο ψαραετός (Pandion haliaetus), το κοράκι, διάφορα είδη χήνας και πάπιας, καθώς και άγριοι φασιανοί.[21][22]

Η βλάστηση των ακτών της Θάλασσας του Λαμπραντόρ περιλαμβάνει κωνοφόρα, τη σημύδα-νάνο (Betula), τη λεύκα, την ιτιά, είδη θάμνων και χλόης, λειχήνες και βρύα.[22] Αειθαλείς θάμνοι του γένους Rhododendron, γνωστοί ως «τσάι του Λαμπραντόρ» (Labrador tea), που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψημάτων, είναι συνηθισμένοι στις ακτές τόσο της Γροιλανδίας, όσο και του Καναδά.[23]

  1. 1,0 1,1 Encyclopædia Britannica. «Labrador Sea». Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2008. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Wilson, R. C. L; London, Geological Society of (2001). «Non-volcanic rifting of continental margins: a comparison of evidence from land and sea». Geological Society, London, Special Publications 187: 77. doi:10.1144/GSL.SP.2001.187.01.05. ISBN 978-1-86239-091-1. https://books.google.com/books?id=-bsvkxVBTasC&pg=PA77. 
  3. Grønlands forhistorie, επιμ. Hans Christian Gulløv, Gyldendal 2005, ISBN 87-02-01724-5.
  4. «Limits of Oceans and Seas, 3η έκδοση» (PDF). International Hydrographic Organization. 1953. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2010. 
  5. «Ice-sheet sourced juxtaposed turbidite systems in Labrador Sea». Geoscience Canada 24 (1): 3. http://journals.hil.unb.ca/index.php/GC/article/view/3928. 
  6. Reinhard Hesse And Allan Rakofsky (1992). «Deep-Sea Channel/Submarine-Yazoo System of the Labrador Sea: A New Deep-Water Facies Model (1)». AAPG Bulletin 76. doi:10.1306/BDFF88A8-1718-11D7-8645000102C1865D. 
  7. Hesse, R.· Klauck, I.· Khodabakhsh, S.· Ryan, W.B.F. (1997). Thomas A. Davies, επιμ. Glaciated continental margins: an atlas of acoustic images. Glacimarine drainage systems in the deep-sea: the NAMOC system of the Labrador Sea and its sibling. Springer. σελ. 286. ISBN 0-412-79340-7. 
  8. Gerhard Einsele (2000). Sedimentary basins: evolution, facies, and sediment budget. Springer. σελ. 234. ISBN 3-540-66193-X. 
  9. «Labrador» (στα Ρωσικά). Great Soviet Encyclopedia. 
  10. 10,0 10,1 The Canadian Encyclopedia. «Labrador Sea». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2008. 
  11. Petrie, B.; A. Isenor (1985). «The near-surface circulation and exchange in the Newfoundland Grand Banks region». Atmosphere-Ocean 23 (3): 209–227. doi:10.1080/07055900.1985.9649225. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Νοεμβρίου 2010. https://web.archive.org/web/20101121151929/http://cmos.ca/Ao/articles/v230301.pdf. 
  12. Encyclopædia Britannica. «Baffin Current». Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2010. 
  13. Encyclopædia Britannica. «Labrador Current». Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2010. 
  14. Wallace Gary Ernst (2000). Earth systems: processes and issues. Cambridge University Press. σελ. 179. ISBN 0-521-47895-2. 
  15. National Research Council (U.S.) (1981). Maritime services to support polar resource development. σελίδες 6–7. 
  16. COSEWIC Assessment and Update Status Report on the Beluga Whale. Dsp-psd.pwgsc.gc.ca (2012-07-31). Ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2013.
  17. Anthony Bertram Dickinson· Chesley W. Sanger (2005). Twentieth-century shore-station whaling in Newfoundland and Labrador. McGill-Queen's Press – MQUP. σελίδες 16–17. ISBN 0-7735-2881-4. 
  18. Ducher, William (1894). «The Labrador Duck – another specimen, with additional data respecting extant specimens». Auk 11 (1): 4–12. doi:10.2307/4067622. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-01-20. https://web.archive.org/web/20210120231653/https://sora.unm.edu/sites/default/files/journals/auk/v011n01/p0004-p0012.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-15. 
  19. E.A. Goldman (1937). «The Wolves of North America». Journal of Mammalogy 18 (1): 37–45. doi:10.2307/1374306. https://archive.org/details/sim_journal-of-mammalogy_1937-02_18_1/page/37. 
  20. «Characteristics of the Wolf (Canis lupus lubrudorius Goldman)». Arctic 39 (2): 145–149. 1986. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-07-01. https://web.archive.org/web/20200701110614/http://pubs.aina.ucalgary.ca/arctic/Arctic39-2-145.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-15. 
  21. Anonymous, (2006). The Moravians in Labrador. σελίδες 9–11. ISBN 1-4068-0512-2. 
  22. 22,0 22,1 «Eastern Canadian Shield taiga». Terrestrial Ecoregions. World Wildlife Fund. 
  23. Ledum groenlandicum Oeder – Labrador Tea. (PDF).