Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ενθεογόνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η δομή του μορίου του LSD

Στη στενή σημασία της λέξης, ο όρος αναφέρεται σε μια φυτική ή χημικά παρασκευασμένη ουσία (ή ακόμη και σε ζώα, όπως π.χ. στην περίπτωση του βατράχου Bufo alvarius, ο οποίος περιέχει 5-MeO-DMT και μπουφοτενίνη) με ψυχοενεργά αποτελέσματα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας πνευματικής ή μυστικιστικής εμπειρίας. Στην ευρεία έννοια του όρου, η λέξη ενθεογόνο αναφέρεται σε ουσίες, τεχνητές ή φυσικές που επιφέρουν αλλαγή του επιπέδου συνειδητότητας, και η λήψη τους μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ένα πνευματικό ή θρησκευτικό πλαίσιο αναφοράς.

Συναφής είναι και ο όρος ψυχοδηλωτικό. Ψυχοδηλωτικές είναι οι ουσίες οι οποίες χωρίς να προκαλούν εθισμό ή εξάρτηση, μείζονες φυσιολογικές διαταραχές, σύγχυση, αποπροσανατολισμό ή αμνησία, εκδηλώνουν σκέψεις, συναισθήματα και αντιληπτικές αλλαγές που σπάνια εμφανίζονται αλλιώς, εκτός από τα όνειρα, τη νοητική και θρησκευτική έκσταση, τις ξαφνικές ολοζώντανες και ακούσιες μνήμες και την οξεία ψύχωση[1].

Ορολογία και χρήση της λέξης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άλντους Χάξλεϋ
Άλντους Χάξλεϋ

Η λέξη «εν-θεο-γονο» (εν, Θεός, γενέσθαι), σημαίνει «το μέσο που γεννά/παράγει/σχηματίζει (σ’ ένα άτομο) το θείο συναίσθημα». Η μετάφραση που δίδεται συνήθως «γεννάται ο Θεός εκ των έσω» δεν είναι ακριβής. Ο όρος ενθεογόνο δεν υπονοεί ότι κάτι δημιουργείται, αλλά πως κάτι που υπάρχει ήδη γίνεται αντιληπτό, ούτε πως η εμπειρία είναι μέσα στον χρήστη, αλλά πως έχει ανεξάρτητη υπόσταση. Ο όρος «ενθεογενές» είναι εσφαλμένος διότι δεν παράγεται, αλλά παράγει/γεννά θεόν εντός, όπως π.χ. ο όρος «oxygen» αποδίδεται ως «οξυγόνο».[2] Αντίστοιχα σχηματίζεται ο όρος «παραισθησιογόνο» και όχι «παραισθησιογενές».

Ο όρος ενθεογόνο παρ’ όλο που είναι μοντέρνος, προτάθηκε πρώτη φορά στη βιβλιογραφία το 1979 από τους Καρλ Ρακ (Carl A. P. Ruck), Τζέρεμι Μπίγκγουντ (Jeremy Bigwood), Ντάνι Στέιπλς (Danny Staples), Ρίτσαρντ Έβανς Σούλτες (Richard Evans Schultes), Τζόναθαν Οτ (Jonathan Ott) και Ρόμπερτ Γκόρντον Γουάσον (R. Gordon Wasson), υπάρχουν στοιχεία πως χρησιμοποιούταν από τους αρχαίους Έλληνες για να περιγράψουν θρησκευτικές μεταλήψεις, προφητικές διαστάσεις, μέχρι ερωτικά πάθη και ποιητικές εμπνεύσεις και ήταν σχετική με την έννοια του ενθουσιασμού, που σημαίνει «να έχεις μέσα σου τον Θεό».

Ο όρος προτάθηκε για να αντικαταστήσει τη λέξη «παραισθησιογόνο», διαδεδομένο εξαιτίας των εμπειριών του Άλντους Χάξλεϋ με τη μεσκαλίνη, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του οι «Οι πύλες της ενόρασης» (έχει μεταφραστεί και ως «Οι πύλες της αντίληψης») του 1953, και «ψυχεδελικό» (ή ακόμη καλύτερα «ψυχοδηλωτικό»), ένας νεολογισμός για τη «δήλωση/φανέρωση της ψυχής» που είχε προταθεί από τον άγγλο ψυχίατρο Χάμφρεϊ Όσμοντ (Humphry Osmond). Ο Ρακ και οι υπόλοιποι διατύπωσαν την άποψη καταρχάς ότι ο όρος «παραισθησιογόνο» ήταν ανάρμοστος λόγω της ετυμολογικής του σχέσης με λέξεις όπως το ντελίριο και η τρέλα. Κατά δεύτερο λόγο ο όρος «ψυχεδελικό» φάνταζε επίσης προβληματικός εξαιτίας της σχέσης του ηχητικώς με τη λέξη ψύχωση και γιατί ήταν αμετάκλητα συνδεδεμένο με τους διάφορους αρνητικούς συνειρμούς που είχε επιφέρει το κίνημα των χίπις στη δεκαετία του εξήντα.

Εικάζεται ότι ο κυκεώνας, που έπιναν οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια και είχαν έντονες εμπειρίες, περιείχε τον μύκητα ερυσίβη (από τον οποίο γίνεται και η σύνθεση του LSD).

Psilocybe semilanceata, ένα είδος μαγικού μανιταριού

Στα ενθεογόνα υπάγονται ουσίες όπως (μπορεί να είναι ζώα, φυτά, μύκητες ή χημικά παρασκευασμένες ουσίες):

  • Διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (LSD)
  • Διμεθυλοτρυπταμίνη (DMT, υπάρχει σε ενεργή για λήψη διά του στόματος μορφή στο φυτικό αφέψημα αγιαχουάσκα)
  • Ιμπογκαΐνη (περιέχεται στο φυτό ιμπόγκα και έχει χρησιμοποιηθεί ως βοήθημα για την απεξάρτηση από τη μεθαδόνη, την ηρωίνη, το αλκοόλ, την κοκαΐνη και τις μεθαμφεταμίνες)
  • Κάνναβη (έχει χρησιμοποιηθεί ως ενθεογόνο στην Ινδία και στο Νεπάλ από το 1500 π.Χ. Στην εποχή μας έχει χρησιμοποιηθεί από τους Ρασταφάρι)
  • Κεταμίνη (ουσία που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως κτηνιατρικό αναισθητικό, σε μικρές δόσεις όμως έχεις ψυχοδηλωτικές και διασχιστικές επιδράσεις)
  • Μεσκαλίνη (περιέχεται στον κάκτο του πεγιότ Lophophora williamsii καθώς και στούς κάκτους Echinopsis pachanoi και Echinopsis peruviana)
  • Μουσκαρίνη (περιέχεται στα μανιτάρια του γένους Amanita muscaria)
  • MDMA (ecstasy). Μικρές δόσεις MDMA χρησιμοποιούνται για την εμβάθυνση της προσευχής και του διαλογισμού από ορισμένους ασκούμενους.
  • Σαλβινορίνη Α (C23H28O8, περιέχεται στο φυτό salvia divinorum)
  • Ψιλοκυβίνη (περιέχεται σε πολυάριθμα είδη μανιταριών που αναφέρονται εκλαϊκευτικά ως «μαγικά» μανιτάρια)


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Προετοιμασία αφεψήματος αγιαχουάσκα στην περιοχή Napo του Εκουαδόρ
  • Havelock Ellis, Mescal, εκδόσεις Τυφλόμυγα, 2010, 978-960-6875-07-6, σελίδες 80
  • Shawn Eyer, Ψυχοδηλωτικά και ιεροφάνεια στα Αττικά αρχαία μυστήρια, Μετάφραση: Γιάννα Κουτσιώνη, ISBN 960-7474-01-5, σελίδες 64, εκδόσεις Διιπετές, 1995
  • Theophile Gautier, Η λέσχη των χασισιστών, εκδόσεις Τυφλόμυγα, 2007, ISBN 978-960-89620-0-2, σελίδες 111
  • Stanislav Grof (Στανισλάβ Γκροφ), Η ψυχολογία του μέλλοντος: Μελέτες και πειράματα από τη σύγχρονη έρευνα για τη διεύρυνση συνείδησης, μετάφραση Φώτης Τερζάκης, εκδόσεις Αρχέτυπο, 2002, 416 σελ., ISBN 960-7928-60-1, ISBN 978-960-7928-60-3
  • Γιώργος Οικονομόπουλος, Ψυχεδελικά ή Ψυχοδηλωτικά, LSD, MESCALINE, HASHISH, ISBN 0007263538, ISBN 13 9780007263530, εκδόσεις Δάνιας, 1980, σελίδες 223.
  • Αθανάσιος Καυκαλίδης, Η γνώση της μήτρας, Αυτοψυχογνωσία με ψυχοδηλωτικά φάρμακα, CaptainBook.gr, 2010, 430 σελ., ISBN 978-960-99339-1-9
  • Ζέφυρος. A. Καυκαλίδης, Συζητώντας με τον Dr K, Ψυχοδηλωτικά φάρμακα και ψυχοθεραπεία, 2011, εκδόσεις Πάτμος, σελίδες 207, ISBN 978-960-93-2068-0 (απόσπασμα)


  1. Grinspoon L. & Bakalar J. Psychedelic Drugs Reconsidered, Basic Books Inc. N.Y., 1979, όπως αναφέρεται στο επίμετρο του Γιώργη Οικονομόπουλου στο βιβλίο Mescal, Havelock Ellis, εκδόσεις Τυφλόμυγα, 2010, σσ. 65-6
  2. ενθεογόνο ή ενθεογενές;