Εκτέλεση της οικογένειας των Ρομάνοφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτοκρατορικός Οίκος των Ρομάνοφ.
Αυτοκρατορικός Οίκος των Ρομάνοφ.

Η Ρωσική Αυτοκρατορική οικογένεια των Ρομάνοφ (Τσάρος Νικόλαος Β', η σύζυγός του Τσαρίνα Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα και τα πέντε παιδιά τους, Όλγα, Τατιάνα, Μαρία, Αναστασία και Αλεξέι), όπως και όσοι φυλακίστηκαν μαζί τους, ο Ευγένιος Μπότκιν, η Άννα Ντεμίντοβα, ο Αλεξέι Τρουππ και ο Ιβάν Χαριτόνοφ εκτελέστηκαν είτε μέσω πυροβολισμού, ξιφολόγχης είτε ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου[1] στο Αικατερίνενμπουργκ στις 17 Ιουλίου του 1918[2]. Ο Τσάρος και η οικογένειά του δολοφονήθηκαν από Μπολσεβίκους υπό την ηγεσία του Γιάκοφ Γιουρόφσκι, ο οποίος εκτελούσε τις εντολές του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων. Οι σοροί τους ακρωτηριάστηκαν[1], κάηκαν και ετάφησαν σε ένα χωράφι, που έμεινε γνωστό με την ονομασία Γκανίνα Γιάμα, στο δάσος Κοπτυάκι[3].

Παρά τις πληροφορίες ότι «όλη η οικογένεια είχε την ίδια μοίρα με την κεφαλή της»[4], οι Μπολσεβίκοι απλώς ανακοίνωσαν το θάνατο του Τσάρου Νικολάου Β'[5][6], με τις επίσημες ανακοινώσεις του Τύπου ότι «Η σύζυγος του Νικολάου Ρομάνοφ και ο γιος της εστάλησαν σε ασφαλές μέρος»[4]. Για περισσότερα από οκτώ χρόνια[7], η Σοβιετική ηγεσία διατηρούσε συστηματικά έναν ιστό παραπληροφόρησης σχετικά με τις τύχες των μελών της οικογενείας[8], ισχυριζόμενοι από το Σεπτέμβριο του 1919 ότι δολοφονήθηκαν από αριστερούς αντιστασιακούς κατά των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια εκκαθαρίσεων[9], αρνούμενοι εντελώς από τον Απρίλιο του 1922 ότι τελικά ήταν νεκροί[8]. Η Σοβιετική ηγεσία αναγνώρισε τις δολοφονίες των Ρομάνοφ το 1926, μετά τη δημοσίευση της έρευνας του Σοκόλοφ, αλλά συνέχισε να ισχυρίζεται ότι οι σοροί τους είχαν καταστραφεί και ότι η κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Λένιν δεν είχε καμμία ανάμειξη[10]. Η εμφάνιση κατά καιρούς διαφόρων απατεώνων που διεκδικούσαν την αμύθητη περιουσία της Τσαρικής οικογένειας, υποδυόμενοι κάποιο από τα αγνοούμενα μέλη, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των Μέσων Ενημέρωσης ακόμη και εκτός της Σοβιετικής Ρωσίας, σε ορισμένες περιπτώσεις[8]. Η συζήτηση που είχε ανοίξει, από το 1938 συμπεριλάμβανε και το ενδεχόμενο η μοίρα όσων μελών του Τσαρικού οίκου είχαν επιβιώσει να σφραγίζεται από τον Ιωσήφ Στάλιν[11].

Ένας ερασιτέχνης ερευνητής, ο Αλεξάντερ Αβντόνιν, ανακάλυψε το 1979 το χώρο ταφής της οικογένειας[12], αλλά το γεγονός περιήλθε στη γνώση του κοινού το 1989, κατά τη διάρκεια της Γκλάσνοστ[13]. Η ταυτότητα των σορών επιβεβαιώθηκε μετά από ιατροδικαστική έρευνα και έρευνα βάσει DNA. Τα υπολείμματα των σορών ετάφησαν στον καθεδρικό ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη το 1998[14], 80 χρόνια μετά τη δολοφονία των Ρομάνοφ. Σημαίνοντα μέλη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν παρευρέθηκαν στην κηδεία, αμφισβητώντας την αυθεντικότητα των ευρημάτων[15]. Ερασιτέχνες αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το 2007, ένα δεύτερο, μικρότερο τάφο, με τις σορούς δύο παιδιών των Ρομάνοφ που δε βρέθηκαν στον πρώτο, μεγαλύτερο τάφο[12]. Παρόλα αυτά, οι σοροί παραμένουν σε κρατικό σκευοφυλάκιο, με επιπρόσθετους έλεγχους DNA να βρίσκονται σε εκκρεμότητα[16]. Το 2008, μετά από παρατεταμένες και περίπλοκες νομικές προστριβές, το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσίας, αποκατέστησε τη μνήμη των Ρομάνοφ ως «θυμάτων πολιτικής καταστολής»[17]. Το 1993, η μετα-Σοβιετική κυβέρνηση άνοιξε κακουργηματικό φάκελο για την υπόθεση της δολοφονίας των Ρομάνοφ, αλλά δεν ασκήθηκε δίωξη εναντίον κάποιου, καθώς όλοι οι δράστες ήταν ήδη νεκροί[16].

Ορισμένοι ιστορικοί αποδίδουν τις διαταγές της εκτέλεσης στην κυβέρνηση στη Μόσχα, ιδιαίτερα στον Γιάκοβ Σβερντλόφ και στον Βλαντίμιρ Λένιν, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου, ήθελαν να αποτρέψουν τη διάσωση της Αυτοκρατορικής Οικογένειας από την Τσεχοσλοβάκικη Λεγεώνα που πλησίαζε, πολεμώντας ενάντια στους Μπολσεβίκους στο πλευρό του Λευκού Στρατού[18][19]. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από ένα απόσπασμα στο ημερολόγιο του Λέων Τρότσκι[20]. Η έρευνα της οποίας προΐστατο ο Βλαντίμιρ Σολοβύοφ κατέληξε το 2011 στο συμπέρασμα ότι παρά την απόδοση των κρατικών αρχείων στο φως της δημοσιότητας στην εποχή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη γραπτή απόδειξη ή έγγραφο που να αποδεικνύει ότι οι εντολές εκτέλεσης της οικογένειας των Ρομάνοφ, προήλθαν είτε από τον Λένιν είτε από τον Σβερντλόφ. Παρόλα αυτά, είναι βέβαιο ότι κάλυψαν τους δράστες μετά την εκτέλεση, χωρίς να τους επιβάλλουν κυρώσεις και επιδοκίμασαν επισήμως το συμβάν.[21][22][23]. Ο Λένιν είχε τον απόλυτο έλεγχο των Ρομάνοφ αν και φρόντισε το όνομά του να μην αναμιχθεί με τη μοίρα τους σε οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο[24]. Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, Μπορίς Γιέλτσιν, περιέγραψε τις δολοφονίες των Ρομάνοφ ως μια από τις πιο μελανές σελίδες της Ρωσικής ιστορίας[25][26].

Παρασκήνιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικογένεια Ρομάνοφ το Μάιο του 1917.
Η οικογένεια των Ρομάνοφ εργάζεται στο Παλάτι του Αλέξανδρου για τη δημιουργία λαχανόκηπου το Μάιο του 1917. Αργότερα, στο σπίτι του Ιπατίεφ δεν τους επιτρεπόταν τέτοιες διέξοδοι[27].

Στις 22 Μαρτίου 1917, ο έκπτωτος πλέον μονάρχης Νικόλαος Β', αποκαλούμενος περιφρονητικά από τους φρουρούς ως «Νικόλαος Ρομάνοφ», επανασυνδέθηκε με την οικογένειά του, στο Παλάτι του Αλέξανδρου, στο Τσάρσκογιε Σελό. Η Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση τον έθεσε μαζί με την οικογένειά του εκεί σε κατ' οίκον περιορισμό, φρουρώντας τους στους χώρους του παλατιού[28].

Τον Αύγουστο του 1917, η προσωρινή διακυβέρνηση του Αλέξανδρου Κερένσκι μετέφερε τους Ρομάνοφ στο Τόμπολσκ, ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για προστατευτικά μέτρα, για να διαφυλάξει την οικογένεια από την ολοένα και διογκούμενη επανάσταση. Στο Τόμπολσκ διέμεναν στην έπαυλη του πρώην κυβερνήτη με ένα σχετικό επίπεδο ανέσεων. Μετά τον Οκτώβριο του 1917, οπότε και οι Μπολσεβίκοι ανέλαβαν την εξουσία, ο κατ' οίκον περιορισμός της οικογένειας έγινε πιο αυστηρός, ενώ όλο και πιο συχνές ήταν οι συζητήσεις για τη δίκη του Νικολάου Β'. Του απαγορεύτηκε να φορά επωμίδες, ενώ οι φρουροί της οικογένειας είχαν χαράξει έκφυλα σχέδια στο φράκτη της οικίας για να προσβάλλουν τις κόρες του. Στις 1 Μαρτίου 1918, επιβλήθηκε στην οικογένεια στρατιωτικό συσσίτιο σε μερίδες. Έτσι, έπαυσαν πολυτέλειες, όπως το βούτυρο και ο καφές[29], ενώ δέκα αφοσιωμένοι και πιστοί υπηρέτες απαλλάχτηκαν των καθηκόντων τους. Καθώς οι Μπολσεβίκοι γίνονταν όλο και πιο ισχυροί, η κυβέρνηση τον Απρίλιο, υπό την καθοδήγηση του Βασίλι Γιάκοβλεφ, μετακίνησε τον Νικόλαο, την Αλεξάνδρα και την κόρη τους Μαρία στο Αικατερίνενμπουργκ. Ο Αλεξέι, που έπασχε από σοβαρή περίπτωση αιμοφιλίας, ήταν αρκετά ασθενής για να συνοδεύσει τους γονείς του και έτσι έμεινε με τις αδελφές του Όλγα, Τατιάνα και Αναστασία στο Τόμπολσκ μέχρι το Μάιο του 1918. Ο Νικόλαος, η Αλεξάνδρα και η κόρη τους Μαρία, φυλακίστηκαν μαζί με λιγοστούς εναπομείναντες ακόλουθους στο σπίτι του Ιπάτιεφ, που είχε εκκενωθεί από τον ιδιοκτήτη του Νικολάι Νικολάγιεβιτς Ιπατίεφ και είχε οριστεί ως «Σπίτι Ειδικού Σκοπού».

«Όλοι όσοι έχουν συλληφθεί, κρατώνται ως όμηροι. Η παραμικρή προσπάθεια αντιεπαναστατικής δράσης στην πόλη, θα αντιμετωπιστεί με τη συνοπτική εκτέλεση των ομήρων».

— Στρατιωτικός Κομμισσάριος των Μπολσεβίκων Φίλιππος Γκολοσκυόκιν, υπεύθυνος κράτησης των Ρομάνοφ στο Αικατερίνενμπουργκ, ανακοίνωση στην τοπική εφημερίδα[30] .

Το Σπίτι Ειδικού Σκοπού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυτοκρατορική οικογένεια φυλασσόταν σε αυστηρή απομόνωση στο σπίτι του Ιπάτιεφ[31]. Τους είχε απαγορευτεί να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πέρα από τα Ρώσικα για την επικοινωνία τους[32]. Δεν τους επιτρεπόταν η πρόσβαση στις αποσκευές τους, που φυλάσσονταν σε ένα βοηθητικό οίκημα στην εσωτερική αυλή της οικίας του Ιπάτιεφ[31]. Είχαν κατασχέσει τις φωτογραφικές τους μηχανές και τον παρελκόμενο εξοπλισμό[33]. Οι υπηρέτες τους είχαν διαταχθεί να απευθύνονται στους Ρομάνοφ με τα πατρώνυμα και τα μητρώνυμά τους, χωρίς να πραγματοποιούν αναφορά σε τίτλους ευγενείας[34]. Πραγματοποιούνταν τακτικές έρευνες των υπαρχόντων των Ρομάνοφ, όπως και κατασχέσεις χρηματικών ποσών για «ασφαλή φύλαξή τους από τον ταμία του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων»[35], ενώ πραγματοποιήθηκαν και αρκετές απόπειρες για να αφαιρεθούν τα χρυσά βραχιόλια της Αλεξάνδρας και των θυγατέρων της από τους καρπούς τους[36]. Ένας διπλός φράκτης από πασσάλους άνω των 4 μέτρων περιέβαλλε το κτίριο, απομονώντάς το από τους γύρω δρόμους[37]. Ο αρχικός φράκτης περιέκλειε τον κήπο κατά μήκος της οδού Βοζνεσένσκι. Στις 5 Ιουνίου 1918 ανεγέρθηκε δεύτερη σειρά πασσάλων, πιο ψηλή και σε μεγαλύτερη έκταση από την πρώτη, περικλείοντας πλήρως το οικόπεδο[38]. Ένας από τους λόγους ανέγερσης και του δεύτερου φράκτη ήταν ότι οι περαστικοί μπορούσαν από το δρόμου να δουν τα πόδια του Νικολάου Β', όταν αυτός χρησιμοποιούσε τη διπλή κούνια του κήπου[39].

Η οικία του Ιπάτιεφ, με την πρώτα σειρά πασσάλων να έχει ανεγερθεί λίγο πριν την άφιξη του Νικολάου Β', της Αλεξάνδρας και της Μαρίας, στις 30 Απριλίου 1918.
Η οικία του Ιπάτιεφ, με την πρώτη σειρά πασσάλων να έχει ανεγερθεί λίγο πριν την άφιξη του Νικολάου Β', της Αλεξάνδρας και της Μαρίας, στις 30 Απριλίου 1918.

Τα παράθυρα στα δωμάτια της οικογένειας παρέμεναν σφραγισμένα και καλυμμένα με εφημερίδες. Από τις 15 Μαΐου δε, ασβεστώθηκαν[40]. Η μοναδική πηγή εξαερισμού της οικογένειας ήταν ένα παράθυρο στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα που χρησιμοποιούσαν οι θυγατέρες της οικογένειας, αλλά τους απαγορευόταν αυστηρά να το το χρησιμοποιούν για να βλέπουν έξω. Μάλιστα, υπήρξε περιστατικό τον Μάιο οπότε και η Αναστασία κρυφοκοίταξε από το παράθυρο, οπότε και ο φρουρός που την αντελήφθη πυροβόλησε για εκφοβισμό προς το μέρος της[41]. Μετά από αρκετές εκκλήσεις, ένα από τα δύο παράθυρα στη γωνιακή κρεβατοκάμαρα του Τσάρου και της Τσαρίνας αποσφραγίστηκε στις 23 Ιουνίου 1918[42]. Παρόλα αυτά, δόθηκαν στους φρουρούς οι εντολές να εντείνουν την επιτήρηση, ενώ οι κρατούμενοι προειδοποιήθηκαν να μην κοιτούν από τα παράθυρα ούτε να επιχειρήσουν να πραγματοποιήσουν σινιάλο σε περαστικούς, ειδάλλως θα τους πυροβολούσαν[43]. Από αυτό το παράθυρο το μόνο που φαινόταν ήταν η κορυφή του καμπαναριού του Καθεδρικού της οδού Βοζνεσένσκι που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου[43]. Μετά τις 11 Ιουλίου το παράθυρο σιδηροφράχτηκε, μετά από επαναλαμβανόμενες προειδοποίησεις του Γιουρόφσκι στην Αλεξάνδρα για να μη στέκεται πολύ κοντά στο ανοιχτό παράθυρο[44].

Ο διοικητής της Φρουράς και οι ανώτεροι βοηθοί του είχαν πλήρη πρόσβαση οποιαδήποτε χρονική στιγμή σε κάθε δωμάτιο της οικογενείας[45]. Οποτεδήποτε οι κρατούμενοι ήθελαν να βγουν από τα δωμάτιά τους για να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα του ισογείου, έπρεπε να χτυπούν ένα κουδούνι[46]. Επιπλέον, μετά τα παράπονα των φρουρών ότι οι προμήθειες νερού εξαντλούνταν συχνά, επιβλήθηκε αυστηρή χορήγηση νερού σε μερίδες[47]. Η αναψυχή επιτρεπόταν μόνο δύο φορές την ημέρα στον κήπο, για μισή ώρα το πρωί και μισή το απομεσήμερο. Οι κρατούμενοι είχαν δεχθεί αυστηρές προειδοποιήσεις, για να μη συνδιαλέγονται με τους φρουρούς[48]. Οι μερίδες της διατροφής των Ρομάνοφ αποτελούνταν κυρίως από τσάι και μαύρο ψωμί για πρωινό και κοτολέτες ή κρεατόσουπες για γεύμα, καθώς όπως τους είχαν πληροφορήσει «δεν τους επιτρεπόταν πλέον να διαβιούν ως Τσάροι»[49]. Στα μέσα Ιουνίου, καλόγριες από το Μοναστήρι του Νοβο-Τιχβίνσκι, έφερναν πρόσθετο φαγητό στους Ρομάνοφ, το περισσότερο από το οποίο οι δεσμοφύλακες πετούσαν μόλις έφτανε στην αποχέτευση[49]. Η οικογένεια δεν επιτρεπόταν να στέλνει ή να λαμβάνει αλληλογραφία ούτε φυσικά να δέχεται επισκέπτες[33]. Η Πριγκίπισσα Έλενα της Σερβίας επισκέφθηκε το σπίτι τον Ιούνιο, αλλά οπλισμένοι φρουροί της απαγόρεψαν να εισέλθει[50]. Οι τακτικές επισκέψεις του Δρ. Βλάντιμιρ Ντερεβένκο για να φροντίσει την πάθηση του Αλεξέι, περικόπηκαν κατά τη διάρκεια της διοίκησης του Γιουρόφσκι. Οι έξοδοι της οικογένειας για να παρακολουθήσουν τη Θεία λειτουργία της κοντινής εκκλησίας δεν επιτρεπόταν[32]. Στις αρχές του Ιουνίου έπαυσαν να φέρνουν στην οικογένεια εφημερίδες[33].

Η εκκλησία των Αγίων Πάντων (με λευκό χρώμα) διακρίνεται πάνω δεξιά στη φωτογραφία του 2016. Έχει ανεγερθεί στη θέση της οικίας του Ιπάτιεφ, ενώ στο προσκήνιο (με γαλάζιο χρώμα) βρίσκεται ο Καθεδρικός της οδού Βοζνεσένσκυ, στο καμπαναριό του οποίου είχε τοποθετηθεί πολυβόλο, που σκόπευε την κρεβατοκάμαρα του Τσαρικού ζεύγους.
Η εκκλησία των Αγίων Πάντων (με λευκό χρώμα) διακρίνεται πάνω αριστερά στη φωτογραφία του 2016. Έχει ανεγερθεί στη θέση της οικίας του Ιπάτιεφ, ενώ στο προσκήνιο (με γαλάζιο χρώμα) βρίσκεται ο Καθεδρικός της οδού Βοζνεσένσκι, στο καμπαναριό του οποίου είχε τοποθετηθεί πολυβόλο, που σκόπευε την κρεβατοκάμαρα του Τσαρικού ζεύγους.

Για να διατηρήσουν την αίσθηση της φυσιολογικής ροής των πραγμάτων και για να τους καθησυχάσουν, οι Μπολσεβίκοι διασφάλισαν τους Ρομάνοφ στις 13 Ιουλίου 1918 ότι δύο από τους πιστούς τους υπηρέτες, ο Κλεμέντυ Ναγκόρνι[51] (ο ναύτης που εξυπηρετούσε ως παιδαγωγός του Αλεξέι) και ο Ιβάν Σέντνεφ (θείος του Λεονίντ Σέντνεφ και φρουρός των τεσσάρων θυγατέρων των Ρομάνοφ)[52] «είχαν σταλεί αλλού από την κυβέρνηση», δηλαδή εκτός δικαιοδοσίας του Αικατερίνενμπουργκ και του Κράι Περμ. Στην πραγματικότητα και οι δύο άντρες ήταν ήδη νεκροί από τον Μάιο, οπότε και οι Μπολσεβίκοι τους είχαν απομακρύνει από το σπίτι του Ιπάτιεφ. Στις 6 Ιουλίου είχαν εκτελεστεί από την τοπική επιτροπή των Τσέκα, μαζί με μία ομάδα αιχμαλώτων, σε αντίποινα για το θάνατο ενός τοπικού ήρωα των Μπολσεβίκων, του Ιβάν Μιχαήλοβιτς Μαλύσεφ, από το Λευκό Στρατό[53]. Στις 14 Ιουλίου, ένας ιερέας και ένας διάκονος λειτούργησαν κατ' οίκον τους Ρομάνοφ[54]. Το επόμενο πρωινό, προσελήφθησαν τέσσερις γυναίκες για να καθαρίσουν τα πατώματα της οικίας του Ιπάτιεφ. Ήταν και οι τελευταίοι απλοί πολίτες που είδαν τα μέλη της οικογένειας ζωντανά. Είχαν δοθεί αυστηρές εντολές τόσο στους ιερωμένους όσο και στις νοικοκυρές να μη μιλήσουν με οποιονδήποτε τρόπο με τα μέλη της οικογένειας[55]. Ο Γιουρόφσκι ήταν παρών και επέβλεπε άγρυπνα τόσο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας όσο και κατά την παραμονή των τεσσάρων νοικοκυρών στο σπίτι[56].

Οι δεκάξι άντρες της εσωτερικής φρουράς κοιμόνταν στο ισόγειο, το σαλόνι και το γραφείο του διοικητή μεταξύ των υπηρεσιών τους. Η εξωτερική φρουρά υπό τη διοίκηση του Πάβελ Μεντβέντεφ αριθμούσε 56 σκοπούς, οι οποίοι φιλοξενούνταν στην οικία του Ποπόφ, που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου[45]. Επιτρέπονταν στους φρουρούς να φέρνουν γυναίκες για ποτό και σεξουαλικές συνευρέσεις στην οικία του Ποπόφ όπως και στο ισόγειο της οικίας του Ιπάτιεφ. Επιπλέον είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα σε τέσσερις θέσεις: Στο καμπαναριό του Καθεδρικού της οδού Βοζνεσένσκι που στόχευε την οικία του Ιπάτιεφ, ένα δεύτερο στο παράθυρο του ισογείου της οικίας Ιπάτιεφ, που σκόπευε προς το δρόμο, ένα τρίτο που επέβλεπε το μπαλκόνι που είχε θέα προς τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού[43] και ένα τέταρτο στη σοφίτα, που επόπτευε τη διασταύρωση, ακριβώς πάνω από την κρεβατοκάμαρα του Τσαρικού ζεύγους[57]. Είχαν οριστεί δέκα διαφορετικές σκοπιές μέσα και γύρω από την οικία του Ιπάτιεφ, ενώ σκοποί περιπολούσαν περιμετρικά της οικίας ανά μισή ώρα μέρα και νύχτα[41]. Στις αρχές του Μαΐου οι φρουροί αφαίρεσαν το πιάνο από την τραπεζαρία και το μετέφεραν στο γραφείο του διοικητή, δίπλα από τις κρεβατοκάμαρες των Ρομάνοφ. Εκεί απολάμβαναν να τους εξευτελίζουν τραγουδώντας Ρωσικούς επαναστατικούς ύμνους, ενώ έπιναν και κάπνιζαν[31]. Επίσης άκουγαν τους δίσκους της συλλογής των Ρομάνοφ στο φωνογράφο που είχαν κατασχέσει[31]. Οι φρουροί χρησιμοποιούσαν την τουαλέτα του ισογείου, στους τοίχους της οποίας είχαν χαράξει πολιτικά μηνύματα και σχέδια[31]. Κατά την εκτέλεση των Ρομάνοφ, ο συνολικός αριθμός των σκοπών της φρουράς αριθμούσε τα 300 μέλη[58].

Όταν ο Γιουρόφσκι αντικατέστησε τον Αλεξάντρ Αβντέεφ ως διοικητής της φρουράς της οικίας Ιπάτιεφ στις 4 Ιουλίου[59], μετακίνησε τα μέλη της παλιάς εσωτερικής φρουράς στην οικία Ποπόφ. Τα ανώτερα ιεραρχικά μέλη της φρουράς διατηρήθηκαν μεν, αλλά χρησιμοποιούνταν για να επιβλέπουν μόνο το σαλόνι, ενώ τους απαγορεύτηκε η πρόσβαση στα ιδιαίτερα δωμάτια των Ρομάνοφ, ένα προνόμιο που κατείχαν μόνο οι άντρες του Γιουρόφσκι. Οι αντικαταστάτες επελέγησαν από την τοπική Τσέκα από εθελοντικά τμήματα του εργοστασίου Βερχ-Ιζέτσκ κατά απαίτηση του Γιουρόφσκι. Ήθελε υπό τη διοίκησή του αφοσιωμένους Μπολσεβίκους, στους οποίους να μπορούσε να βασιστεί ανεξαρτήτως του αιτήματός του. Προσελήφθησαν βάσει της κατανόησης ότι θα ήταν προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενου, συμπεριλαμβανομένου της εκτέλεσης του Τσάρου, για το οποίο είχαν δώσει όρκο σιωπής. Σε εκείνη τη φάση δεν είχε ειπωθεί το παραμικρό σχετικά με την εκτέλεση είτε της οικογένειας είτε της ακολουθίας της. Για να αποφευχθεί η αδελφοποίηση που είχε παρατηρηθεί υπό τη διοίκηση του Αβντέεφ, ο Γιουρόφσκι επέλεξε κυρίως αλλοδαπούς. Ο Νικόλαος Β' παρατηρούσε στο ημερολόγιό του στις 8 Ιουλίου ότι «καθήκοντα φρουρών ανέλαβαν καινούριοι Λετονοί», χρησιμοποιώντας τον όρο Λεττς (Letts), που προσδιόριζε κάποιον Ευρωπαϊκής ή μη Ρωσικής καταγωγής. Ο αρχηγός των νέων φρουρών ήταν ο Αδόλφος Λέπα, ένας Λιθουανός[60].

Οι Ρομάνοφ κρατούνταν αιχμάλωτοι από τον Κόκκινο Στρατό στο Αικατερίνενμπουργκ, καθώς οι Μπολσεβίκοι αρχικά ήθελαν να δικάσουν την Τσαρική οικογένεια. Καθώς μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος και ο Λευκός Στρατός (μια συμμαχία αντι-Κομμουνιστικών δυνάμεων) απειλούσε να καταλάβει την πόλη, εντείνονταν ο φόβος οι Ρομάνοφ να πέσουν στα χέρια τους. Αυτό ήταν ένα καταστροφικό ενδεχόμενο για τους Μπολσεβίκους για δύο λόγους:

  1. Ο Τσάρος ή οποιοδήποτε μέλος της Τσαρικής οικογένειας, μπορούσε να λειτουργήσει ως το λάβαρο για την ανασύσταση των δυνάμεων του Λευκού Στρατού και να εξυπηρετήσει το σκοπό τους.
  2. Ο Τσάρος ή οποιοδήποτε μέλος της Τσαρικής οικογένειας αν αυτός ήταν νεκρός, θα μπορούσε να θεωρηθεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ο νόμιμος ηγέτης της Ρωσίας είτε από τις άλλες βασιλικές οικογένειες είτε από τις κυβερνήσεις των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών.

Συμπερασματικά, αν ο Λευκός Στρατός είχε στα χέρια του την Τσαρική οικογένεια, θα αποκτούσε τη δυνατότητα απαίτησης για την παρέμβαση ξένων δυνάμεων σε όφελος των σκοπών τους. Πράγματι, λίγο μετά την εκτέλεση των Ρομάνοφ, το Αικατερίνενμπουργκ κατελήφθη από το Λευκό Στρατό. Στα μέσα του Ιουλίου του 1918, οι δυνάμεις της Τσεχοσλοβάκικης Λεγεώνας προσέγγιζαν την πόλη, για να προστατεύσουν τον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, τον έλεγχο του οποίου ήδη είχαν ως εκείνο το σημείο της διαδρομής του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντέηβιντ Μπόλλοκ, οι Μπολσεβίκοι πίστευαν εσφαλμένα ότι οι Τσεχοσλοβάκοι βρίσκονταν σε αποστολή απελευθέρωσης της Τσαρικής οικογένειας, πανικοβλήθηκαν και τους εκτέλεσαν. Οι λεγεώνες κατέφθασαν λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα και στις 25 Ιουλίου κατέλαβαν την πόλη[61].

Κατά τη διάρκεια της κράτησης της Τσαρικής οικογένειας στα τέλη Ιουνίου, ο Πυότρ Βόϋκοφ και ο Αλεξάντρ Μπελομπορόντοφ, πρόεδρος του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων[62], διηύθυναν τη λαθραία επιστολογραφία προς τον οίκο του Ιπάτιεφ. Οι επιστολές ήταν γραμμένες στα Γαλλικά και σύμφωνα με αυτές ένας αξιωματικός μοναρχικού καθεστώτος αναζητούσε τρόπους διάσωσης των Ρομάνοφ. Οι επιστολές είχαν γραφεί κατά παραγγελία της τοπικής επιτροπής των Τσέκα[63]. Αυτές οι προκατασκευασμένες επιστολές, μαζί με τις απαντήσεις των Ρομάνοφ σε αυτές (είτε στον κενό χώρο των επιστολών είτε στους φακέλους)[64], παρείχαν στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Μόσχας, πρόσθετη αιτιολόγηση για να «ρευστοποιήσουν» την αυτοκρατορική οικογένεια[65]. Ο Γιουρόφσκι αργότερα παρατήρησε ότι ο Νικόλαος Β', απαντώντας στις ψευδεπίγραφες επιστολές, «είχε πέσει θύμα της πρόχειρα ενορχηστρωμένης πλεκτάνης για να τον παγιδεύσουν»[63]. Στις 13 Ιουλίου, στο δρόμο μπροστά από την οικία του Ιπάτιεφ, διοργανώθηκε μια διαδήλωση αποτελούμενη από στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, Σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικούς στην πλατεία Βοζνεσένσκι, με τους διαδηλωτές να απαιτούν τη διάλυση του Σοβιέτ του Αικατερίνενμπουργκ και τη μεταφορά της διοίκησης της πόλης σε αυτούς. Ένα απόσπασμα Ερυθροφρουρών διοικούμενου από τον Πήτερ Ερμάκοφ άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Το συμβάν συνέβη σε κοντινή απόσταση στην οικία Ιπάτιεφ, με τα μέλη της Τσαρικής οικογένειας να είναι αυτήκοοι μάρτυρες. Οι αρχές εκμεταλλεύτηκαν το συμβάν ως μια καθοδηγούμενη από μοναρχικούς κύκλους αναταραχή, που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια και το καθεστώς κράτησης των αιχμαλώτων της οικίας Ιπάτιεφ[66].

Σχεδιασμός της εκτέλεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Περιφερειακό Σοβιέτ των Ουραλίων αποφάσισε σε συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου ότι θα ρευστοποιούσε την οικογένεια Ρομάνοφ. Ο Φίλιππος Γκολοσκυόκιν έφτασε στη Μόσχα στις 3 Ιουλίου με ένα μήνυμα που επέμενε στην εκτέλεση του Τσάρου. Μονο επτά από τα εικοσιτρία μέλη της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής ήταν παρόντα, τρία από τα οποία ήταν ο Λένιν, ο Σβερντλόφ και ο Φέλιξ Ντζερζίνσκι.[62] Αποφασίστηκε ότι το προεδρείο του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων θα οργάνωνε τις πρακτικές λεπτομέρειες της εκτέλεσης της οικογένειας και θα αποφάσιζε την ακριβή ημέρα της εκτέλεσης, όταν η στρατιωτική κατάσταση το υπαγόρευε, μετά από επικοινωνία με τη Μόσχα για την τελική έγκριση[67].

Τα τελευταία μέλη της Αυλικής ακολουθίας των Ρομάνοφ. (Όρθιοι, αριστερά προς δεξιά): Κόμης Ίλια Τατίσεφ, Πιέρ Γκιγιάρ. (Καθιστοί, αριστερά προς δεξιά): Αικατερίνη Σνάιντερ, Κόμισσα Αναστασία Χεντρίκοβα, Πρίγκηπας Βασίλι Ντολγκορούγκοφ. Δεν τους επέτρεπαν να συναντούν την Τσαρική οικογένεια μετά την κράτησή τους στην οικία Ιπάτιεφ. Αργότερα δολοφονήθηκαν όλοι εκτός του Γκιγιάρ από τους Μπολσεβίκους.
Τα τελευταία μέλη της Αυλικής ακολουθίας των Ρομάνοφ. (Όρθιοι, αριστερά προς δεξιά): Κόμης Ίλια Τατίσεφ, Πιέρ Γκιγιάρ. (Καθιστοί, αριστερά προς δεξιά): Αικατερίνη Σνάιντερ, Κόμισσα Αναστασία Χεντρίκοβα, Πρίγκηπας Βασίλι Ντολγκορούγκοφ. Δεν τους επέτρεπαν να συναντούν την Τσαρική οικογένεια μετά την κράτησή τους στην οικία Ιπάτιεφ. Αργότερα δολοφονήθηκαν όλοι εκτός του Γκιγιάρ από τους Μπολσεβίκους[68].

Η εκτέλεση της Τσαρίνας και των παιδιών είχε επίσης συζητηθεί, αλλά έπρεπε να κρατηθεί ως κρατικό μυστικό, για να αποφευχθούν οι οποιοιδήποτε πολιτικοί αντίκτυποι. Ο Γερμανός πρέσβης Βίλχελμ φον Μίρμπαχ έθεσε επανειλημμένα ερωτήματα σχετικά με την κατάσταση της οικογένειας[69]. Ένας άλλος διπλωμάτης, ο Βρετανός πρόξενος Τόμας Πρέστον, που κατοικούσε κοντά στην οικία Ιπάτιεφ, δεχόταν συχνά πιέσεις από τους Πιέρ Γκιγιάρ, Σύδνεϋ Γκιμπς και τον Πρίγκηπα Βασίλι Ντολγκορούγκοφ για να βοηθήσει τους Ρομάνοφ[50]. Μάλιστα, ο πρίγκηπας είχε περάσει λαθραία σημειώματα από το κελί της φυλακής του, πριν δολοφονηθεί και αυτός από τον Γκριγκόρι Νικούλιν, το βοηθό του Γιουρόφσκι[70]. Παρόλα αυτά, τα αιτήματα του Πρέστον για να αποκτήσει πρόσβαση στην οικογένεια, διαρκώς απορρίπτονταν[71]. Όπως θα εξηγούσε αργότερα ο Τρότσκι: «Η οικογένεια του Τσάρου έπεσε θύμα της αρχής που βρίσκεται στο θεμέλιο λίθο της μοναρχίας: Δυναστική κληρονομικότητα», εξαιτίας της οποίας οι θάνατοί τους ήταν επιβεβλημένοι[59]. Ο διοικητής του οίκου του Ιπάτιεφ αντικαταστάθηκε από τον Γιάκοφ Γιουρόφσκι στις 4 Ιουλίου. Ο Γκολοσκυόκιν ανέφερε στο Αικατερίνενμπουργκ στις 12 Ιουλίου μία περίληψη της συζήτησής του με ανώτατους Μπολσεβίκους στη Μόσχα σχετικά με τους Ρομάνοφ[62], μαζί με οδηγίες ότι τίποτε σχετικό με την εκτέλεσή τους δεν έπρεπε να ανακοινωθεί στον Λένιν[72].

Στις 14 Ιουλίου, ο Γιουρόφσκι ολοκλήρωνε το χώρο απόρριψης των σορών και τον τρόπο που θα έσβηνε τα ίχνη του καταστρέφοντας όσα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία μπορούσε ταυτοχρόνως[73]. Συνενοούνταν συχνά με την Πήτερ Ερμάκοφ, ο οποίος είχε αναλάβει την ηγεσία της ομάδας αποκομιδής και ισχυριζόταν ότι γνώριζε τα κατατόπια της τοπικής υπαίθρου, για το οποίο ο Γιουρόφσκι τον εμπιστευόταν απόλυτα[74]. Ο Γιουρόφσκι ήθελε να συγκεντρώσει την οικογένεια και τους εναπομείναντες υπηρέτες σε ένα ασφυκτικά περιορισμένο χώρο από τον οποίο κανείς δε θα μπορούσε να ξεφύγει. Το δωμάτιο του ισογείου που επιλέχθη για αυτόν το σκοπό είχε ένα σιδηρόφρακτο παράθυρο που είχε σφραγιστεί για να μην ακουστούν οι πυροβολισμοί και οι οποιεσδήποτε κραυγές[75]. Αν και συζητήθηκαν, αποκλείστηκαν τα ενδεχόμενα εκτέλεσης δια πυροβολισμού ή μαχαιρώματος στην ώρα του ύπνου τους ή της εκτέλεσής του στα περιβάλλοντα δάσης και ποντισμού των πτωμάτων τους σε μία κοντινή λίμνη με βαρίδια[76]. Το σχέδιο του Γιουρόφσκι αποσκοπούσε στην αποτελεσματική ταυτόχρονη εκτέλεση και των 11 αιχμαλώτων. Τον προβλημάτιζε ο ενδεχόμενος βιασμός των γυναικών από τους εμπλεκόμενους εκτελεστές όπως και το πλιατσικολόγημα των σορών τους[35]. Έχοντας ήδη κατάσχει ορισμένα από τα κοσμήματά τους, υποψιαζόταν ότι έκρυβαν περισσότερα μες στα ρούχα τους[76]. Θα έγδυναν τα πτώματα για να βρουν και τα υπόλοιπα τιμαλφή, ενώ ακρωτηριάζοντας τα πτώματα θα απέτρεπαν την αναγνώριση των σορών[77].

Στις 16 Ιουλίου, ο Γιουρόφσκι πληροφορήθηκε από τα Σοβιέτ των Ουραλίων ότι τμήματα του Κόκκινου Στρατού υποχωρούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι οι εκτελέσεις δε θα μπορούσαν να αναβληθούν άλλο. Ένα κωδικοποιημένο τηλεγράφημα εστάλη από τον Γκολοσκυόκιν και τον Γκεόργκι Σαφάροφ περίπου στις 6 μ.μ. προς τον Λένιν στη Μόσχα[78], με το οποίο αναζητούσαν την τελική επιβεβαίωση για την εκτέλεση των Ρομάνοφ. Δεν έχει βρεθεί έγγραφο τεκμήριο της απάντησης από τη Μόσχα, παρά το γεγονός ότι ο Γιουρόφσκι επέμενε ότι η διαταγή από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή που όριζε να προχωρήσει βάσει του συμφωνημένου σχεδίου του μεταβιβάστηκε από τον Γκολοσκυόκιν γύρω στις 7 μ.μ.[79] Αυτός ο ισχυρισμός συμφωνεί με τη μαρτυρία του Αλεξέι Ακίμοφ, πρώην φρουρού του Κρεμλίνου, που στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ανέφερε ότι προσωπικά ο ίδιος ο Σβερντλόφ τον διέταξε να μεταφέρει ένα τηλεγράφημα προς αποστολή στο τοπικό τηλεγραφείο. Σε αυτό το μήνυμα η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή έδινε το πράσινο φως για τη "δίκη" (την κωδικοποιημένη λέξη που περιέγραφε την εκτέλεση). Του δόθηκαν όμως σαφείς και αυστηρότατες εντολές ότι θα έπρεπε να του επιστραφούν τόσο το χειρόγραφο μήνυμα όσο και το τυπωμένο απόσπασμα της χαρτοταινίας με το απεσταλμένο τηλεγράφημα[79]. Γύρω στις 8 μ.μ. ο Γιουρόφσκι έστειλε τον οδηγό του για να επιστρέψει με ένα φορτηγό για τη μεταφορά των σορών, μαζί με ρολά καραβόπανου για να τα τυλίξουν. Η πρόθεσή του ήταν να το παρκάρουν όσο πιο κοντά γινόταν στην είσοδο του ισογείου, με τη μηχανή του φορτηγού σε λειτουργία για να καλυφθούν οι πυροβολισμοί[80]. Ο Γιουρόφσκι και ο Πάβελ Μεντβέντεφ συγκέντρωσαν 14 όπλα για να χρησιμοποιηθούν εκείνη τη νύχτα, συμπεριλαμβανομένων δύο πιστολιών Μπράουνινγκ, δύο Αμερικάνικων Κολτ, δύο Μάουζερ των 7,65 χιλ., ένα Σμιθ εντ Γουέσον και επτά Βελγικά Ναγκάντ. Το Ναγκάντ λειτουργούσε αποκλειστικά με παλιά μαύρη πυρίτιδα, που παρήγαγε αρκετό καπνό, καθώς η άκαπνη πυρίτιδα δεν είχε δει ακόμη εφαρμογή[81].

Στο γραφείο του διοικητή, ο Γιουρόφσκι πριν διανείμει τα όπλα ανέθεσε σε κάθε μέλος του εκτελεστικού αποσπάσματος και από ένα στόχο - θύμα. Ο ίδιος πήρε ένα Μάουζερ και ένα Κολτ, ενώ ο Ερμάκοφ εξοπλίστηκε με τρία Ναγκάντ, ένα Μάουζερ και μια ξιφολόγχη, καθώς ήταν ο μοναδικός στον οποίον είχαν ανατεθεί δύο θύματα: η Αλεξάνδρα και ο Μπότκιν. Τουλάχιστον δύο Λεττς, ένας Αυστροούγγρος αιχμάλωτος πολέμου, ο Αντράς Βερχάς και ο Αδόλφος Λέπα, τελών καθήκοντα διοικητή του αποσπάσματος των Λεττς, αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τις γυναίκες. Ο Γιουρόφσκι τους απάλλαξε των καθηκόντων τους και τους έστειλε στην οικία Ποπόφ, καθώς είχαν αποτύχει «σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία τους καλούσε το επαναστατικό τους καθήκον»[82]. Διέταξε τους άντρες του «να πυροβολήσουν απευθείας στην καρδιά, για να αποφευχθεί η υπερβολική αιματοχυσία και για να ξεμπερδεύουν γρήγορα»[83]. Ούτε ο Γιουρόφσκι ούτε οι υπόλοιποι δήμιοι είχαν αναλογιστεί τις ενέργειες που απαιτούνταν για να καταστραφούν αποτελεσματικά έντεκα σώματα[72]. Βρισκόταν υπό ασφυκτική πίεση για να διασφαλιστεί ότι δε θα βρισκόταν τα υπολείμματα των σορών από τους υποστηρικτές της μοναρχίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα ευρήματα για να συγκεντρώσουν αντικομμουνιστική υποστήριξη[84].

Εκτέλεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς οι Ρομάνοφ δειπνούσαν στις 16 Ιουλίου, ο Γιουρόφσκι μπήκε στο καθιστικό και τους πληροφόρησε ότι ο νεαρός τραπεζοκόμος Λεονίντ Σέντνεφ είχε φύγει για να συναντήσει το θείο του, Ιβάν Σέντνεφ, που είχε επιστρέψει στην πόλη επιθυμώντας να τον δει. Στην πραγματικότητα οι Τσέκα είχαν ήδη πυροβολήσει και σκοτώσει τον Ιβάν[85]. Η οικογένεια αναστατώθηκε πάρα πολύ, καθώς ο Λεονίντ ήταν ο μοναδικός φίλος με τον οποίο έπαιζε ο Αλεξέι. Επιπλέον, ήταν το πέμπτο μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας που απομάκρυναν οι Μπολσεβίκοι, αλλά ο Γιουρόφσκι τους καθησύχασε ότι σύντομα θα επέστρεφε κοντά τους. Η Αλεξάνδρα δεν τον εμπιστευόταν. Στην τελευταία καταχώρηση του ημερολογίου της, λίγες μόνο ώρες πριν τη δολοφονία της, σχολίασε για τη διαβεβαίωση του Γιουρόφσκι: «Θα φανεί κατά πόσο είναι αλήθεια (sic) και αν θα ξαναδούμε το νεαρό αγόρι»! Στην πραγματικότητα, εκείνη τη νύχτα, ο Λεονίντ κρατήθηκε στην οικία Ποπόφ[80]. Ο Γιουρόφσκι δεν έβλεπε λόγο για τη δολοφονία του και ήθελε να τον απομακρύνει πριν λάβει χώρα η εκτέλεση[78].

Δρ. Ευγένιος Μπότκιν, γιατρός της Αυτοκρατορικής Οικογένειας

Περίπου τα μεσάνυχτα της 17ης Ιουλίου 1918, ο Γιάκοφ Γιουρόφσκι, διοικητής της φρουράς του Οίκου Ειδικού Σκοπού, διέταξε τον γιατρό των Ρομάνοφ, Δρ. Ευγένιο Μπότκιν, να ξυπνήσει την οικογένεια και να τους ζητήσει να ντυθούν, προφασιζόμενος ότι θα τους μετακινούσαν σε ασφαλέστερη τοποθεσία, εξαιτίας του χάους που θα επικρατούσε, με την επικείμενη απώλεια του ελέγχου του Αικατερίνενμπουργκ από τους Μπολσεβίκους[86]. Αμέσως μετά, μετέφεραν τους Ρομάνοφ στο δωμάτιο του ανωγείου, που είχε διαστάσεις μόλις 6 x 5 μέτρα. Ο Νικόλαος Β' ζήτησε από τον Γιουρόφσκι δύο καρέκλες, για να κάτσουν η Αλεξάνδρα και ο νεαρός Αλεξέι[87]. Ο βοηθός του Γιουρόφσκι, Γκριγκόρι Νικούλιν, του επεσήμανε ότι «αφού ο διάδοχος θέλει να πεθάνει στο θρόνο[88], ας του φέρουμε έναν»[75]. Είπαν στους αιχμάλωτους να περιμένουν στο δωμάτιο, καθώς το φορτηγό που θα τους μετέφερε κατέφθανε στο σπίτι. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα εκτελεστικό απόσπασμα της μυστικής αστυνομίας κατέφτασε και ο Γιουρόφσκι διάβασε φωναχτά την εντολή που του είχε επιδώσει η Εκτελεστική Επιτροπή των Ουραλίων:

«Νικολάι Αλεξάντροβιτς, καθώς οι συγγενείς σου συνεχίζουν την επίθεσή τους κατά της Σοβιετικής Ρωσίας, η Εκτελεστική Επιτροπή των Ουραλίων αποφάσισε την εκτέλεσή σου».

Το δωμάτιο όπου δολοφονήθηκαν οι Ρομάνοφ και οι τελευταίοι ακόλουθοί τους. Η ταπετσαρία του τοίχου είχε ξεσχιστεί κατά την αναζήτηση σφαιρών από τους ερευνητές το 1919. Οι διπλές πόρτες που οδηγούσαν σε μια αποθήκη είχαν κλειδωθεί κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης.
Το δωμάτιο όπου δολοφονήθηκαν οι Ρομάνοφ και οι τελευταίοι ακόλουθοί τους. Η ταπετσαρία του τοίχου είχε ξεσχιστεί κατά την αναζήτηση σφαιρών από τους ερευνητές το 1919. Οι διπλές πόρτες που οδηγούσαν σε μια αποθήκη είχαν κλειδωθεί κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης[89].

Ο Νικόλαος, κοιτώντας προς το μέρος της οικογένειάς του γύρισε και κατάπληκτος ρώτησε «Τι; Τι;». Ο Γιουρόφσκι επανέλαβε γρήγορα την εντολή και τα όπλα του εκτελεστικού αποσπάσματος υψώθηκαν. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα ενός μέλους της φρουράς, τόσο η Αυτοκράτειρα όσο και η Μεγάλη Δούκισσα Όλγα, πήγαν να κάνουν το σταυρό τους, αλλά τις πρόλαβαν οι πυροβολισμοί. Αναφέρεται ότι ο Γιουρόφσκι, ύψωσε το Κολτ του και σημαδεύοντας τον Νικόλαο κατάστηθα τον πυροβόλησε. Ο Νικόλαος ήταν κοινός στόχος όλων των εκτελεστών και γρήγορα έπεσε νεκρός, κάτω από ένα καταιγισμό σφαιρών. Ο μεθυσμένος Ερμάκοφ, ο στρατιωτικός κομισάριος της Βερχ-Ιζέτσκμ, πυροβόλησε και σκότωσε την Αλεξάνδρα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Εν συνεχεία, πυροβόλησε τη Μαρία, καθώς εκείνη έτρεξε προς τις διπλές πόρτες, πετυχαίνοντάς τη στο μηρό[90]. Τα υπόλοιπα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος άνοιξαν πυρ κατά βούληση, συντείνοντας στο χάος, μέχρι που το δωμάτιο πνίγηκε στον καπνό και τη σκόνη σε τέτοιο σημείο που κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτε στο ημίφως ούτε να ακούσει εντολές μες στην κακοφωνία.

Ο Αλεξέι Καμπάνοφ, που είχε τρέξει στο δρόμο για να ελέγξει αν γινόταν αντιληπτή η εκτέλεση, άκουγε τα σκυλιά των Ρομάνοφ να γαβγίζουν από τα ιδιαίτερα δωμάτιά τους και ξεκάθαρα τους κρότους των πυροβολισμών, καθώς ο ήχος της μηχανής Φίατ του φορτηγού δεν μπορούσε να τους καλύψει. Αμέσως, ο Καμπάνοφ έτρεξε στο δωμάτιο όπου λάμβανε χώρα η εκτέλεση και είπε στους άντρες να παύσουν πυρ και να αποτελειώσουν τα μέλη της οικογένειας και τα σκυλιά τους με τις ξιφολόγχες, τους υποκόπανους και τις χειρολαβές των όπλων τους[91]. Ο Γιουρόφσκι λίγα λεπτά μετά την έναρξη των πυροβολισμών αναγκάστηκε να σταματήσει εξαιτίας του καυστικού καπνού λόγω της καμμένης πυρίτιδας, της σκόνης από το γύψινο ταβάνι λόγω αναπήδησης σφαιρών και εξαιτίας των εκκωφαντικών πυροβολισμών. Καθώς περίμεναν να καταλαγιάσει ο καπνός, οι εκτελεστές μπορούσαν να ακούσουν τα βογκητά και τους λυγμούς των τραυματισμένων μες στο δωμάτιο[92]. Μόλις καθάρισε η ατμόσφαιρα, έγινε ξεκάθαρο ότι αν και αρκετά από τα μέλη της ακολουθίας της αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν σκοτωθεί, όλα τα παιδιά των Ρομάνοφ ήταν ζωντανά και κανένα δεν είχε υποστεί κάποιο ουσιαστικό τραυματισμό στην πρώτη αποτυχημένη ομοβροντία[93].

Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν από όλα τα τριγύρω νοικοκυριά και ξύπνησαν αρκετούς ανθρώπους. Οι δήμιοι διατάχθηκαν να αποτελειώσουν τους επιζώντες με τις ξιφολόγχες τους, μια μέθοδος που απεδείχθη με τη σειρά της αναποτελεσματική. Τελικώς, χρειάστηκαν χαριστικές βολές στο κεφάλι για να αποτελειώσουν εντελώς και τους τελευταίους επιζώντες. Ο νεαρός Τσάρεβιτς ήταν το πρώτο από τα παιδιά που εκτελέστηκαν. Ο Γιουρόφσκι δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Αλεξέι παρέμενε ζωντανός, καθήμενος στην καρέκλα του, έχοντας παρακολουθήσει τον Νικούλιν να αδειάζει ολόκληρο το γεμιστήρα του Μπράουνινγκ πάνω στον νεαρό διάδοχο. Οι πολύτιμοι λίθοι που είχαν ράψει οι αδερφές του στο εσωτερικό των ρούχων και στο δίκοχό του, είχαν λειτουργήσει προστατευτικά[94]. Ο Ερμάκοφ τον πυροβόλησε και τον μαχαίρωσε. Ο ίδιος ο τελικά Γιουρόφσκι σκότωσε τον Αλεξέι αλλά και την Τατιάνα. Πέταξε το νεαρό αγόρι στην άκρη και τον εκτέλεσε στο κεφάλι, καθώς τελικά έφερε δύο σφαίρες, ακριβώς πίσω από το αυτί[90][95].

Αυτές που άντεξαν περισσότερο και θανατώθηκαν τελευταίες ήταν η Τατιάνα, η Αναστασία και η Μαρία. Είχαν ράψει στο εσωτερικό των ρούχων τους, αρκετά διαμαντικά, γεγονός που τους είχε δώσει ένα βαθμό προστασίας ενάντια στις σφαίρες, μετατρέποντας τα ρούχα τους εν μέρει σε ένα είδος πρώιμου αλεξίσφαιρου γιλέκου[96]. Καθώς δεν τις αποτελείωσαν οι σφαίρες, οι δήμιοι τις λόγχισαν με τις ξιφολόγχες τους. Η Όλγα κατέληξε από μια σφαίρα στο κεφάλι, ενώ η Μαρία και η Αναστασία είχαν κουρνιάσει σε έναν τοίχο, καλύπτοντας τρομοκρατημένες τα κεφάλια τους. Η Τατιάνα δέχτηκε μια τελευταία σφαίρα στο πίσω μέρος τους κεφαλιού της[97]. Η Άννα Ντεμίντοβα, υπηρέτρια της Αλεξάνδρας, επέζησε της αρχικής επίθεσης, αλλά μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου, καταλήγοντας στο πλάι του πίσω τοίχου, προσπαθώντας να προστατευθεί με ένα μικρό μαξιλάρι, γεμάτο κοσμήματα και πολύτιμους λίθους[98]. Καθώς άπλωναν τα πτώματα στα φορεία, διέφυγε μια κραυγή από την τελευταία από τις κόρες των Ρομάνοφ που είχε επιζήσει και κάλυψε το πρόσωπό της με το χέρι της[99]. Ο Ερμάκοφ άρπαξε το τουφέκι του Αλεξάντερ Στρεκότιν και την διαπέρασε στο στήθος με την ξιφολόγχη[99]. Όταν απέτυχε κι έτσι να την αποτελειώσει, έβγαλε το περίστροφο και την πυροβόλησε στο κεφάλι[100][101].

Ενώ ο Γιουρόφσκι ήλεγχε αν τα θύματα είχαν παλμό, ο Ερμάκοφ πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, διαπερνώντας τα πτώματα με την ξιφολόγχη του. Η εκτέλεση διήρκεσε 20 λεπτά, γεγονός που ο Γιουρόφσκι αργότερα απέδωσε «στην κακή χρήση του όπλου και τα αναπόφευκτα νεύρα» του Νικούλιν[102]. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μελλοντικών ερευνών, βλήθηκαν 70 σφαίρες, σχεδόν 7 σφαίρες ανά εκτελεστή, από τις οποίες οι 57 βρέθηκαν στο ισόγειο και στα τρία σημεία ταφής[91]. Μερικοί από τους άντρες του Πάβελ Μεντβέντεφ, που κουβαλούσαν τα φορεία ξεκίνησαν να ψάχνουν τα άψυχα κορμιά των Ρομάνοφ για τυχόν τιμαλφή. Ο Γιουρόφσκι το αντελήφθη και απαίτησε την παράδοση του πλιάτσικου, απειλώντας ότι αλλιώς θα τους πυροβολούσε. Η απόπειρα πλιατσικολογήματος, σε συνδυασμό με την ως εκείνη τη στιγμή ανικανότητα αλλά και με το μεθύσι του Ερμάκοφ, έπεισαν τον Γιουρόφσκι να επιβλέψει ο ίδιος την αποκομιδή των πτωμάτων[96]. Ο μόνος επιζών ήταν ο Τζόι, το σκυλί ράτσας σπάνιελ του Αλεξέι, που αργότερα διεσώθη από τον Βρετανό αξιωματικό της Συμμαχικής Δύναμης Επέμβασης[103], ζώντας ως το τέλος της σκυλίσιας ζωής του, στο Ουίνδσορ, στο Μπέρκσαϊρ[104].

Ο Αλεξάντρ Μπελομποντόροφ έστειλε ένα κωδικοποιημένο τηλεγράφημα στον Νικολάι Γκορμπούνοφ, το γραμματέα του Λένιν. Βρέθηκε αργότερα από τον ερευνητή του Λευκού Στρατού, Νικολάι Σοκόλοφ και το περιεχόμενό του μετά την αποκωδικοποίηση ήταν το ακόλουθο[105]:

«Πληροφορήστε τον Σβερντλόφ ότι ολόκληρη η οικογένεια είχε την ίδια τύχη με την κεφαλή της. Επισήμως η οικογένεια θα σκοτωθεί κατά την εκκένωση».

Ο Αλεξάντρ Λιζίτσυν των Τσέκα, βασικός μάρτυρας του Μοσχοβίτικου μηχανισμού, είχε προγραμματιστεί να επικοινωνήσει άμεσα με τον Σβερντλόφ, αμέσως μετά τις εκτελέσεις του Νικολάου και της Αλεξάνδρας, καθώς πολύτιμα από πολιτικής πλευράς ημερολόγια και η επιστολογραφία τους θα δημοσιεύονταν στη Ρωσία το συντομότερο δυνατόν[106]. Ο Μπελομποντόροφ και ο Νικούλιν επέβλεψαν την έρευνα των δωματίων των Ρομάνοφ, υφαρπάζοντας όλα τα προσωπικά αντικείμενα της οικογένειας. Τα πιο σημαντικά στοιβάχτηκαν στο γραφείο του Γιουρόφσκι, ενώ αυτά που θεωρήθηκαν ασήμαντα τα παράχωσαν στις σόμπες και τα έκαψαν. Έβαλαν τα αρπαχθέντα αντικείμενα στα μπαούλα των Ρομάνοφ και τα έστειλαν στη Μόσχα, υπό τη συνοδεία κομισάριων[107]. Στις 19 Ιουλίου, οι Μπολσεβίκοι εθνικοποίησαν όλη την κατασχεθείσα περιουσία των Ρομάνοφ[108], την ίδια μέρα που ο Σβερντλόφ ανακοίνωνε στο Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων την εκτέλεση του Τσάρου[109].

Αποκομιδή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της βιαστικής αποκομιδής των πτωμάτων και του πλιατσικολογήματος, οι άντρες του Γιουρόφσκι παρέβλεψαν αρκετά υπάρχοντα και τιμαλφή των Ρομάνοφ. Ανάμεσά τους και αυτά τα τοπάζια που τελικά βρέθηκαν κατά τη διάρεια των ερευνών του Σοκόλοφ το 1919.

Οι σοροί των Ρομάνοφ και των ακολούθων τους φορτώθηκαν σε ένα φορτηγό FIAT με μηχανή 60 ίππων[100] και καρότσα διαστάσεων 2 x 3,5 μέτρα[99]. Βαριά φορτωμένο, το όχημα αγκομαχούσε για 9 μίλια στο βαλτωμένο δρόμο ως το δάσος Κοπτυάκι. Ο Γιουρόφσκι ήταν έξω φρενών όταν ανακάλυψε ότι ο μέθυσος Ερμάκοφ είχε φέρει μαζί του ένα μόνο φτυάρι για την ταφή[110]. Σχεδόν μετά από μισό μίλι, κοντά στη διασταύρωση Νο. 185, στη γραμμή που εξυπηρετούσε το εργοτάξιο του Βερχ-Ιζέτσκ, 25 εργάτες στη δούλεψη του Ερμάκοφ περίμεναν με άλογα και μικρά κάρα. Όλοι τους ήταν μεθυσμένοι και εξαγριωμένοι που οι αιχμάλωτοι δεν τους παραδόθηκαν ζωντανοί. Ο όχλος ανέμενε την ευκαιρία να λιντσάρει[111] τους Ρομάνοφ και ήλπιζε να έχει τη δυνατότητα να βιάσει τις γυναίκες πριν τις δολοφονήσει[112]. Ο Γιουρόφσκι διατήρησε τον έλεγχο της κατάστασης με μεγάλη δυσκολία, κατορθώνοντας τελικά οι άντρες του Ερμάκοφ να μεταφέρουν μερικά από τα πτώματα από το φορτηγό στα κάρα[112]. Μερικοί από τους άντρες του Ερμάκοφ έψαχνα και ξέσχιζαν τα ρούχα και τα εσώρουχα των Ρομάνοφ προς αναζήτηση διαμαντικών. Δύο δε από αυτούς ξεδιάντροπα πασπάτευαν μέχρι και τα γεννητικά όργανα της Αλεξάνδρας[112][111]. Ο Γιουρόφσκι τους διέταξε να σταματήσουν και τους έδιωξε μαζί με όσους άλλους έπιασε να λεηλατούν τις σορούς, σημαδεύοντάς τους με το όπλο του[112].

Το φορτηγό είχε κολλήσει σε μια λασπώδη περιοχή κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή Γκόρνο - Ουράλσκ. Στο μεταξύ όλα τα πτώματα είχαν μεταφορτωθεί από το φορτηγό στα κάρα και τελικά στο μέρος αποκομιδής[111]. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει, όταν τα κάρα έφτασαν στο εγκαταλειμμένο ορυχείο. Ουσιαστικά ο χώρος ήταν ένα μεγάλο ξέφωτο σε μια περιοχή γνωστή με το τοπωνύμιο «Τα Τέσσερα Αδέρφια»[113]. Πρώτο μέλημα των αντρών του Γιουρόφσκι ήταν να καταβροχθίσουν τα βρασμένα αυγά που μοναχές της περιοχής είχαν ετοιμάσει για την αυτοκρατορική οικογένεια, ενώ οι υπόλοιποι άντρες του Ερμάκοφ απαλλάχθηκαν των καθηκόντων τους και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη, καθώς ο Γιουρόφσκι, δυσαρεστημένος από το μεθύσι τους[77], δεν τους εμπιστευόταν.

Οι άντρες του Γιουρόφσκι άπλωσαν τα πτώματα στο γρασίδι, τα έγδυσαν και αφαίρεσαν όποια τιμαλφή μπόρεσαν να βρουν, ενώ ο Γιουρόφσκι κατέγραφε τα πολύτιμα ευρήματα. Μόνο τα εσώρουχα της Μαρίας δεν περιείχαν κοσμήματα, γεγονός που ο Γιουρόφσκι αντιλαμβανόταν ως αποδεικτικό στοιχείο, ότι η αυτοκρατορική οικογένεια είχε παύσει να την εμπιστεύεται, αφότου είχε γίνει αντιληπτή η πέραν των ορίων φιλική της σχέση με ένα μέλος της φρουράς από το Μάιο[77][114]. Ακολούθως έριξαν τα πτώματα σε ένα φρεάτιο του ορυχείου και τα πασπάλισαν με σκόνη θειικού οξέος. Τότε μόνο ο Γιουρόφσι κατάλαβε ότι ο λάκκος και το φρεάτιο είχαν βάθος μικρότερο από τρία μέτρα και ότι τα πτώματα δεν μπορούσαν να βυθιστούν πλήρως και να καλυφθούν, όπως ανέμεναν, στο βούρκο. Τότε προσπάθησε ανεπιτυχώς να προκαλέσει κατολίσθηση στο φρεάτιο, ρίχνοντας χειροβομβίδες. Μετά από αυτό οι άντρες του προσπάθησαν να καλύψουν τα πτώματα με χώμα και κλαδιά[115]. Ο Γιουρόφσκι άφησε τους άντρες τους να φρουρούν το σημείο και επέστρεψε στο Αικατερίνενμπουργκ με μια τσάντα με 9 κιλά διαμαντικών, που είχαν προέλθει από το πλιάτσικο των πτωμάτων, για να αναφέρει τα πεπραγμένα στον Μπελομποντόροφ και τον Γκολοσκυόκιν. Αποφασίστηκε τελικά ότι ο λάκκος ήταν ρηχός[116].

Ξύλινα δοκάρια σιδηροδρομικής γραμμής καθ' οδόν προς το δάσος Κοπτυάκι το 1919. Ο ερευνητής Νικολάι Σοκόλοφ έβγαλε αυτή τη φωτογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο του σημείου που κόλλησε το φορτηγό Fiat στις 4:30 π.μ. στις 19 Ιουλίου, αγνοώντας ότι στην ουσία επρόκειτο για το δεύτερο χώρο ταφής.

Ο Σεργκέι Τσουσκάεφ από το τοπικό Σοβιέτ, ενημέρωσε τον Γιουρόφσκι σχετικά με κάποια βαθύτερα μεταλλεία χαλκού δυτικά του Αικατερίνενμπουργκ, όπου η περιοχή ήταν βαλτώδης, απόμακρη και ένας τάφος θα ήταν πιο δύσκολο να βρεθεί[72]. Επιθεώρησε το χώρο και το βράδυ της 17ης Ιουλίου ανέφερε στην τοπική Τσέκα στο ξενοδοχείο Αμερικάνσκαγια. Επίταξε περισσότερα φορτηγά να σταλούν στο δάσος Κοπτυάκι, ενώ ανέθεσε στον Πιότρ Βόικοφ να βρει βαρέλια με πετρέλαιο, κηροζίνη, θεικό οξύ και ξερά καυσόξυλα. Επιπλέον, ο ίδιος ο Γιουρόφσκι επίταξε μερικά ιππήλατα κάρα για να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά των πτωμάτων στη νέα τοποθεσία[117]. Ο Γιουρόφσκι και ο Γκολοσκυόκιν, μαζί με αρκετούς πράκτορες της τοπικής Τσέκα, επέστρεψαν στο ορυχείο περίπου στις 04:00 τα χαράματα της 18ης Ιουλίου. Ανέλκυσαν τα μουσκεμένα πτώματα ένα προς ένα χρησιμοποιώντας σκοινιά που είχαν δέσει στα άκρα τους και τα άπλωσαν σε ένα καραβόπανο[116]. Ο Γιουρόφσκι ανησυχώντας ότι δε θα προλάβαινε να μεταφέρει τα πτώματα στο βαθύτερο μεταλλείο, διέταξε τους άντρες του να σκάψουν ένα βαθύτερο λάκκο επί τόπου, αλλά το έδαφος ήταν πολύ σκληρό. Επέστρεψε στο ξενοδοχείο Αμερικάνσκαγια για να συμβουλευτεί με την Τσέκα. Άρπαξε ένα φορτηγό που είχε φορτώσει με κομμάτια από τσιμέντο για να τα δέσει στα πτώματα που θα πόντιζαν στο νέο φρεάτιο. Ένα δεύτερο φορτηγό μετέφερε ένα απόσπασμα πρακτόρων της τοπικής Τσέκα, που θα βοηθούσαν στη μεταφορά των πτωμάτων. Ο Γιουρόφσκι επέστρεψε στο δάσος στις 10 μ.μ. στις 18 Ιουλίου. Τα πτώματα φορτώθηκαν και πάλι στο φορτηγό Φίατ, που ως εκείνη τη στιγμή είχαν καταφέρει να το ξεκολλήσουν από τη λάσπη[118].

Αλεξέι Τρουππ, σωματοφύλακας του Τσάρου, Νικολάου Β'

Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς στα βαθύτερα μεταλλεία χαλκού νωρίς το πρωί της 19ης Ιουλίου, το φορτηγό Φίατ που μετέφερε τα πτώματα κόλλησε και πάλι στη λάσπη κοντά στην περιοχή που ήταν γνωστή με τα τοπωνύμια «Το Κούτσουρο του Ποροσένκοφ» και «Γουρουνολίβαδο». Με τους άντρες να έχουν εξαντληθεί και να αρνούνται να εκτελέσουν διαταγές, ο Γιουρόφσκι αποφάσισε να τους θάψει επί τόπου, στο λασπώδη δρόμο που είχε κολλήσει το φορτηγό[119]. Έσκαψαν ένα λάκκο με διαστάσεις 2 x 3,5 μέτρα και μόλις 60 εκατοστά σε βάθος[120]. Πρώτα πέταξαν μέσα το πτώμα του του Αλεξέι Τρουππ και ακολούθως του Τσάρου και των υπολοίπων. Περιέλουσαν τα πτώματα και πάλι με θειικό οξύ, πολτοποίησαν τα πρόσωπά τους κτυπώντας τα με τα κοντάκια των όπλων τους και στο τέλος τα κάλυψαν με ασβέστη για να αποτρέψουν την αναγνώριση των σορών. Έβαλαν δοκούς σιδηροδρομικής γραμμής πάνω από τον τάφο για να τον καμουφλάρουν, ενώ για να πακτώσουν καλύτερα τα δοκάρια, το φορτηγό πηγαινοερχόταν πέρα δώθε πατώντας πάνω τους. Η ταφή ολοκληρώθηκε στις 6 π.μ. στις 19 Ιουλίου[120].

Ο Γιουρόφσκι έβαλε τον Τσάρεβιτς Αλεξέι και μια από τις αδερφές του σε έναν τάφο 15 μέτρα μακρυά, σε μια προσπάθεια να μπερδέψει οποιονδήποτε ανακάλυπτε έναν ομαδικό τάφο με 9 μόνο κορμιά. Ο Γιουρόφσκι ήθελε να καταστρέψει τη σορό της Αλεξάνδρας. Καθώς όμως η σορός της είχε παραμορφωθεί σε τέτοιο σημείο που ήταν δύσκολη η αναγνώρισή της, ο ίδιος την μπέρδεψε με της Άννας Ντεμίντοβα, σύμφωνα με την αναφορά του. Τελικά, στο δεύτερο τάφο, έκαψαν τις σορούς του Αλεξέι και της αδερφής του Μαρίας, ενώ ό,τι απέμεινε από τα απανθρακωμένα οστά, το έσπασαν σε μικρότερα θραύσματα με φτυάρια και πέταξαν τα υπολείμματα σε ένα μικρότερο ακόμη λάκκο[120]. Μόλις τον Αύγουστο του 2007, βρέθηκαν 44 τμηματικά θραύσματα οστών και από τα δύο πτώματα[121].

Έρευνα του Σοκόλοφ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανασκαμμένο ορυχείο και το φρεάτιο την Άνοιξη του 1919, κατά τη διάρκεια της έρευνας του Σοκόλοφ.

Μετά την πτώση του Αικατερίνενμπουργκ στα χέρια της Αντικομμουνιστικής Λευκής Φρουράς στις 25 Ιουλίου, ο Ναύαρχος Αλεξάντρ Κόλτσακ, όρισε την επιτροπή Σοκόλοφ στο τέλος εκείνου του μήνα για να διερευνήσει τις συνθήκες των δολοφονιών των Ρομάνοφ. Ο Νικολάι Σοκόλοφ, δικαστικός ερευνητής του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Όμσκ, πήρε κατάθεση από αρκετά μέλη της ακολουθίας των Ρομάνοφ τον Φεβρουάριο του 1919, με πιο σημαντικές αυτές των Πιέρ Γκιγιάρ, Αλεξάνδρα Τέγκλεβα και του Σύντνεϋ Γκιμπς[122].

Ο Σοκόλοφ ανακάλυψε μεγάλο πλήθος από τα υπάρχοντα και τα τιμαλφή των Ρομάνοφ που ο Γιουρόφσκι και οι άντρες του είχαν παραβλέψει, μέσα και γύρω από το φρεάτιο του ορυχείου, όπου είχαν αρχικά πεταχτεί τα πτώματα. Ανάμεσα στα ευρήματα ήταν ακρωτηριασμένα και απανθρακωμένα θραύσματα οστών, πηγμένο λίπος[123], η άνω γνάθος του Δρ. Μπότκιν όπως και τα γυαλιά του, κορσέδες, εμβλήματα και πόρπες ζωνών, παπούτσια, κλειδιά, μαργαριτάρια και διαμάντια[8], μερικές σφαίρες και τμήμα από ένα γυναικείο δάχτυλο[96]. Το μόνο πτώμα που βρέθηκε σε εκείνο το σημείο ταφής ήταν ο Τζίμμυ, το σκυλί ράτσας Κινγκ Τσαρλς Σπάνιελ της Αναστασίας[124]. Δεν υπήρχε ίχνος ρούχου στο ρηχό λάκκο, γεγονός που συμφωνούσε με την αναφορά του Γιουρόφσκι ότι έκαψαν όλα τα ρούχα των θυμάτων πριν τα ρίξουν στο φρεάτιο του ορυχείου[125]. Τελικά, ο Σοκόλοφ δεν κατόρθωσε να ταυτοποιήσει το καμουφλαρισμένο σημείο ταφής στο δρόμο για το δάσος Κοπτυάκι, καθώς εντόπισε και φωτογράφισε μεν τον χώρο ταφής, θεωρώντας τον στην αναφορά του δε, απλά ως το σημείο όπου το φορτηγό Φίατ κόλλησε το ξημέρωμα της 19ης Ιουλίου[126]. Η επικείμενη επιστροφή των δυνάμεων των Μπολσεβίκων τον Ιούλιο του 1919, τον ανάγκασε να εκκενώσει την περιοχή, μεταφέροντας μαζί του σε ένα κουτί τα ευρήματα που ανέκτησε[127]. Ο Σοκόλοφ κατόρθωσε να συγκεντρώσει φωτογραφικά πειστήρια και καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, που αθροιστικά γέμισαν οκτώ τόμους[128]. Πέθανε το 1924 στη Γαλλία από καρδιακή προσβολή πριν προλάβει να ολοκληρώσει την έρευνά του[129]. Το κουτί φυλάσσεται στη Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία του Αγ. Ιώβ στην Υκλ, στην περιοχή των Βρυξελλών[130].

Ανακτημένα υπάρχοντα των Ρομάνοφ, που εκτίθενται στο ιεροσπουδαστήριο της Αγ. Τριάδας στο Έρβινγκ του Τέξας. Η λευκή μπλούζα στα δεξιά της προθήκης ανήκε σε μία από τις κόρες των Ρομάνοφ.

Η προκαταρκτική του αναφορά δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στα Γαλλικά και κατόπιν στα Ρωσικά και ήταν η μόνη αποδεκτή ιστορική εξήγηση για τις δολοφονίες των Ρομάνοφ για 65 χρόνια, μέχρι το 1989[10]. Κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι οι αιχμάλωτοι πέθαναν ακαριαία από τους πυροβολισμούς του εκτελεστικού αποσπάσματος με την εξαίρεση του Αλεξέι και της Αναστασίας, που αφού πυροβολήθηκαν, λογχίστηκαν επανειλημμένα μέχρι θανάτου από ξιφολόγχες[131] και τελικά τα πτώματα καταστράφηκαν σε μια μεγάλη πυρά[132]. Η δημοσίευση και η διεθνής αποδοχή της έρευνας προέτρεψαν τους Σοβιετικούς να εκδώσουν ένα εγκεκριμένο από την κυβέρνηση εγχειρίδιο που σε μεγάλο βαθμό αντέγραφε την εργασία και τα πορίσματα του Σοκόλοφ το 1926, στο οποίο παραδέχονταν τη δολοφονία της Τσαρίνας και των παιδιών της μαζί με τον Τσάρο[10]. Το 1938, ο Ιωσφήφ Στάλιν διέταξε την καταστολή όλων των συζητήσεων σχετικά με τις δολοφονίες των Ρομάνοφ[11]. Ακόμη και η αναφορά του Σοκόλοφ απαγορεύτηκε[126]. Ο οίκος Ιπάτιεφ θεωρήθηκε «ανεπαρκούς ιστορικής σημασίας» από το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Κατεδαφίστηκε το Σεπτέμβριο του 1977, μόλις ένα χρόνια πριν κλείσουν 60 χρόνια από τις δολοφονίες. Ο Γιέλτσιν έγραψε σχετικά στα απομνημονεύματά του ότι «αργά ή γρήγορα θα ντραπούμε για αυτό το βαρβαρισμό». Η κατεδάφιση της οικίας δε σταμάτησε ούτε προσκυνητές ούτε φιλοβασιλικούς από το να ταξιδεύουν για να επισκεφτούν το σημείο[11].

Ένας τοπικός ερασιτέχνης ερευνητής, ο Αλεξάντρ Αβντόνιν και ο κινηματογραφιστής Γκέλι Ριάμποφ εντόπισαν το ρηχό τάφο μεταξύ της 30ης και 31ης Μαΐου 1979, μετά από πολυετή μελέτη των αποδεικτικών στοιχείων της προκαταρκτικής έρευνας και τη συλλογή νέων αποδεικτικών τεκμηρίων που κρατούσαν κρυφά[11][126]. Κατάφεραν να ανασύρουν τρία ανθρώπινα κρανία από τον τάφο, αλλά αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν επιστημονική βοήθεια και εργαστήριο, που θα τους βοηθούσαν στην εξέταση των ευρημάτων. Ανησυχώντας για τις συνέπειες της ανακάλυψης του τάφου, οι Αβντόνιν και Ριάμποφ, έθαψαν και πάλι τα ευρήματά τους στον τάφο το καλοκαίρι του 1980[133]. Η προεδρία του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ έφερε την εποχή της γκλάσνοστ (διαφάνειας) και της περεστρόικα (αναμόρφωσης), που προέτρεψαν τον Ριάμποφ στην αποκάλυψη του τάφου των Ρομάνοφ στη Ρωσική αγγλόφωνη εφημερίδα «Νέα της Μόσχας» (The Moscow News) στις 10 Απριλίου του 1989[133], τρομοκρατώντας τον Αβντόνιν[134]. Τα υπολείμματα των σορών ανακτήθηκαν το 1991 από Σοβιετικούς αξιωματούχους σε μια βιαστική και πρόχειρη «επίσημη εκταφή» που κατέστρεψε άγνωστα αποδεικτικά στοιχεία. Καθώς οι σοροί δεν έφεραν ρούχα και η φθορά που είχαν υποστεί ήταν εκτεταμένη, εξακολουθούσε να υφίσταται διχογνωμία σχετικά με το αν τα σκελετικά υπολείμματα που ταυτοποιήθηκαν και ενταφιάστηκαν στην Αγία Πετρούπολη ως της Αναστασίας ανήκαν τελικά στη Μαρία[13]. Αναταραχή και διάσταση απόψεων επικρατούσε και στους κόλπους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έφτανε στην παντελή αμφισβήτηση της ταυτότητας των σορών που βρέθηκαν στο δάσος Κοπτυάκι και δεν αναγνώριζε ότι αυτά ανήκαν στους Ρομάνοφ. Μάλιστα, η Ιερά Σύνοδος αντιπαρατέθηκε με την απόφαση της κυβέρνησης το Φεβρουάριο του 1998 να ενταφιάσει ό,τι απέμεινε από τις σορούς στον Καθεδρικό Ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προτιμώντας ένα «συμβολικό» τάφο, μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα της ταυτοποίησης[135]. Αποτέλεσμα αυτής της δημόσιας αντιπαράθεσης ήταν ότι κατά τη λειτουργία ενταφιασμού τον Ιούλιο του 1998, ο ιερέας που τελούσε τη λειτουργία αναφέρθηκε στους κηδευόμενους ως «Χριστιανικά θύματα της Επανάστασης» και όχι ως την Αυτοκρατορική οικογένεια[136].

Στις 29 Ιουλίου 2007, άλλη μια ομάδα ερασιτεχνών ερευνητών, βρήκε το μικρό λάκκο που περιείχε ό,τι απέμεινε από τις σορούς του Αλεξέι και της αδελφής του, μεταξύ των δύο εστιών φωτιάς, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον κύριο τάφο[13][137]. Παρά το γεγονός ότι εγκληματολόγοι και γενετιστές αναγνώρισαν τα νέα ευρήματα ως ανήκοντα στον Αλεξέι και τη Μαρία, παραμένουν αποθηκευμένα σε κρατικά σκευοφυλάκια, αναμένοντας το βούλευμα της εκκλησίας[138], που απαιτούσε μια «πιο λεπτομερή και εξονυχιστική» εξέταση[121].

Εκτελεστές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιβάν Πλοτνίκοφ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Ουραλίων Μαξίμ Γκόρκυ κατέληξε ότι οι εκτελεστές ήταν οι εξής: Γιάκοφ Γιουρόβσκυ, Γκριγκόρι Π. Νικούλιν, Μιχαήλ Α. Μεντβέντεφ, Πετρ Ερμάκοφ, Στεπάν Βαγκάνοφ, Αλεξέι Γ. Καμπάνοφ (πρώην μέλος της Αυτοκρατορικής Φρουράς του Τσάρου και μέλος της Τσέκα και του στοιχείου πολυβόλου στη σοφίτα της οικίας Ιπάτιεφ)[139], Πάβελ Μεντβέντεφ, Β. Ν. Νετρέμπιν και Γ. Μ. Τσελμς. Ο Φιλίππ Γκολοσκυόκιν, στενός συνεργάτης του Γιάκοφ Σβερντλόφ, όντας στρατιωτικός κομισάριος της αστυνομίας των Ουραλίων στο Αικατερίνενμπουργκ, μαζί με δύο ή τρεις φρουρούς που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος, δε συμμετείχε ενεργά στην εκτέλεση. Ο Πιοτρ Βόικοφ είχε αναλάβει συγκεκριμένα το καθήκον της αποκομιδής των σορών, της εξεύρεσης καυσίμων (570 λίτρα) και θειικού οξέος (180 κιλά από τα φαρμακεία του Αικατερίνενμπουργκ). Ήταν μάρτυρας της εκτέλεσης αν και αργότερα ισχυρίστηκε ότι μετείχε στις δολοφονίες, ληστεύοντας το άψυχο κορμί μιας από των νεαρών μεγάλων Δουκισσών[99]. Μετά τις δολοφονίες φαίρεται να είχε πει: «Ο κόσμος δε θα μάθει ποτέ τι τους κάναμε». Ο Βόικοφ υπηρέτησε από το 1924 ως πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης στην Πολωνία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δολοφονήθηκε εκεί τον Ιούλιο του 1927 από ένα Ρώσο φιλοβασιλικό[103].

Ο Πετρ Ερμάκοφ στο σημείο ταφής των Ρομάνοφ και της ακολουθίας τους στο δρόμο για το δάσος Κοπτυάκι. Ο ίδιος ο Ερμάκοφ έγραψε στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: «Στέκομαι στον τάφο του Τσάρου.»

Οι περισσότεροι από τους άμεσα εμπλεκόμενους στις δολοφονίες της Αυτοκρατορικής οικογένειας επιβίωσαν τους επόμενους ταραχώδεις μήνες[103]. Από την άλλη, ο Στεπάν Βαγκάνοφ, στενός συνεργάτης του Ερμάκοφ[140], δέχθηκε επίθεση και σκοτώθηκε από χωρικούς στα τέλη του 1918, για τη συμμετοχή του στις πράξεις κτηνώδους καταστολής της τοπικής Τσέκα. Επίσης, ο Πάβελ Μεντβέντεφ, που είχε διατελέσει αρχηγός της φρουράς της οικίας Ιπάτιεφ και ένα από τα πρόσωπα κλειδιά των δολοφονιών[56], αιχμαλωτίστηκε από το Λευκό Στρατό στο Περμ το Φεβρουάριο του 1919. Κατά την ανάκρισή του, αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος στις δολοφονίες. Πέθανε στη φυλακή από τύφο[103]. Ο Αλεξάντρ Μπελομποντόροφ και ο βοηθός του, Μπόρις Ντιντκόφσκι σκοτώθηκαν και οι δύο κατά τη Μεγάλη Εκκαθάριση το 1938, που εδραίωσε τον Στάλιν στην εξουσία. Ο Φίλιππ Γκολοσκυόκιν εκτελέστηκε τον Οκτώβριο του 1941 σε φυλακή του Ενκαβεντέ και ενταφιάστηκε σε τάφο χωρίς όνομα[141].

Ο Πετρ Ερμάκοφ επιβίωσε αλώβητος του εμφυλίου πολέμου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δολοφόνους δεν ανταμείφθηκε ούτε έλαβε προαγωγή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή αναγνώρισης. Αυτό τον κατέστησε πικρόχολο. Για την υπόλοιπη ζωή του[142], διεκδικούσε ασταμάτητα τα πρωτεία, διογκώνοντας το ρόλο του στις δολοφονίες όπως και στην επανάσταση[143]. Τα μέλη του τοπικού κομμουνιστικού κόμματος ετησίως αποτίουν φόρο τιμής στην ταφόπλακά του στην επέτειο των δολοφονιών τους αν και σε μερικές περιπτώσεις βανδαλίστηκε[144].

Τρεις μέρες μετά τους φόνους, ο Γιουρόφσκι προσωπικά ανέφερε στον Λένιν τα γεγονότα εκείνης της νύχτας και ανταμείφθηκε με το διορισμό του στη Μοσχοβίτικη Τσέκα. Έλαβε μια σειρά από στρατηγικής σημασίας οικονομικά πόστα και θέσεις στο κόμμα, πεθαίνοντας το 1938, σε ηλικία 60 ετών στην άνεση του νοσοκομείου του Κρεμλίνου. Πριν το θάνατό του, δώρισε τα όπλα που χρησιμοποίησε κατά την εκτέλεση των Ρομάνοφ στο Μουσείο της Επανάστασης στη Μόσχα[64] και άφησε τρεις πολύτιμες αν και αντιφατικές μαρτυρίες εκείνης της νύχτας. Ο Γιουρόφσκι ουδέποτε εξέφρασε μεταμέλεια ούτε τύψεις για τις δολοφονίες των Ρομάνοφ. Αντιθέτως, αναπολούσε την επαναστατική του καριέρα και πως «Η Οκτωβριανή καταιγίδα» τον «ώθησε να λάμψει», καθιστώντας τον «τον πιο ευτυχισμένο θνητό»[145]. Αυτός και ο βοηθός του, ο Νικούλιν, ο οποίος πέθανε το 1964, ενταφιάστηκαν στο κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι στη Μόσχα[146].

Ο Λένιν αντιλαμβανόταν τον Οίκο των Ρομάνοφ ως «μοναρχικό μίασμα, μια ντροπή 300 ετών»[59] και αναφερόταν στον Νικόλαο Β', τόσο σε συζητήσεις όσο και στα γραπτά του ως «τον πιο δόλιο εχθρό του Ρωσικού λαού, έναν αιματοβαμμένο εκτελεστή, χωροφύλακα της Ασίας» και «έναν εστεμμένο λήσταρχο»[147]. Οι γραπτές αποδείξεις της προέλευσης των εντολών και της τελικής ευθύνης για τη μοίρα των Ρομάνοφ, μέσω της διοικητικής ιεραρχίας, από την αρχή δεν κατέληγαν ποτέ στον Λένιν είτε αποκρύφθηκαν ενδελεχώς[59]. Ο Λένιν λειτουργούσε πολύ προσεκτικά. Η πλέον προσφιλής του μέθοδος ήταν η αποστολή εντολών σε κωδικοποιημένα τηλεγραφήματα, επιμένοντας να καταστραφεί το πρωτότυπο χειρόγραφο μήνυμα, όπως και η χαρτοταινία του τηλεγραφήματος. Οι ανακτήσεις ντοκουμέντων στο Αρχείο Νο. 2 (Λένιν) και στο Αρχείο Νο. 86 (Σβερντλόφ) όπως και στα αρχεία του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτροπών και στην Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, αποκαλύπτουν ένα στρατό από "παιδιά για τα θελήματα" του κόμματος που χρησιμοποιούνταν τακτικά για τη μεταφορά των οδηγιών του, είτε μέσω εμπιστευτικών σημειωμάτων είτε μέσω ανώνυμων εντολών που είχαν ληφθεί συλλογικά στο όνομα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτροπών[24]. Σε όλες αυτές τις αποφάσεις ο Λένιν επέμενε στη μη τήρηση γραπτών αποδείξεων. Οι 55 τόμοι των Συλλογών των Έργων του Λένιν, όπως και τα απομνημονεύματα όσων έλαβαν άμεσα μέρος στις δολοφονίες, λογοκρίθηκαν σχολαστικά, δίνοντας έμφαση στο ρόλων των Σβερντλόφ και Γκολοσκυόκιν.

Παρόλα αυτά, ο Λένιν ήταν ενήμερος για την απόφαση του Βασίλι Γιάκοβλεφ να πάρει τον Νικόλαο, την Αλεξάνδρα και τη Μαρία πιο μακρυά, στο Όμσκ και όχι στο Αικατερίνενμπουργκ τον Απρίλιο του 1918, ανησυχώντας για τη συμπεριφορά των Σοβιετικών των Ουραλίων στο Τόμπολσκ και κατά μήκος του Υπερσιβηρικού. Το Χρονικό της Βιογραφίας της πολιτικής ζωής του Λένιν επιβεβαιώνει ότι πρώτος ο Λένιν (μεταξύ 6μ.μ. και 7 μ.μ.) και μετά ο Λένιν μαζί με τον Σβερντλόφ (μεταξύ 9.30 μ.μ - 11.30 μ.μ.) είχαν άμεση επικοινωνία μέσω τηλέγραφου με τους Σοβιετικούς των Ουραλίων σχετικά με την αλλαγή πορείας του Γιάκοβλεφ. Ο Γιάκοβλεφ ζητούσε να πάρει την οικογένεια πιο μακρυά, στην πιο απόμακρη περιοχή του Σίμσκυ Γκόρνυ στην επαρχία Ούφα (όπου θα μπορούσαν να κρυφτούν στα βουνά). Προειδοποούσε ότι "οι αποσκευές" θα καταστρέφονταν αν τις έδιναν στους Σοβιετικούς των Ουραλίων. Παρά το αίτημά του, τόσο ο Λένιν όσο και ο Σβερντλόφ παρέμεναν ακλόνητοι στη θέση τους ότι οι αιχμάλωτοι έπρεπε να μεταφερθούν στο Αικατερίνενμπουργκ[148].

Η Σοβιετική ιστοριογραφία απεικονίζει τον Νικόλαο Β' ως έναν αδύναμο και ανίκανο ηγέτη, οι αποφάσεις του οποίου οδήγησαν σε στρατιωτικές ήττες και στους θανάτους εκατομμυρίων υποκειμένων του[26]. Από την άλλη η φήμη του Λένιν προστατεύτηκε με κάθε κόστος, ώστε να μην αμαυρωθεί στο ελάχιστο. Σε αυτά τα πλαίσια, η τελική ευθύνη για τη «ρευστοποίηση» του Οίκου των Ρομάνοφ αποδόθηκε στους Σοβιετικούς των Ουραλίων και στην Τσέκα του Αικατερίνενμπουργκ[24].

Επίλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «Εκκλησία στο Αίμα» ανεγέρθηκε στη θέση της οικίας Ιπάτιεφ - εκεί όπου εκτελέστηκαν οι Ρομάνοφ.

Νωρίς το επόμενο πρωί, όταν άρχισαν να διαδίδονται οι φήμες στο Αικατερίνενμπουργκ σχετικά με το χώρο αποκομιδής, ο Γιουρόφσκι ξέθαψε τα πτώματα για να τα κρύψει αλλού. Καθώς το φορτηγό που μετέφερε τις σορούς κόλλησε στη λάσπη, καθ' οδόν για το εγκαταλειμμένο μεταλλείο χαλκού που είχε επιλεχθεί, ο Γιουρόφσκι έθαψε τα ποτισμένα σε θειικό οξύ πτώματα επί τόπου (19 χιλιόμετρα βορείως του Αικατερίνενμπουργκ) και τα κάλυψε με χώμα και ξύλινα δοκάρια σιδηροδρομικής γραμμής.

Το απομεσήμερο της 19ης Ιουλίου, ο Φίλιππ Γκολοσκυόκιν ανακοίνωσε στην Όπερα του Αικατερίνενμπουργκ ότι ο «Νικόλαος ο Αιματοβαμμένος» είχε εκτελεστεί και ότι η οικογένειά του είχε μεταφερθεί σε νέα τοποθεσία[149]. Ο Σβερντλόφ έδωσε την άδεια να δημοσιευτεί στην τοπική εφημερίδα του Αικατερίνενμπουργκ η ακόλουθη είδηση: «Εκτέλεση του Νικολάου, του Εστεμμένου Αιματοβαμμένου Δολοφόνου. Εκτελέστηκε χωρίς επισημότητες της μπορζουαζίας σύμφωνα με τις νέες δημοκρατικές μας αρχές»[150], μαζί με την υποκεφαλίδα ότι «η σύζυγος και ο γιος του Νικολάου Ρομάνοφ έχουν μεταφερθεί σε ασφαλή τοποθεσία»[151]. Μία επίσημη ανακοίνωση εμφανίστηκε και στον Τύπο σε πανεθνική εμβέλεια, δύο ημέρες αργότερα. Ανέφερε ότι ο μονάρχης εκτελέστηκε σύμφωνα με τις εντολές της Αστυνομίας των Ουραλίων, υπό την πίεση που έθετε η προσέγγιση των Τσεχοσλοβάκων[152].

Μέσα στις 84 ημέρες που ακολούθησαν τις δολοφονίες στο Αικατερίνενμπουργκ, 27 ακόμη συγγενείς και φίλοι (14 μέλη του Οίκου των Ρομάνοφ και 13 μέλη της αυτοκρατορικής ακολουθίας) δολοφονήθηκαν από τους Μπολσεβίκους: στο Αλαπάγεφσκ στις 18 Ιουλίου, στο Περμ στις 4 Σεπτεμβρίου[68] και στο Φρούριο των Πέτρου και Παύλου στις 24 Ιανουαρίου 1924. Σε αντίθεση όμως με τις σορούς των δολοφονιών του Αικατερίνενμπουργκ, τα πτώματα στο Αλαπάγεφσκ και στο Περμ ανακτήθηκαν από το Λευκό Στρατό τον Οκτώβριο του 1918 και το Μάιο του 1919 αντίστοιχα[68]. Από αυτά, μόνο οι τάφοι της Ελισάβετ Φεοντόροβνα (αδελφής της Αλεξάνδρας) και της αδελφής Βαρβάρας είναι γνωστοί, καθώς βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, στην εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ.

Αν και σύμφωνα με την επίσημη Σοβιετική αφήγηση των γεγονότων, η ευθύνη για την απόφαση της εκτέλεσης των Ρομάνοφ βαρύνει την αστυνομία των Ουραλίων, μια καταχώρηση στο ημερολόγιο του Λέων Τρότσκι ανέφερε ότι η εντολή προήλθε από τον ίδιο τον Λένιν. Ο Τρότσκι έγραψε χαρακτηριστικά[20]:

Η επόμενη επίσκεψή μου στη Μόσχα έλαβε χώρα μετά την πτώση του Αικατερίνενμπουργκ. Συζητώντας με τον Σβερντλόφ ρώτησα αδιάφορα:

- "Α, που βρίσκεται ο Τσάρος;"

- "Όλα τέλειωσαν", μου απάντησε. "Έχει εκτελεστεί."

- "Και που βρίσκεται η οικογένειά του;"

- "Και αυτή μαζί του."

- "Όλοι τους;", ρώτησα εμφανώς έκπληκτος.

- "Όλοι τους.", απάντησε ο Γιάκοφ Σβερντλόφ. "Και τι με αυτό;".

Περίμενε την αντίδρασή μου. Δεν απάντησα.

- "Και ποιος πήρε την απόφαση;", ρώτησα.

- "Εμείς το αποφασίσαμε εδώ. Ο Ίλιτς (ο Λένιν) πίστευε ότι δεν έπρεπε να αφήσουμε στο Λευκό Κίνημα ένα ζωντανό λάβαρο, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος συσπείρωσης, ειδικά κάτω από τις παρούσες δύσκολες συνθήκες."

— Λέων Τρότσκι, Ημερολόγιο του Λέοντος Τρότσκι

Παρόλα αυτά μέχρι και σήμερα δεν έχουν παρουσιαστεί κατηγορηματικές και ολοκληρωμένες αποδείξεις, ότι είτε ο Λένιν είτε ο Σβερντλόφ, έδωσαν τη διαταγή[21]. Ο Σολοβύοφ, προϊστάμενος της Ερευνητικής Επιτροπής της Ρωσικής έρευνας του 1993 για τις εκτελέσεις των Ρομάνοφ[22], συμπέρανε ότι δεν υπάρχει αξιόπιστο τεκμήριο που να αποδεικνύει ότι υπεύθυνοι ήταν είτε ο Λένιν είτε ο Σβερντλόφ[23]. Δήλωσε:

Καθώς οποιοσδήποτε είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, δεν μπορεί να καταλογιστεί ποινική ευθύνη χωρίς κάποια απτή απόδειξη. Στη διερεύνηση του εγκλήματος, έλαβε χώρα μια άνευ προηγουμένου έρευνα σε μεγάλο πλήθος αρχείων και πηγών, η οποία διεξήχθη από τους πλέον αρμόδιους ειδικούς, όπως τον Σεργκέι Μιρονένκο, διευθυντή του Κρατικού Αρχείου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στην έρευνα ενεπλάκησαν οι κατ' εξοχήν ειδικοί του πεδίου - ιστορικοί και βιβλιοθηκονόμοι. Μετά από αυτήν την εξαντλητική έρευνα μπορώ μετά βεβαιότητας να πω ότι δεν υπάρχει αξιόπιστο ντοκουμέντο που να αποδεικνύει την ενοχή είτε του Λένιν είτε του Σβερντλόφ.

— Β.Ν. Σολοβύοφ

Το 1993 δημοσιεύτηκε πάλι η έκθεση του Γιάκοφ Γιουρόφσκι του 1922. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, μονάδες της Τσεχοσλοβάκικης Λεγεώνας πλησίαζαν το Αικατερίνενμπουργκ. Στις 17 Ιουλίου 1918, ο Γιάκοφ Γιουρόφσκι και οι υπόλοιποι Μπολσεβίκοι δεσμοφύλακες, φοβούμενοι ότι οι Τσεχοσλοβάκικες δυνάμεις που προσέγγιζαν το Αικατερίνενμπουργκ, θα απελευθέρωναν τον Νικόλαο Β' μετά την κατάκτηση της πόλης, τον δολοφόνησαν μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη μέρα της εκτέλεσης, ο Γιουρόφσκι αναχώρησε για τη Μόσχα με αναφορά των πεπραγμένων για τον Σβερντλόφ. Μόλις οι Τσεχοσλοβάκοι κατέλαβαν το Αικατερίνενμπουργκ, το διαμέρισμα του Γιουρόφσκι λεηλατήθηκε[153].

Κρανίο του σκελετού Νο.4 (Νικολάι Ρομάνοφ)

Με την πάροδο των ετών, εμφανίστηκαν διάφοροι που ισχυρίζονταν ότι ήταν επιζήσαντες της κακότυχης οικογένειας. Τελικά, κανένας ισχυρισμός δεν απεδείχθη βάσιμος. Τον Μάιο του 1979 ερασιτέχνες ερευνητές βρήκαν τις σορούς των Ρομάνοφ και της ακολουθίας τους και κράτησαν την ανακάλυψή τους μυστική μέχρι την κατάρρευση του Κομμουνισμού.[154] Τον Ιούλιο του 1991, πραγματοποιήθηκε εκταφή των σορών των φερόμενων ως μελών της οικογένειας Ρομάνοφ.[155] Μετά από ιατροδικαστική εξέταση και ταυτοποίηση DNA,[156] επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο για τα πτώματα του Τσάρου, της Τσαρίνας και τριών θυγατέρων τους. Οι σοροί ενταφιάστηκαν και πραγματοποιήθηκε λειτουργία ταφής στο εξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης του Καθεδρικού των Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη, όπου αναπαύονται όλοι οι Ρώσοι μονάρχες μετά τον Πέτρο το Μέγα.[15] Ο Μπόρις Γέλτσιν και η σύζυγός του παρακολούθησαν την εξόδιο ακολουθία μαζί με τους ζώντες συγγενείς των Ρομάνοφ, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκηπα Μιχαήλ του Κεντ. Τα δύο τελευταία πτώματα του Τσάρεβιτς Αλεξέι και της τελευταίας κόρης των Ρομάνοφ, αποκαλύφθηκαν το 2007.[121][157]

Στις 15 Αυγούστου 2000, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε την αγιοποίηση της οικογένειας για την «ταπεινότητα, την καρτερία και την πραότητα» τους.[158] Καθώς όμως είχε προηγηθεί έντονη αντιδικία σχετικά με το ζήτημα της αγιοποίησης, οι Ρώσοι επίσκοποι τους ανακήρυξαν παθοφόρους και όχι μάρτυρες. Την 1η Οκτωβρίου 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας αποφάσισε ότι ο Νικόλαος ο Β' και η οικογένειά του αποτελούσαν θύματα πολιτικής δίωξης και αποκατέστησε τη μνήμη τους.[159][160]

Στις 26 Αυγούστου 2010, ένα Ρωσικό δικαστήριο διέταξε τους εισαγγελείς να ανοίξουν και πάλι την έρευνα για την υπόθεση των δολοφονιών των Ρομάνοφ αν και πιστεύεται ευρέως ότι οι Μπολσεβίκοι που τους δολοφόνησαν έχουν αποβιώσει από καιρού. Η βασική ερευνητική ομάδα του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσίας έκλεισε επίσημα την υπόθεση, καθώς παρήλθε αρκετός χρόνο από την τέλεση του εγκλήματος και όλοι οι υπαίτιοι έχουν πεθάνει. Όμως ένα Μοσχοβίτικο δικαστήριο διέταξε εκ νέου να ανοίξουν οι φάκελοι της υπόθεσης, καθώς μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε το καθεστώς των Μπολσεβίκων ως υπεύθυνων και όχι των ίδιων των εκτελεστών, σύμφωνα με δικηγόρο που εκπροσωπεί τα συμφέροντα απογόνων συγγενών της Τσαρικής οικογένειας[161].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «A Playwright Applies His Craft To Czar Nicholas II's Last Days». The New York Times. 12 Αυγούστου 1992. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2017. 
  2. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 3-24. ISBN 0-345-40640-0. 
  3. Levy, Clifford J. (25 Νοεμβρίου 2007). «Sleuths say they've found the last Romanovs». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2017. 
  4. 4,0 4,1 Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 153. ISBN 978-0415427975. 
  5. «From the archive, 22 July 1918: Ex-tsar Nicholas II executed». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2017. 
  6. «Resurrecting the Czar». Smithsonian. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2017. 
  7. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. Random House. σελ. 16. ISBN 9780345406408. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 218. ISBN 9781250020208. 
  9. «Photographic scans of Sokolov's investigation, published in 1924». Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2017. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 19. ISBN 0-345-40640-0. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 219. ISBN 978-0312603472. 
  12. 12,0 12,1 Coble, Michael D. (26 Σεπτεμβρίου 2011). «The identification of the Romanovs: Can we (finally) put the controversies to rest?». Investigative Genetics. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2017. 
  13. 13,0 13,1 13,2 Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 220. ISBN 9781250020208. 
  14. «Reburial of the remains». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2017. 
  15. 15,0 15,1 «Romanovs laid to rest». BBC News. BBC. 17 Ιουλίου 1988. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2017. 
  16. 16,0 16,1 Luhn, Alec (23 Σεπτεμβρίου 2015). «Russia reopens criminal case on 1918 Romanov royal family murders». The Guardian. The Guardian. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2017. 
  17. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 381. ISBN 9781250020208. 
  18. Gellately, Robert (2008). Lenin, Stalin and Hitler. The Age of Social Catastrophe. Penguin Random House. σελ. 65. ISBN 978-1400032136. 
  19. Figes, Orlando (2014). A People's Tragedy: The Russian Revolution 1891–1924. Bodley Head. σελ. 638. ISBN 978-1847922915. 
  20. 20,0 20,1 King, Greg (1994). The Last Empress: The Life and Times of Alexandra Feodorovna, Tsarina of Russia. Replica Books. σελ. 358. ISBN 9780735101043. 
  21. 21,0 21,1 «No proof Lenin ordered last Tsar's murder». The Telegraph. 17 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  22. 22,0 22,1 «Следователь: дело Николая II закрыто». 18 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  23. 23,0 23,1 «Уголовное дело цесаревича Алексея». Известия. 17 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  24. 24,0 24,1 24,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 142. ISBN 978-0312603472. 
  25. «Address by Yeltsin: 'We Are All Guilty'». The New York Times. 18 Ιουλίου 1998. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  26. 26,0 26,1 Vennard, Martin (27 Ιουνίου 2012). «Tsar Nicholas - exhibits from an execution». BBC News. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  27. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 383. ISBN 9781250020208. 
  28. Tames, Richard (1972). Last of the Tsars: The Life and Death of Nicholas and Alexandra. Pan Books. σελ. 56. ISBN 9780330029025. 
  29. Tames, Richard (1972). Last of the Tsars: The Life and Death of Nicholas and Alexandra. Pan Books. σελ. 62. ISBN 9780330029025. 
  30. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 371. ISBN 9781250020208. 
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 20. ISBN 978-0312603472. 
  32. 32,0 32,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 23. ISBN 978-0312603472. 
  33. 33,0 33,1 33,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 22. ISBN 978-0312603472. 
  34. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 102. ISBN 9781250020208. 
  35. 35,0 35,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 31. ISBN 978-0312603472. 
  36. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 372. ISBN 9781250020208. 
  37. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 283. ISBN 0-345-40640-0. 
  38. Greg KIng & Penny Wilson (2005). The Fate of the Romanovs. Wiley. σελ. 127. ISBN 978-0471727972. 
  39. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. . St. Martin's Griffin. σελ. 27. ISBN 978-0312603472. 
  40. Massie, Robert K. (2012). The Romanovs: The Final Chapter. Random House. σελ. 278. ISBN 0-345-40640-0. 
  41. 41,0 41,1 Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 16. ISBN 9781250020208. 
  42. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 289. ISBN 0-345-40640-0. 
  43. 43,0 43,1 43,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 17. ISBN 978-0312603472. 
  44. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 118-119. ISBN 978-0312603472. 
  45. 45,0 45,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 17-18. ISBN 978-0312603472. 
  46. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 29. ISBN 978-0312603472. 
  47. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 21. ISBN 978-0312603472. 
  48. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 25. ISBN 978-0312603472. 
  49. 49,0 49,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 24. ISBN 978-0312603472. 
  50. 50,0 50,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 34. ISBN 978-0312603472. 
  51. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. xv. ISBN 9781250020208. 
  52. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. xiv. ISBN 9781250020208. 
  53. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 157. ISBN 978-0312603472. 
  54. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 159. ISBN 978-0312603472. 
  55. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 160. ISBN 978-0312603472. 
  56. 56,0 56,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 171. ISBN 978-0312603472. 
  57. Radzinsky, Edvard (1993). The Last Tsar: The Life and Death of Nicholas II. Anchor. σελ. 383. ISBN 978-0385469623. 
  58. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 97. ISBN 978-0312603472. 
  59. 59,0 59,1 59,2 59,3 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 140. ISBN 978-0312603472. 
  60. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 86-87. ISBN 978-0312603472. 
  61. Bullock, David (2009). The Czech Legion 1914–20. Osprey Publishing. ISBN 9781846039003. 
  62. 62,0 62,1 62,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 130. ISBN 978-0312603472. 
  63. 63,0 63,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 125. ISBN 978-0312603472. 
  64. 64,0 64,1 Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 53. ISBN 978-0415427975. 
  65. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 120. ISBN 978-0312603472. 
  66. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 144. ISBN 978-0312603472. 
  67. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 134. ISBN 978-0312603472. 
  68. 68,0 68,1 68,2 Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 377. ISBN 9781250020208. 
  69. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 34-35. ISBN 978-0312603472. 
  70. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 117. ISBN 978-0312603472. 
  71. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. ISBN 9781250020208. 
  72. 72,0 72,1 72,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 201. ISBN 978-0312603472. 
  73. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 167. ISBN 978-0312603472. 
  74. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 168. ISBN 978-0312603472. 
  75. 75,0 75,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 186. ISBN 978-0312603472. 
  76. 76,0 76,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 176. ISBN 978-0312603472. 
  77. 77,0 77,1 77,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 198. ISBN 978-0312603472. 
  78. 78,0 78,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 178. ISBN 978-0312603472. 
  79. 79,0 79,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 178-179. ISBN 978-0312603472. 
  80. 80,0 80,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 180. ISBN 978-0312603472. 
  81. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 181. ISBN 978-0312603472. 
  82. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 182. ISBN 978-0312603472. 
  83. Montefiore, Simon Sebag (2016). The Romanovs: 1613 - 1918. Alfterd A. Knopf. σελ. 644. ISBN 978-0307266521. 
  84. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 175-176. ISBN 978-0312603472. 
  85. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 179-180. ISBN 978-0312603472. 
  86. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 3-24. ISBN 0-345-40640-0. 
  87. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 4. ISBN 0-345-40640-0. 
  88. Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 5. ISBN 978-0415427975. 
  89. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 176. ISBN 978-0312603472. 
  90. 90,0 90,1 Montefiore, Simon Sebag (2016). The Romanovs: 1613 - 1918. Alfterd A. Knopf. σελ. 645. ISBN 978-0307266521. 
  91. 91,0 91,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 193. ISBN 978-0312603472. 
  92. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 189-190. ISBN 978-0312603472. 
  93. Greg King; Penny Wilson (2005). The Fate of the Romanovs. Wiley. σελ. 357. ISBN 978-1-312-33381-9. 
  94. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 191. ISBN 978-0312603472. 
  95. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 303. ISBN 0-345-40640-0. 
  96. 96,0 96,1 96,2 Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 8. ISBN 0-345-40640-0. 
  97. Greg KIng & Penny Wilson (2005). The Fate of the Romanovs. Wiley. σελ. 303. ISBN 978-0471727972. 
  98. Radzinsky, Edvard (1993). The Last Tsar: The Life and Death of Nicholas II. Anchor. σελ. 380-393. ISBN 978-0385469623. 
  99. 99,0 99,1 99,2 99,3 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 194. ISBN 978-0312603472. 
  100. 100,0 100,1 Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 8. ISBN 978-0415427975. 
  101. Frank, Jeffrey A. (19 Ιουλίου 1992). «Reliving a massacre». The Washington Post. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2017. 
  102. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 192. ISBN 978-0312603472. 
  103. 103,0 103,1 103,2 103,3 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 214. ISBN 978-0312603472. 
  104. Baklitskaya, Kate (21 Ιανουαρίου 2014). «Royal dog fled from Siberia into British exile, living in shadow of Windsor Castle». The Siberian Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2017. 
  105. Σοκόλοφ, Νικολάι. «Απόσπασμα των ερευνών του Σοκόλοφ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2017. 
  106. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 195. ISBN 978-0312603472. 
  107. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 200. ISBN 978-0312603472. 
  108. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 157. ISBN 978-0312603472. 
  109. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 208. ISBN 978-0312603472. 
  110. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 196. ISBN 978-0312603472. 
  111. 111,0 111,1 111,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 197. ISBN 978-0312603472. 
  112. 112,0 112,1 112,2 112,3 Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 9. ISBN 978-0415427975. 
  113. Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 10. ISBN 978-0415427975. 
  114. Montefiore, Simon Sebag (2016). The Romanovs: 1613 - 1918. Alfterd A. Knopf. σελ. 639. ISBN 978-0307266521. 
  115. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 199. ISBN 978-0312603472. 
  116. 116,0 116,1 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 203. ISBN 978-0312603472. 
  117. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 202. ISBN 978-0312603472. 
  118. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 204. ISBN 978-0312603472. 
  119. Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 13-14. ISBN 978-0415427975. 
  120. 120,0 120,1 120,2 Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 205. ISBN 978-0312603472. 
  121. 121,0 121,1 121,2 Harding, Luke (25 Αυγούστου 2007). «Bones found by Russian builder finally solve riddle of the missing Romanovs». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2017. 
  122. Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press. σελ. 379. ISBN 9781250020208. 
  123. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 124. ISBN 0-345-40640-0. 
  124. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 10. ISBN 0-345-40640-0. 
  125. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 39. ISBN 0-345-40640-0. 
  126. 126,0 126,1 126,2 Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 26. ISBN 0-345-40640-0. 
  127. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 123. ISBN 0-345-40640-0. 
  128. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 212. ISBN 978-0312603472. 
  129. Astanina, Alla (18 Απριλίου 2015). «Nikolai Sokolov: The man who revealed the story of the Romanov killings». Russia Beyond The Headlines. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2017. 
  130. Remnick, Reporting: Writings from the New Yorker, σελ. 222
  131. Σοκόλοφ, Νικολάι. «Πόρισμα της έρευνας Σοκόλοφ, σελ. 12». Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2017. 
  132. Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge. σελ. 45. ISBN 978-0415427975. 
  133. 133,0 133,1 Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 30. ISBN 0-345-40640-0. 
  134. Massie, Robert K. (1996). The Romanovs: The Final Chapter. USA: Random House. σελ. 31. ISBN 0-345-40640-0. 
  135. «The last Tsar». Russian Archives Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2017. 
  136. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 221. ISBN 978-0312603472. 
  137. «Russia dig finds 'tsar's family'». BBC News. 24 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2017. 
  138. Malpas, Anna (13 Μαρτίου 2017). «100 years on, debate rolls on over Russia's last tsar». Yahoo News. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2017. 
  139. Radzinsky, Edvard (1993). The Last Tsar: The Life and Death of Nicholas II. Anchor. σελ. 383. ISBN 978-0385469623. 
  140. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 217. ISBN 978-0312603472. 
  141. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 215. ISBN 978-0312603472. 
  142. Radzinsky, Edvard (1993). The Last Tsar: The Life and Death of Nicholas II. Anchor. σελ. 397. ISBN 978-0385469623. 
  143. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 215. ISBN 978-0312603472. 
  144. Gilbert, Paul (18 Ιουλίου 2014). «Communists Lay Flowers at the Grave of the Murderer of Russia's Imperial Family». Royal Russia News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2017. 
  145. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 216. ISBN 978-0312603472. 
  146. Radzinsky, Edvard (1993). The Last Tsar: The Life and Death of Nicholas II. Anchor. σελ. 430. ISBN 978-0385469623. 
  147. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 137. ISBN 978-0312603472. 
  148. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 139. ISBN 978-0312603472. 
  149. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 206. ISBN 978-0312603472. 
  150. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 208. ISBN 978-0312603472. 
  151. Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Griffin. σελ. 207. ISBN 978-0312603472. 
  152. Mark D. Steinberg· Vladimir M. Khrustalëv· Elizabeth Tucker (1995). The Fall of the Romanovs. Yale University Press. ISBN 0-300-07067-5. 
  153. «Murder of the Imperial Family - Yurovsky Note 1922 English». Alexander Palace Time Machine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  154. Massie, Robert K. (2010). The Romanovs: The Final Chapter. Random House. σελ. 32-35. ISBN 0-345-40640-0. 
  155. Massie, Robert K (1996). The Romanovs: The Final Chapter. Random House. σελ. 40. ISBN 0-345-40640-0. 
  156. «Identification of the remains of the Romanov family by DNA analysis». Nature Genetics. 1994. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  157. Michael D. Coble; Odile M. Loreille; Mark J. Wadhams; Suni M. Edson; Kerry Maynard; Carna E. Meyer; Harald Niederstätter; Cordula Berger και άλλοι. (2009-03-11). «Mystery Solved: The Identification of the Two Missing Romanov Children Using DNA Analysis». PLOS. doi:10.1371/journal.pone.0004838. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-09-22. https://web.archive.org/web/20190922061256/https://journals.plos.org/plosone/article%3Fid%3D10.1371/journal.pone.0004838. Ανακτήθηκε στις 2019-09-21. 
  158. «Nicholas II And Family Canonized For 'Passion'». New York Times. 15 Αυγούστου 2000. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  159. «Russia's last tsar rehabilitated». BBC News. 1 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  160. Bloomfield, Adrian (1 Οκτωβρίου 2008). «Russia exonerates Tsar Nicholas II». The Telegraph. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  161. «Inquiry Into Czar's Killing Is Reopened». The New York Times. 27 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Massie, Robert K. (2012). The Romanovs: The Final Chapter. Random House.
  • Montefiore, Simon Sebag.(2016). The Romanovs: 1613 - 1918. Alfterd A. Knopf.
  • McNeal, Shay. (2003). The Secret Plot to Save the Tsar: New Truths Behind the Romanov Mystery. HarperCollins.
  • Radzinsky, Edvard. (2011). The last Tsar: The life and death of Nicholas II. Random House.
  • Rappaport, Helen (2014). The Romanov Sisters: The Lost Lives of the Daughters of Nicholas and Alexandra. St. Martin's Press.
  • Rappaport, Helen (2010). The Last Days of the Romanovs: Tragedy at Ekaterinburg. St. Martin's Press.
  • Slater, Wendy (2007). The Many Deaths of Tsar Nicholas II: Relics, Remains and the Romanovs. Routledge.
  • Tames, R. (1972). Last of the Tsars. Pan Books.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]