Μετάβαση στο περιεχόμενο

Διαφορά μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η διαφορά μεταξύ βιολογικού φύλου και κοινωνικού φύλου βρίσκεται στη διαφοροποίηση της βιολογικής ανατομίας ενός ατόμου (δηλαδή το αναπαραγωγικό σύστημα και τα δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά) και το κοινωνικό φύλο ενός ατόμου, το οποίο αναφέρεται είτε στους κοινωνικούς ρόλους που είναι βασισμένοι στο βιολογικό φύλο ενός ατόμου (έμφυλοι ρόλοι) ή στην προσωπική εικόνα που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του (ταυτότητα φύλου).[1] [2] Σε ορισμένες περιπτώσεις, το βιολογικό και κοινωνικό φύλο που αποδόθηκε σε ένα άτομο κατά τη γέννηση του, δεν βρίσκονται σε συμφωνία, και το άτομο αυτό ίσως να είναι διεμφυλικό. Σε άλλες περιπτώσεις, ένα άτομο μπορεί να έχει βιολογικά χαρακτηριστικά φύλου που μπερδεύουν τη βιολογική εκχώρηση του φύλου του, και το άτομο αυτό ίσως να είναι μεσοφυλικό.

Στον καθημερινό λόγο, η λέξη φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει είτε το βιολογικό φύλο (θηλυκό,αρσενικό,μεσοφυλικό) ενός ατόμου είτε το κοινωνικό (γυναίκα,άνδρας,μη δυαδικό), χωρίς να γίνεται διαχωρισμός σε βιολογικό ή κοινωνικό [3][4] και τις περισσότερες φορές οι λέξεις γυναίκα και άνδρας ή και κορίτσι - αγόρι, χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη βιολογική ανατομία ενός ατόμου, αν και με τα σημερινά δεδομένα οι λέξεις αυτές βασίζονται σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών προσωπικότητας και συγκεκριμένων συμπεριφορών [5] (δείτε θηλυκότητα, αρρενωπότητα, ανδρογυνία).

Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη "sex" αναφέρεται στο βιολογικό φύλο ενός ατόμου,[6] ενώ η λέξη "gender" στο κοινωνικό.

Βιολογικό φύλο ή σκέτο "φύλο"

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαφορές μεγεθών στους γαμέτες αποτελεί το καθοριστικό χαρακτηριστικό των δύο βιολογικών φύλων (θηλυκό και αρσενικό). Τα αρσενικά έχουν μικρούς και ευκίνητους γαμέτες (σπέρμα), ενώ τα θηλυκά έχουν γενικά μεγάλους και ακίνητους γαμέτες (ωάρια). [7] Στους ανθρώπους, η τυπική θηλυκή και αρσενική διαφοροποίηση έγκειται στην ύπαρξη ή την απουσία του χρωμοσώματος Y, στο είδος των γονάδων (ωοθήκες ή όρχεις), στην ισορροπία των ορμονών (οιστρογόνα και τεστοστερόνη), στην εσωτερική αναπαραγωγική ανατομία (π.χ μήτρα ή προστάτης) και στα εξωτερικά γεννητικά όργανα (π.χ αιδοίο ή πέος) [8]. Οι άνθρωποι με συνδυασμούς τέτοιων βιολογικών χαρακτηριστικών είναι μεσοφυλικοί. Οι άνθρωποι που η εσωτερική, ψυχολογική τους εμπειρία διαφέρει από το βιολογικό ή/και κοινωνικό φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση είναι τρανς, τρανσεξουαλικοί ή μη-δυαδικοί.

Κοινωνικό φύλο ή αλλιώς γένος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, το γένος (κοινωνικό φύλο) ορίζεται, ως " (εδικά στη σημερινή φεμινιστική χρήση) ένας ευφημισμός για το βιολογικό φύλο ενός ανθρώπου, που συχνά τονίζει εσκεμμένα το κοινωνικό και πολιτισμικό, σε αντίθεση με τις βιολογικές διακρίσεις μεταξύ των φύλων. ", με το παλαιότερο παράδειγμα που αναφέρεται από το 1963. [9] Το Αμερικανικό Λεξικό Κληρονομιάς (5η έκδοση), δηλώνει επίσης ότι το γένος (κοινωνικό φύλο) μπορεί να οριστεί από την ταυτότητα ως «ούτε εντελώς θηλυκό ούτε εξ ολοκλήρου αρσενικό». Η Σημείωση Χρήσης προσθέτει:

Μερικοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η λέξη φύλο θα πρέπει να προορίζεται για αναφορά στις βιολογικές πτυχές του να είσαι θηλυκό ή αρσενικό και ότι η λέξη γένος θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για την αναφορά σε κοινωνικοπολιτισμικούς ρόλους. . . . Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η διάκριση αποφεύγει την ασάφεια, όπως και στην έρευνα για τα γένη (κοινωνικά φύλα), η οποία είναι σαφής κατά τρόπο που δεν είναι η έρευνα για τα φύλα (βιολογικά φύλα) . Ωστόσο, η διάκριση μπορεί να είναι προβληματική. Γλωσσικά, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ μεροληψίας φύλου (βιολογικού) και μεροληψίας γένους (κοινωνικού φύλου), και μπορεί να φαίνεται επινοημένο το να επιμένουμε ότι η χρήση του "φύλου" είναι εσφαλμένη σε αυτήν την περίπτωση. [10]

Ένας λειτουργικός ορισμός που χρησιμοποιείται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για το έργο του είναι ότι "το κοινωνικό φύλο (γένος) αναφέρεται στους κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους, συμπεριφορές, δραστηριότητες και χαρακτηριστικά που μια δεδομένη κοινωνία θεωρεί κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες" και ότι "αρρενωπό" και "θηλυκό" είναι κατηγορίες κοινωνικού φύλου." Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) χρησιμοποιούσε τη λέξη "γένος" αντί για τη λέξη "φύλο", όταν αναφερόταν σε ψυχολογικές διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών οργανισμών. [11] Το 2011, αντέστρεψαν τη θέση τους σε αυτό και άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη "φύλο" ως τη βιολογική ταξινόμηση και τη λέξη "γένος" ως την «αντιπροσώπευση ενός ατόμου ως άνδρα ή γυναίκα, ή τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αυτό ανταποκρίνεται στους κοινωνικούς θεσμούς με βάση την εκπροσώπηση του φύλου του ατόμου». [12] Το γένος χρησιμοποιείται πλέον, ακόμη και για την αναφορά στη φυσιολογία των ζώων, χωρίς κανένα υπονοούμενο για τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων. [13]

  1. Prince, Virginia. 2005. "Sex vs. Gender." International Journal of Transgenderism. 8(4).
  2. Neil R., Carlson (2010). Psychology: The science of behavior. Fourth Canadian edition. Pearson. σελίδες 140–141. ISBN 978-1-57344-199-5. 
  3. Udry, J. Richard (November 1994). «The Nature of Gender». Demography 31 (4): 561–573. doi:10.2307/2061790. PMID 7890091. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-12-11. http://archive.wikiwix.com/cache/20161211012757/https://www.unc.edu/courses/2006fall/econ/586/001/Readings/Udry_Nature_Gender.pdf. 
  4. Haig, David (April 2004). «The Inexorable Rise of Gender and the Decline of Sex: Social Change in Academic Titles, 1945–2001». Archives of Sexual Behavior 33 (2): 87–96. doi:10.1023/B:ASEB.0000014323.56281.0d. PMID 15146141. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-06-15. https://web.archive.org/web/20120615160110/http://www.oeb.harvard.edu/faculty/haig/Publications_files/04InexorableRise.pdf. Ανακτήθηκε στις 2020-05-01. 
  5. What do we mean by "sex" and "gender"? (World Health Organization (WHO > Programmes and Projects > Gender, Women and Health)) Αρχειοθετήθηκε 2014-09-08 στο Wayback Machine., as accessed Aug. 24, 2010 (no author or date & boldfacing omitted).
  6. Oxford English Dictionary (draft revision (online) Jun., 2010), as accessed Aug. 22, 2010, sex, noun 1, sense 2a.
  7. Daly, M. & Wilson, M. (1983). Sex, evolution and behavior. Monterey: Brooks Cole
  8. Knox, David; Schacht, Caroline. Choices in Relationships: An Introduction to Marriage and the Family. 11 ed. Cengage Learning; 2011-10-10. (ISBN 9781111833220). p. 64–66.
  9. Oxford English Dictionary (2d ed. (online) 1989), as accessed Aug. 22, 2010, gender, noun, sense 3b.
  10. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. The American Heritage Dictionary of the English Language (Boston, Mass.: Houghton Mifflin, 5th ed. 2011, sex, senses 2a and 4, accessed Jun 10, 2013
  11. «Guideline for the Study and Evaluation of Gender Differences in the Clinical Evaluation of Drugs». hhs.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2018. 
  12. «Draft Guidance for Industry and Food and Drug Administration Staff Evaluation of Sex Differences in Medical Device Clinical Studies». U.S. Food and Drug Administration. 19 Δεκεμβρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2014. 
  13. Haig, David (April 2004). «The Inexorable Rise of Gender and the Decline of Sex: Social Change in Academic Titles, 1945–2001». Archives of Sexual Behavior 33 (2): 87–96. doi:10.1023/B:ASEB.0000014323.56281.0d. PMID 15146141. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 May 2011. https://web.archive.org/web/20110525090802/http://www.oeb.harvard.edu/faculty/haig/Publications_files/04InexorableRise.pdf.