Γλωσσική κατάκτηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η γλωσσική κατάκτηση ή γλωσσική απόκτηση ή κατάκτηση της μητρικής γλώσσας αναφέρεται στην διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι αποκτούν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τη γλώσσα, καθώς και να παράγουν λέξεις και προτάσεις για να επικοινωνήσουν. Η γλωσσική κατάκτηση είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα χαρακτηριστικά, καθώς μόνο οι άνθρωποι ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα έμβια πλάσματα είναι ικανοί να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας την γλώσσα. Η γλωσσική κατάκτηση συχνά αναφέρεται στην κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, που μελετά την κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από τα παιδιά, και συγκεκριμένα τα βρέφη και τα νήπια[1]. Αυτό διακρίνεται από την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας, η οποία ασχολείται με την κατάκτηση μίας δεύτερης ή περαιτέρω γλωσσών εκτός της μητρικής, και από παιδιά και από ενήλικες[2].

Η ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί επιτυχώς τη γλώσσα προϋποθέτει την απόκτηση μίας γκάμας εργαλείων, συμπεριλαμβανομένου την φωνολογία, την μορφολογία, την σύνταξη, και ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο. Η γλώσσα μπορεί να εκφραστεί είτε ως λόγος είτε χειρωνακτικά, όπως στην νοηματική γλώσσα. Η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα αντιπροσωπεύεται μέσα στον εγκέφαλο. Οι γλωσσικές αποδείξεις δείχνουν πως κάθε άτομο διαθέτει τρεις αναδρομικούς μηχανισμούς που του επιτρέπουν να εκφράζει προτάσεις επ´ αόριστον. Αυτοί οι τρεις μηχανισμοί είναι: η αναφορικότητα, η συμπληρωματικότητα και η συνδετικότητα[3].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kosslyn, Stephen Michael, and Daniel N. Osherson. An Invitation to Cognitive Science. Cambridge, MA: MIT, 1995. N. pag. Print.
  2. Gass & Selinker 2008, p. 7.
  3. Lightfoot, David (2010). "Language acquisition and language change". Wiley Interdisciplinary Reviews: Cognitive Science 1 (5): 677–684. doi:10.1002/wcs.39. ISSN 1939-5078.