Ο Γιούζεφ Χεουμόνσκι γεννήθηκε στο χωριό Μπότσκι κοντά στο Γουόβιτς στην υπό το ρωσικό στρατιωτικό έλεγχο κεντρική Πολωνία του Συνεδρίου. Ο πρώτος καθηγητής ζωγραφικής του ήταν ο πατέρας του, Γιούζεφ Άνταμ (ένας μικρός μισθωτής και διαχειριστής του χωριού Μπότσκι). Η μητέρα του ήταν η Ιζαμπέλα, το γένος Γουοσκόφσκα. Αφού τελείωσε το λύκειο στη Βαρσοβία, ο Γιούζεφ σπούδασε στην τάξη σχεδίασης της Βαρσοβίας (1867-1871) και πήρε ιδιωτικά μαθήματα από τον Βόιτσεχ Γκέρσον. Από το 1871 έως το 1874 ο Χεουμόνσκι έζησε στο Μόναχο. Συνεργάστηκε με Πολωνούς ζωγράφους που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Γιούζεφ Μπραντ και τον Μαξιμίλιαν Γκιερίμσκι. Εκεί, σπούδασε επίσης για μερικούς μήνες στην ακαδημία των Χ. Άνσουλτς και A. Στράχουμπερ. Το 1872 και το 1874 ο Χεουμόνσκι επισκέφτηκε τα Πολωνικά Εδάφη (η Πολωνία, ως ανεξάρτητη χώρα, δεν υπήρχε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου), τα Όρη Τάτρα και την Ουκρανία.[7]
Οι πρώτοι του πίνακες έγιναν υπό την επιρροή του Γκέρσον. Τα έργα που ακολούθησαν ήταν τοπία και χωριά. Το 1875 ο Χεουμόνσκι πήγε στο Παρίσι, όπου είχε πολλές σημαντικές εκθέσεις και έγινε γνωστός στην καλλιτεχνική σκηνή. Με πολλές παραγγελίες, το καλλιτεχνικό επίπεδο των έργων του μειώθηκε.
Από το 1878 έως το 1887 ο Χεουμόνσκι επισκέφθηκε την Πολωνία, τη Βιέννη και τη Βενετία. Το 1887 επέστρεψε στην Πολωνία και το 1889 εγκαταστάθηκε στο χωριό Κουκλούφκα Ζαζέτσνα. Η επαφή με την πατρίδα και τη φύση του είναι ποιότητες που αποκαλύπτονται στα έργα του. Από εκείνη την εποχή οι πιο αρεστοί, ή οι πιο αγαπημένοι από τους πίνακες του Χεουμόνσκι είναι πίνακες όπως ο Πέρδικα στο χιόνι, οι Πελαργοί ή ο Πριν από την καταιγίδα.[8]