Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βομβαρδισμός της Δρέσδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η κατεστραμμένη Δρέσδη

Ο Βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν βομβιστική επιδρομή των Συμμάχων από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου του 1945. Αποτέλεσε το αποκορύφωμά της εκτεταμένης αεροπορικής επίθεσης των Συμμάχων, που είχε ξεκινήσει από το 1944. Οι επιθέσεις είχαν στρατηγική σημασία, αλλά το μέγεθος της καταστροφής της σαξωνικής πόλης, προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στη Βρετανία. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται έκτοτε η επιχειρησιακή σκοπιμότητα, η αποτελεσματικότητα γενικευμένων βομβαρδισμών και το ερώτημα αν πρόκειται για έγκλημα πολέμου.

Στα τέλη του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελική φάση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε στις αρχές του 1945. Ωστόσο η εκκαθάριση της Ευρώπης από τα στρατεύματα της Ναζιστικής Γερμανίας και ο εξαναγκασμός του Ναζιστικού καθεστώτος (μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ) σε άνευ όρων συνθηκολόγηση αποδείχτηκε χρονοβόρα υπόθεση. Ο επίλογος του πολέμου άρχισε να γράφεται τον Νοέμβριο του 1944 όταν Βρετανοί και Αμερικανοί διέσχισαν τον Ρήνο και στράφηκαν στην περιοχή του Ρουρ. Παράλληλα εκατομμύρια προσφύγων αναζητούσαν καταφύγιο στην κεντρική Γερμανία λόγω της προέλασης του σοβιετικού στρατού.

Ήδη από τον Μάρτιο του 1944 οι Σύμμαχοι έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό τον εναέριο χώρο της Γερμανίας και εκμεταλλεύτηκαν την υπεροχή αυτή ώστε να δώσουν τη χαριστική βολή στη Ναζιστική Γερμανία. Έτσι, βομβάρδισαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικές μονάδες και συγκοινωνιακούς κόμβους. Τα ανώτατα κλιμάκια της RAF προετοίμαζαν ήδη από το καλοκαίρι του 1944 το τελειωτικό αεροπορικό χτύπημα, το ονομαζόμενο Operation Thunderclap. Σκοπός ήταν να σπάσει το ηθικό του γερμανικού πληθυσμού και να απομονωθεί η εγκληματική ηγεσία του, σύμφωνα με προγενέστερη οδηγία του βρετανικού και αμερικανικού στρατιωτικού επιτελείου, στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας. Μάλιστα οι βομβαρδισμοί που τελικά πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν τόσο μαζικοί όσο προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο.[1]

Με υπόδειξη του Τσώρτσιλ,[2] παραμονές της διάσκεψης στη Γιάλτα, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των πιθανών αεροπορικών στόχων και η Δρέσδη. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα γινόταν επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος των Συμμάχων αλλά και θα απέκλειε το ενδεχόμενο μεταφοράς της έδρας της ναζιστικής κυβέρνησης από το απειλούμενο Βερολίνο στη Δρέσδη, η οποία μέχρι τότε είχε βρεθεί εκτός του πεδίου των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον ικανοποιούνταν το πάγιο αίτημα του Στάλιν για στρατηγικό χτύπημα στα μετόπισθεν της Βέρμαχτ ώστε να διευκολυνθεί η προέλαση των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο. Ένας Βρετανός διερμηνέας αργότερα ισχυρίστηκε ότι ο Αντόνοφ και ο Στάλιν ζήτησαν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, αλλά δεν υπάρχει καμία τέτοιου είδους αναφορά στα πρακτικά της διάσκεψης και πλέον ο ισχυρισμός θεωρείται προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου. [3] Αν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες η Δρέσδη θα είχε βομβαρδιστεί, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Γιάλτας, προκειμένου να βελτιωθεί το κλίμα των συζητήσεων, όπως ήλπιζε ο Τσώρτσιλ.[2] Άλλωστε η Λουφτβάφε αδυνατούσε να αντισταθεί: πολλά από τα αεροπλάνα της είχαν καταρριφθεί από τα αμερικανικά το 1944 ενώ ακόμη περισσότερα είχαν ακινητοποιηθεί από την έλλειψη καυσίμων.[4] Ο βομβαρδισμός θεωρείται ότι δεν είχε καμία στρατηγική σημασία και μάλιστα θεωρείται ως ένα από τα εγκλήματα των ΗΠΑ και της Βρετανίας στον Β' ΠΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας, στα οποία οι ΗΠΑ είχαν επενδύσει προηγουμένως, δεν υπέστησαν ζημιές.

Το βρετανικό βομβαρδιστικό Avro Lancaster, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις επιθέσεις

Τη νύχτα της 13 προς 14 Φεβρουαρίου 1945, 805 βομβαρδιστικά αεροπλάνα επιτέθηκαν δυο φορές στην πόλη, παρά το νέφος που υπήρχε αρχικά από πάνω της.[5] Την επόμενη μέρα, πραγματοποιήθηκαν με το φως της ημέρας δύο μικρότερες επιθέσεις από αμερικανικά αεροσκάφη.[5]

Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν περίπου 3.500 εμπρηστικές βόμβες και νάρκες αέρος υψηλής περιεκτικότητας. Αμερικανικές πηγές αναφέρουν πως ρίχτηκαν 2.659,3 τόνοι από τα βρετανικά και 4.441,2 τόνοι από τα αμερικανικά αεροπλάνα.[6]

Υλικές καταστροφές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαζικός βομβαρδισμός προκάλεσε τεράστιες υλικές ζημιές. Το ένα τρίτο των σπιτιών της πόλης τυλίχτηκε στις φλόγες, όπως και το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης. Συνολικά καταστράφηκαν πάνω από 6.480.000 τετραγωνικά μέτρα.[5] Τα απαράμιλλα μπαρόκ και αναγεννησιακά μνημεία της Δρέσδης, όπως η όπερα Semperoper και το παλάτι Τσβίνγκερ, καταστράφηκαν. Στις 15 Φεβρουαρίου κατέρρευσε και το σύμβολο της πόλης, ο περίφημος καθεδρικός Ναός της Παναγίας (Frauenkirche).

Σωρός πτωμάτων έτοιμα για δημόσια αποτέφρωση

Σύμφωνα με την ημερήσια γερμανική αναφορά Tagesbefehl υπ' αριθμόν 47, τα ανθρώπινα θύματα που είχαν αποκαλυφθεί μέχρι τις 22 Μαρτίου έφτασαν τα 20.204, ανάμεσα στα οποία και 6.865 νεκροί που αποτεφρώθηκαν στην κεντρική πλατεία Άλτμαρκτ,[7] ώστε να αποφευχθεί επιδημία.[2] Η ίδια γερμανική πηγή αναφέρει πως οι τότε προβλέψεις έκαναν λόγο για 25.000 νεκρούς.[7] Τα περισσότερα θύματα απανθρακώθηκαν ή σκοτώθηκαν από ασφυξία, λόγω του μονοξειδίου του άνθρακα και των υψηλών θερμοκρασιών των βομβών.[2] Τα προϋπάρχοντα καταφύγια σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής ήταν λιγοστά και το μεγαλύτερο από αυτά μπορούσε να φιλοξενήσει μόλις 6.000 άτομα. Η αναφορά της 3 Απριλίου, γράφει πως τα πτώματα ήταν 22.096.[7] Κατά την ανοικοδόμηση της Δρέσδης (από το τέλος του πολέμου ως το 1966), βρέθηκαν ακόμη 1.858 πτώματα.[8]

Επιχειρήματα των δυο πλευρών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από γερμανικής πλευράς προβλήθηκε επανειλημμένα ο ισχυρισμός ότι οι βομβαρδισμοί απροστάτευτων γερμανικών πόλεων ήταν κυρίως πράξη αντεκδίκησης και συλλογικής τιμωρίας του γερμανικού λαού, που παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός στον Χίτλερ, δεδομένου ότι η ηγεσία των Συμμάχων γνώριζε ότι οι αντίστοιχες επιδρομές της Λουφτβάφε, π.χ. στο Λονδίνο και το Κόβεντρι, χαλύβδωσαν το ηθικό των Βρετανών. Στην περίπτωση της Δρέσδης παραπέμπουν μάλιστα στις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστη η παλαιά πόλη και στις αναλογικά μικρότερες ζημιές που καταγράφηκαν στα βόρεια όπου βρισκόταν το αεροδρόμιο, τα στρατόπεδα και τα εργοστάσια που τροφοδοτούσαν τη γερμανική πολεμική μηχανή, όπως το Sachsenwerk (ραντάρ), το Zeiss Ikon A.G. (διόπτρες), το Radio H. Mende (ασύρματοι και ανιχνευτές ναρκών) και Infesto (συστήματα διεύθυνσης τορπιλών). Επιπλέον δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, καθώς τα αντιαεροπορικά πυροβόλα (Flak) είχαν μεταφερθεί στο Ρουρ και την Σιλεσία.[2]

« Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατ' ουσίαν προς εκφοβισμό, παρ' ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. »

Ουίνστον Τσώρτσιλ

Αν και δεν έλειψαν οι Βρετανοί και Αμερικανοί επικριτές που υιοθέτησαν ως ορθά πολλά από τα γερμανικά επιχειρήματα, η πλευρά των Δυτικών συμμάχων ισχυρίζεται ότι η περιορισμένη ακρίβεια των συμμαχικών βομβαρδισμών, ελλείψει ραντάρ ακριβείας και της συχνά κακής ορατότητας, ήταν η αφορμή για την ενίσχυση από το 1943 των ισοπεδωτικών βομβαρδισμών ανά περιοχή.[2] Επιπλέον οι βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων είχαν αποδειχτεί εξαιρετικά δαπανηροί σε αεροσκάφη και πληρώματα, λόγω της γερμανικής αντιαεροπορικής άμυνας.[2]

Μεταπολεμικά, όταν αμφισβητήθηκε έντονα η εξοντωτική στρατηγική της RAF, έγινε από βρετανικής πλευράς απόπειρα να αποδοθεί στον πτέραρχο Σερ Άρθουρ Χάρις η αποκλειστική ευθύνη. Εξάλλου, ο επονομαζόμενος Bomber Harris ήταν υπέρμαχος των στρατηγικών βομβαρδισμών.[9] Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στη Βρετανία, όπου ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθεί να θεωρείται τεκμήριο εθνικής υπεροχής, υπήρξαν αντιδράσεις όταν το 1992 στήθηκε στο Λονδίνο άγαλμα του Χάρις. Σήμερα, ωστόσο, ο Τσώρτσιλ θεωρείται ο υπεύθυνος της ισοπέδωσης της πόλης,[10] αν και ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε από το γεγονός.[10][11] Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο βομβαρδισμός της πόλης είχε ζητηθεί από τους Σοβιετικούς, για να εξουδετερωθούν τα εργοστάσια που έδρευαν στα περίχωρά της, αλλά αυτό ποτέ δεν αποκαλύφθηκε από τους Συμμάχους.[12]

Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών έδωσαν τροφή σε δύο μπεστ σέλερ. Το 2002 κυκλοφόρησε «Η Φωτιά» (Der Brand) του Γεργκ Φρίντριχ (Jörg Friedrich). Στο βιβλίο περιγράφεται με μελοδραματικό ύφος η τραυματική εμπειρία του βομβαρδισμού γερμανικών πόλεων από την πλευρά των θυμάτων. Η μονομερής αφήγησή του επικεντρώνεται στην προσπάθεια να καταδείξει ότι οι βομβαρδισμοί δεν είχαν στρατηγική σημασία και ότι είχαν ως μοναδικό σκοπό τη μαζική τιμωρία και εξόντωση του γερμανικού λαού.

Η απάντηση της βρετανικής πλευράς, ήρθε από την πένα του Φρέντερικ Τέιλορ (Dresden: Tuesday, 13 February, 1945). Ο Βρετανός ιστορικός εστίασε στη σημασία της τοπικής βιομηχανίας της Σαξωνίας για την πολεμική μηχανή του Ράιχ και υπογράμμιζε ότι οι βομβαρδισμοί ήταν απάντηση στην ανηλεή στρατηγική της Λουφτβάφε και αναγκαία προϋπόθεση για την τελική επικράτηση των Συμμάχων. Ωστόσο, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί έγκλημα πολέμου.

Επίσης, τις συγκλονιστικές, ωμές περιγραφές του χάους που ακολούθησε της βομβιστικής επιδρομής και του τρόπου που οι ζωντανοί της πόλης προσπάθησαν να «διαχειριστούν» το πρόβλημα των χιλιάδων άταφων νεκρών, περιγράφονται στο μπεστ σέλερ βιβλίο του David Irving «Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης - Η αποκάλυψη των γεγονότων 1945», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 και στην Ελλάδα το 2006, από τις εκδόσεις Ιωλκός[13].

Ανοικοδόμηση και συμφιλιωτικές κινήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Φωτογραφία της Frauenkirche στην οποία φαίνεται το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του αυθεντικού ναού

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις για τη συμφιλίωση των άλλοτε αντιπάλων στρατοπέδων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η αδελφοποίηση του Κόβεντρι[14] και της Δρέσδης.

Η όπερα Semperoper ανακατασκευάστηκε την περίοδο 1977-1985. Έγινε αυστηρά πιστή ανακατασκευή, ενώ ελήφθησαν υπόψη και οι απαιτήσεις μιας σύγχρονης όπερας.[15] Το Τσβίνγκερ ανοικοδομήθηκε από το 1945 ως το 1963 και άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ήδη το 1952.[16]

Ωστόσο, την κυριότερη αφορμή για τη συμφιλίωση πρόσφερε η ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού Frauenkirche, που δέσποζε επί αιώνες στο κέντρο της πόλης. Πάνω από 6.000 μέλη από 23 χώρες[2] συμμετείχαν στην πρωτοβουλία αυτή, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβαν οι Friends of Dresden Inc. και η Association Frauenkirche Paris. Στις 13 Φεβρουαρίου 2000 ο Πρίγκιπας Εδουάρδος, δούκας του Κεντ, παρέδωσε το επίχρυσο αντίγραφο του σταυρού που χρηματοδοτήθηκε από βρετανικές δωρεές.[17] Μάλιστα προερχόταν από τα χέρια Βρετανού σιδηρουργού, που ήταν γιος πιλότου βομβαρδιστικού που συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Δρέσδης.[17]

Σημειώσεις-παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. , Taylor, σ. 214.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 Νίκος Παπαναστασίου, Το τελικό στάδιο του Πολέμου
  3. Addison (2006), Chapter by Sebastian Cox (2006) "The Dresden Raids: Why and How", p. 28
  4. Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 97.
  5. 5,0 5,1 5,2 Heroes and Villains
  6. «Historical Analysis of the 14-15 February 1945 Bombings of Dresden». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2011. 
  7. 7,0 7,1 7,2 Addison & Crang, σ. 75
  8. Taylor, σ. 509
  9. Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 85.
  10. 10,0 10,1 Longmate, σ. 345
  11. Taylor, σ. 431
  12. Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
  13. «Δώδεκα τόμοι στρατιωτικής ιστορίας, Του Ηλια Μαγκλινη | Kathimerini». http://www.kathimerini.gr/309748/article/politismos/arxeio-politismoy/dwdeka-tomoi-stratiwtikhs-istorias. Ανακτήθηκε στις 2018-02-13. 
  14. Η πόλη είχε βομβαρδιστεί κατ' επανάληψη από τη Λουφτβάφε
  15. Sights and Culture around the World: Dresden
  16. Besuchen Sie Dresden
  17. 17,0 17,1 BBC News

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]