Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειο των Κουσανο-Σασανιδών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της επικράτειας των Κουσανο-Σασανιδών.

Το Βασίλειο των Κουσάνο-Σασανιδών (ή Ινδο-Σασανιδών) ήταν ένα κράτος, που ιδρύθηκε από την αυτοκρατορία των Σασανιδών στη Βακτρία κατά τη διάρκεια του 3ου και 4ου αι. Η Σασανιδική αυτοκρατορία κατέλαβε τις επαρχίες της Σογδιανής, της Βακτρίας και της Γανδάρα από την παρακμάζουσα αυτοκρατρία των Κουσάν Μετά από μια σειρά Κουσανο-Σασανιδικών Πολέμων το 225 μ.Χ.[1] Οι τοπικοί Σασανίδες κυβερνήτες πήραν το τίτλο Κουσανσάχ (Ελληνο-βακτριανικά: ΚΟÞANΟ ÞAΟ, Κοσάνο σάο, Κοσανών σάχης[2]) ή "βασιλιάς των Κουσάν", και έκοψαν νομίσματα.[1] Μερικές φορές θεωρείται ότι σχημάτισαν ένα "υπο-βασίλειο" εντός της αυτοκρατορίας των Σασανιδών.[3]

Αυτή η διοίκηση συνεχίστηκε μέχρι το 360-370,[1] όταν οι Kουσανο-Σασανίδες έχασαν μεγάλο μέρος της επικράτειάς τους από τους εισβολείς Kιδαρίτες Ούνους. Η υπόλοιπη περιοχή ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία των Σασανιδών.[4] Αργότερα, οι Κιδαρίτες με τη σειρά τους εκτοπίστηκαν από τους Εφθαλίτες Ούνους.[5]

Οι Κουσανσάχ είναι γνωστοί κυρίως μέσω των νομισμάτων τους. Τα νομίσματά τους κόπηκαν στην Καμπούλ, το Μπαλχ, το Χεράτ και το Μερβ, επιβεβαιώνοντας την έκταση του βασιλείου τους.[6]

Μια εξέγερση του Ορμίσδα Α΄ Κουσανσάχ (277-286), ο οποίος έκοψε νομίσματα με τον τίτλο Κουσάν σαχ-αν-σάχ ("βασιλιάς-των-βασιλέων των Κουσάν"), φαίνεται να συνέβη εναντίον τού σύγχρονου αυτοκράτορα Βαχράμ Β΄ των Σασανιδών (276-293), αλλά απέτυχε.[1]

Πορτρέτο του Κουανο-Σασανίδη ηγεμόνα Ορμίσδα Α΄ Κουσανσάχ (π. 277-286 μ.Χ.) σε κουσανικό στυλ.

Οι Σασανίδες, λίγο μετά τη νίκη τους επί των Πάρθων, επεκτειναν την κυριαρχία τους στη Βακτρία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρδασίρ Α΄ της Περσίας περίπου το 230, και στη συνέχεια στα ανατολικά μέρη της αυτοκρατορίας τους στο δυτικό Πακιστάν κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού γιου του Σαπώρ Α΄ (240-270). Έτσι οι Κουσάν έχασαν τη δυτική τους περιοχή (συμπεριλαμβανομένων της Βακτρίας και της Γανδάρα) υπό την κυριαρχία των Σασανιδικών ευγενών, που ονομάζονταν Κουσανσάχ ή "σαχ (βασιλείς) των Κουσάν". Η πιο μακρινή έκταση των Kουσανο-Σασανιδών ανατολικά φαίνεται να ήταν η Γανδάρα, και προφανώς δεν διέσχισαν τον ποταμό Ινδό, καθώς σχεδόν κανένα από τα νομίσματά τους δεν έχει βρεθεί στην πόλη της Τάξιλα ακριβώς πέρα από τον Ινδό.[7]

Οι Kουσανο-Σασανίδες υπό τον Ορμίσδα Α΄ Κουσανσάχ φαίνεται να έχουν κάνει μια εξέγερση κατά του σύγχρονου αυτοκράτορα Bαχράμ Β΄ των Σασανιδών (276-293 μ.Χ.), αλλά απέτυχαν.[1] Σύμφωνα με τους Λατινικούς Πανηγυρικούς (3ος-4ος αι.), υπήρξε εξέγερση ενός συγκεκριμένου Ορμίς (Ορμίσδα) εναντίον του αδελφού του Βαχράμ Β΄ της Περσίας, και ο Ορμίσδας υποστηρίχθηκε από τον λαό των Σάκις (στο Σακαστάν).[6] Ο Ορμίσδας Α΄ Κουσανσάχ εξέδωσε νομίσματα με τον τίτλο Κουσάν σαχ-αν-σαχ ("βασιλιάς των βασιλέων των Κουσάν"),[8] πιθανότατα σε αντίθεση με την αυτοκρατορική κυριαρχία των Σασανιδών.[1]

Περίπου το 325, ο Σαπώρ Β΄ της Περσίας ήταν ο άμεσος επικεφαλής του νότιου τμήματος του εδάφους, ενώ στον βορρά οι Κουσανσάχ διατήρησαν την κυριαρχία τους. Σημαντικά ευρήματα των Σασανιδικών νομισμάτων πέρα από τον Ινδό στην πόλη Τάξιλα ξεκινούν μόνο με τις βασιλείες του Σαπώρ Β΄ της Περσίας (βασ. 309-379) και του Σαπώρ Γ΄ της Περσίας (βασ. 383-388), γεγονός που υποδηλώνει ότι η επέκταση του Σασανιδικού ελέγχου πέρα από τον Ινδό ήταν το αποτέλεσμα των πολέμων του Σαπώρ Β΄ "με τους Χιονίτες και τους Κουσάνους" το 350-358, όπως περιγράφεται από τον Αμμμιανό Μαρκελλίνο.[7] Πιθανότατα διατήρησαν τον έλεγχο μέχρι την άνοδο των Κιδαριτών υπό τον ηγεμόνα τους Κινδάρα.[7]

Την πτώση των Κουσάν και την ήττα τους από τους Κουσανο-Σασανίδες και τους Σασανίδες, ακολούθησε η άνοδος των Κιδαριτών και στη συνέχεια των Εφθαλτών Ούνων (Λευκών Ούνων), οι οποίοι με τη σειρά τους κατέκτησαν την Βακτρία και τη Γανδάρα και πήγαν μέχρι την κεντρική Ινδία. Αργότερα τους ακολούθησαν οι Τούρκοι σάχηδες και μετά οι Ινδοί σάχηδες, μέχρι την άφιξη των Μουσουλμάνων στα βορειοδυτικά τμήματα της Ινδίας.

Θρησκευτικές επιρροές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νόμισμα του τελευταίου ηγεμόνα των Κουσανο-Σασανιδών Βαραχράν Κουσανσάχ (π. 350-365) με το στυλ των Κουσάν. Εμπρός όψη: ο Βαραχράν με χαρακτηριστική κόμη. Πίσω όψη: ο Σίβα με τον ταύρο νάντι με το στυλ των Κουσάν.

Ανακαλύφθηκαν νομίσματα που απεικονίζουν τον Σίβα και τον ταύρο νάντι, γεγονός που δείχνει την ισχυρή επιρροή του Σιβαϊσμού.

Ο προφήτης Μάνι (210-276), ιδρυτής του μανιχαϊσμού, ακολούθησε την επέκταση των Σασανιδών προς την ανατολή, η οποία τον εξέθεσε στον ακμάζοντα βουδιστικό πολιτισμό της Γανδάρα. Λέγεται ότι επισκέφθηκε το Μπαμιάν, όπου αρκετές θρησκευτικές ζωγραφιές αποδίδονται σε αυτόν, και πιστεύεται ότι έζησε και δίδαξε για κάποιο διάστημα. Έχει επίσης σχετιστεί με το ότι ταξίδεψε στην περιοχή της Κοιλάδας του Ινδού ποταμού (τώρα στο Πακιστάν) το 240 ή το 241 και μετάστρεψε έναν Βουδιστή βασιλιά, τον Τουράν σαχ της Ινδίας.[9]

Με την ευκαιρία αυτή, διάφορες βουδιστικές επιρροές φαίνεται να έχουν περάσει στον μανιχαϊσμό: "Οι βουδιστικές επιρροές ήταν σημαντικές στη διαμόρφωση της θρησκευτικής σκέψης του Μάνι. Η μετανάστευση των ψυχών έγινε μια μανιχαϊκή πίστη, και η τετραμερής δομή της μανιχαϊακής κοινότητας, που διαιρείται μεταξύ ανδρών και γυναικών, μοναχών ("εκλεγμένων") και λαϊκών ("ακροατών") που τους υποστήριζαν, φαίνεται να βασίζεται στην βουδική σάνγκα.[9]

Οι Κουσανο-Σασανίδες δημιούργησαν μία εκτεταμένη νομισματοκοπία με επιγραφές στα βράχμι, παχλαβί ή Ελληνο-βακτριανά, μερικές φορές εμπνευσμένα από τα νομίσματα των Κουσάν, και μερικές φορές πιο σαφώς Σασανιδικά.

Η εμπρός όψη του νομίσματος απεικονίζει τον ηγεμόνα με περίτεχνο ένδυμα και στέμμα, και στην πίσω όψη είτε έναν ναό φωτιάς είτε τον Σίβα με τον ταύρο νάντι.

Κουσανο-Σασανιδική τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ινδο-Σασανίδες εμπορεύονταν αγαθά όπως αργυρά σκεύη και υφάσματα, που απεικονίζουν τους αυτοκράτορες των Σασανιδών, καθώς ασχολούνται με το κυνήγι ή τη διαχείριση της δικαιοσύνης.

Καλλιτεχνικές επιρροές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σφραγίδα του Βισνού Νικόλο: Κουσανο-Σασανίδης ή Κιδαρίτης πρίγκιπας, που λατρεύει τον Βισνού ή τον Βασουδέβα, με επιγραφή στα ελληνο-βακτριανικά. Βρέθηκε στο Χύμπερ Παχτουνχβά, Πακιστάν. 4ος αι. Βρετανικό Μουσείο.[18][19][20]

Το παράδειγμα της Σασανιδικής τέχνης είχε επιρροή στην τέχνη του Κουσάν, και αυτή η επιρροή παρέμεινε ενεργή για αρκετούς αιώνες στη βορειοδυτική Νότια Ασία. Πιάτα που φαίνονται να ανήκουν στην τέχνη των Kουσανο-Σασανιδών έχουν επίσης βρεθεί σε τάφους του Βόρειου Βέι στην Κίνα, όπως μια πλάκα που απεικονίζει ένα κυνήγι αγριόχοιρων, που βρέθηκε στο τάφο του Φενγκ Χετού το 504 μ.Χ.[21]

Ηγεμόνες των Κουσανο-Σασανιδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κουσανσάχ ήταν οι ακόλουθοι:[22]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 The Cambridge History of Iran, Volume 3, E. Yarshater p.209 ff
  2. Rezakhani, Khodadad (2021). «From the Kushans to the Western Turks» (στα αγγλικά). King of the Seven Climes: 204. https://www.academia.edu/32671225. 
  3. The Cambridge Companion to the Age of Attila, Michael Maas, Cambridge University Press, 2014 p.284 ff
  4. Rezakhani 2017b, σελ. 83.
  5. Sasanian Seals and Sealings, Rika Gyselen, Peeters Publishers, 2007, p.1
  6. 6,0 6,1 Encyclopedia Iranica
  7. 7,0 7,1 7,2 Ghosh, Amalananda (1965). Taxila (στα Αγγλικά). CUP Archive. σελίδες 790–791. 
  8. 8,0 8,1 CNG Coins
  9. 9,0 9,1 Richard Foltz, Religions of the Silk Road, New York: Palgrave Macmillan, 2010
  10. CNG Coins
  11. «Metropolitan Museum of Art». www.metmuseum.org. 
  12. For the precise date: Sundermann, Werner· Hintze, Almut (2009). Exegisti Monumenta: Festschrift in Honour of Nicholas Sims-Williams (στα Αγγλικά). Otto Harrassowitz Verlag. σελ. 284, note 14. ISBN 978-3-447-05937-4. 
  13. «Plate British Museum». The British Museum (στα Αγγλικά). 
  14. Sims, Vice-President Eleanor G.· Sims, Eleanor (Ιανουαρίου 2002). Peerless Images: Persian Painting and Its Sources (στα Αγγλικά). Yale University Press. σελ. 13. ISBN 978-0-300-09038-3. 
  15. Carter, M.L. «Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. A gilt silver plate depicting a princely boar hunt, excavated from a tomb near Datong dated to 504 CE, is close to early Sasanian royal hunting plates in style and technical aspects, but diverges enough to suggest a Bactrian origin dating from the era of the Kushano-Sasanian rule (ca. 275-350 CE) 
  16. HARPER, PRUDENCE O. (1990). «An Iranian Silver Vessel from the Tomb of Feng Hetu». Bulletin of the Asia Institute 4: 51–59. ISSN 0890-4464. https://www.jstor.org/stable/24048350. 
  17. Watt, James C. Y. (2004). China: Dawn of a Golden Age, 200-750 AD (στα Αγγλικά). Metropolitan Museum of Art. σελίδες 152–153. ISBN 978-1-58839-126-1. 
  18. «Seal British Museum». The British Museum (στα Αγγλικά). 
  19. "a Sasanian prince is represented adoring before the Indian god Vishnu" in Herzfeld, Ernst (1930). Kushano-Sasanian Coins (στα Αγγλικά). Government of India central publication branch. σελ. 16. 
  20. «South Asia Bulletin: Volume 27, Issue 2». South Asia Bulletin (University of California, Los Angeles). 2007. https://books.google.com/books?id=BuMUAQAAIAAJ. «A seal inscribed in Bactrian , fourth to fifth century AD , shows a Kushano - Sasanian or Kidarite official worshipping Vishnu : Pierfrancesco Callieri , Seals and Sealings from the North - West of the Indian Subcontinent and Afghanistan.». 
  21. Carter, M.L. «Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. A gilt silver plate depicting a princely boar hunt, excavated from a tomb near Datong dated to 504 CE, is close to early Sasanian royal hunting plates in style and technical aspects, but diverges enough to suggest a Bactrian origin dating from the era of the Kushano-Sasanian rule (ca. 275-350 CE) 
  22. Rezakhani 2017b, σελ. 78.

Εξωτερικές συνδέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]