Βήχας
Στην ιατρική ο βήχας (αρχαία: βήξ, βηχός) είναι συχνό σύμπτωμα ποικίλων παθήσεων. Δεν είναι νόσος. Αποτελεί ένα αντανακλαστικό, που εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενη εισπνοή και βίαιη εκπνοή, με πίεση του αέρα. Στον βήχα, η εισπνοή κρατά συνήθως πάνω από 2 δευτερόλεπτα, ενώ η βίαιη εκπνοή κρατά κάτω από ένα δευτερόλεπτο και ενίοτε είναι πολλαπλή και βίαιη σαν ριπή όπλου. Κατά κανόνα ο βήχας, ιδίως ο παροξυσμικός, συνοδεύεται από δακρύρροια (έκκριση δακρύων), και πόνο στην κοιλιά, αλλά δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που δημιουργεί προβλήματα στο μυοσκελετικό σύστημα όπως:
- Κήλη Δίσκου Οσφύος από έντονο βήχα[1].
- Ρήξεις μεσοπλευρίων μυών ή πλευρικών χόνδρων από έντονο βήχα[1].
- Αυτόματα κατάγματα πλευρών σε έδαφος Οστεοπόρωσης από έντονο βήχα[1].
- Ρήξεις κοιλιακών μυών, από έντονο βήχα[2], αλλά ακόμα και
- Επιπλοκές του βήχα στα υπόλοιπα συστήματα έχουν επίσης αναφερθεί: Βουβωνοκήλη, Κοιλιοκήλη, Υπόσφαγμα οφθαλμού από έντονο βήχα, ρήξη εγκεφαλικού ανευρύσματος, ρήξη εγκεφαλικού αγγείου, Πρόπτωση αιμορροΐδων από έντονο βήχα[3], κλπ
Πρόληψη μετάδοσης νόσων με το Βήχα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βήχας είναι η κύρια οδός μετάδοσης των λεγόμενων αερογενών (airborn) λοιμωδών νοσημάτων, όπως συνάχι, κοινό κρυολόγημα, γρίπη, φυματίωση, SARS, Νόσος των Πτηνών, Γρίππη Η1Ν1, κλπ. Τα εκπεμπόμενα με τον βήχα σταγονίδια σιέλου έχουν σύνηθες βεληνεκές 120 εκ. και μέγιστο 200 εκ. Δεδομένου ότι οι ανθρώπινες επαφές, ακόμα και οι τυπικές, καθορίζονται από απόσταση συνήθως 50εκ., καθιστάται απαραίτητο το κάλυμμα του στόματος με το χέρι ή με μαντήλι ή χαρτομάντηλο όταν βήχουμε, προς αποφυγή διασποράς ιογενών ή άλλων λοιμώξεων. Πέραν αυτού είναι απαραίτητο να πλένουμε τα χέρια μας γιά 30 δευτερόλεπτα με σαπούνι ή αντισηπτικό υγρό.[4]
Η φυσιολογία του βήχα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το αντανακλαστικό του βήχα αποτελείται από τρία στάδια: την εισπνοή, την εκπνοή η οποία βρίσκει αντίσταση στην επιγλωττίδα και από μια δυνατή απελευθέρωση αέρος από τους πνεύμονες που ακολουθείται από το άνοιγμα της επιγλωττίδας και από έναν έντονο ήχο.[5]. Υπάρχουν τρία είδη βήχα: Ο παραγωγικός, ο ξηρός και ο κεντρικός.[6]
- (1) Ο παραγωγικός βήχας: Εάν στη διαδρομή της αναπνευστικής οδού υπάρχουν εκκρίματα, τότε ο βήχας βοηθά στον καθαρισμό των βρόγχων και των πνευμόνων, από εκκρίσεις (πτύελα, φλέγματα) βλέννης και πύου, όπως και ξένα σώματα όπως η σκόνη και τα μικρόβια. Αυτός ο βήχας λέγεται παραγωγικός, και οφείλεται συνήθως σε λοιμώξεις του αναπνευστικού, ή αλλεργικές παραγωγικές παθήσεις αλλά και καρδιολογικά νοσήματα όπως καρδιακή ανεπάρκεια και οξύ πνευμονικό οίδημα[6].
- (2) Ο ξηρός βήχας: Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν αναπνευστικές εκκρίσεις, ο βήχας προκαλείται συνήθως από ερεθισμένο βλεννογόνο ή από εξωβρογχική πίεση του βρογχικού δένδρου (π.χ. από όγκο, λεμφαδένα, καρκίνο) και δεν οδηγεί σε παροχέτευση υλικού. Ο βήχας αυτός λέγεται ξηρός[6].
- (3) Ο κεντρικός βήχας: Η σπάνια αυτή μορφή βήχα μπορεί να είναι παραγωγική ή ξηρή, και οφείλεται σε αίτια εντός του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός) (π.χ. όγκος, κλπ) ή αποτελεί ανεπιθύμητη κεντρική ενέργεια φαρμάκων. Γιά παράδειγμα τα αντιϋπερτασικά φάρμακα της ομάδας ΑΜΕΑ (ΑCE Inhibitors) προκαλούν βήχα σε ποσοστό 2%-10% (βλ. παρακάτω).
Αίτια του βήχα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναλυτική παρουσίαση των αιτίων του βήχα, όπως και διαφορική διαγνωστική βάσει του είδους του βήχα και της αποχρέψης των πτυέλων, έχει κάνει ο καθηγητής Παθολογίας Ιωάννης Κρικέλης στό κλασσικό του σύγγραμμα Φυσική Εξέτασις και Διάγνωσις.[6]. Παρακάτω παρατίθεται αλφαβητικός κατάλογος αιτίων του βήχα.
- Αλλεργίες : Αλλεργίες ανώτερου (ρινίτις, ιγμορίτις) και κατώτερου αναπνευστικού (άσθμα)
- Ατμοσφαιρική ρύπανση και κάπνισμα: Το κάπνισμα καθώς και το καυσαέριο μπορεί να προκαλέσουν βήχα.[7]
- Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση χαρακτηρίζεται από την επιστροφή υγρών και περιεχομένου από το στομάχι πίσω προς τον οισοφάγο. Οφείλεται σε ανεπάρκεια του κάτω οισοφαγικού σφιγκτήρα. Η πάθηση αυτή προκαλεί ξηρό βήχα, καούρα, άσχημη μυρωδιά αναπνοής, δυσκολίες κατάποσης.
- Ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις. Ο συχνός και έντονος βήχας συνήθως δείχνει την ύπαρξη μιας λοίμωξης, όπως κοινό κρυολόγημα, γρίππη, φαρυγγίτις, τραχειίτις, ιογενής βρογχίτις, βρογχιολίτις, πνευμονίτις (πνευμονία). Πολλά βακτήρια και ιοί επωφελούνται από το να προκαλούν στον ξενιστή το σύμπτωμα του βήχα καθώς βοηθάει στην εξάπλωσή τους σε νέους ξενιστές. Ο βήχας μπορεί να είναι οξύς εάν διαρκεί για λιγότερο από δυο εβδομάδες, υποξύς εάν διαρκέσει από τρεις ως οκτώ εβδομάδες και χρόνιος εάν διαρκέσει για περισσότερο από οκτώ εβδομάδες. Τις περισσότερες φορές ο βήχας είναι οξύς και προκαλείται από κάποια λοίμωξη του αναπνευστικού.
- Καρκίνος του πνεύμονα. Ο καρκίνος του πνεύμονα προκαλεί χρόνιο βήχα, συνήθως ξηρό, πόνο στο θώρακα, δυσκολίες αναπνοή, απώλεια βάρους, ενίοτε αιμόπτυση, κλπ.
- Κοκύτης. Ο κοκύτης παρουσιάζει τελευταία αύξηση. Μπορεί να προσβάλει βρέφη και μικρά παιδιά αλλά, τελευταία, φαίνεται ότι η συχνότητά του στους ενήλικες αυξάνεται.
- Κυστική ίνωση των πνευμόνων. Η κυστική ίνωση των πνευμόνων είναι σπάνια κληρονομική χρόνια πάθηση.
- Λαρυγγίτιδα. Η λαρυγγίτιδα είναι συνήθως ιογενής και σπανιότερα μικροβιακή. Στα παιδιά δημιουργεί χαρακτηριστικό βήχα που θυμίζει γάβγισμα σκύλου. Εκτός από το βήχα, η λαρυγγίτιδα συνοδεύεται από βήχα, αλλοίωση της φωνής, βραχνάδα, στένωση του λάρυγγα και δυσκολίες στην αναπνοή. Εκδηλώνεται κυρίως σε βρέφη και μικρά παιδιά.
- Ξένο σώμα στο αναπνευστικό σύστημα: Ο βήχας μπορεί να προκληθεί από την εισχώρηση φαγητού στην τραχεία αντί για τον οισοφάγο, κάτι το οποίο προκαλείται σε ασθενείε που έχουν πρόβλημα με την επιγλωττίδα και δυσκολίες στην κατάποση. Τα μικρά παιδιά συχνά καταπίνουν ή εισπνέουν μικρά αντικείμενα που «σφηνώνουν» στήν τραχεία ή σε βρόγχο. Ο βήχας είναι ο μηχανισμός της προσπάθειας του οργανισμού να αποβάλλει το ξένο σώμα, αλλά δεν είναι πάντα κατορθωτό αυτό. Τότε χρειάζεται βρογχοσκόπηση.
- Ογκοι των πνευμόνων και του υπεζωκότος. Πρόκειται για καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους.
- Οξεία πνευμονική εμβολή. Η οξεία πνευμονική εμβολή εκδηλώνεται με αιφνίδια ταχυκαρδία, πόνο στο στήθος, βήχα και δύσπνοια. Συνήθως πρόκειται για άτομα σε Κλινοστατισμό (=παρατεταμένη ξάπλα) ή χειρουργημένα πρό ημερών[8]
- Παθήσεις ρινός και παραρρινικών κοιλοτήτων. Πρόκειται για χρόνιες φλεγμονές, εκβλαστήσεις, ξένα σώματα.[6]
- Παθήσεις φάρυγγος και λάρυγγος. Τέτοιες παθήσεις είναι η μακρά σταφυλή, η υπερτροφία αμυγδαλών, η χρόνια φαρυγγίτις καπνιστών, η οξεία και χρόνια λαρυγγίτις, τα νεοπλάσματα του λάρυγγος, η σύφιλη του λάρυγγος, η φυματίωση του λάρυγγος[6].
- Παθήσεις των πνευμόνων. Τέτοιες παθήσεις είναι η βρογχίτιδα, η πνευμονία, το εμφύσημα, η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η Φυματίωση, το πνευμονικό απόστημα, η γάγγραινα του πνεύμονα, οι μυκητιάσεις του πνεύμονα, ο εχινόκκοκος του πνεύμονα, η πνευμονική εμβολή, η ατελεκτασία, οι κύστεις των πνευμόνων, οι όγκοι του πνεύμονα, οι πνευμονοκονιάσεις (ασβέστωση, σιλίκωση, κλπ), οι αλλοιώσεις από καρδιοπάθειες[6].
- Παθήσεις του υπεζωκότος. Τέτοιες παθήσεις είναι η πλευρίτιδα, το εμπύημα και όγκοι, όπως μεσοθηλίωμα, κλπ.
- Παθήσεις του μεσοθωρακίου: Τέτοιες παθήσεις είναι το αορτικό ανεύρυσμα, η λεμφαδενίτιδα από φυματίωση, η λεμφαδενίτιδα από λέμφωμα Hodgkin, η λεμφαδενίτιδα από λεμφοσάρκωμα, και άλλοι όγκοι.[6].
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Η ανεπάρκεια αυτή προκαλεί βήχα, δύσπνοια, κούραση και οιδήματα των κάτω άκρων. Το οξύ πνευμονικό οίδημα είναι η ακραία επείγουσα έκφρασή της.[6]
- Παραρρινοκολπίτιδες. Πρόκειται για ιογενείς και μικροβιακές ιγμορίτιδες και άλλες παραρρινοκολπίτιδες.
- Παρενέργειες φαρμάκων ΑCE (AMEA). Τα φάρμακα της ομάδας ΑΜΕΑ (Αναστολείς Μετατρεπτικού Ενζύμου Αγγειοτενσίνης, αγγλικά: Αngiotensin Converting Enzyme Inhibitors), έχουν σε ποσοστό 2%-10% μια σημαντική παρενέργεια (ανεπιθύμητη ενέργεια), το βήχα. Τέτοια είναι τα γνωστά φάρμακα Ramipril (Triatec, της Sanofi Aventis) και Quinapril (Accupron, της Pfizer). Αν και ο επίμονος βήχας ως παρενέργεια αντιϋπερτασικών κυμαίνεται στατιστικά μεταξύ του 2%-10%, εν τούτοις δεν διαγιγνώσκεται εύκολα (μόνο δια αποκλεισμού). Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ασθενών που ταλαιπωρήθηκαν με «βήχα αγνώστου αιτιολογίας» διάρκειας 6 μηνών, με εξετάσεις, αντιβιοτικά, εισπνεόμενα, αξονικές τομογραφίες, βρογχοσκοπήσεις, κλπ, και τελικά έγιναν καλά σε ένα 24ωρο, μόλις κάποιος γιατρός σκέφθηκε να διακόψει το αντιϋπερτασικό ή να το αντικαταστήσει με άλλης ομάδας[9]
- Φυματίωση πνευμόνων. Η φυματίωση προκαλεί δεκατική πυρετική κίνηση, χρόνιο παραγωγικό βήχα και πόνο στο θώρακα με απώλεια βάρους. Σπάνια παρατηρείται και αιμόπτυση.[6]
- Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) (χρόνιος επίμονος βήχας). Ο χρόνιος επίμονος βήχας, με μεγάλη παραγωγή φλεγμάτων, μπορεί να είναι ένδειξη χρόνιας αποφρακτικής νόσου των πνευμόνων. Η ομάδα αυτή των ασθενειών των πνευμόνων είναι η τέταρτη συχνότερη αιτία θανάτων. Στις χρόνιες αποφρακτικές νόσους των πνευμόνων περιλαμβάνονται η χρόνια βρογχίτιδα, και το εμφύσημα. Η κυριότερη αιτία των παθήσεων αυτών είναι το κάπνισμα.
- Ψυχογενής βήχας[10]. Πέραν του ψυχογενούς βήχα, που είναι ξηρός βήχας, υπάρχει και ο «βήξ ως καθ έξιν σπασμός» (τικ), επίσης μικρός επαναλαμβανόμενος ξηρός βήχας, ιδίως σε Stress και αμηχανία[6]. Βέβαια δεν αποτελεί ιατρικό θέμα ο λεγόμενος κοινωνικός βήξ, που αφορά ομιλητές σε αμηχανία, ή άτομα που δίνουν συνέντευξη και έχουν τρακ. Για τις περιπτώσεις αυτές ο λαός μας χρησιμοποιεί το γνωμικό «απορία ψάλτου βήξ».[11]
Στον χρόνιο βήχα, στατιστικά, εάν ο ασθενής δεν είναι καπνιστής και έχει καθαρή ακτινογραφία θώρακος, τότε οι δυο συνηθέστεροι λόγοι είναι το άσθμα και η γαστροοισοφαγική παλινδρομική νόσος, χωρίς να αποκλείεται ο καρκίνος του πνεύμονα (χρειάζεται αξονική τομογραφία). Τα άλλα αίτια είναι η χρόνια βρογχίτιδα, η καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και η λήψη διαφόρων φαρμάκων όπως ΑΜΕΑ.
Θεραπεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένου ότι ο βήχας είναι φυσικό αντανακλαστικό, συχνά οι γιατροί δεν συνιστούν την καταστολή του, επειδή ο βήχας διευκολύνει την απόχρεμψη πτυέλων. Ωστόσο πολλές φορές ο βήχας μπορεί να είναι τόσο έντονος που να χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, ώστε έστω να κοιμηθεί ο ασθενής. Η θεραπεία στοχεύει τις περισσότερες φορές στο αίτιο παρά στο ίδιο το σύμπτωμα, για παράδειγμα ο γιατρός μπορεί να προτείνει την προσωρινή ή και μόνιμη διακοπή του καπνίσματος.
Φάρμακα στη θεραπεία του βήχα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως προαναφέρθηκε η θεραπεία του βήχα είναι η θεραπεία του υφισταμένου αιτίου που τον προκαλεί. Τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση αυτού καθ εαυτού του συμπτώματος του βήχα είναι[12]:
- (1) Ναρκωτικά Φάρμακα που καταστέλλουν τον βήχα στο κέντρο του βήχα: Είναι η Codeine και η Dextromethorphane συχνά χορηγούνται παρόλο που η δράση τους εναντίον του βήχα δεν έχει πλήρως αποδειχθεί. Σκευάσματα: SIVAL-B (Codeine+Ephedrine) sir. 120ml
- (2) Μη Ναρκωτικά αντιβηχικά: Ορισμένα από αυτά έχουν κεντρική δράση, καταστέλλουν το κέντρο του βήχα στον εγκέφαλο, χωρίς να είναι ναρκωτικά. Η δράση τους είναι αμφίβολη. Το γνωστότερο από αυτά είναι το Butamirate Citrate (SINECOD της Novartis) σιρόπι 200ml.Το αντιβηχικό Diphenhydramine Hydrochloride (BENADRYL Pfizer) είναι αντιϊσταμικικής δράσης και κυκλοφορεί σε σιρόπι 125ml. Επίσης το αντιϊσταμινικό αντιβηχικό Levodropropizine (LEVOTUSS Arriani) κυκλοφορεί σε σιρόπι 125 και 200ml. Τέλος η Pentoxyverine Citrate (TUCLASE, της UCB σε σιρόπι 200ml, είναι μη ναρκωτικό κεντρικώς δρων αντιβηχικό.
- (3) Αντιϊσταμινικά - αντιβηχικά: Είναι φάρμακα που καταστέλλουν την παραγωγή βλέννης, όπως το Ketotifen (ZADITEN) της Zandoz, αλλά και το ίδιο το αντανακλαστικό του βήχα. Το Ketotifen, είναι Βλεννοκατασταλτικό, μειώνει την παραγωγή πτυέλων, και καταστέλλει το βήχα.[13]. Παρόμοια δράση επίσης έχει το Montelukast (SINGULAIR). Στον ξηρό βήχα αρκεί το Zaditen και ένα εισπνεόμενο Inhaler.
- (4) Αποχρεμπτικά - Ρευστοποιητικά των εκκρίσεων: Στην περίπτωση του παραγωγικού βήχα χορηγούμε αποχρεμπτικά - ρευστοποιητικά των εκκρίσεων όπως Bromhexine, (BISOLVON της Behringer Ingelheim), ή Ambroxol Hydrochloride (MUCOSOLVAN, Boehringer Ingelheim και ΤOSSE Novartis) και το Acetylcysteine (MUCOMYST, Bristol, ή TREBON-N, UniPharma).
- (5) Βρογχοδιασταλτικά φάρμακα: Συνήθως πρόκειται γιά εκλεκτικούς β2 διεγέρτες αδρενεργικών υποδοχέων. Π.χ.: Clenbuterol (SPIROPENT), Orciprenaline(ALUPENT), Salbutamol (AEROLIN), Salbutamol + Ipratrope (BEROVENT), Terbutaline (DRACANYL), Salmeterol (SEREVENT), Selmeterol + Fluticazone (SERETIDE Discus + Inhaler), Formoterol (FORADIL). To INUVAIR της UCB/Chiesi είναι μείγμα βρογχοδιασταλτικού και Κορτικοστεροειδούς (Beclomethasone + Formoterol). Ως βρογχοδιασταλτικά επίσης, χρησιμοποιούνται τα αντιχολινεργικά φάρμακα Ipratrope (ΑΤROVENT) και Tiotrope (SPIRIVA), όπως και τα παράγωγα της Ξανθίνης - Θεοφυλλίνης.
- (6) Αντιβιοτικά: Στοχεύουν στη μείωση της μικροβιακής φλεγμονής του λαιμού ή των πνευμόνων, και στη γρήγορη αντιμετώπιση της παραγωγής των πτυέλων.[14].
- (7) Κορτικοστεροειδή: Χορηγούνται σε εισπνεόμενη μορφή (Inhaler, Discus) ή σε δισκία. Π.χ. Beclomethasone (BECOTIDE), Budenosiδe(PULMICORT)[15]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Χαράλαμπος Γκούβας: «Αίτια Πόνου στην Ορθοπεδική», βιβλίο, έκδοση 1988 Ciba Geigy, Αθήνα,1988, και ανακοίνωση στο Πανελλήνιο Ορθοπεδικό Συνέδριο, Αθήνα 1989
- ↑ Graham Appley and Louis Solomon, System of Orthopaedics and Fractures, 1993, Churchill Livingstone, London
- ↑ Current Surgical Diagnosis and Treatment, Appleton and Lange, 2009
- ↑ Υπουργείο Υγείας - ΚΕΕΛ: "Οδηγίες προφύλαξης από αερομεταφερόμενες (airborn) ιογενείς λοιμώξεις
- ↑ Chung KF,Pavord ID (Απρίλιος 2008). «Prevalence, pathogenesis, and causes of chronic cough». Lancet 371 (9621): 1364–74
- ↑ 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 Ιωάννης Κρικέλης: «Φυσική Εξέτασις και Διάγνωσις», Εκδόσεις Παρισιάνος, Αθήναι 1969
- ↑ Περιοδικό Ιατρική: Αφιέρωμα στό Κάπνισμα, ένα τεύχος, ειδικά γιά τις επιπτώσεις του Καπνίσματος στήν Υγεία, έκδοση Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, έτος 1988
- ↑ Harry Skinner: Current Orthopedics, editions Lange, USA, 1989
- ↑ Κωνστανίνος Κολιόπουλος, καρδιολόγος: "Παροξυσμικός Βήχας σε ασθενή, επί εξάμηνο, ως παρενέργεια από Lamipril (Triatec)", Data on File, Πρέβεζα, 2010
- ↑ Irwin RS, Glomb WB, Chang AB (January 2006). "Habit cough, tic cough, and psychogenic cough in adult and pediatric populations: ACCP evidence-based clinical practice guidelines"
- ↑ Νικηφόρος Βρεττάκος: "Συλλογή 10.000 γνωμικών", έκδοση 1977
- ↑ Pavord ID, Chung KF (April 2008). "Management of chronic cough". Lancet 371 (9621): 1375–84
- ↑ EOΦ: «Εθνικό Συνταγολόγιο», έκδοση 2007
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2008.
- ↑ ΕΟΦ: Εθνικό Συνταγολόγιο, έκδοση 2007