Αφαίμαξη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιατρός αφαιμάσσει ασθενή σε ερυθρόμορφο αρχαίο ελληνικό αγγείο (480-470 π.Χ., Λούβρο).

Αφαίμαξη ονομάζεται η αφαίρεση αίματος από έναν άνθρωπο ή ζώο με σκοπό τη θεραπεία ή την πρόληψη ασθένειας. Η αφαίμαξη είναι μία ιατρική πρακτική με ρίζες στην αρχαιότητα και στη θεωρία των χυμών του σώματος, οι οποίοι έπρεπε να παραμένουν στην κατάλληλη ισορροπία για τη διατήρηση της υγείας. Πιθανότατα υπήρξε η συνηθέστερη επεμβατική πρακτική στην ιστορία της ιατρικής από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα[1]. Σήμερα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τη σύγχρονη ιατρική, εκτός από ελάχιστες, πολύ ειδικές ιατρικές καταστάσεις[2].

Για την αφαίρεση αίματος για εργαστηριακές εξετάσεις ή για μεταγγίσεις χρησιμοποιούνται οι όροι φλεβοτομή και αιμοδοσία. Η λέξη «αφαίμαξη» χρησιμοποιείται πλέον περισσότερο μεταφορικά, με αρνητική χροιά[3].

Στην αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημεία για αφαίμαξη, Χανς φον Γκέρσντορφ, Εγχειρίδιο ιατρικής πληγών, 1517

Οι αρχαιότερες περιγραφές αφαιμάξεων βρίσκονται σε αρχαία κείμενα της ινδικής Αγιουρβέδα, όπου αναφέρονται λεπτομερώς συστηματικά επιστημονικοί τρόποι αφαιμάξεως. Η αφαίμαξη είναι μία από τις αρχαιότερες ιατρικές πρακτικές, που εφαρμοζόταν στην αρχαία Μεσοποταμία, στην αρχαία Αίγυπτο και στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ιπποκράτης αναφέρει την εφαρμογή της κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., παρότι ο ίδιος γενικώς προτιμούσε θεραπείες βασιζόμενες στη διατροφή[4]. Ο Ερασίστρατος, ωστόσο, είχε τη θεωρία ότι πολλές ασθένειες προκαλούνταν από «υπεραφθονίες» (πληθώραι) στο αίμα και συμβούλευε την καταπολέμησή τους με άσκηση, εφίδρωση, μειωμένη πρόσληψη τροφής και έμετο[5]. Ο Ηρόφιλος προπαγάνδιζε την αφαίμαξη. Ο Αρχάγαθος, ένας από τους πρώτους `Ελληνες ιατρούς που άσκησε την ιατρική στη Ρώμη, πίστευε επίσης στην αξία της αφαιμάξεως.

Η «αιμορράγησις» ενός ασθενή προς αποκατάσταση της υγείας του είχε ως φυσικό πρότυπο την εμμηνόρροια. Ο Ιπποκράτης πίστευε ότι η εμμηνόρροια είχε τη λειτουργία της «καθάρσεως των γυναικών από κακούς χυμούς»[6]. Ο δεύτερος σε επιρροή μετά τον Ιπποκράτη ιατρός της αρχαιότητας, ο Γαληνός, υπερασπιζόταν επίσης την αφαίμαξη.

Η αποδοχή των αφαιμάξεων στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ενισχύθηκε μετά την ανακάλυψη από τον Γαληνό ότι όχι μόνο οι φλέβες, αλλά και οι αρτηρίες ήταν γεμάτες με αίμα (και όχι με αέρα, όπως νομιζόταν ως τότε). Υπήρχαν δύο βασικές αντιλήψεις πίσω από την εφαρμογή της αφαιμάξεως: Η πρώτη ήταν ότι το αίμα παραγόταν και στο τέλος λογικά παρέμενε ως «χρησιμοποιημένο», που δεν κυκλοφορούσε πλέον και άρα μπορούσε να «λιμνάσει» στα άκρα. Η δεύτερη ήταν ότι η ισορροπία μεταξύ των τεσσάρων χυμών (αίματος, φλέγματος, μελανής και κίτρινης χολής) αποτελούσε τη βάση της υγείας ή της ασθένειας. Ο Γαληνός πίστευε πως το αίμα ήταν ο κυρίαρχος χυμός και αυτός που χρειαζόταν να ελέγχεται περισσότερο. Για να εξισορροπήσει τους χυμούς, ο ιατρός έπρεπε είτε να αφαιρέσει την «περίσσεια» (πληθώραν) αίματος από τον ασθενή, είτε να του χορηγήσει κάποιο εμετικό ή διουρητικό φάρμακο.

Ο Γαληνός συνέταξε ένα σύνθετο πρόγραμμα για το πόσο αίμα θα έπρεπε να αφαιρείται, ως συνάρτηση της ηλικίας και της κράσεως του ασθενούς, της εποχής, του καιρού και της τοποθεσίας. Τα συμπτώματα της περίσσειας αίματος πιστευόταν ότι περιελάμβαναν τον πυρετό, την αποπληξία και τον πονοκέφαλο. Ο τύπος του αίματος που έπρεπε να αφαιρεθεί καθοριζόταν από την ασθένεια: είτε αρτηριακό, είτε φλεβικό, και από κοντά ή μακριά από τη νοσούσα περιοχή του σώματος. Κατά τον Γαληνό, διαφορετικά αγγεία συνδέονταν με διαφορετικά όργανα, π.χ. η φλέβα στο δεξιό χέρι έπρεπε να αφαιμάσσεται για προβλήματα στο ήπαρ, ενώ η φλέβα στο αριστερό χέρι για προβλήματα του σπλήνα. Η ποσότητα του αίματος που αφαιρούσαν ήταν ανάλογη με τη βαρύτητα της ασθένειας. Οι μεγαλύτερες αφαιμάξεις γίνονταν σε περιπτώσεις υψηλού πυρετού.

Στην εβραϊκή παράδοση, το Ταλμούδ συνιστούσε μία συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας και συγκεκριμένες ημερομηνίες για τις αφαιμάξεις, και στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα παρόμοιοι κανόνες ανιχνεύονται σε κείμενα που συμβούλευαν για το ποιων αγίων οι εορτές ήταν ευνοϊκές για αφαίμαξη, ενώ συνήθεις ήταν και οι αστρολογικοί χάρτες που έδειχναν συγκεκριμένα σημεία αιμοληψίας σε σχέση με τις θέσεις των πλανητών και των ζωδίων[7]. Η ισλαμική ιατρική συμβούλευε επίσης την αφαίμαξη, ιδίως σε περιπτώσεις πυρετού.

Στη νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακόμα και μετά την εγκατάλειψη της θεωρίας των χυμών, η πρακτική της αφαιμάξεως συνεχίσθηκε από χειρουργούς και μπαρμπέρηδες. Τη χρησιμοποιούσαν για τη «θεραπεία» πάμπολλων ασθενειών, και εφαρμοζόταν τόσο προληπτικά (για προφύλαξη), όσο και θεραπευτικά. Για τον λόγο αυτό, πολλά κουρεία διατηρούσαν βδέλλες μέσα σε βάζα.

Αφαίμαξη το 1860

Η ωφέλεια των αφαιμάξεων άρχισε να αμφισβητείται σοβαρά μόλις μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, με την ανάπτυξη νέων στατιστικών μεθόδων για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διάφορων θεραπευτικών μεθόδων[8]. Μερικοί γιατροί πάντως συνέχισαν να τις θεωρούν «ευεργετικές» σε κάποιες περιπτώσεις, π.χ. για τον «καθαρισμό» από μολυσμένο ή «εξασθενημένο» αίμα[9].

Η πρακτική συνεχίσθηκε και τον 20ό αιώνα: Ο σερ Γουίλιαμ Όσλερ τη συνιστά στην έκδοση του 1923 του συγγράμματός του The Principles and Practice of Medicine[10].

Ο Γουίλιαμ Χάρβεϋ είχε ήδη αποδείξει το εσφαλμένο της σχετικής θεωρίας το 1628, ενώ η επιστημονική ιατρική, la méthode numérique, επέτρεψε στον Γάλλο παθολόγο Πιερ Σαρλ Αλεξάντρ Λουί να αποδείξει το 1830-1840 ότι η φλεβοτομή ήταν εντελώς αναποτελεσματική σε περιπτώσεις πνευμονίας και διάφορων πυρετών. Ο Λουί κυνηγήθηκε από τον οπαδό της αφαιμάξεως Φρανσουά Μπρουσαί, ο οποίος μπορούσε να συστήσει «πενήντα βδέλλες τη φορά». Ορισμένοι σοβαρότεροι ιατροί αντιστάθηκαν στην έρευνα του Λουί, επειδή δεν ήταν προετοιμασμένοι να απορρίψουν θεραπείες «επικυρωμένες τόσο από την παράδοση, όσο και από τη δική τους εμπειρία, χάριν των αριθμών κάποιου άλλου»[11].

Εργαλεία για χρήση σε αφαιμάξεις ζώων

Μία τυπική κούρα τραυματία της εποχής περιγράφεται ως εξής: Στις 13 Ιουλίου 1824 ένας Γάλλος λοχίας μαχαιρώθηκε στο στήθος. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε λιποθυμήσει από απώλεια αίματος. Φθάνοντας στο τοπικό νοσοκομείο, οι ιατροί του αφαίμαξαν αμέσως 20 ουγγιές (570 ml - χιλιοστά του λίτρου) αίματος «δια την πρόληψιν φλεγμονής». Την ίδια νύχτα του αφαίρεσαν άλλες 24 ουγγιές (680 ml). Το επόμενο πρωί, ο χειρουργός προχώρησε σε αφαίμαξη κι άλλων 10 ουγγιών (285 ml) από τον ασθενή. Και τις επόμενες 14 ώρες έγιναν άλλες 5 αφαιμάξεις. Το ιατρικό προσωπικό αφαίρεσε έτσι σκοπίμως περισσότερο από το ήμισυ του αίματος του ασθενούς (πέρα από την αρχική απώλεια που είχε προκαλέσει τη λιποθυμία του). Οι αφαιμάξεις συνεχίσθηκαν μετά από λίγες ημέρες. Στις 29 Ιουλίου η πληγή είχε φλεγμονή. Ο θεράπων ιατρός εφάρμοσε 32 βδέλλες στο πλέον ευαίσθητο μέρος της πληγής. Κατά τις επόμενες τρεις ημέρες έγιναν επιπλέον αφαιμάξεις και συνολικά 40 ακόμα βδέλλες. Ο λοχίας αποθεραπεύθηκε και πήρε εξιτήριο στις 3 Οκτωβρίου. Ο θεράπων ιατρός του έγραψε ότι «δια της μεγάλης ποσότητος αφαιρεθέντος αίματος, ίσης με 170 ουγγιές (4,8 λίτρα), πέραν του αφαιρεθέντος δια της εφαρμογής βδελλών (ίσως άλλο ένα λίτρο), η ζωή του ασθενούς εσώθη». Για τα δεδομένα της εποχής, 6 λίτρα αίματος που αφαιρούντο σε διάστημα ενός μηνός ήταν μία μεγάλη αλλά όχι υπερβολική ποσότητα. Η ιατρική βιβλιογραφία της εποχής περιλαμβάνει πολλές παρόμοιες αναφορές, μερικές επιτυχημένες και άλλες όχι.

Στις ΗΠΑ ο εκ των υπογραψάντων τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του νέου κράτους ιατρός Μπέντζαμιν Ρας θεωρούσε την κατάσταση των αρτηριών ως το «κλειδί» για τις ασθένειες, συνιστώντας επίπεδα αφαιμάξεων υψηλά ακόμα και για την εποχή του. Ο ίδιος ο Γεώργιος Ουάσιγκτον ζήτησε να αφαιμαχθεί βαριά όταν εμφάνισε μόλυνση στον λάρυγγα και του αφαιρέθηκαν περί τα 3,75 λίτρα αίματος μέσα σε 10 ώρες, πριν αποβιώσει από τη μόλυνση[12]

Στη σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η αφαίμαξη δεν είναι αποτελεσματική για τις περισσότερες ασθένειες. Στην πραγματικότητα συνήθως είναι επιβλαβής, καθώς μπορεί να εξασθενήσει τον άρρωστο και να διευκολύνει έτσι τις μολύνσεις. Η αφαίμαξη χρησιμοποιείται στις ημέρες μας στις περιπτώσεις λίγων σπάνιων παθήσεων, όπως είναι η κληρονομική αιμοχρωμάτωση, και γενικά η υπερσιδηραιμία, και η ερυθροκύτωση. Ωστόσο, αυτές οι καταστάσεις ήταν άγνωστες και αδύνατο να διαγνωσθούν πριν από τον 20ό αιώνα.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η αφαίμαξη μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα, π.χ. μειώνοντας τον καρδιακό φόρτο σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας και το υγρό σε περίπτωση οξέος πνευμονικού οιδήματος, ή απλώς μειώνοντας την πίεση του αίματος. Σε άλλες περιπτώσεις η πτώση στην πίεση του αίματος μπορεί να βοηθήσει εξαιτίας του ηρεμιστικού της αποτελέσματος. Μία άλλη κατηγορία είναι οι δηλητηριάσεις του αίματος (η τοξίνη μπορεί να παράγεται και από τον ίδιο τον οργανισμό, π.χ. στην ουραιμία). Στη δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα (ουσιαστικά ασφυξία) η αφαίμαξη ωφελεί σε συνδυασμό με οξυγονοθεραπεία ή ταυτόχρονη μετάγγιση καθαρού αίματος. Τότε όμως χαρακτηρίζεται με τον όρο αφαιμαξομετάγγιση.

Στην εναλλακτική ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρότι γενικώς θεωρείται επιβλαβής, η αφαίμαξη υποδεικνύεται ακόμα για πολλές παθήσεις στην παραδοσιακή ιατρική (Αγιουρβέδα, Γιουνάνι και παραδοσιακή κινέζικη ιατρική) και γενικώς στην εναλλακτική ιατρική[13][14][15][16][17][18].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Bloodletting». British Science Museum. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2009. 
  2. Mestel, Rosie (6 Αυγούστου 2001). «Modern Bloodletting and Leeches». Los Angeles Times. http://articles.latimes.com/2001/aug/06/health/he-31093. Ανακτήθηκε στις 2009-07-12. 
  3. Βικιλεξικό
  4. «Degeneration of Medicine and the Grisly Art of Slicing Open Arms». BBC. 29 Νοεμβρίου 2002. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2009. 
  5. Encyclopedia of ancient Greece. Nigel Guy Wilson. 2006. ISBN 978-0-415-97334-2. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2009. 
  6. Elsimar M. Coutinho, Is Menstruation Obsolete?, Oxford University Press 1999
  7. Conrad, Lawrence I.: The Western Medical Tradition: 800 B.C.-1800 A.D., Cambridge UP, 1995
  8. «The history of bloodletting | BC Medical Journal». eb.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2014. 
  9. «British Medical Journal». British Medical Journal 1 (533): 283–291. March 18, 1871. doi:10.1136/bmj.1.533.283. 
  10. «Bloodletting - UCLA Biomedical Library History and Special Collections for the Sciences». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2014. 
  11. P K Rangachari, «Evidence-based medicine: old French wine with a new Canadian label?», J R Soc Med., τόμ. 90 (Mάιος 1997), σσ. 280–284.
  12. The Permanente Journal, τόμος 8, No. 2: «The asphyxiating and exsanguinating death of president george washington» Αρχειοθετήθηκε 2017-10-22 στο Wayback Machine., σελ. 79, άνοιξη 2004, ανακτ. 11 Νοέμ. 2012
  13. «Leech Therapy- A Holistic Approach of Treatment in Unani (Greeko-Arab) Medicine», Anc. Sci. Life, τόμ. 31 (Ιούλιος-Σεπτ.2011), σσ. 31–35. PMCID: PMC3377041.
  14. Unani System of Medicine Practice, Globinmed.com.
  15. Ayurveda - Panchakarma, holistic-online.com.
  16. Ayurveda Αρχειοθετήθηκε 2014-02-22 στο Wayback Machine., Cancer.org.
  17. Bleeding Peripheral Points: An Acupuncture Technique
  18. «Treating Herpes Zoster (Shingles) with Bloodletting Therapy: Acupuncture and Chinese Medicine». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2014. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • McGrew, Roderick: Encyclopedia of Medical History (1985), brief history, σσ. 32–34

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]