Αλεξάντρ Γκουτσκόφ
Αλεξάντρ Γκουτσκόφ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 26 Οκτωβρίου 1862[1] Μόσχα |
Θάνατος | 14 Φεβρουαρίου 1936[2][3][1] Παρίσι |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσική Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Edinoverie |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Ρωσικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρωσικά Γαλλικά |
Σπουδές | Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός επιχειρηματίας[4] bretteur |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Οκτωβριστές |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Fyodor Guchkov Nikolai Guchkov d:Q24351975 |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος της Κρατικής Δούμας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας member of the State Council of the Russian Empire |
Βραβεύσεις | Τάγμα της Αγίας Άννης, Γ΄ Τάξη |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αλεξάντρ Ιβανόβιτς Γκουτσκόφ (ρωσικά: Алекса́ндр Ива́нович Гучко́в, 26 Οκτωβρίου 1862 – 14 Φεβρουαρίου 1936) ήταν Ρώσος πολιτικός, 4ος Πρόεδρος της Δούμας και υπουργός Πολέμου στη Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση.
Νεανικά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αλεξάντρ Γκουτσκόφ γεννήθηκε στη Μόσχα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συντηρητικούς πολιτικούς εκείνης της εποχής, ο Γκουσκόφ δεν ανήκε στη Ρωσική αριστοκρατία. Ο πατέρας του, εγγονός χωρικού, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου ορισμένων μέσων, του οποίου η οικογένεια προήλθε από ένα σόι Παλαιών Πιστών, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει την εξουσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τηρώντας παράλληλα το αρχαίο τελετουργικό τους. Η μητέρα του ήταν Γαλλίδα.[5]
Ο Γκουτσκόφ σπούδασε ιστορία και ανθρωπιστικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, και, αφού έκανε τη στρατιωτική του εκπαίδευση στο σύνταγμα στρατοχωροφυλάκων, έφυγε για τη Γερμανία όπου μελέτησε πολιτική οικονομία στο Βερολίνο υπό τον Σμόλερ. Οι θεωρητικές σπουδές, ωστόσο, δεν ταίριαζαν στον ενεργητικό και περιπετειώδη χαρακτήρα του. Τις εγκατέλειψε και άρχισε να ταξιδεύει. Ταξίδεψε μόνος του καβάλα στ’ άλογο μέσα από τη Μογγολία στη δυτική Σιβηρία, και μόλις και μετά βίας απέφυγε τη σφαγή από μια συμμορία.[5] Τελικά έγινε πλούσιος καπιταλιστής, επικεφαλής μιας τεράστιας ασφαλιστικής εταιρίας.
Έγινε γνωστός για τις επικίνδυνες πράξεις του, στις οποίες περιλαμβανόταν η εθελοντική κατάταξη στον στρατό των Μπόερς στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς υπό τον Στρατηγό Σμούτς, όπου τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος.[5] Επίσης έκανε πολλές μονομαχίες.
Εξελέγη από τη δημοτική Δούμα της Μόσχας για να είναι μέλος της εκτελεστικής (Uprava), και πήρε ενεργό μέρος στην αυτοδιοίκηση της πόλης. Κατά τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο, υπηρέτησε στον Ερυθρό Σταυρό και στη Δημοτική Ένωση για την οργάνωση των νοσοκομείων, και τον άφησαν να αναλάβει τη φροντίδα των Ρώσων τραυματιών μετά τη Μάχη του Μούκντεν. Όταν εκδηλώθηκε η Ρωσική Επανάσταση του 1905, πήρε μέρος στις συνελεύσεις των εκπροσώπων των Ζέμστβο, αλλά δεν εντάχθηκε στους Καντέτ, τους οποίους θεωρούσε ότι είναι πολύ δογματικοί και κοσμοπολίτες.[5]
Ο Γκουτσκόφ ήθελε στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταβίβασης συγκεκριμένων χειρισμών από την Αυλή στη Δούμα και την κυβέρνηση.[6] Υπό τον Σεργκέι Βίτε διορίστηκε Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας.
Τον Οκτώβριο του 1906, ο Γκοτσκόφ έγινε επικεφαλής της συντηρητικής φιλελεύθερης Ένωσης της 17ης Οκτωβρίου. Είχε την ελπίδα ότι η κυβέρνηση του Τσάρου θα αναγνώριζε την αναγκαιότητα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων και θα συνεργαζόταν με τους μετριοπαθείς φιλελεύθερους των Ζέμστβος, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τη μοναρχική αρχή. Ο Τσάρος υπέγραψε το Μανιφέστο του Οκτώβρη. Ο Πιότρ Στολίπιν για κάποιο διάστημα συμμεριζόταν αυτή την ατζέντα, και επιπλέον σκεφτόταν τον σχηματισμό ενός υπουργείου ενισχυμένου με ηγέτες της κοινής γνώμης, από τους οποίους ο Γκουτσκόφ, ο Κόμης Χέιδεν και ο Ν. Λβοβ θα ήταν εξέχοντα μέλη. Όταν αυτό το σχέδιο κατέληξε σε αποτυχία, ο Γκουτσκόφ συνέχισε να στηρίζει τον Στολίπιν.
Ο Γκουτσκόφ ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής της Δούμας για την Αυτοκρατορική Άμυνα, η οποία είχε βέτο για τον στρατιωτικό προϋπολογισμό. Το 1908 επέκρινε την απόφαση των διπλωματών να μην πάνε σε πόλεμο, όταν η Αυστρία προσάρτησε τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.[7]
Στην Τρίτη Δούμα, εκλεγμένοι χάρη σε ένα περιοριστικό δικαίωμα ψήφου, οι Οκτωβριστές ανέλαβαν ηγετικό ρόλο. Μετά την παραίτηση Κομιακόφ το 1910, ο Γκουτσκόφ εξελέγη Πρόεδρος. Επιτέθηκε στις “ανεύθυνες επιρροές” στη Ρωσική Αυλή και στην ανεπάρκεια του Υπουργείου Πολέμου στην προετοιμασία για την αναπόφευκτη σύγκρουση με τη Γερμανία. Καθώς ο Στολίπιν γινόταν όλο πιο βίαιος και αντιδραστικός, οι Οκτωβριστές έχασαν τη βάση τους, και ο Γκουτσκόφ τελικά παραιτήθηκε από την προεδρία της Δούμας.[5]
Η κρίση στο Κόμμα και ο Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1912 οι Οκτωβριστές ηττήθηκαν στις εκλογές για την Τέταρτη Δούμα, χάνοντας 30 έδρες. Ο Γκουτσκόφ ιδιαίτερα ηττήθηκε στην εκλογική του περιφέρεια στη Μόσχα. Οι απομείναντες Οκτωβριστές στη Δούμα διασπάστηκαν σε δύο παρατάξεις και πήγαν στην αντιπολίτευση. Μέχρι το 1915 πολλές τοπικές οργανώσεις του κόμματος και η κύρια εφημερίδα του κόμματος “Φωνή της Μόσχας” έπαψαν να υπάρχουν. Ο Γκουτσκόφ συνδέεται με τη διάδοση των επιστολών μεταξύ της Τσαρίνας Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν. Η συμπεριφορά του Γκριγκόρι Ρασπούτιν συζητήθηκε στην Τέταρτη Δούμα,[8] και τον Μάρτιο του 1913 οι Οκτωβριστές, με ηγέτη τον Γκουτσκόφ και Πρόεδρο της Δούμας, ζήτησαν έρευνα.[9][10] Ανήσυχος από την απειλή ενός σκανδάλου, ο Τσάρος ζήτησε από τον Ρασπούτιν να φύγει για τη Σιβηρία. Απ’ όταν ο Ρασπούτιν δέχτηκε επίθεση στη Δούμα, η Τσαρίνα Αλεξάνδρα μισούσε τον Γκουτσκόφ και πρότεινε να τον κρεμάσουν.[11]
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γκουτσκόφ τέθηκε επικεφαλής της οργάνωσης του Ερυθρού Σταυρού στο Γερμανικό μέτωπο, κι έτυχε σ’ αυτόν να ψάξει για το πτώμα του άτυχου Σαμσονόφ.[5] Ο Γκουτσκόφ έγινε επικεφαλής της Στρατιωτικής-Βιομηχανικής Επιτροπής, ενός οργάνου που δημιουργήθηκε από βιομηχανικούς μεγιστάνες για να προμηθεύουν τον στρατό. Έγινε φίλος με τον Αλεξέι Πολιβανόφ. Το 1915 ο Γκουτσκόφ ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του Προοδευτικού Μπλοκ, το οποίο απαίτησε την καθιέρωση της υπουργικής ευθύνης ενώπιον της Δούμας. Ο Νικόλαος Β΄ σταθερά απέφυγε να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα. Ο Βλαντίμιρ Σουχομλίνοφ έφυγε με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας και για προδοσία από τον Γκουτσκόφ και τον Μέγα Δούκα Νικόλαο. Τον Ιούλιο του 1915 ο Γκουτσκόφ εξελέγη πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής της Βιομηχανίας Πολέμου.[12]
Τον Αύγουστο του 1916 η λέξη επανάσταση ήταν στα χείλη όλων.[13] Τον Οκτώβριο ταξίδεψε στο Κισλοβόντσκ λόγω της κακής υγείας του. Τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γκουτσκόφ κατέληξε στο επώδυνο συμπέρασμα ότι η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί μόνο όταν θα αντικαθίστατο ο Τσάρος.[14] Ο Γκουτσκόφ ανέφερε ότι τα μέλη του Προοδευτικού Μπλοκ εξέταζαν ένα πραξικόπημα, αλλά δεν προέβησαν σε κάποια ενέργεια.
Όταν ξέσπασε η Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, ο Γκουτσκόφ κλήθηκε να αναλάβει το Υπουργείο Πολέμου και Πολεμικού Στόλου.[5] Λίγο μετά τις ταραχές στην Πετρούπολη τον Φεβρουάριο του 1917, ο Γκουτσκόφ, μαζί με τον Βασίλι Σούλγκιν, ήρθε στο αρχηγείο στρατού κοντά στο Πσκοβ για να πείσει τον Τσάρο να παραιτηθεί. Στις 2 Μαρτίου 1917 ( παλαιό ημερολόγιο) ο Νικόλαος Β΄ παραιτήθηκε. Ταυτοχρόνως, το βράδυ ο Γκουτσκόφ συνελήφθη και απειλήθηκε με εκτέλεση από τους εργάτες.[15]
Μετά την επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την Φεβρουαριανή Επανάσταση η Ένωση της 17ης Οκτωβρίου έπαψε να υπάρχει νομικά. Ο Γκουσκόφ κατείχε το αξίωμα του Υπουργού Πολέμου στη Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση μέχρι τις 29 Απριλίου. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τη λαϊκή εξέγερση, που προκλήθηκε από τη Διακοίνωση Μιλιουκόφ. Μαζί με τον συνάδελφό του Οκτωβριστή, Μιχαήλ Ροντζιάνκο συνέχισε να παλεύει για την καθιέρωση της “ισχυρής κυβέρνησης”. Υποστήριξε τον Λαβρ Κορνίλοφ και συνελήφθη μετά το πραξικόπημα Κορνίλοφ, αλλά αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη ημέρα.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Γκουτσκόφ έδωσε οικονομική βοήθεια για τη Λευκή Φρουρά. Όταν η πιθανή ήττα της Λευκής Φρουράς έγινε αναπόφευκτη, μετανάστευσε πηγαίνοντας στην αρχή στη Γερμανία. Πέθανε το 1936 στο Παρίσι.
Απομνημονεύματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Александр Иванович Гучков рассказывает ...: Воспоминания Председателя Государственной думы и военного министра Временного правительства. Μόσχα: TOO Red. zhurnala Voprosy istorii. 1993. ISBN 5-86397-001-4.[νεκρός σύνδεσμος] (ελλ. Ο Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς Γκουτσκόφ διηγείται ...: Αναμνήσεις του Προέδρου της Κρατικής Δούμας και Υπουργού Πολέμου της Προσωρινής Κυβέρνησης, έκδοση περ. Ζητήματα Ιστορίας).
Σύγχρονη αντίληψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γκουτσκόφ έχει γίνει κάτι σαν πρόσωπο της μόδας τα τελευταία χρόνια: η φήμη του στη Ρωσία έχει αυξηθεί μετά από ένα ντοκιμαντέρ στο βασικό κρατικό κανάλι, το οποίο συμπεριλάμβανε συνέντευξη με τον τότε Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Στο ντοκιμαντέρ ο Πούτιν αποκάλυψε ότι ο Γκουτσκόφ ήταν ένας από τους παιδικούς του ήρωες για τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να φέρει τη δημοκρατία στη χώρα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. gutschkow-alexander-iwanowitsch.
- ↑ «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Aleksandr-Ivanovich-Guchkov. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ (Αγγλικά) SNAC. w6kw7gfb. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 Μια ή περισσότερες από τις προηγούμενες προτάσεις ενσωματώνει κείμενο από δημοσίευση που είναι τώρα στο public domain:Paul Vinogradoff (1922). «Guchkov, Alexander». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2016.
- ↑ Orlandο Figes (1996). A People's Tragedy. Paperback. σελ. 61. ISBN 978-0-7126-7327-3.
- ↑ O. Figes (1996), p. 247
- ↑ Iliodor (1918). The Mad Monk of Russia (PDF). New York: The Century Co. σελ. 193.
- ↑ B. Moynahan (1997) Rasputin. The saint who sinned, p. 169-170.
- ↑ J.T. Fuhrmann (2013) The Untold Story, p. 91.
- ↑ O. Figes (1996), p. 279.
- ↑ Peeling, Siobhan (2014). «War Industry Committees». International Encyclopedia of the First World War. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2016.
- ↑ O. Figes (1996), p. 283.
- ↑ Raymond Pearson (1964) The Russian moderates and the crisis of Tsarism 1914–1917, p. 128.
- ↑ O. Figes (1996), p. 344.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Alexander Sergeevich Senin (1996). Alexander Ivanovich Guchkov. Moscow: Skriptoriy. σελ. 263.
- William Ewing Gleason. Alexander Guchkov and the end of the Russian Empire. Philadelphia: American Philosophical Society. σελίδες 90. ISBN 0-87169-733-5.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Alexander Guchkov στο Wikimedia Commons