Μετάβαση στο περιεχόμενο

Α΄ Αιγυπτοτουρκικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Α΄ Αιγυπτοτουρκικός Πόλεμος (1831-1833)
ΤόποςΕπαρχίες της Οθωμανικής Συρίας
ΈκβασηΑιγυπτιακή νίκη
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
1832:
100.000 άνδρες (περίπου)
1832:
145.000 άνδρες (περίπου)

Ο Α΄ Αιγυπτοτουρκικός Πόλεμος (1831–1833) ήταν μία στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αίγυπτο, που βρισκόταν στον έλεγχο του Μεχμέτ Αλή Πασά. Ο τελευταίος απαίτησε από την Υψηλή Πύλη τον έλεγχο της Μείζωνος Συρίας, ως αποζημίωση για την συνεισφορά του εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης. Η άρνηση του σουλτάνου είχε ως αποτέλεσμα την στρατιωτική αναμέτρηση, η οποία έφερε μία συντριπτική ήττα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.[1][2]

Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς της Αιγύπτου θεωρείται ότι σχεδίαζε να επεκτείνει την κυριαρχία του στις συριακές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από το 1812, εκμυστηρευόμενος στον Βρετανό πρόξενο τα σχέδιά του για την περιοχή εκείνο το έτος.[1] Αυτή η επιθυμία παρέμεινε σε αναστολή, έως ότου εδραίωσε την κυριαρχία του στην Αίγυπτο, εκσυγχρονίζοντας την κυβερνητική της διοίκηση, τις δημόσιες υπηρεσίες και τις ένοπλες δυνάμεις και καταστέλλοντας διάφορες εξεγέρσεις. Αντιμετώπισε μάλιστα τις εξεγέρσεις των Μαμελούκων και των Ουαχάμπι για λογαριασμό του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄.[1]

Το 1825 ο σουλτάνος κάλεσε και πάλι τον Μεχμέτ Αλή προκειμένου να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, υποσχόμενος να του παραχωρήσει τον έλεγχο της Κρήτης, τη Κύπρου και του Μοριά (τη σύγχρονη Πελοπόννησο) ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του.[1] Ο γιος του, Ιμπραήμ Πασάς, πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον των Ελλήνων, ως επικεφαλής ενός στρατευμένου στρατού, και απέκτησε τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Μοριά μέσα σε 10 μήνες από την αποβίβασή του εκεί.[3] Η ελληνική αντίσταση όμως συνεχίστηκε, προκαλώντας την αντίδραση της Ρωσίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας υπέρ των Ελλήνων.[3] Ο κοινός βρετανικός-ρωσικός-γαλλικός στόλος κατέστρεψε το στόλο του Μεχμέτ Αλή στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ εκδιώχθηκαν από το Μοριά.[4] Μόλις ο Ιμπραήμ και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην Αίγυπτο, άρχισαν οι προετοιμασίες για την απόκτηση της Συρίας.[4]

Ο κυβερνήτης της Άκρας, Αμπντουλάχ Πασάς του Αλή, φιλοξένησε φυγάδες του αιγυπτιακού στρατού και λέγεται ότι αρνήθηκε αίτημα να συμβάλει στην πολεμική προσπάθεια του Μεχμέτ Αλή.[1] Με πρόσχημα αυτές τις προσβολές, χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ Πασά ξεκίνησαν την πολιορκία της Άκρας τον Οκτώβριο του 1831.[1] Η πόλη έπεσε στα χέρια του Ιμπραήμ έξι μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1832. Μετά την Άκρα απέκτησε τον έλεγχο του Χαλεπίου, της Χομς, της Βηρυτού, της Σιδώνας, της Τρίπολης και της Δαμασκού.[5] Ο στρατός του σουλτάνου και των διάφορων τοπικών κυβερνητών δεν μπόρεσε να ανακόψει την πορεία του Ιμπραήμ.[6]

Ο οθωμανικός στρατός αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων στράτευσης και μαζικών ασκήσεων, που εφαρμόζονταν τότε στους ευρωπαϊκούς στρατούς, αλλά ο Μεχμέτ Αλή είχε καταφέρει να υιοθετήσει τα ευρωπαϊκά αυτά πρότυπα.[1][4] Η συντριπτική νίκη του Ιμπραήμ δεν μπορεί να αποδοθεί, όμως, μόνο στη στρατιωτική του οργάνωση. Οι αξιωματικοί του είχαν σημαντικά μεγαλύτερη εμπειρία από τους Οθωμανούς ομολόγους τους, έχοντας συμμετάσχει στους πολέμους εναντίον των Ουαχάμπι και Ελλήνων. Παράλληλα, ο αιγυπτιακός στρατός προσέλκυσε κατά τόπους σημαντική υποστήριξη, θεωρώντας την εκστρατεία ως «απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό».[4] Με τις επαρχίες της Μείζωνος Συρίας υπό τον έλεγχό του, ο αιγυπτιακός στρατός προωθήθηκε στη Μικρά Ασία κατά τα τέλη του 1832.[7]

Στις 21 Νοεμβρίου 1832 οι αιγυπτιακές στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη Ικόνιο της κεντρικής Μικράς Ασίας και βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής από την αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης.[7] Ο σουλτάνος απέστειλε ένα νέο στρατό 80.000 ανδρών, υπό την ηγεσία του Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσει την προέλαση του Ιμπραήμ προς την πρωτεύουσα.[7] Ο Ιμπραήμ διοικούσε μια δύναμη 50.000 ανδρών, οι οποίοι βρίσκονταν κατά μήκος των γραμμών ανεφοδιασμού από το Κάιρο μέχρι το Ικόνιο. Παρότι είχε μαζί του στο Ικόνιο μόνο 15.000 άνδρες, κατάφερε στις 21 Δεκεμβρίου να νικήσει τις οθωμανικές δυνάμεις, αιχμαλωτίζοντας τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά.[7][1] Οι Αιγύπτιοι υπέστησαν μόνο 792 απώλειες, σε σύγκριση με τους 3.000 νεκρούς του οθωμανικού στρατού, και κατέλαβαν 46 από τα 100 οθωμανικά πυροβόλα. Η νίκη στο Ικόνιο ήταν η τελευταία και πιο εντυπωσιακή νίκη της αιγυπτιακής εκστρατείας εναντίον της Υψηλής Πύλης και θα αντιπροσώπευε το αποκορύφωμα της δύναμης του Μεχμέτ Αλή στην ανατολική Μεσόγειο.[1]

Η επικράτεια που ήλεγχε ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου μετά την συνθήκη ειρήνης με τον Μαχμούτ Β΄ (1833).

Οι Οθωμανοί υπέστησαν μια ταπεινωτική ήττα από τους Αιγυπτίους, ενώ δεν διέθεταν πλέον σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις ανάμεσα στο Ικόνιο και την Κωνσταντινούπολη. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα του 1832-1833 ανάγκασαν το στρατόπεδο του Ιμπραήμ στο Ικόνιο να σπαταλήσει αρκετό καιρό, ο οποίος επέτρεψε στην Υψηλή Πύλη να συνάψει συμμαχία με τη Ρωσία. Οι ρωσικές δυνάμεις έφθασαν στην Μικρά Ασία, εμποδίζοντας την προέλαση του Ιμπραήμ προς την πρωτεύουσα.[5] Η επέμβαση της Ρωσίας θα αποδεικνυόταν πολύ μεγάλης σημασίας για τον στρατό του Ιμπραήμ, που δεν επιθυμούσε άμεση αναμέτρηση με κάποια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Παράλληλα, τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία, ανησυχώντας για την επεκτεινόμενη επιρροή της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δυνατότητά της να διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων, ανάγκασαν τον Μεχμέτ Αλή και τον Ιμπραήμ να συνομολογήσουν την Συνθήκη Ειρήνης της Κιουτάχειας. Σύμφωνα με τον διακανομισμό που επιτεύχθηκε, οι συριακές επαρχίες και τα Άδανα παραχωρήθηκαν στην Αίγυπτο και ο Ιμπραήμ Πασάς έγινε γενικός κυβερνήτης των περιοχών αυτών.[4]

Η συνθήκη χαρακτήριζε τον Μεχμέτ Αλή κατ΄ όνομα υποτελή στον σουλτάνο. Έξι χρόνια αργότερα, όταν ο Μεχμέτ Αλή προσπάθησε να ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία της Αιγύπτου, ο σουλτάνος το θεώρησε ως αιτία στασιασμού και έστειλε στρατό για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ Πασά, ξεκινώντας τον Β΄ Αιγυπτοτουρκικό Πόλεμο.[1]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 E.R. Toledano. (2012). "Muhammad Ali Pasha." Encyclopedia of Islam, Second Edition. (ISBN 978-9004128040)
  2. Aksan, Virginia (14 Ιανουαρίου 2014). Ottoman Wars, 1700-1870: An Empire Besieged (στα Αγγλικά). Routledge. ISBN 978-1-317-88403-3. 
  3. 3,0 3,1 David Howarth. (1976). The Greek Adventure: Lord Byron and other eccentrics in the War of Independence. New York: Atheneum, 1976. (ISBN 978-0689106538)
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 P. Kahle and P.M. Holt. (2012) “Ibrahim Pasha.” Encyclopedia of Islam, Second Edition. (ISBN 978-9004128040)
  5. 5,0 5,1 Trevor N. Dupuy. (1993). "The First Turko-Egyptian War." The Harper Encyclopedia of Military History. HarperCollins Publishers, (ISBN 978-0062700568), p. 851
  6. Khaled Fahmy. All the Pasha's Men: Mehmed Ali, His Army and the Making of Modern Egypt. Cairo: The American University in Cairo Press, 2002. (ISBN 978-9774246968)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Lt. Col. Osama Shams El-Din. "A Military History of Modern Egypt from the Ottoman Conquest to the Ramadan War." United States Army Command and General Staff College, 2007. [1] Αρχειοθετήθηκε 2022-06-21 στο Wayback Machine. PDF