Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άισταϊν Β΄ της Νορβηγίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άισταϊν Β΄ της Νορβηγίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1125
Σκωτία
Θάνατος21  Αυγούστου 1157[1][2]
Μπούχουσλεν
Χώρα πολιτογράφησηςΝορβηγία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςRagna Nikolasdatter[3]
ΤέκναΆισταϊν Μάιλα
ΓονείςΧάραλντ Δ΄ Γκίλλε[4] και Μπγιάδοκ
ΑδέλφιαΜπριγκίτα Χάραλντσντοτερ
Margaret Haraldsdatter
Ίνγκε Α΄ της Νορβηγίας
Σίγκουρντ Β΄ της Νορβηγίας
Μάγκνους Χάραλντσον της Νορβηγίας
Maria (?)
ΟικογένειαΟίκος του Γκίλλε
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜονάρχης της Νορβηγίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άισταϊν Β΄, παλαιά νορβηγ.: Eysteinn Haraldsson, Νορβηγ.: Øystein Haraldsson, (π. 1125 – 21 Αυγούστου 1157) [5] από τον Οίκο του Γκίλλε ήταν βασιλιάς της Νορβηγίας από το 1142 έως το 1157. Κυβέρνησε ως συγκυβερνήτης με τα αδέλφια του, Ίνγκε Α΄ Χάραλντσον και Σίγκουρντ Β΄ Μουν. Σκοτώθηκε στον αγώνα για την εξουσία εναντίον του αδελφού του, Inge, σε ένα πρώιμο στάδιο της εποχής του εμφυλίου πολέμου στη Νορβηγία.

Γεννήθηκε από ό,τι φαίνεται στη Σκωτία, ως γιο του Χάραλντ Γκίλλε, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Νορβηγίας από το 1130 έως το 1136, και μιας γυναίκας που ονομαζόταν Μπιάδοκ. Ο Χάραλντ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιρλανδία ή τη Σκωτία και ο Άισταϊν γεννήθηκε εκεί. Όταν ο Χάραλντ πήγε στη Νορβηγία το 1127 για να διεκδικήσει τη βασιλική διαδοχή, ο Άισταϊν δεν πήγε μαζί του. Ωστόσο, ο Χάραλντ γνωστοποίησε ότι είχε αποκτήσει έναν γιο, πριν έρθει στη Νορβηγία.

Ο Άισταϊν εμφανίζεται για πρώτη φορά στα έπος το 1142, όταν αρκετοί Νορβηγοί λέντμαν ταξίδεψαν δυτικά και τον έφεραν πίσω στη Νορβηγία από τη Σκωτία. Η μητέρα του ήρθε μαζί του στη Νορβηγία. Εκεί αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς και του δόθηκε μερίδιο του βασιλείου μαζί με τους νεότερους αδελφούς του. Η διαίρεση του βασιλείου δεν φαίνεται να ήταν εδαφική, αλλά φαίνεται όλα τα αδέλφια να είχαν ισότιμο βασιλικό καθεστώς, σε όλα τα μέρη της χώρας. Αυτή η περίοδος της συμβασιλείας τους είδε την ίδρυση μίας ανεξάρτητης Νορβηγικής αρχιεπισκοπής στο Nίνταρος (Tρόντχαϊμ) το 1152.

Τα έπη (sagas) Heimskringla και Orkneyinga αναφέρουν ότι κάποια στιγμή στις αρχές του 1150, ο βασιλιάς Άισταϊν πήγε σε μία εκστρατεία στη Σκωτία και την Αγγλία. Συνέλαβε τον Χάραλντ Μάνταντσον, κόμη του Όρκνεϋ στο Κάιθνες, και τον ανάγκασε να δώσει ως λύτρα ένα σημαντικό ποσό. Στη συνέχεια προχώρησε σε λεηλασίες κατά μήκος της σκωτικής και της αγγλικής ακτής, επιτιθέμενος στο Άμπερντην, το Χάρτλεπουλ και το Γουίτμπυ, σε ένα ταξίδι που θύμιζε τις προηγούμενες αποστολές των Βίκινγκ.

Σύμφωνα με τα έπη, οι σχέσεις μεταξύ των τριών αδελφών ήταν ειρηνικές, όσο ζούσαν οι κηδεμόνες των δύο μικρότερων αδελφών. Καθώς όμως τα μικρότερα αδέλφια μεγάλωναν, δημιουργήθηκαν εντάσεις. Το 1155, μια συνάντηση μεταξύ των αδελφών στο Μπέργκεν είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μάχες μεταξύ των ανδρών του βασιλιά Ίνγκε και του βασιλιά Σίγκουρντ, κατά την οποία σκοτώθηκε ο βασιλιάς Σίγκουρντ. Ο βασιλιάς Άισταϊν άργησε να φτάσει για τη συνάντηση, και πλησίασε την πόλη, μόνο αφού ο Σίγκουρντ ήταν ήδη νεκρός. Επετεύχθη ένας ανήσυχος διακανονισμός μεταξύ τού Ίνγκε και του Άισταϊν. Οι λόγοι των συγκρούσεων στο Μπέργκεν παραμένουν αμφισβητούμενοι. Σύμφωνα με τα έπος, ο Άισταϊν και ο Σίγκουρντ είχαν συνωμοτήσει να αφαιρέσουν τον Ίνγκε από τον βασιλικό τίτλο του, και να μοιράσουν το μερίδιό του στο βασίλειο μεταξύ τους. Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί αμφιβάλλουν γι' αυτή την εκδοχή, θεωρώντας την ως δικαιολογία του Ίνγκε για τις δικές του επιθετικές ενέργειες. Σε κάθε περίπτωση, η ειρήνη μεταξύ Ίγκε και Άισταϊν δεν κράτησε για πολύ μετά τα γεγονότα του 1155. Το 1157 και οι δύο πλευρές συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για αντιπαράθεση. Οι δυνάμεις του Ίνγκε υπερτερούσαν των δυνάμεων του Άισταϊν και όταν συναντήθηκαν, στη δυτική ακτή κοντά στο Mόστερ, οι δυνάμεις του Άισταϊν διαλύθηκαν. Ο Άισταϊν αναγκάστηκε να φύγει, πέρα από τη γη στο Βίκεν (περιοχή Όσλοφιορντ). Εγκαταλελειμμένος από τους δικούς του άνδρες, πιάστηκε, κάπου στην περιοχή του σημερινού Μπόχουλσεν, και σκοτώθηκε από τους απαγωγείς του. Το αν ο βασιλιάς Ίνγκε διέταξε ή όχι τη δολοφονία του, φαίνεται ότι ήταν ένα αμφισβητούμενο ερώτημα εκείνη την εποχή. Το σώμα του Άισταϊν τάφηκε στην εκκλησία του Φος στο Tούνγκε Χάντρεντ. Σύμφωνα με το έπος Heimskringla, ο εντόπιος πληθυσμός της περιοχής άρχισε να λατρεύει τον Άισταϊν ως άγιο.

Μετά το θάνατο του Άισταϊν, οι υποστηρικτές του συγκεντρώθηκαν γύρω από τον νεαρό Χάακον Β΄ τον Ευρύστερνο, γιο του Σίγκουρντ Μουν, ανιψιό του Άισταϊν. Συνέχισαν τον πόλεμο εναντίον του βασιλιά Ίνγκε, σε ένα πρώιμο στάδιο της λεγόμενης εποχής του εμφυλίου πολέμου, που επρόκειτο να διαρκέσει και να λήξει το 1240. Τα έπη περιγράφουν μία μάλλον αρνητική εικόνα, τόσο του Άισταϊν όσο και του αδελφού του Σίγκουρντ, επιλέγοντας γενικά να απεικονίσουν τον Ίνγκε ως τον δίκαιο ηγεμόνα των τριών αδελφών. Το Heimskringla αναφέρει για τον Άισταϊν:

«Ο βασιλιάς Άισταϊν ήταν μελαχρινός και σκοτεινός στην επιδερμίδα, με μεσαίο ύψος και ένας συνετός, ικανός άνδρας· αλλά αυτό που του στέρησε την προσοχή και τη δημοτικότητα με τους κάτω από αυτόν, ήταν η φιλαργυρία και η στενομυαλιά του». [1]

Ήταν νυμφευμένος με τη Ράγκνα Νίκολασντοτερ, μία Νορβηγή ευγενή.

Ο νόθος γιος του:

Οι κύριες πηγές της βασιλείας του Άινσταϊν είναι τα έπη (sagas) των βασιλέων Heimskringla, Fagrskinna, Morkinskinna και Ágrip. Τα τρία πρώτα βασίζουν τουλάχιστον μέρος της αφήγησής τους στο παλαιότερο έπος Hryggjarstykki, το οποίο γράφτηκε κάποια στιγμή μεταξύ 1150 και 1170, και επομένως ήταν μ;iα σχεδόν σύγχρονη με την εποχή πηγή. Αυτό το ίδιο το έπος δεν έχει διατηρηθεί.

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]