Van Gend en Loos κατά Nederlandse Administratie der Belastingen

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

H υπόθεση Van Gend en Loos κατά Nederlandse Administratie der Belastingen, (1963, C 26/62) ήταν μια υπόθεση ορόσημο του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που καθόρισε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ήταν ικανές να δημιουργήσουν νομικά δικαιώματα που θα μπορούσαν να επιβληθούν τόσο από φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα ενώπιον των δικαστηρίων των Κρατών Μελών της Κοινότητας. Αυτό ονομάζεται πλέον αρχή του άμεσου αποτελέσματος.[1] Η υπόθεση θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές, και πιθανώς η πιο διάσημη εξέλιξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [1]

Η υπόθεση προέκυψε από την ανακατάταξη ενός χημικού προϊόντος, από τις χώρες της Μπενελούξ, σε τελωνειακή κατηγορία που συνεπαγόταν υψηλότερες τελωνειακές επιβαρύνσεις. Προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν από την ολλανδική Tariefcommissie (Επιτροπή Δασμών) σε μια διαφορά μεταξύ της Van Gend en Loos και της ολλανδικής φορολογικής αρχής (Nederlandse Administratie der Belastingen). Το ΔΕΚ έκρινε ότι η δασμολογική ανακατάταξη παραβίαζε το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΟΚ που απαιτούσε από τα κράτη μέλη να μειώσουν σταδιακά τους τελωνειακούς δασμούς μεταξύ τους, κρίνοντας παράλληλα ότι η παραβίαση ήταν δεκτική προσφυγών από ιδιώτες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων και όχι μόνο από τα ίδια τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

Πραγματικά περιστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Van Gend en Loos, μια ταχυδρομική και μεταφορική εταιρία, εισήγαγε oυρία-φορμαλδεΰδη από τη Δυτική Γερμανία στην Ολλανδία. Οι Ολλανδικές αρχές επέβαλαν δασμούς κατά την εισαγωγή. Η Van Gend en Loos αντιτάχθηκε στην καταβολή του δασμού, δηλώνοντας ότι επρόκειτο για σαφή παραβίαση του άρθρου 12 της Συνθήκης της Ρώμης (πλέον άρθρο 30 ΣΛΕΕ), το οποίο ανέφερε:

"Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ούτε προβαίνουν σε αύξηση εκείνων που εφαρμόζουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις."

— Άρθρο 12 Συνθήκης ΕΟΚ, σε Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθ. C 224 της 31/08/1992 σ. 0001 - 0079

Η Van Gend en Loos κατέβαλε το δασμό, αλλά στη συνέχεια προσπάθησε να ανακτήσει τα χρήματα στο εθνικό δικαστήριο (Tariefcommissie). Η Tariefcommissie υπέβαλε αίτημα για προδικαστική απόφαση στο ΔΕΚ, ρωτώντας εάν το άρθρο 12 της Συνθήκης της Ρώμης παρείχε δικαιώματα στους υπηκόους ενός κράτους μέλους τα οποία θα μπορούσαν να επιβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Η Tariefcommissie υποστήριξε

  1. ότι, καθώς οι Κάτω Χώρες είχαν, ως επί το πλείστον, συμμορφωθεί με το άρθρο 12 (προβαίνοντας σε γενική μείωση και κατάργηση των δασμών), θα πρέπει να αγνοηθεί η έκτακτη αύξηση του δασμού στην ουρία-φορμαλδεΰδη (de minimis lex non curat[2] και
  2. ότι η συνθήκη ήταν μια συμφωνία μεταξύ κρατών μελών και, καθώς οι εισαγωγείς προφανώς δεν ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη, δεν είχαν locus standi.

Η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ Roemer ανέφερε ότι ορισμένες διατάξεις της συνθήκης θα μπορούσαν να έχουν «άμεσο αποτέλεσμα» (ότι οι πολίτες μπορούσαν να βασιστούν σε αυτές) αλλά ότι το άρθρο 12 δεν ήταν μία από αυτές.

Απόφαση του Δικαστηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγνοώντας τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα (με την οποία συντάχθηκαν 3 από τις τότε 6 κυβερνήσεις της ΕΟΚ), το ΔΕΚ έκρινε ότι η Van Gend en Loos θα μπορούσε να ανακτήσει τα χρήματα που κατέβαλε βάσει του δασμού.

Το άρθρο 12 θεωρήθηκε ικανό να δημιουργήσει προσωπικά δικαιώματα για την Van Gend en Loos, παρόλο που αυτό δεν δηλώθηκε ρητά. Συνεπώς, οι Κάτω Χώρες δεν είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν υψηλότερο δασμό από αυτόν που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 1958 (όταν τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη).

Μια αύξηση του δασμού θα μπορούσε να προκύψει είτε μέσω αύξησης του δασμολογικού συντελεστή, είτε μέσω της ανακατάταξης ενός προϊόντος σε δασμολογική κλάση βαρύτερου δασμού: και τα δύο ήταν παράνομα σύμφωνα με το άρθρο 12. Το ζήτημα του προσδιορισμού κατάλληλου δασμού για την ουρία-φορμαλδεΰδη (δηλαδή αυτό που εφαρμόστηκε σωστά την 1η Ιανουαρίου 1958) παραπέμφθηκε από το ΔΕΚ στο εθνικό δικαστήριο. [3]

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η μη συμμόρφωση των κρατών μελών με το δίκαιο της ΕΟΚ θα μπορούσε να εποπτεύεται από εκτελεστικές μέτρα είτε από την Επιτροπή είτε από άλλο κράτος μέλος (όπως προέβλεπε η Συνθήκη), δεν σημαίνει ότι τα άτομα δεν θα πρέπει επίσης να μπορούν να ενεργούν ως φορείς επιβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Για την άποψη αυτή, δόθηκαν δύο αιτιολογήσεις. Πρώτον, ότι η μη αναγνώριση μιας έννοιας άμεσου αποτελέσματος δεν θα παρείχε επαρκή νομική προστασία στα άτομα. Δεύτερον, ότι η ατομική επιβολή θα ήταν ένας αποτελεσματικός εποπτικός μηχανισμός. Η διαθεσιμότητα εποπτείας και νομικής εφαρμογής των δικαιωμάτων από άτομα, την Επιτροπή και τα Κράτη Μέλη περιγράφεται από τον Stephen Weatherill ως «διπλή επαγρύπνηση». [5]

Σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση αποτελεί αρχή, καθώς προτάσσει ότι επαρκώς σαφείς και άνευ όρων διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης είναι άμεσα αποτελεσματικές (διάφορο από τις άμεσα εφαρμοστέες) στην εφαρμογή τους κατά του κράτους.

Η υπόθεση απεικονίζει τη δημιουργική νομολογία του Δικαστηρίου. Το δόγμα του άμεσου αποτελέσματος δεν αναφέρεται στη Συνθήκη. Το Δικαστήριο δικαιολόγησε την ύπαρξη του δόγματος άμεσου αποτελέσματος με βάση την αυτόνομη έννομη τάξη που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης.[6][7][8] Η αυτονομία της έννομης τάξης της ΕΟΚ (νυν ΕΕ) σημαίνει ότι το ίδιο το δίκαιο της ΕΕ αποφασίζει για τον τρόπο με τον οποίο το δίκαιο της ΕΕ δημιουργεί αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αυτονομία του δικαίου της ΕΟΚ ήταν απαραίτητη ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις τους βάσει της Συνθήκης της Ρώμης.

Φαίνεται πιθανό ότι το δικαστήριο έλαβε την απόφαση υπό την επιρροή του Γάλλου δικαστή Robert Lecourt, ο οποίος είχε διοριστεί στο Δικαστήριο τον Μάιο του 1962. Οι ομιλίες και τα γραπτά του Lecourt συνδέουν επανειλημμένα το δόγμα του άμεσου αποτελέσματος με την καταστολή των διακρατικών αντιποίνων και των μονομερών μηχανισμών διασφάλισης εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. [9]

Η υπόθεση απεικονίζει μια διαδικασία επιβολής της νομοθεσίας της ΕΟΚ σε εθνικό επίπεδο — το άμεσο αποτέλεσμα δεν απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασκήσει αγωγή κατά του κράτους. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί παρέχει έναν πιο αποτελεσματικό, διάχυτο μηχανισμό επιβολής.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Craig, Paul· de Búrca, Gráinne (2003). EU Law: Text, Cases and Materials (3rd έκδοση). Oxford University Press. σελ. 182. ISBN 0-19-924943-1. The ECJ first articulated its doctrine of direct effect in 1963 in what is probably the most famous of its ruling. 
  2. «De Minimis Non Curat Lex Definition». www.duhaime.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2023. 
  3. Case 26/62, NV Algemene Transporten Expeditie Onderneming van Gend en Loos v Nederlandse Administratis der Belastingen [1963] ECR 1. See section B.
  4. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A61962CJ0026&qid=1692025764387
  5. Weatherill, Stephen (2007). Cases and materials on EU law. Oxford University Press. σελ. 96. ISBN 978-0-19-921401-3. 
  6. Lenaerts, Koen (2019). «The Autonomy of European Union Law». I Post di Aisdue I: 1–11. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-09-10. https://web.archive.org/web/20210910195817/https://www.aisdue.eu/web/wp-content/uploads/2019/04/001C_Lenaerts.pdf. Ανακτήθηκε στις 2023-08-24. 
  7. Nic Shuibhne, Niamh (2019). «What Is the Autonomy of eu Law, and Why Does That Matter?». Nordic Journal of International Law 88: 9–40. doi:10.1163/15718107-08810002. https://doi.org/10.1163/15718107-08810002. 
  8. Lindeboom, Justin (2021). «The Autonomy of EU Law: A Hartian View». European Journal of Legal Studies 13: 271–307. https://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/69520/Lindeboom_2021.pdf. 
  9. William Phelan, Great Judgments of the European Court of Justice: Rethinking the Landmark Decisions of the Foundational Period (Cambridge, 2019)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]