Φυσικό Δίκαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ius naturale)

Το λεγόμενο Φυσικό Δίκαιο, (ius naturale ή jus naturale), αποτελεί διάκριση του Διεθνούς Δικαίου που πρώτος την εισήγαγε στη σύγχρονη αντίληψη ο Ούγκο Γκρότιους (ο μετέπειτα χαρακτηρισθείς πατέρας του Διεθνούς Δικαίου).

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φυσικό Δίκαιο, που συνηθίζεται να λέγεται περισσότερο φιλοσοφικά και "Δίκαιο της Φύσης" είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο Δίκαιο που βασίζεται στην ανθρώπινη φύση και στη λογική. Έμμεσες πηγές του Δικαίου αυτού θεωρούνται τόσο η βούληση του Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται από ιερά κείμενα, όσο βεβαίως και η ανθρώπινη φύση.
Το Φυσικό Δίκαιο, όπως προσδιορίστηκε "κοινό" για όλη την ανθρωπότητα, στην αρχή της σύγχρονης αντίληψης περί Δικαίου, αποτελεί ένα είδος φραγμού στη κρατική βούληση τόσο ως προς την άσκηση του δικαιώματος του πολέμου(¹) (δίκαιος μόνο ο αμυντικός, και ο επί τιμωρία), καθώς και για τον τρόπο διεξαγωγής του, όσο επίσης και επί της ιδέας της διεθνούς ευθύνης των κρατών.

Ως σύνολο κανόνων αναγνωρισμένων αρχών ορθής συμπεριφοράς, το φυσικό δίκαιο αντιπαρατίθεται από την έτερη διάκριση του Διεθνούς Δικαίου, (κατά τον Γκρότιους), που ονομάζεται 'εκούσιο δίκαιο ή Θετικό Δίκαιο(²) και που διακρίνεται σε θείο και ανθρώπινο ανάλογα με τη πηγή προέλευσής του.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη σύλληψη της ιδέας του Φυσικού Δικαίου ανάγεται στους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα στους Σοφιστές του 6ου - 5ου αιώνα π.Χ. στη προσπάθειά τους μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις, να προσδιορίσουν τη φύση της τάξης που θα πρέπει να διέπει τις σχέσεις των τότε πόλεων-κρατών. Τότε αναπτύχθηκε η διάκριση μεταξύ φύσης, ως έννοια δικαίου σοφή και αιώνια, και νόμου, ως έννοια αυθαίρετη, προϊόν σκοπιμότητας. Έτσι την εποχή εκείνη ο νόμος θεωρείτο περισσότερο ωφέλιμος, κατ΄ άλλους ως ισχύ των δυνατών, κατ΄ άλλους ως ισχύ των αδυνάτων. Πολλοί επίσης Σοφιστές επικαλούνταν το φυσικό δίκαιο ως δύναμη που διέπει την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή προσέγγιση, θεωρούσαν πως ο άνθρωπος μπορούσε με τη λογική και τη βούλησή του να διακρίνει πλέον το αγαθό και το κακό, (σχετικός ο μύθος Αρετής και Κακίας του Ηρακλή) και ν΄ αποφασίσει τη κατεύθυνσή του.

Ο Σωκράτης, ο Πλάτων αλλά και ο Αριστοτέλης προχώρησαν την ιδέα αυτή στο ότι ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να βρει τους μηχανισμούς εκείνους που θα αξιολογεί τη δράση του ανάλογα με την πραγματικότητα, δίνοντας έτσι μια πρώτη ιδέα του Θετικού Δικαίου.

Ο δε Σωκράτης, στην αναζήτηση αυτών των μηχανισμών, πρόβαλε την έννοια της γνώσης, (του "γνωρίζω"), των απαραίτητων εννοιών π.χ. της δικαιοσύνης, της τόλμης κ.λπ. Ο Πλάτων χαρακτήρισε τις αναζητούμενες ιδέες του Σωκράτη ως αιώνιες (αΐδιες), και αμετάβλητες οντότητες που υφίστανται ανεξάρτητα των ανθρωπίνων πράξεων, επιβάλλοντας έτσι την ιδέα της φρόνησης επ΄ αυτών δηλαδή της φιλοσοφίας. Συνεπώς, η λογική είναι εκείνη που ως πυξίδα θα πρέπει να κατευθύνει τις πράξεις, συμπεραίνοντας ότι οι πόλεις θα πρέπει να κυβερνώνται από φιλοσόφους. Στην "Πολιτεία" του όμως και ειδικά στους "Νόμους" εγκατέλειψε τη θεωρία αυτή, της βασιλείας των φιλοσόφων, προτείνοντας ένα σύνθετο πολίτευμα που να συνδυάζει Βασιλεία και Δημοκρατία (Βασιλευόμενη Δημοκρατία).

Ο Αριστοτέλης συμφωνεί ότι το φυσικό δίκαιο (η Δικαιοσύνη) έχει το αυτό κύρος παντού και ανευρίσκεται με τη λογική, αποκλείοντας τους βαρβάρους, κάνοντας έτσι λόγο όπως και ο Πλάτων για δικαίωμα μόνο εκείνων που είχαν ευγενή καταγωγή και πλούσια παιδεία.

Τέλος περί τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Στωικοί φιλόσοφοι εισήγαγαν στην έννοια του φυσικού δικαίου την έννοια της ισότητας και λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της λογικής, όπως είχε αναπτυχθεί από τους προγηγούμενους, ως κτήμα όλων κατέληξαν στην άποψη ότι ο φυσικός νόμος (η φυσική κατάσταση) είναι κατάσταση αρμονίας που διέπεται από τη λογική. Και συμπλήρωναν ότι: επειδή όμως η αρμονική αυτή κατάσταση έχει διαφθαρεί από τον ανθρώπινο εγωισμό οφείλει η ανθρωπότητα να επαναπροσεγγίσει το αρχαίο ιδανικό, (σημερινή περίπτωση αναφοράς του Ολυμπιακού Ύμνου), διαμορφώνοντας ανάλογη νομοθεσία. Την εποχή αυτή, η έννοια του φυσικού νόμου και της ηθικής θεωρούνταν ταυτόσημοι. Στο σημείο αυτό λήγει και η πρώιμη ιδέα του φυσικού νόμου όπως διαμορφώθηκε εξελικτικά στην ελληνική αρχαιότητα, (φύση - νόμος, γνώση - λογική, ισότητα - αρμονία - ηθική).

Ρωμαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, καμία ανάπτυξη δεν σημειώθηκε επί της ιδέας του φυσικού νόμου. Αν και στο Ρωμαϊκό δίκαιο κάνει την εμφάνισή του το Δίκαιο Εθνών (jus gentium), τούτο αφορούσε μόνο τους ελεύθερους Ρωμαίους πολίτες, άνδρες και γυναίκες, και τους εξισωμένους μ΄ αυτούς. Σημαντική επίσης ήταν με την επικράτηση του Χριστιανισμού το έργο πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και ειδικότερα του Αγίου Αυγουστίνου που υποστήριζε πως ο άνθρωπος πριν τη πτώση του ζoύσε ελεύθερος με τους κανόνες του "φυσικού δικαίου" αλλά αργότερα έγινε δούλος της αμαρτίας, (αρχέγονος δικαιοσύνη).

  • Καθίσταται καταφανής η προσέγγιση του Αγίου Αυγουστίνου στη διδασκαλία των Ελλήνων Στωικών του 3ου π.Χ. αιώνα.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Μεσαίωνα, η Εκκλησία αποτελούσε το κέντρο μάθησης έτσι οι κληρικοί ανέλαβαν να προσαρμόσουν την έννοια του δικαίου στη φιλοσοφική διδασκαλία. Αυτό το πέτυχαν ταυτίζοντας το φυσικό νόμο των αρχαίων στο πλαίσιο του θείου νόμου. Τον τρόπο αυτό ακολούθησε ιδιαίτερα ο Γρατιανός που έχει αποκληθεί "πατέρας του Κανονικού Δικαίου" (Εκκλησιαστικού Δικαίου) στηριζόμενος στη θεία ρήση: "ό σύ μισείς ετέρω μη ποιήσεις".

Ακολούθως, τον 13ο αιώνα, o Άγιος Θωμάς Ακινάτης επαναλαμβάνοντας την έννοια της λογικής στο φυσικό νόμο των αρχαίων Ελλήνων αρχίζει να διδάσκει ότι ο Θείος νόμος - αιώνιος νόμος, (ο αΐδιος των αρχαίων Ελλήνων) προέρχεται από τον θείο λόγο ( "θεία" λογική) που επειδή βρίσκεται στο Πνεύμα του Θεού δεν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο παρά ελάχιστα, μέσα από την Θεία Αποκάλυψη και μέσα από την ανθρώπινη λογική καταλήγοντας ότι "Το φυσικό δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συμμετοχή του αιώνιου δικαίου στο λογικό δημιούργημα", συμπληρώνοντας ότι "ο θείος νόμος είναι η λογική της θείας σοφίας".

Παράλληλα, άλλοι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ντανς Σκότους, ο Γουλιέλμος του Όκαμ και ο Φρανθίσκο Σουάρεθ, τόνιζαν περισσότερο τη σημασία της "θείας βούλησης" (βουλησιαρχία) ως πηγή φυσικού δικαίου και όχι της "θείας λογικής". Μάλιστα ο πρώτος ο Σκότους διακρίνει ότι ο θεός έχει δύο εξουσίες την απόλυτη (της δημιουργίας) και τη ρυθμιστική (λειτουργική) μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται συσχέτιση. Έτσι ο θείος αιώνιος νόμος (απόλυτη εξουσία) μπορεί να μην ανακλάται επακριβώς στις εντολές του, (ρυθμιστική εξουσία), υπό το στοιχείο της αυθαιρεσίας της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου.

Έτσι κατα τον Μεσαίωνα η έννοια του φυσικού δικαίου έχει απόλυτα περιβληθεί με ηθικοθρησκευτική αντίληψη.

Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περί το τέλος του Μεσαίωνα εμφανίζονται οι λεγόμενοι "πρόδρομοι του Διεθνούς Δικαίου", ο Βιτόρια και ο Τζεντίλι. Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση όμως που σημειώθηκε, που επέφερε την πτώση της εκκλησιαστικής αυθεντίας, παράλληλα με τη πτώση της Φεουδαρχίας με τον κατακερματισμό του Ευρωπαϊκού χώρου σε ανεξάρτητες Ηγεμονίες, καθώς και η ανάπτυξη της Επιστήμης, άνοιξαν νέους ορίζοντες στη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού δικαίου, κύριος θεμελιωτής της οποίας ήταν ο Ολλανδός νομομαθής Ούγκο Γκρότιους, το έργο του οποίου υπήρξε σε επιστημονική βάση σπουδαίο.

Ο Γκρότιους, απηχώντας τους αρχαίους Έλληνες Στωικούς, αφού απάλλαξε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου από την ηθικοθρησκευτική τους βάση, τις προσάρμοσε στις κοινωνικές ανάγκες της κοινωνίας των Ηγεμονιών - κρατών, θεωρώντας το σύμπαν να κυριαρχείται από ένα λογικά (αρμονικά) δομημένο φυσικό δίκαιο. Επομένως για τον άνθρωπο το φυσικό δίκαιο είναι η συγκέντρωση όλων των κανόνων εκείνων που απορρέουν από την ίδια του τη φύση, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα ζώα από την "όρεξη", (βούληση), για ειρήνη (λογική).

Σχολή Φυσικού Δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σχολή (σύνολο γνωμών και απόψεων) περί του φυσικού δικαίου στη σύγχρονη αντίληψη άρχισε να εμφανίζεται μετά τον Γκρότιους. Οι οπαδοί της Σχολής αυτής απέκλεισαν κάθε προσέγγιση στο Θετικό Δίκαιο, αποδεχόμενοι μόνο το φυσικό. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της Σχολής ήταν οι Barbeyrac, Thomasius, Cocceji και ειδικότερα ο Pufendorf ο οποίος στο έργο του "De iure naturae et gentium"(1672), υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει θετικό διεθνές Δίκαιο, επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει νομοθετική βούληση υπεράνω των κρατών. Επειδή όμως τέτοια βούληση δεν υφίσταται, κατά συνέπεια δεν υφίσταται και ο παραπάνω όρος.

Άλλος επίσης εκπρόσωπος της ίδιας σχολής είναι ο Vettel που συμβούλευε του Ηγεμόνες της εποχής του να εφαρμόζουν κάθε φορά εκείνο που επιτάσσει ο φυσικός νόμος στα έθνη. Μάλιστα στο έργο του "Το Διεθνές Δίκαιο στη συμπεριφορά των Ηγεμόνων" κηρύσσει ότι όλα τα κράτη θα πρέπει να εμφορούνται από την "αρχή της αλληλεγγύης" και της "αλληλοβοήθειας".

  • Σημειώνεται ότι το σοβαρό μειονέκτημα της σχολής του φυσικού δικαίου είναι ότι επειδή βασίζεται κυρίως σε αφηρημένες έννοιες (όπως ακριβώς τις αντιμετώπιζαν οι Έλληνες Σοφιστές στην αρχαιότητα), παραγνωρίζει την διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα (σύγχρονα γεγονότα) με συνέπεια ν΄ απέχει πολύ, κάθε φορά, στη πράξη.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (¹) Δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση η τακτική αναφορά σε πολέμους δεδομένου ότι η απαρχή της σύγχρονης αντίληψης περί διεθνών σχέσεων είχαν δύο μόνο αντικείμενά: τον πόλεμο και τη συμμαχία, (μεταξύ των Ηγεμονιών), και επ΄ αυτών αναπτύχθηκαν. Η εμπλοκή του εμπορίου, των μεταφορών κ.λπ. στις διεθνείς σχέσεις, ανήκει σε πολύ μετέπειτα εξελικτικό στάδιο.
  • (²) Το προερχόμενο από την ανθρώπινη βούληση θετικό Δίκαιο διακρίνεται με τη σειρά του σε "Εσωτερικό" και σε "Διεθνές Δίκαιο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα" τ.21ος, σ.62
  • "Διεθνές Δίκαιο" Α. Ζιμπουλάκη - Αθήνα 1979, σ.23-24.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τσαφάρας, Κ.: «Το φυσικό και το θετικό δίκαιο ως αλληλοσυμπληρούμενα είδη δικαίου». Ελληνική Φιλοσοφική επιθεώρηση 6 (1989), 167-171.