Μετάβαση στο περιεχόμενο

Archigram

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Archigram (" Άρκιγκραμ") ήταν το όνομα μιας εξέχουσας πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής ομάδας η οποία σχηματίστηκε τη δεκαετία του 1960 στο Λονδίνο. Αντλώντας έμπνευση από την τεχνολογία με σκοπό τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας, επί μια περίπου δεκαετία οι Archigram παρουσίαζαν σταθερά και επίμονα, ακραίες φαντασιακές ιδέες και εικόνες μιας αχαλίνωτης νεωτερικότητας, υπό την μορφή υποθετικών έργων. Αφοσιωμένοι σε μια προσέγγιση τεχνολογικά εξελιγμένων δομών και υποδομών εστιασμένων στην τεχνολογία επιβίωσης, η ομάδα πειραματιζόταν με θέματα όπως οι σπονδυλωτές δομές, η κινητικότητα μέσα στο περιβάλλον, οι χωροκάψουλες και οι εικόνες μαζικής κατανάλωσης. Φορέας των ιδεών και των φαντασιών τους αποτέλεσε το -πενιχρού προϋπολογισμού- ομώνυμο περιοδικό/φυλλάδιο "Archigram", του οποίου εξέδωσαν συνολικά 9 τεύχη μεταξύ 1961 και 1970.

Οι Archigram επιθυμούσαν σθεναρά να αποτρέψουν τον Μοντερνισμό από το να μετατραπεί σε μια στείρα και 'ασφαλή' ορθοδοξία από τους οπαδούς του. Ανάμεσα στις πηγές έμπνευσης της ομάδας ήταν κατ' αρχάς τα έργα του Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φούλερ ο οποίος αναρωτιόταν " αν η ανθρωπότητα έχει άραγε ελπίδες να επιζήσει διαχρονικά και επιτυχώς στον πλανήτη Γη, και αν ναι, πώς; ". Η φύση της επιρροής αυτής, η οποία έγινε αντικείμενο προβληματισμού για εκείνους, είναι εμφανής στα έργα τους, στα οποία προσπαθούν να εφεύρουν πρωτοποριακά συστήματα και μηχανισμούς ως έναν εναλλακτικό φορέα των κατοίκων του πλανήτη. Σε αντίθεση όμως με το εφήμερο των προτάσεων του Φούλερ, ο οποίος θεωρεί ότι περισσότερα πράγματα πρέπει να γίνουν με λιγότερους πόρους (λόγω των πεπερασμένων υλικών), οι Archigram βασίζουν την σκέψη τους σε ένα μέλλον ανεξάντλητων πόρων.

Μια ακόμα πηγή έμπνευσης ήταν γι'αυτούς τα σχέδια του φουτουριστή Αντόνιο Σαντ'Ελία, ο οποίος οραματιζόταν μια "μηχανοποιημένη" πόλη του μέλλοντος. Αυτό είναι ίσως και το πιο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του κόσμου των Archigram, η διαρκής αναζήτηση μιας ουτοπίας, φτιαγμένης για να φιλοξενεί τις ανθρώπινες ανέσεις. Αυτός ο προσανατολισμός προς τις ανθρώπινες επιθυμίες, συνάδει με την στροφή που συνέβαινε την εποχή εκείνη στην κοινωνική αναπαραγωγή της αρχιτεκτονικής: Το δομημένο περιβάλλον ανακατευθύνονταν για να υπηρετήσει μια φιλελεύθερη, και όχι πλέον κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία· να παράσχει στέγη σε καταναλωτές, και όχι πλέον σε εργάτες· να θέλξει το σώμα και όχι να το πειθαρχήσει.[1]

Οι Archigram, τόσο μέσω της διασποράς των ιδεών και των θεωρητικών έργων τους από το Archigram magazine, όσο και μέσω της διδασκαλίας τους, επηρέασαν και ενέπνευσαν αρχιτέκτονες όπως ο Ρίτσαρντ Ρότζερς και ο Ρέντζο Πιάνο (Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού, 1971), ο Νόρμαν Φόστερ, οι Future Systems, ο Μπερνάρ Τσουμί, η Ζάχα Χαντίντ κ.α.[2]

Ο κύριος πυρήνας της ομάδας, όπως αυτός διαμορφώθηκε το 1963 στην πλήρη του μορφή, αποτελούνταν από έξι μέλη: Warren Chalk (1927-1988), Peter Cook (1936), Dennis Crompton (1935), David Greene (1937), Ron Herron (1930-1994) και Michael Webb (1937).

Τρεις από αυτούς (P. Cook, D.Greene, M. Webb) είχαν τότε προσφάτως αποφοιτήσει, έχοντας διαγράψει ήδη μια εντυπωσιακή φοιτητική πορεία (στην Architectural Association, στην Nottingham School of Architecture και στην Regent Street Polytechnic, αντίστοιχα). Οι άλλοι τρεις (W. Chalk, D. Crompton, R.Herron) συνεργάζονταν ήδη από το 1960 στον τομέα Ειδικών Έργων (Special Works division) του περίφημου Αρχιτεκτονικού Παραρτήματος του Συμβουλίου της Κομητείας του Λονδίνου ([London County Council Architects Department ή LCC Architects), έχοντας προσθέσει στο ενεργητικό τους την κατασκευή σημαντικών σχολικών κτιρίων, το μπρουταλιστικό South Bank Complex καθώς και διακρίσεις σε εθνικούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.[1]

Ο σχεδιαστής Theo Crosby (1925-1994) ήταν το "κρυμμένο χέρι" πίσω απ'την ομάδα . Ήταν αυτός ο οποίος το 1962, ως επί κεφαλής της Ομάδας Σχεδιασμού της Taylor Woodrow Construction, (μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της Βρετανίας) τους έφερε όλους σε επαφή προσφέροντάς τους θέση στην ομάδα του, προκειμένου να εργαστούν στην αναστήλωση του σταθμού Γιούστον (Euston) και να ασχοληθούν με διάφορα άλλα πειραματικά έργα. Αυτός επίσης τους προσέφερε αργότερα κάλυψη στο περιοδικό Architectural Design (του οποίου ήταν συντάκτης από το 1953 ως το 1962) και τους έφερε στην προσοχή του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης (Institute of Contemporary Arts, ICA) του Λονδίνου όπου πραγματοποίησαν το 1963 την έκθεσή τους "Living City".[3]

Γέννηση της ομάδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος της εργασίας τους στην Taylor Woodrow Construction (μεταξύ 1962 και 1965), ήταν εκείνη κατά την οποία οι σχέσεις τους στερεοποιήθηκαν, κάτι που οδήγησε σε εκτεταμένες συνεργασίες τους τόσο σε εκθέσεις όσο και στην ακαδημαϊκή διδασκαλία. Συνήθιζαν να μένουν μετά τη δουλειά ως αργά στο γραφείο, κάνοντας νοητικές αποδράσεις σε έναν ελεύθερο κόσμο απεριόριστων πιθανοτήτων, οδηγούμενοι από ένα ρομαντικό όνειρο καθολικών, παγκόσμιων δομών και τρόπων έκφρασης. Ο δρόμος είχε προετοιμαστεί για αυτούς από τον Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φούλερ και το Independent Group. Υπήρχε άλλωστε εκείνη την εποχή μια νέα αίσθηση απελευθέρωσης σε όλα τα πεδία: στην Ποπ Αρτ, στην ποπ μουσική, στη μόδα, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στις σχέσεις, στην τεχνολογία του διαστήματος, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Λονδίνο αποτελούσε τότε το δυναμικό πολιτιστικό κέντρο της Ευρώπης.[4]

Οι ίδιοι έλεγαν για τους εαυτούς τους στην επίσημη βιογραφία τους το 1965:

Διάλυση της ομάδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1969, η ομάδα, στην οποία είχαν μέχρι τότε προσχωρήσει ο Collin Fournier και ο Ken Allison, άνοιξε στο Λονδίνο αρχιτεκτονικό γραφείο με την ονομασία Archigram Architects, έχοντας μόλις κερδίσει έναν διαγωνισμό για το σχεδιασμό κέντρου αναψυχής στο Μόντε Κάρλο. Το σχέδιο αποτελούνταν στην ουσία από έναν γιγάντιο κυκλικό θόλο θαμμένο υπογείως δίπλα στη Μεσόγειο. Τα καθίσματα, οι τουαλέτες και οι φωτισμοί ήταν προσαρτημένα σε τροχούς έχοντας την δυνατότητα να κινηθούν σε νέους σχηματισμούς καθώς η χρήση του κτιρίου μεταβαλλόταν. Η χρηματοδότηση όμως κατέρρευσε και το κέντρο αναψυχής δεν κτίστηκε ποτέ. Το πολιτιστικό κλίμα, κάποτε τόσο θετικά προσκείμενο στην τεχνοκρατική αισιοδοξία των Archigram, σκοτείνιαζε, καθώς η βιαιότητα του πολέμου στο Βιετνάμ και οι εμφύλιες αναταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία, αναδείκνυαν την μακάβρια πλευρά της τεχνολογικής προόδου. Μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, οι Archigram διασπάστηκαν καθώς τα μέλη τους έφυγαν προς αναζήτηση νέων ενδιαφερόντων. Όταν το γραφείο έκλεισε το 1974, είχαν πραγματωθεί ήδη τρία έργα, όλα τους το 1973 από τον Dennis Crompton και τον Ron Herron (μια παιδική χαρά στο Μίλτον Κέινς, μια έκθεση στο Commowealth Institute στο Λονδίνο και μια πισίνα για τον τραγουδιστή Ροντ Στιούαρτ).[5]

Αρχικά κάτι λίγο περισσότερο από μια συλλογή εκκεντρικών σπουδαστικών εργασιών, το περιοδικό "Archigram" αποτέλεσε το σημείο εστίασης της ριζοσπαστικής αρχιτεκτονικής τόσο στην Βρετανία όσο και παγκοσμίως, εκδιδόμενο στο Λονδίνο σε 9 τεύχη μεταξύ 1961 και 1970. Στους Cook, Greene και Webb, οι οποίοι ήδη από τις σπουδές τους είχαν διαμορφώσει τη δική τους διακριτή αντίληψη του Μοντέρνου, αποδίδεται η γέννηση της ιδέας και του ονόματος του περιοδικού, του οποίου εξέδωσαν τα δύο πρώτα τεύχη, ενώ η ανεπίσημη κοινοπραξία των έξι μελών αναδύθηκε μέσα από την τρίτη έκδοση του περιοδικού (1963), οπότε και απέκτησαν το συλλογικό όνομα Archigram. Έκτοτε η έκδοση του περιοδικού αποτέλεσε συλλογική προσπάθεια των έξι μελών.

Με το όνομά του να αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα στην Αρχιτεκτονική και στο τηλεγράφημα (Archi-tecture, Tele-gram), κάθε τεύχος-μανιφέστο ήταν ουσιαστικά αφιερωμένο σε ευμετάβλητα υβρίδια τα οποία γονιμοποιούσαν την δομή με συστήματα επικοινωνίας. Τα τεύχη αυτά, είχαν τον χαρακτήρα περισσότερο ενός φυλλαδίου της "υπόγειας" καλλιτεχνικής σκηνής, παρά μιας περιοδικής αρχιτεκτονικής έκδοσης. Αντί για γυαλιστερό χαρτί, εκλεπτυσμένες φωτογραφίες και δημοσιογραφικού τύπου κάλυψη αρχιτεκτονικών γεγονότων, στο Archigram έβρισκε κανείς comic strips, αλλοπρόσαλλες γραμματοσειρές και σελιδοποίηση, ποιήματα, και κοφτές, σαν σε τηλεγράφημα, δηλώσεις. Το πρώτο τεύχος παράχθηκε το 1961 σε 300 μόλις αντίτυπα, αποτελώντας στην ουσία φύλλο διαμαρτυρίας:

Το 'Archigram' επρόκειτο για ένα εκδοτικό εγχείρημα που αλίευε εικόνες και ιδέες από αλλού με σκοπό να δημιουργήσει το πλαίσιο για τις νέες προτάσεις που το ίδιο διακινούσε και οι οποίες έπειτα θα έβρισκαν το δρόμο για τις σελίδες άλλων επικρατέστερων περιοδικών στην Αγγλία και στο εξωτερικό. Οι Archigram έφερναν πειραματικές δουλειές του εξωτερικού στην προσοχή της Βρετανικής σκηνής και ταυτόχρονα οικειοποιούνταν τους αρχιτέκτονες εκτός Βρετανίας με τα έργα τεχνολογικής αιχμής του σύγχρονού τους Cedric Price (1934-2003), με τον Βρετανό αριστοτέχνη της αρχιτεκτονικής χρήσης πλαστικών και φουσκωτών κατασκευών Arthur Quarmby, καθώς και με τις δουλειές φοιτητών και αποφοίτων. Η έκδοση έχτιζε μια αίσθηση διεθνούς κοινότητας μεταξύ των αρχιτεκτόνων στους οποίους οι εικόνες των Archigram αντηχούσαν. Κυρίως διέδιδε ιδέες και τις οικειοποιούσε, είτε αυτές επρόκειτο να γίνουν αποδεκτές είτε όχι.[1]

Το εγχείρημα τράβηξε την προσοχή της αρχιτεκτονικής κοινότητας μέσω της συμμιγούς χρήσης εικόνων, των μελετημένων ελευθεριών στο στήσιμο των τευχών, της ιδιαίτερης μεταχείρισης συνηθισμένων τυπογραφικών διαδικασιών και της στρατηγικής διασποράς των θεμάτων του. Το περιεχόμενο συνειδητά εξελίχθηκε, μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, από την ένταση ανάμεσα στο ανθεκτικό και το παροδικό σε προτάσεις για δίκτυα μέγα-δομών, έπειτα στο δεύτερο μισό, σε προτάσεις για αυτοφερόμενα κελύφη και τελικά σε προτάσεις για την αποσύνθεση αρχιτεκτονικών αντικειμένων σε ένα τεχνολογικά υποκινούμενο τοπίο.[1]

Μέσω της παραγωγής και της διασποράς της εικόνας, οι Archigram διατύπωσαν ένα αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο και διαμόρφωσαν το οπτικό/αισθητικό παράδειγμα για όλα αυτά που πλέον είναι τα συνήθη εργαλεία στον τομέα της σχεδίασης.Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, το περιοδικό είχε πουλήσει αρκετές χιλιάδες αντίτυπα και είχε φιλοξενήσει στις σελίδες του δουλείες φιλόδοξων αρχιτεκτόνων της εποχής όπως του Nicholas Grimshaw, του Arata Isozaki, του Hans Hollein και του Frei Otto.[5]

Τεύχος 1, 1961 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine. | Τεύχος 2, 1962 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine. | Τεύχος 3, 1963 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine. | Τεύχος 4 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1964 | Τεύχος 5 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1964 | Τεύχος 6 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1965 | Τεύχος 7 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-12 στο Wayback Machine., 1966 | Τεύχος 8 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1968 | Τεύχος 9 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1970 | Τεύχος 9½ Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., 1974

Το 1963 η ομάδα προσκλήθηκε να δημιουργήσει μια έκθεση στο Institute of Contemporary Arts στο Λονδίνο. Η έκθεση αυτή, συγκροτούμενη από εικόνες σε συνδυασμό με διάσπαρτα αφηγηματικά ψήγματα κειμένου, ονομάστηκε Living City και αποτέλεσε ένα μανιφέστο για τις απόψεις τους για την "πόλη ως ξεχωριστό ζωντανό οργανισμό". Η πόλη αυτή είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή κτιρίων, είναι μέσο απελευθέρωσης των ανθρώπων, μέσα από την περίπτυξή τους με την τεχνολογία, μέσο ενδυνάμωσης της δυνατότητας τους να επιλέγουν πως θα ζήσουν την ζωή τους. Το Living City στην ουσία αντέστρεψε την θεώρηση του ποιο είναι το "αισθανόμενο" υποκείμενο: Αντί κανείς να κατασκευάζει το άκαμπτο τοπίο στο οποίο θα δημιουργηθούν οι εμπειρίες και στο οποίο οι άνθρωποι θα κληθούν να προσαρμοστούν, στην Living City το ίδιο το περιβάλλον είναι υποκείμενο διαρκούς αλλαγής για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του ανθρώπου.[1]

Η Plug-In City ως συνολική πρόταση ήταν ο συνδυασμός μιας σειράς ιδεών που δουλεύτηκαν ανάμεσα στο 1962 και 1964. Επρόκειτο για μια σειρά προτάσεων για μια ελεγχόμενη από υπολογιστή πόλη, σχεδιασμένη για διαρκή μεταβολή. Στην ουσία μια γιγάντια σκαλωσιά, μια μεγα-δομή χωρίς κτίρια στην οποία αφαιρούμενες μονάδες-κυψέλες κατοίκησης μπορούσαν να προσαρτηθούν. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς ποια από τις φάσεις του Plug-In City αποτελεί το καθοριστικό έργο. Ανάμεσα στην περίοδο 1962-1966, διάφορα στοιχεία σχεδιάζονταν και έννοιες τροποποιούνταν ή επεκτείνονταν, έχοντας ως αποτέλεσμα μια αναπόφευκτη ασυνέπεια στα σχέδια.[6]

Σε μια εποχή όπου το κρατικό μοντέλο παροχής κατοικίας κατέρρεε, το πρόβλημα της ανεργίας ήταν τεράστιο και η ιδιωτική επιχειρηματική οικονομία απαιτούσε την "κατοικία ως καταναλωτικό αγαθό", η Plug-In City έμοιαζε να είναι η μέση λύση ανάμεσα στην κατοικία του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα, με κάψουλες επιλεγμένες από ιδιώτες να σκαρφαλώνουν σαν πεταλίδες πάνω στην κρατική υποδομή. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό το βυσματικό, αναλώσιμο, "ποπ" κέλυφος-σπίτι, ήταν για τους Archigram όχι απλά μια ευφάνταστη απόκλιση από το συνηθισμένο, αλλά η στεγαστική λύση για μια οικονομικά μεταμορφωμένη κοινωνία.[2]

Το 1964, στο περιοδικό Archigram, ο Ron Herron πρότεινε την Walking City, μια πόλη συντιθεμένη από γιγάντιες αυτοδύναμες ρομποτικές δομές εξελιγμένης νοημοσύνης, οι οποίες θα μπορούσαν ελεύθερα να περιπλανώνται στις πόλεις του κόσμου. Η μορφή τους προήλθε από έναν συνδυασμό εντόμου και μηχανής και ήταν μια κυριολεκτική ερμηνεία της θεώρησης του Le Corbusier για "το σπίτι ως μια μηχανή για να ζεις". Οι οντότητες αυτές ήταν μεν αυτόνομες, αλλά παρασιτικής φύσεως, ώστε να μπορούν να προσαρτώνται σε σταθμούς προκειμένου να ανταλλάξουν ενοίκους ή να ανανεώσουν τους πόρους τους. Διάφορες Walking Cities θα μπορούσαν να διασυνδεθούν μεταξύ τους, παράγοντας "κινούμενες μητροπόλεις" όταν χρειαζόταν, και έπειτα να σκορπιστούν ξανά όταν δεν υπήρχε πια ανάγκη για την συνδυαστική τους δύναμη. Ξεχωριστά κτίρια θα μπορούσαν επίσης να κινούνται οπουδήποτε ο ιδιοκτήτης τους επιθυμούσε ή οι ανάγκες επέβαλαν. Ο πολίτης, μετατρέπεται σε έναν εξυπηρετούμενο νομάδα, κάτι όχι και τόσο διαφορετικό από ότι συμβαίνει με τα σημερινά αυτοκίνητα πολυτελείας. Η πρόταση αυτή τοποθετούνταν σε ένα μελλοντικό σκηνικό ενός κατεστραμμένου και ανθυγιεινού κόσμου στον απόηχο ενός πυρηνικού πολέμου.

Ένας πύργος από προσθαφαιρούμενα σπίτια-κάψουλες σχεδιάστηκε από τον Warren Chalk το 1964. Εμπνευσμένες από τις διαστημικές κάψουλες, οι προκατασκευασμένες αυτές μονάδες κατοικίες θα προσαρτώνταν σε ένα κεντρικό στέλεχος το οποίο θα παρείχε στατική υποστήριξη, κατακόρυφη κυκλοφορία και υπηρεσίες. Οι μονάδες-κάψουλες κατοικίας θα αντικαθιστούνταν μέσω ενός γερανού στην κορυφή, καθώς θα εξελίσσονταν καινούρια μοντέλα.[6]

Το Cushicle είναι μια εφεύρεση που επιτρέπει στον χρήστη να κουβαλήσει ένα πλήρες περιβάλλον στην πλάτη του. Έχει τη δυνατότητα να φουσκώνει, αυξάνοντας τον όγκο του, όταν χρειάζεται. Είναι μια πλήρης νομαδική μονάδα. Επιτρέπει σε έναν εξερευνητή ή περιπατητή να έχει υψηλά επίπεδα άνεσης με ελάχιστο κόπο. Μπορεί να κουβαλήσει φαγητό, νερό, ραδιόφωνο, μικρή τηλεόραση και συσκευή θέρμανσης. Η αυτόνομη αυτή μονάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί ώστε να αποτελέσει μέρος ενός ευρέως διαδεδομένου συστήματος ατομικών κελυφών.[6]

Υποθετικό ερευνητικό έργο το οποίο εξερευνούσε δυνατότητες εμφύσησης της μητροπολιτικής δυναμικής σε άλλες περιοχές μέσω προσωρινών εκδηλώσεων, δομών, κινητών εγκαταστάσεων και τεχνολογίας πληροφοριών.Η ομάδα πρότεινε τη φόρτωση μιας πλήρους γκάμας πόρων αναψυχής και εκπαίδευσης μιας μητρόπολης στην αιωρούμενη, μέσω γιγάντιων μπαλονιών, 'Instant City', η οποία θα πέταγε από μέρος σε μέρος και θα προσγειωνόταν προσωρινά σε μικρές κοινωνίες ώστε να προσφέρει στους κατοίκους τους την ευκαιρία να απολαύσουν τον παλμό της ζωής στην πόλη.

Άλλα Σημαντικά Έργα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1961, Spray Plastic House, David Greene Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1962, The Sin Centre, Michael Webb (διπλωματική εργασία) Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1966, Living Pod, David Greene Αρχειοθετήθηκε 2012-03-06 στο Wayback Machine.

1966, Blow-Out Village, Peter Cook Αρχειοθετήθηκε 2013-05-12 στο Wayback Machine.

1966, Suitaloon, Michael Webb Αρχειοθετήθηκε 2012-03-06 στο Wayback Machine.

1964-1966, Auto Environment[νεκρός σύνδεσμος]

1967, 1990 House Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1967, Control and Choice Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1968, Ideas Circus Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1969, Batiment Public in Monte Carlo Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1970, Bornmouth Steps Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1970, Addhox, Peter Cook Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1972, Urban Mark: The City as a Responsive Environment Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1973, Landscape Projects Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

1974, Suburban Sets Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine.

Πλήρης λίστα έργων και εικόνων στο Archigram Archival Project Αρχειοθετήθηκε 2011-07-28 στο Wayback Machine..

Η αρχιτεκτονική παραγωγή των Archigram έλαβε χώρα κυρίως στο χαρτί και όχι στο έδαφος. Αντιλήφθηκαν ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική μπορούσε να παραχθεί τόσο στα εργοτάξια, όσο και μέσω περιοδικών, εκθέσεων και προτάσεων σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Στην εποχή του έγχρωμου φωτογραφικού φίλμ, των απευθείας πωλήσεων, των έγχρωμων περιοδικών, της τηλεόρασης, η εικόνα αποτελούσε για αυτούς το κυρίαρχο μέσο για μια παγκόσμια επικοινωνία. Οι αρχιτεκτονικές τους εικόνες, τοποθετούνται ανάμεσα στις πιο αξιοσημείωτες και αξιομνημόνευτες όχι μόνο της δεκαετίας του 1960, αλλά και όλων των εποχών. Ο ιστορικός και κριτικός της αρχιτεκτονικής Reyner Banham, απέδωσε περισσότερο "καλλιτεχνικό ταλέντο" στους Archigram, απ' ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο αρχιτεκτονικό σώμα από την εποχή των βασιλικών έργων του Κρίστοφερ Ρεν.[2]

Ο χρόνος που παραδοσιακά αφιερωνόταν από τις αρχιτεκτονικές σχολές στο σχέδιο, είχε αρχίσει να ανακατανέμεται εκείνη την εποχή προς τις "γνήσιες" και τις κοινωνικές επιστήμες. Ο αρχιτέκτονας αναμενόταν να κατευθυνθεί προς έναν ρόλο σχεδιασμού στρατηγικών και πολιτικών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Archigram, με τα απαστράπτοντα χρωματιστά σχέδιά τους και τον πλούτο των συμβάντων που απεικόνιζαν, επαναβεβαίωσαν την ανήσυχη, ανυπόμονη, οραματιστική ιδιοφυία του αρχιτέκτονα, αντιστεκόμενοι στον κλοιό των πιέσεων των οικιστικών στόχων του κράτους και των κερδοσκοπικών κινήτρων των εργολάβων, ο οποίος έκλεινε τότε ασφυκτικά γύρω από τον δημιουργικό σχεδιασμό. Αποκαλύπτωντας την ομορφιά της τεχνολογικής διαδικασίας, οι Archigram θα γεφύρωναν τη διαμάχη που είχε αναδυθεί στην αρχιτεκτονική σκηνή της Βρετανίας του 1960, ανάμεσα στα "Παιδιά του Συστήματος" (System Boys) και τα "Παιδιά της Τέχνης" (Art Boys).[2] Το αρχιτεκτονικό σχέδιο ήταν για αυτούς κάτι διαφορετικό από ένα σύνολο οδηγιών για το πώς θα χτιστούν τα πράγματα. Ακόμα και η σύλληψη της ιδέας αυτή καθ'αυτή, ήταν μια έγκυρη αρχιτεκτονική πρακτική.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 A. Steiner, Hadas (2008). Beyond Archigram: The Structure of Circulation. Routledge. ISBN 0415394775. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Sadler, Simon (2005). Archigram: architecture without architecture. MIT Press. ISBN 0262693224. 
  3. Edited by Peter Cook, Warren Chalk, Dennis Crompton, David Greene, Ron Herron & Mike Webb (1999) [1972]. Archigram. Princeton Architectural Press. ISBN 1568981945. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) CS1 maint: Extra text: authors list (link)
  4. 4,0 4,1 Crompton, Dennis (1994). A Guide to archigram, 1961-74. London: St. Martin's Press. 
  5. 5,0 5,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2013. 
  6. 6,0 6,1 6,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2013. 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]