Χρήστης:Vagrand/René Lévesque

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρενέ Λεβέκ
René Lévesque
Πρωθυπουργός του Κεμπέκ
Περίοδος
25 Νοεμβρίου 1976 – 3 Οκτωβρίου 1985
(8 έτη, 10 μήνες και 8 μέρες)
ΠροκάτοχοςΡομπέρ Μπουρασά
ΔιάδοχοςΠιέρ Μαρκ Τζόνσον
Προσωπικά στοιχεία
ΓέννησηΣόμπελτον, Νέα Βρουνσβίκη
ΕθνότηταΚαναδός
Πολιτικό κόμμαΠαρτί Κεμπεκουά
ΕπάγγελμαΔημοσιογράφος
Πολιτικός
Ο Ρενέ Λεβέκ στο μάθημα των Λατινικών
2η σειρά, 1ος από αριστερά.

Ο Ρενέ Λεβέκ (γαλλικά: René Lévesque, γεν. Σόμπελτον, Νέα Βρουνσβίκη, 24 Αυγούστου 1922, Βερντέν, Κεμπέκ, 1 Νοεμβρίου 1987) ήταν ένας Καναδός δημοσιογράφος, παρουσιαστής ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, βουλευτής, υπουργός και πολιτικός ηγέτης. Υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της επαρχίας του Κεμπέκ, δημιουργεί το Παρτί Κεμπεκουά το 1968 και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της επαρχίας από το 1976 έως το 1985.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρενέ Λεβέκ μαθητής σε κολλέγιο του Γκασπεζί.

Ο Ρενέ Λεβέκ γεννήθηκε σε νοσοκομείο της κωμόπολης Σόνμπελτον (Campbellton) της Νέας Βρουνσβίκης, αλλά μεγάλωσε στο Νιου Καρλίσλ, ένα μικρό αστικό χωριό με πλειοψηφία αγγλόφωνων κατοίκων και πληθυσμό κοντά στους 1.000 κατοίκους εκείνη την εποχή,[1] που βρίσκεται τοποθετημένο στην Κομητεία του Μποναβοντούρ της χερσονήσου του Γκασπεζί. Ο μεγαλύτερός του αδελφός είχε γεννηθεί στο σπίτι της οικογένειάς του, αλλά επειδή πέθανε κατά την γέννα, οι γονείς του είχαν κρίνει ορθότερο την γέννηση του δεύτερου υιού τους σε κοντινό νοσοκομείο. Η μητέρα του Ντιάν Ντιόν-Πινώ (Diane Dionne-Pineault) είχε ευγενική καταγωγή από την Νορμανδία[1] και ο πατέρας του Ντομινίκ Λεβέκ (Dominic Lévesque) με καταγωγή από την ευρεία περιοχή της πόλης Ριβιέρ-Ντε-Λου (Rivière-du-Loup) της κομητείας της Καμουράσκα (Kamouraska) του Κεμπέκ.[2] Είχε δύο αδέλφια δικηγόρους, τον Αντρέ και τον Φερνό, και μια αδελφή την Αλίς. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Πιέρ Γκοντέν (Pierre Godin) ήταν πολύ δεμένος με τα αδέλφια του.

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τις μαθητικές του σπουδές στο δημοτικό σχολείο του Νιου Καρλίσλ (New Carlisle), ξεκίνησε τις σπουδές του στις κλασικές σπουδές στο κολλέγιο του Γκασπέ, ένα ιησουιτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Παρόλο που στο σπίτι του μιλούν γαλλικά, ο μικρός Ρενέ μαθαίνει πιο νωρίς τα αγγλικά λόγω της επαφής του με τους γείτονες, βρετανικής και αμερικανικής καταγωγής.

Όταν ο πατέρας του πεθαίνει το 1937, η μητέρα του λαμβάνει την απόφαση να μετακομίσουν στην πόλη του Κεμπέκ. Συνεχίζει τις σπουδές του πάλι σε ιησουιτικό κολλέγιο όπου είναι επιμελής με τα μαθήματά του και γίνεται ο καλύτερος μαθητής στην τάξη του.[1] Στη συνέχεια η μητέρα του ξαναπαντρεύεται, κάτι που του ήταν δύσκολο να το δεχθεί.[1] Δύο χρόνια αργότερα, τελειώνει τις σπουδές του με δυσκολία.[1]

Μετά τις κλασσικές του σπουδές, εισάγεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λαβάλ, αλλά τα παρατά το 1943. Σχολιάζοντας πολύ αργότερα την εγκατάλειψη των σπουδών του, δήλωσε ότι τον ενδιέφερε περισσότερο να παίζει πόκερ από το να παρακολουθεί τα προπτυχιακά του μαθήματα.[3]

Δημοσιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτο ξεκίνημα στο ραδιόφωνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1939 και σε ηλικία 14 ετών, αναλαμβάνει την θέση του εκφωνητή και παρουσιαστή ειδήσεων σε ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης που μεγάλωσε, για μικρό διάστημα της περιόδο του καλοκαιριού. Παθιασμένος από την δουλειά του, μετά την μετακόμιση της οικογένειάς του, εκτελεί χρέη αντικατάσταση ως εκφωνητή και ως συντάκτη σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης του Κεμπέκ από το 1941 έως το 1942.

Ανταποκριτής πολέμου και ο πρώτος του γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Γραφείο Πληροφοριών πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. Office of War Information).

Το 1944, το Αμερικανικό Ψυχολογικό Τμήμα των Πολεμικών Επιχειρήσεων (American Psychological Warfare Department) του Αμερικανικού Στρατού αναζητά πολύγλωσσους δημοσιογράφους με σκοπό την επάνδρωση των υπηρεσιών του στο παγκόσμιο ραδιοφωνικό του πρόγραμμα, Φωνή της Αμερικής (Voice of America). Παρά το γεγονός ότι ήταν αντίθετος αρχικά με την στράτευση, αυτό δεν τον εμποδίζει να γίνει εθελοντής (ο Καναδικός Στρατός του είχε αρνηθεί να γίνει αξιωματικός καθώς ήταν ανταποκριτής).[1] Στην αρχή του έτους, ο Ρενέ μισθώθηκε ως σύνδεσμος για λογαριασμό του αμερικανικού στρατού και πήγε στο Λονδίνο, όπου εκείνη την περίοδο βομβαρδίζονταν καθημερινά από την Βέρμαχτ.[1]

Ακολουθεί τις πολεμικές επιχειρήσεις των αμερικανικών δυνάμεων στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Τον Φεβρουάριο του 1945, γίνεται πολεμικός ανταποκριτής των αμερικανικών σωμάτων του Αμερικανού αξιωματικού Τζωρτζ Σμιθ Πάτον (George Smith Patton), και εν συνεχεία του Αλεξάντερ Πατς (Alexander McCarrell Patch). Ανήκε στο πρώτο αμερικανικό σώμα που έφτασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Ήταν βαθιά αναστατωμένος από το θέαμα που αντίκρισε.[1]

Μετά τον πόλεμο, εγκαθίσταται στο Μόντρεαλ και γίνεται δημοσιογράφος για το ομοσπονδιακό τηλεοπτικό δίκτυο Radio-Canada. Γίνεται παρουσιαστής της εκπομπής Journalistes au micro (σσ. Δημοσιογράφοι στο μικρόφωνο). Το 1947, νυμφεύεται την Λουίζ Λ'Ερό (Louise L'Heureux), κόρη του Ευγέν Λ'Ερό (Eugène L'Heureux) γενικό διευθυντή της εφημερίδας Καθολική δράση (L'Action catholique) του Κεμπέκ, που ήταν αρραβωνιαστικιά του την περίοδο του πολέμου. Το ανδρόγυνο θα αποκτήσει τρία παιδιά: τον Πιέρ, τον Κλωντ και την Σουζάν. Το 1952, ήταν εκ νέου πολεμικός ανταποκριτής κατά την περίοδο του Πολέμου της Κορέας. Μετά τον πόλεμο, που προσφέρεται εργασία στις Ηνωμένες Πολιτείες, θέση που αρνείται και επιλέγει να παραμείνει στο Κεμπέκ.

Δημόσια προσωπικότητα και αναγνωρισιμότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρενέ Λεβέκ παίρνει συνέντευξη το Καναδό Πρωθυπουργό Λέστερ Πίσρον μπροστά από την Πρεσβεία του Καναδά στη Μόσχα το 1955.

Την ίδια χρονιά, αναλαμβάνει υπεύθυνος ειδήσεων του Radio-Canada. Μετά το τέλος του πολέμου της Κορέας, παρουσιάζει μια ραδιοφωνική εκπομπή, Au lendemain de la veille (σσ. Η μεθαυριανή μέρα της παραμονής) και δύο τηλεοπτικές εκπομπές στον ίδιο τηλεοπτικό οργανισμό Carrefour (σσ. Διασταύρωση) και Premier plan *(σσ. Σε πρώτο πλάνο). Από το 1956 έως το 1959, ο Ρενέ Λεβέκ γίνεται μια αναγνωρίσιμη προσωπικότητα που λόγω της παρουσίασης του εβδομαδιαίου τηλεοπτικού προγράμματος με οικονομικά θέματα Point de mire (σσ. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος). Το 1957, λαμβάνει το βραβείο Ολιβάρ-Ασσελέν (Olivar-Asselin) ως επιβράβευση για την δημοσιογραφική του καριέρα. Την ίδια εποχή είναι συνεργάτης στο περιοδικό Cité Libre (σσ. Ελεύθερη πόλη), που ιδρύθηκε από τον Πιέρ Έλιοτ Τρυντώ. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην δημόσια τηλεόραση, στα τέλη του 1958, συμμετείχε ενεργά στην απεργία των παραγωγών στο Radio-Canada, που διήρκεσε πάνω από δύο μήνες και είχε ως σκοπό τον συνδικαλισμό στον δημόσιο φορέα. Συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 29 απεργούς από την αστυνομία.[1] Η εκπομπή του που τον ανέδειξε, Point de mire σταματά το καλοκαίρι του 1959, για να αποσυρθεί λίγο καιρό αργότερα, ο ίδιος από το τηλεοπτικό οργανισμό, τον Απρίλιο του 1960.

Πολιτική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1960, αποφασίζει να ασχοληθεί με την πολιτική.[1] Κατά την διάρκεια των γενικών εκλογών του Κεμπέκ στις 22 Ιουνίου 1960, εκλέχθηκε βουλευτής της Βουλής του Κεμπέκ με το Φιλελεύθερο Κόμμα (Parti Libéral-Liberal party) στην εκλογική περιφέρεια του Μονρεάλ-Λωριέ. Το Φιλελεύθερο Κόμμα είχε εκλεγεί με ποσοστό 51.38%, λαμβάνοντας 51 από τις 96 έδρες.

Κυβερνητικός του Φιλελεύθερου Κόμματος και υπουργικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζαν Λεσάζ , αρχηγός του κόμματος και πρωθυπουργός, του εμπιστεύεται την θέση του Υπουργού Υδάτινων Πόρων και Δημοσίων Έργων. Ορκίζεται στις 5 Ιουλίου και διατηρεί την θέση του μέχρι 28 Μαρτίου 1961. Στις 28 Μαρτίου 1961, με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, αναλαμβάνει το νεοιδρυθέν Υπουργείο Πλουτοπαραγωγικών Πηγών, με την συγχώνευση του Υπουργείου Υδάτινων Πόρων και του Υπουργείου Ορυκτού Πλούτου. Διατηρεί την θέση επί μακρόν, μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 1966. Προτείνει την εθνικοποίηση των εταιριών παραγωγής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας,[1] κίνηση που είχε γίνει στο γειτονικό Οντάριο ήδη από το 1906. Το διήμερο της 4ης με 5ης Σεπτεμβρίου, το Συμβούλιο Υπουργών της Κυβέρνησης του Κεμπέκ συναντιέται μυστικά στη λίμνη Λακ-Α-Λεπόλ στο σημερινό Πάρκο Ζακ-Καρτιέ, όπου αποφασίζει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες με την ένταξη στο προεκλογικό προγραμματικό σχεδιασμό, την εθνικοποίηση των ηλεκτρικών εταιριών. Στις γενικές εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 1962, το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει μεγάλο προβάδισμα στο Φιλελεύθερο Κόμμα που λαμβάνει ποσοστό 56,4% των ψήφων, ήτοι 63 από τις 95 έδρες. Ο Ρενέ Λεβέκ εκλέγεται για ακόμα μια φορά στην ίδια εκλογική περιφέρεια. Η επαρχίακή εταιρία "Υντρό Κεμπέκ" (Hydro-Québec), δημιουργηθείσα το 1944, αποκτά όλες τις ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας για 604 εκατομμύρια δολάρια. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε επίσημα την 1η Μαΐου 1963. Στη συνέχεια, τον ίδιο χρόνο, ο Λεβέκ συμμετείχε στον αγώνα της αλλαγής της εκπαίδευσης των ιθαγενών Ινουίτ του Βόρειου Κεμπέκ, από την αγγλική γλώσσα στη γαλλική.[1]

Από τις 14 Οκτωβρίου 1965 έως τις 16 Ιουνίου 1966, αναλαμβάνει την θέση του Υπουργού Οικογένειας και Ευημερίας. Κατά την υπουργία του, το Κεμπέκ θα αναπτύξει ένα επαρχιακό σχέδιο υιοθεσιών, προγράμματα βοήθειας σε μονογονεϊκές οικογένειες καθώς και δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες.[4]

Βουλευτής της αντιπολίτευσης και αποχώρησή από τους Φιλελεύθερους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις γενικές εκλογές του Κεμπέκ στις 5 Ιουνίου 1966, εκλέγεται για τρίτη φορά βουλευτής, στην ίδια εκλογική περιφέρεια που τον ανέδειξε στην πολιτική. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των γενικών εκλογών, ο Ρενέ Λεβέκ, πάντα φεντεραλιστής, θεωρεί ότι η ανάκυψη του ζητήματος της αυτοδιάθεσης δεν είχε ωριμάσει, αν και πριν από έξι χρόνια είχε ιδρυθεί το πολιτικό κόμμα Συλλογική Δράση για την Εθνική Ανεξαρτησία (Rassemblement pour l'indépendance nationale) με ηγέτη τον Πιέρ Μπουρκώ. Μπορεί να εκλέχθηκε στις γενικές εκλογές, αλλά οι Φιλελεύθεροι χάνουν την εκλογική αναμέτρηση από την Εθνική Ένωση (Union nationale) του Ντανιέλ Τζόνσον. Οι γενικές εκλογές του 1966, ήταν καθοριστικές για την είσοδο στην Βουλή του Κεμπέκ δύο μικρών κομμάτων, της Συλλογικής Δράσης για την Εθνική Ανεξαρτησία και του Εθνικού Ράλι του Ζιλ Γκρεγκουάρ.

Ως βουλευτής της αντιπολίτευσης, δεν έχει λάβει υπουργικές θέσεις. Όταν το 1967 ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ επισκέπτεται το Κεμπέκ και δηλώσει στο μπαλκόνι του δημαρχείου του Μόντρεαλ, Ζήτω το Ελεύθερο Κεμπέκ (Vive le Québec libre) ξυπνώντας τις συνειδήσεις των Κεμπεκιωτών για εθνική ανεξαρτησία, ο Ρενέ Λεβέκ παρέμεινε μάλλον αδιάφορος.[1] Εκείνο το διάστημα εργαζόταν για να συντάξει την πρότασή του σχετικά με την συνταγματική μεταρρύθμιση, που έγινε αργότερα γνωστή με τον τίτλο Επιλογή για το Κεμπέκ (Option Québec). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, η κοινοβουλευτική ομάδα των Φιλελευθέρων, αρνείται να υιοθετήσει την πρόταση Λεβέκ, γεγονός που τον οδήγησε να αποχωρήσει στις 14 Οκτωβρίου από το κόμμα και να τον ακολουθήσουν ορισμένοι βουλευτές.[1]

Ίδρυση φεντεραλιστκού κινήματος και δημιουργία του Παρτί Κεμπεκουά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 19 Νοεμβρίου 1967, ο Ρενέ Λεβέκ ιδρύει την "Κίνηση για την Ανεξαρτησία-Οργάνωση" (Mouvement souveraineté-association, MSA), για να προωθήσει το όραμά του για ένα ανεξάρτητο Κεμπέκ με μια συμμετοχική σχέση μέσα στον Καναδά, παρόμοια ως προς τις αρχές της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. (ΕΟΚ) Ελπίζει σε μια ενοποίηση των πολιτικών κομμάτων που πιστεύουν στην ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως ο Πιέρ Μπουργκώ (Pierre Bourgault) που αποτελεί το πιο γνωστό εκφραστή της ιδέας στον Καναδά. Ωστόσο θεωρήθηκε πιο μετριοπαθής από τον Πιερ Μπουργκώ και είχε την ικανότητα να κατευνάζει τις πιο ριζοσπαστικές φωνές. Από τις 28 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, ξεκινούν οι συνομιλίες μεταξύ της "Κίνησης για την Ανεξαρτησία-Οργάνωση", της "Συλλογικής Δράσης για την Εθνική Ανεξαρτησία" και του "Εθνικού Ράλι", προκειμένου να δημιουργήσουν ένα πολιτικό κόμμα με την συνένωση όλων των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας του Κεμπέκ με ειρηνικά μέσα.

Τον Ιανουάριο του 1968, η "Κίνηση για την Ανεξαρτησία-Οργάνωση" δημοσιεύει το κείμενο "Επιλογή για το Κεμπέκ" που συνέταξε ο Λεβέκ, ενώ στις 19 Απριλίου διεξέγει το πρώτο της ιδρυτικό συνέδριο. Στις 11 Οκτωβρίου, στη πόλη του Κεμπέκ, διεξέγεται το πρώτο συνέδριο που προέκυψε από την συνένωση της "Κίνησης για την Ανεξαρτησία-Οργάνωση" και του "Εθνικού Ράλι", χωρίς όμως την συμμετοχή της "Συλλογικής Δράσης για την Εθνική Ανεξαρτησία". Στις 14 Οκτωβρίου, οι σύνεδροι εκλέγουν τον Ρενέ Λεβέκ στην προεδρία του δημιουργηθένοντος "Παρτί Κεμπεκουά" (PQ). Στις 26 Οκτωβρίου, τα μέλη της "Κίνησης", αποφασίζουν την οριστική διάλυση της και την πλήρη συνένωση με το νέο φορέα, ενώ 14,000 πρώην μέλη της, εγγράφονται στο νέο κόμμα.[5] Παρόλη την ίδρυση του κόμματος το 1968, ο Ρενέ Λεβέκ εξακολουθεί να παραμένει στο Κοινοβούλιο ανεξάρτητος, μέρχι την διεξαγωγή των εκλογών στις 29ης Απριλίου 1970. Στην παρθενική εμφάνιση του νέου κόμματος σε εκλογική αναμέτρηση, συγκεντρώνει το 23,06 % των ψήφων και επτά έδρες. Παρά την εκλογική επιτυχία, ο Λεβέκ δεν κατορθώνει να εκλεγεί στην εκλογική του περιφέρεια ως βουλευτής, συγκεντρώνοντας το 38,08 % με περίπου 36 000 ψήφους. Ο φιλελεύθερος βουλευτής Αντρέ Μαρσό (André Marchand) τελικά εκλέχθηκε στην περιφέρεια του Μονρεάλ-Λωριέ.

Την επόμενη περίοδο μέχρι τις γενικές εκλογές του 1976, αρθρογραφεί στις εφημερίδες "Εφημερίδα του Μόντρεαλ" (Journal de Montréal) και "Εφημεριδα του Κεμπέκ" (Journal de Québec). Εν τω μεταξύ, στις γενικές εκλογές του 1973, το Παρτί Κεμπεκουά αναδεικνύεται δεύτερο κόμμα, πίσω από το Κόμμα των Φιλελευθέρων με ηγέτη τον Ρομπέρ Μπουρασά. Συγκεντρώνει συνολικά 30,22 % με έξι έδρες, ενώ ο Λεβέκ δεν καταφέρνει ακόμα μια φορά να εκλεγεί βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια του Ντοριόν (που μετονομάστηκε σε Λωριέ-Ντοριόν (Laurier-Dorion) το 1994). Σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση, κατάφερε να λάβει την υποστήρηξη του 46,66 % των ψηφοφόρων, ήτοι 29.100 σταυροί, έναντι του φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού Αλφρέντ Μποσσέ (Alfred Bossé) που εκλέχθηκε με μικρή διαφορά και ποσοστό 47,68 %. Επίσης από το 1974, αρθρογραφεί και σε ένα άλλο έντυπο, την "Ημέρα" (Le Jour), που τελεί υπό την διεύθυνση του Υβ Μισώ (Yves Michaud) και αποτελεί μεσαίας κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα με φεντεραλιστικό προσανατολισμό.

Α' κυβέρνηση Λεβέκ (1976-1980)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εκλογές της 15ης Σεπτεμβρίου 1976 φέρνει το Παρτί Κεμπεκουά στην εξουσία, κατακτώντας ποσοστό 41,37% των ψήφων και κερδίζοντας 71 από τις 110 εκλογικές περιφέρειες. Αυτή την φορά, ο πρόεδρος του κόμματος Λεβέκ, εκλέγεται στην εκλογική περιφέρεια του Ταιγιόν, αποσπώντας το 62,55% των ψήφων με τότε συνυποψήφιο, τον φιλελεύθερο Φερνώ Μπλωσάρ (Fernand Blanchard). Ο Λεβέκ γίνεται πρωθυπουργός δέκα μέρες αργότερα, όπου στις προγραμματικές του δηλώσεις αναφέρεται στην δέσμευσή του για την διενέργεια δημοψηφίσματος πριν την έναρξη των διαδικασιών για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της επαρχίας.

Ο Λεβέκ αναλαμβάνει την πρωθυπουργία σε μια δύσκολη περίοδο. Η ανεργία κυμαίνεται γύρω στο 10%, το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, το δημόσιο χρέος της επαρχίας ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο καναδικά δολάρια, η κοινωνική κατάσταση παρέμενε τεταμένη. Ο νέος πρωθυπουργός αναγνώριζε πως μόνο η σύνεση θα μπορούσε να οδηγήσει στην τελική λύση.[6] Σκοπός του βέβαια παρέμενε η εθνική ανεξαρτησία αλλά γνώριζε ότι τα ποσοστά εκλογής του κόμματός του κοντά στο 40% δεν αρκούσαν να βεβαιώσουν μια πιθανή νίκη στο δημοψήφισμα.

Την περίοδο 1977 με 1978 εντοπίζονται οι προσπάθειες της κυβέρνησής του να εκπληρώσει την προεκλογική δέσμευση για υπευθυνότητα και μια "καλή κυβέρνηση". Το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται μικρό με κυριότερο νομοθέτημα την προστασία του αυτοκινητιστή από τις ασφαλιστικές εταιρίες, ώστε να υπάρχει η ευχέρεια προσφυγής για την διεκδίκηση μεγαλύτερης αποζημίωσης,[7] καθώς και με την εθνικοποίηση του οργανισμού ασφάλισης αυτοκινητιστή στο επίπεδο του ιδιώτη αυτοκινητιστή.

Στις 12 Ιουλίου 1977, κατατέθηκε από τον υπουργό πολιτιστικής ανάπτυξης Καμίλ Λωρέν (Camille Laurin) ο νόμος 101, ο οποίος έγινε γνωστός ως Χάρτα της Γαλλικής Γλώσσας. Ο νόμος αυτός συμπληρώνει τον νόμο 22 που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Ρομπέρ Μπουρασσά περί της Επίσημης Γλώσσας το 1974. Ο νόμος αυτός επεκτείνει την περαιτέρω εφαρμογή της γαλλικής γλώσσας στην επαρχιακή οικονομία και ιδιαίτερα την εκπαίδευση. Η ψήφιση και η εφαρμογή του νόμου επέφερε την αντίδραση της αγγλόφωνης κοινότητας και ορισμένων επιχειρήσεων, που προσπάθησαν με προσφυγές στα επαρχιακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια να τον καταστήσουν αντισυνταγματικό. Ως αποτέλεσμα της ψήφισης του νόμου, αρκετές εταιρίες μετακίνησαν την έδρα και τις επιχειρήσεις τους προς το αγγλόφωνο Οντάριο.

Άλλα σημαντικά νομοθετήματα είναι ο καθορισμός του δικαιώματος της απεργίας εκτός ορισμένων κλάδων εργασίας, η προστασία των αγροτικών εκτάσεων από την επέκταση των οικιστικών περιοχών, η κατάργηση του φόρου σε είδη ένδυσης, υπόδησης και επίπλωσης, ο κατώτερος μισθός κυμάνθηκε στο όριο του κόστους ζωής και η δωρεάν οδοντιατρική περίθαλψη για ανηλίκους κάτω των 16 ετών. Στις νομοθετικές πρωτοβουλίες περιλλαμβάνονται η αναμόρφωση του εκλογικού νόμου, ο νόμος της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, ο νόμος της δημόσιας διαβούλευσης, ο νόμος προστασίας του καταναλωτή, ο νόμος της ασφάλισης του αυτοκινητιστή και η Χάρτα της Γαλλικής Γλώσσας, η αλλαγή του διοικητικού χάρτη των κομητειών, η μεταρρύθμιση της δημοτικής φορολογίας, ο νόμος της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία, η διάλυση των συλλόγων της θήρας και του ψαρέματος, η ίδρυση του ταμείου σχεδίου-δράσης, η βοήθεια στα ΜΜΕ και η ίδρυση του Υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου.Παράλληλα εκτός από το νομοθετικό έργο, προτεραιότητα της κυβέρνησης να βρει τα οικονομικά ερείσματα ώστε να μπει σε εφαρμογή το εθνικό σχέδιο με την προσέλκυση επενδύσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κίνηση που χαρακτηρίστηκε ανεπιτυχή λόγω του αβέβαιου επενδυτικού κλίματος που διαμορφώνονταν από το σεπαριστικό κίνημα και που θύμιζε ταραχώδεις περιόδους της βορειοαμερικανικής ιστορίας, όπως του Αμερικανικού Εμφυλίου με αυτούς που είχαν παραταχθεί με το μέρος της ενοποίησης και της ομοσπονδοποίησης.[8] Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Πιέρ Έλιοτ Τρυντώ σε επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον, χαρακτήρισε την ανεξαρτητοποίηση του Κεμπέκ ως "έγκλημα κατά της ανθρωπότητας", με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ να δηλώνει ότι προτιμά οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπορεύεται με έναν ενωμένο Καναδά, παρά με δυο ανεξάρτητα κράτη στα βόρεια σύνορα.[9]

Οι προσπάθειες της κυβέρνησης των σεπαριστών (Péquistes) να συνεργαστούν με τη Γαλλία σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο χαρακτηρίστηκαν πιο αξιόλογες. Τον Νοέμβριο του 1977, ο Ρενέ Λεβέκ έλαβε αποδοχής ως αρχηγός κράτους στο Παρίσι. Συναντάται με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εστέν στο ανάκτορο των Ηλύσιων Πεδίων όπου τιμάται με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Από την πλευρά του, ο Ζακ Σιράκ, τότε δήμαρχος των Παρισίων, δεν κρύβει την συμπάθειά του για την ανεξαρτητοποίηση του Κεμπέκ.[10] Επευκαιρία της επίσκεψης αυτής, καθιερώθηκε η ετήσια συνάντηση των πρωθυπουργών της Γαλλίας και του Κεμπέκ. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τότε εξέφρασε την ενόχλησή της και κατηγόρησε την Γαλλία ότι παρεμβαίνει στις καναδικές υποθέσεις.[11]

Οι σχέσεις μεταξύ του Κεμπέκ και του Καναδά κατά την περίοδο 1976 με 1980 παραμένουν τεταμένες. Οι προσπάθειες συνεννόησης μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης Τρυντώ της επαρχιακής κυβέρνησης Λεβέκ περιορίζονται μόνο σε επίπεδο συναντήσεων με θέματα που αφορούν την οικονομική πολιτική και την ολοκλήρωση της υπογραφής του Ομοσπονδιακού Συντάγματος από το Κεμπέκ. Το 1978 αναδεικνύει διαμάχη σχετικά με τον φόρο επί των πωλήσεων, όταν η Οτάβα ζητεί από τις επαρχίες και τα εδάφη της να μειώσουν τον επαρχιακό φόρο προστιθέμενης αξίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, λόγω της μείωσης των εσόδων των τοπικών κυβερνήσεων, θα χορηγούσε ανταποδοτική εισφορά έως 3% επί του προϋπολογισμού αυτών. Το Κεμπέκ ήταν η μοναδική επαρχία που αρνήθηκε την πρόταση, πράξη που θεωρήθηκε ως παρέμβαση στον τακτικό προϋπολογισμό των επαρχιών από τον Λεβέκ και την κυβέρνησή του. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών εξομαλύνονται όταν το Συντηρητικό Κόμμα κερδίζει στις ομοσπονδιακές εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Τζόι Κλαρκ.

Το 1979, η κυβέρνηση Λεβέκ ξεκινά τις πρώτες διαπραγματεύσεις με το στενό δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα με αφορμή την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων. Η κυβέρνηση προσέφερε ετήσια αύξηση μισθών ύψους 3.5%, πρόταση που απορρίφθηκε από τα συνδικάτα που ζητούσαν εβδομαδιαίο κατώτερο μισθό 265 $ καναδικών δολαρίων. Ένας νέος γύρος ωριαίων απεργιών και παύσης εργασίας αρχίζει. Ο υπουργός οικονομικών της επαρχίας Ζακ Παριζώ επανήλθε με νέα πρόταση που προέβλεπε αύξηση μισθών μεταξύ του 6,4 με 9,5 τοις εκατό και εβδομαδιαίο κατώτερο μισθό στα 200 καναδικά δολάρια. Τα συνδικάτα με νέες γενικές απεργίες απαιτούν μεγαλύτερες αυξήσεις και αρκετοί συνδικαλιστές απειλούν με την ψήφιση του "ΟΧΙ" στην ερώτηση του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίηση του Κεμπέκ. Η κυβέρνηση υποχωρεί στις πιέσεις και υπογράφεται τον Φεβρουάριο συμφωνία με Συνομοσπονδία των Συνδικάτων του Κεμπέκ (Centrale des syndicats du Québec, CEQ).

Δημοψήφισμα για την ανεξαρτοποίηση-συνεργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φθινόπωρο του 1979, οι συνθήκες φαίνονταν ιδανικές για την κυβέρνηση Λεβέκ να προωθήσει το θέμα της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτοποίηση του Κεμπέκ με θεσμοθέτηση μιας ειδικής σχέσης συνεργασίας με τον Καναδά. Ο ηγέτης του συντηρητικού κόμματος Τζόι Κλαρκ αναλαμβάνει την πρωθυπουργία του Καναδά με κυβέρνηση μειοψηφίας, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Τρυντώ, που έχασε τις ομοσπονδιακές εκλογές, ανακοινώνει την απόσυρσή του από την πολιτική ζωή. Την 1η Νοεμβρίου, κατατίθεται στο Εθνικό Κοινοβούλιο του Κεμπέκ, το Λευκό Βιβλίο για την Ανεξαρτοποίηση-Συνεργρασία και στις 20 Νοεμβρίου ο Λεβέκ ανακοινώνει το ερώτημα του δημοψηφίσματος.

Τον ίδιο μήνα, η συντηρητική κυβέρνηση μειοψηφίας Κλαρκ αναγκάζεται λόγω της μη ψήφισης ενός σημαντικού νομοσχεδίου. Στις ομοσπονδιακές εκλογές τις 18ης Φεβρουαρίου 1980, το φιλελεύθερο κόμμα με αρχηγό του Τρυντώ εκλέγεται πρώτο κόμμα και κατακτά 74 από τις 75 ομοσπονδιακές εκλογικές περιφέρειες του Κεμπέκ. Το αποτέλεσμα των ομοσπονδιακών εκλογών δεν πτοεί την κυβέρνηση Λεβέκ να αρχίσει την συζήτηση για το δημοψήφισμα στο Εθνικό Κοινοβούλιο τον Μάρτιο. Σε δημοσκόπηση που διενεργείται στο τέλος του μήνα, φέρεται το 55% των ερωτηθέντων ψηφοφόρων να τάσσεται υπέρ του "ΝΑΙ", δηλαδή της ανεξαρτητοποίησης του Κεμπέκ και της συνεργασίας της επαρχίας με τον υπόλοιπο Καναδά.[12]

Την ίδια εποχή εκτυλίσσεται μια δημόσια αντιπαράθεση των πολιτικών κομμάτων, όταν η υπουργός κοινωνικής ανάπτυξης Λιζ Παγιέτ (Lise Payette) σε δήλωσή της που χαρακτηρίστηκε ως γκάφα, παραλήρησε την γυναίκα του αρχηγού του φιλελεύθερου κόμματος Κλωντ Ραϊόν (Claude Ryan), Μαντελέν (Madeleine) ως "Yβέτ" (Yvette), λέξη που εκείνη της εποχή χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει την γυναίκα που αποτελεί πρότυπο κοινωνικής δράσης σε ορισμένα σχολικά εγχειρίδια. Τρεις βδομάδες αργότερα, μια ομάδα γυναικών που ανήκαν πολιτικά στο φιλελεύθερο κόμμα, θέλοντας να δείξουν ότι μπορούν να είναι ταυτόχρονα φεμινίστριες και φεντεραλίστριες, δημιούργησαν την οργάνωση "Κίνηση των Υβέτ" (Mouvement des Yvettes). Η οργάνωση αποκτά δημοσιότητα και απήχηση.[13] Στις 7 Απριλίου, 15.000 γυναίκες συγκεντρώθηκαν στο Φόρουμ του Μόντρεαλ για να προβάλουν τις θέσεις τους, με ομιλητές εκτός της Μαντελέν Ραϊόν, άλλες δημοφιλείς γυναίκες της εποχής.[εκκρεμεί παραπομπή] Το στρατόπεδο του "Όχι" αρχίζει τώρα να αποκτά περισσότερη απήχηση, αφού παρατηρείται εξασθένιση του ρεύματος του "Ναι" στις δημοσκοπήσεις.[13]

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενισχύει την Επιτροπή του "Όχι" του Κλωντ Ραϊόν δημιουργώντας συστηματικά ένα κλίμα ανησυχίας και προπαγάνδας, ότι για παράδειγμα ότι οι συνταξιούχοι θα χάσουν μέρος της σύνταξής του που καταβάλετε από την ομοσπονδία και ότι η τιμή των καυσίμων θα ανέβει, αφού η πετρελαιοπαραγωγός Αλμπέρτα θα έχει διαφορετική οικονομική σχέση με το Κεμπέκ με επιπτώσεις στον οικογενειακό ενεργειακό προϋπολογισμό.[εκκρεμεί παραπομπή] Από την πλευρά των σεπαριστών υπήρξαν δηλώσεις που ενίσχυαν τον εθνικό διχασμό. Αναφέρεται ότι ο ίδιο ο Λεβέκ άφησε να διαφανεί ότι θα υπάρξει αντίδραση εναντίον του αγγλόφωνου πληθυσμού αν το "Όχι" υπερισχύσει. Το ψυχρό κλίμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων ενεθάρρυναν υποστηρικτές του "Ναι". Η γενικότερη αίσθηση του αγγλόφωνου Τύπου, ήταν ότι το δημοψήφισμα ήταν μια μορφή πολιτικού εκβιασμού για τον Καναδά.[13] Στις 15 Μαϊου, ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Τρυντώ, δηλώνει σε ομιλία του στο συνεδριακό κέντρο Πωλ Σωβέ (Centre Paul-Sauvé) ότι θα μεριμνήσει στην τροποποίηση του ομοσπονδιακού συντάγματος, προς την κατεύθυνση των ευαισθησιών του Κεμπέκ.[13] Η ομιλία του φέρεται να επηρέασε σημαντικά το τελικό αποτέλεσμα και έμεινε γνωστή η φράση του ότι με την δήλωσή του "διακινδυνεύει τις θέσεις των μελών της κυβέρνησής του".[14]

Στις 20 Μαϊου, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μεταφράζεται σε ήττα της κυβέρνησης Λεβέκ. 59,4% των Κεμπεκιωτών απάντησε "Όχι" και το 40,6% με "Ναι". Ένα πολύ μικρό ποσοστό των γαλλόφωνων ψήφισε "Όχι". Το ίδιο βράδυ, ο Ρενέ Λεβέκ στο "Πωλ Σωβέ" παρότρυνε τους απογοητευμένους οπαδούς του με την δήλωση "Αν κατάλαβα καλά (...) είστε έτοιμοι να πείτε (...) την επόμενη φορά",[15] και ότι αναμένει την εκπλήρωση των υποσχέσεων της κυβέρνησης της Οτάβας, λέγοντας ότι "η πρωτοβουλία των κινήσεων τώρα είναι στο ομοσπονδιακό στρατόπεδο".[16]

Ο Λεβέκ, με την ανακοίνωση του αποτελέσματος και αναφερόμενος στο 16 τοις εκατό των αγγλόφωνων της επαρχίας που επέλεξε να ψηφίσει αρνητικά, χαρακτήρισε την αγγλόφωνη μειονότητα ως "ανάπηρο" πληθυσμό, σαν να μην είχε το δικαίωμα να καθορίσει το κοινό μέλλον των πολιτών της επαρχίας. Οι απόλυτες δηλώσεις από το στρατόπεδο του "Όχι" πριν τις εκλογές, φαίνεται ότι είχαν επίπτωση στο εκλογικό αποτέλεσμα.[13] Μετά από λίγες ημέρες, αποδείχτηκε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση Τρυντώ είχε δαπανήσει 7,5 εκατομμύρια δολάρια κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1980, οκτώ φορές περισσότερα από όσα προέβλεπε το νομοσχέδιο που εφάρμοσε το δημοψήφισμα.[17]

Συνταγματικές διαπραγματεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές ημέρες μετά την καταψήφιση του δημοψηφίσματος, ο Πιέρ Έλιοτ Τρυντώ αρχίζει ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων με τις επαρχίες του Καναδά. Στόχος του είναι η υιοθέτηση του ομοσπονδιακού συντάγματος, με τις διαπραγματεύσεις να εκτυλίσσονται πάντα στο Λονδίνο, και την προσθήκη νέων διατάξεων που θα προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και θα προετοιμάσουν το έδαφος για την εφαρμογή μελλοντικών τροποποιήσεων. Η κυβέρνηση Λεβέκ αποφασίζει να βάλει στην άκρη, προς στιγμήν, τις διεκδικήσεις της και να διαπραγματευτεί καλή την πίστη.

Οι συνομιλίες αρχίζουν τον Ιούνιο, με το πρώτο συνέδριο ομοσπονδίας-επαρχιών να διοργανώνεται τον Σεπτέμβριο του 1980. Το Οντάριο και η Νέα Βρουνσβίκη συμφωνούν με τις τροποποιήσεις που προτείνει η Οτάβα και το σχέδιο Τρυντώ, όχι όμως και οι υπόλοιπες επαρχίες που θεωρούν ότι θα χάσουν πολλά προνόμια και συμμαχούν με το Κεμπέκ. Μπροστά στην διαφαινόμενη αποτυχία του συνεδρίου, ο Καναδός πρωθυπουργός ανακοινώνει την μονομερή ενσωμάτωση των τροποποιήσεων στο Καναδικό σύνταγμα. Οι επαρχίες αντιδρούν και ανακοινώνουν την προσφυγή τους ανά επαρχία στα δικαστήρια. Οι προσφυγές των επαρχιών απορρίπτονται εκτός αυτής της Νέα Γης που καθιστά τις τροποποιήσεις ως αντικανονικές και αναγκάζει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά.

Αυτήν την περίοδο, ο Ρενέ Λεβέκ καταφέρνει να αναδείξει το κόμμα του ακόμα μια φορά πρώτο στις επαρχιακές εκλογές στις 14 Απριλίου 1981 με ποσοστό κοντά στο 50% των ψήφων. Οι υποσχέσεις του περί "καλής κυβέρνησης" επιβεβαίωσαν το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά αυτή την φορά δεν δεσμεύεται ότι θα θέσει σε πρώτο πλάνο το θέμα της ανεξαρτητοποίησης και επισημαίνει ότι μόνο κόμμα του μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Κεμπέκ, έναντι των αντίστοιχων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Από την μεριά του, το Φιλελεύθερο Κόμμα της επαρχίας σημειώνει σημαντικές απώλειες σε αυτές εκλογές, που οφείλονται στην κακή προεκλογική εκστρατεία και στην συμπεριφορά του αρχηγού του Κλωντ Ριόν, στον οποίο καταλογίζεται αλαζονεία και υπεροψία.[18]

Δύο μέρες αργότερα, ο Ρενέ Λεβέκ συναντάται με οκτώ πρωθυπουργούς των επαρχιών στο Βανκούβερ (η Νέα Βρουνσβίκη και το Οντάριο είχαν αποσυρθεί) προκειμένου να δημιουργήσουν μια φόρμουλα που θα μπορούσε να ακυρώσει τη τροποποίηση του συντάγματος. Οι συζητήσεις μεταξύ των πρωθυπουργών κατέληξαν σε υποχώρηση στο θέμα του δικαιώματος της αρνησικυρίας (βέτο) με αντάλλαγμα την μη αποδοχή της Χάρτας των Δικαιωμάτων. Επιπλέον, αποφάσισαν στη θέση του βέτο του να δοθεί το δικαίωμα να αποχωρήσει κάποια επαρχία απόν την συνομοσπονδία με την καταβολή αποζημίωσης, όπως επίσης να υπάρχει η δυνατότητα μια επαρχία να μπορεί να αρνηθεί ένα ομοσπονδιακό νομοσχέδιο χωρίς αυτό να δεσμεύει τις άλλες επαρχίες.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1981, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά αποφαίνεται ότι το σχέδιο Τρυντώ είναι νόμιμο, αλλά χωρίς νομιμοποίηση καθώς θα έπρεπε να είναι διασφαλισμένη η υποστήριξη των περισσοτέρων των επαρχιών.[19] Έπειτα ο Τρυντώ καλεί τους ομολόγους του των επαρχιών σε μία νέα σύνοδο που θα έδινε μια τελευταία ευκαιρία για την εξεύρεση λύσης στις αρχές του Νοέμβρη.

Μέσω αυτής της συνόδου που διεξήχθη μεταξύ τις 4 με 5 Νοεμβρίου, ο Τρυντώ καταφέρνει να πείσει εννέα από τους δέκα ηγέτες των επαρχιών. Ο πρωθυπουργός του Κεμπέκ για ακόμα μια φορά αρνείται να συναινέσει στις συνταγματικές αλλαγές που προωθεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η σκληρή νύχτα των διαπραγματεύσεων έχει μείνει στην πολιτική ιστορία ως "Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών" (La Nuit des Longs Couteaux), λόγω του χώρου διεξαγωγής της συνάντησης που ήταν η κουζίνα του ξενοδοχείου. Κύριοι διαπραγματευτές ήταν ο Ζαν Κρετιέν (Jean Chrétien), ο Ρόι Ρομανόφ (Roy Romanow), ο Ρόι ΜακΜέρτυ (Roy McMurtry), και ο Άλαν Μπέικνυ (Allan Blakeney) με τις υπογραφές των πρωθυπουργών των εννέα επαρχιών έπεσαν το πρωί της 5ης Νοεμβρίου, παρουσία των εκπροσώπων του Κεμπέκ που είχαν μείνει εμβρόντητοι. Η Χάρτα των Δικαιωμάτων και των Ελευθεριών κατοχυρώθηκε στο Καναδικό Σύνταγμα, με την προσθήκη ρήτρας (Άρθρο 33) που απέβλεπε στο δικαίωμα κάθε επαρχία να εφαρμόζει παρεκβατικά και σε διάστημα πέντε χρόνων άρθρα, σύμφωνα με το συμφέρον που ορίζει η κάθε επαρχία. Το Κεμπέκ με την απόφασή του να μην επικυρώσει την Χάρτα καθ΄ολοκληρία, απέβλεπε στην μη ματαίωση του προγράμματος εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και στη μη εφαρμογή διατάξεων που έρχονταν σε αντίθεση με την Χάρτα της Γαλλικής Γλώσσας.

Ο Λεβέκ επιστρέφει στο Κεμπέκ ταπεινωμένος, πικραμένος και πολιτικά τραυματισμένος. Οι κοντινοί του άνθρωποι δήλωναν ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο και η ευκαιρία για μια ανατροπή είχε πια χαθεί.[20]. Η πυγμή που υπέδειξε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε άμεση επίπτωση στην δημοφιλία του Παρτί Κεμπεκουά. Στο όγδοο συνέδριο του κόμματος τον Δεκέμβριο του 1981, οι οπαδοί του κόμματος που ονομάζονται στην δημοσιογραφική γλώσσα "Πεκίστ" (γαλλικά: Péquistes) εγκρίνουν ένα ψήφισμα που απορρίψει την ιδέα της ένωσης, που συνιστούσε την δεύτερη δέσμευση του προηγούμενου δημοψηφίσματος. Μάταια ο Λεβέκ προσπαθεί να αποτρέψει ένα τέτοιο ψήφισμα όταν τους απειλεί με καθαίρεση. Λίγες μέρες αργότερα, ανακοινώνει ένα εσωτερικό δημοψήφισμα στο κόμμα του για να ακυρώσει την αμφιλεγόμενο ψήφισμα. Στο δημοψήφισμα δόθηκε από έναν αρθρογράφο της αγγλόφωνης εφημερίδας The Gazette, Ίαν ΜακΝτόναλντ (Ian MacDonald) η ονομασία ρενεφένρερουμ (rénefederum) από το μικρό όνομα του πρωθυπουργού. Στις 9 Φεβρουαρίου 1982, τα αποτελέσμα είναι παραπάνω από ικανοποιητικά για τον Λεβέκ. Το 95% των 143.000 των μελών του κόμματος του δίνουν την υποστήριξή τους.

Β' κυβέρνηση Λεβέκ (1981-1985)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρενέ Λεβέκ επανεκλέγεται στις 13 Απριλίου 1981 με πολιτικό αντίπαλο τον ηγέτη του φιλελεύθερου κόμματος Κλωντ Ριόν (Claude Ryan), κερδίζοντας 88 από τις 122 βουλευτικές έδρες στο επαρχιακό κοινοβούλιο. Το Παρτί Κεμπεκουά συγκεντρώνει το μέγιστο των ψήφων που έχει πάρει ποτέ με 49,26 %, παρά την ενδυνάμωση του φιλελεύθερου κόμματος που έλαβε το 46,07 %. Αλλά στη νέα κυβέρνηση η αισιοδοξία για τον εκλογικό θρίαμβο δεν κρατάει για πολύ. Η δεύτερη διακυβέρνηση χαρακτηρίστηκε πολύ δύσκολη για τον Ρενέ Λεβέκ και την κυβέρνησή του. Η συνταγματική κρίση δεν αποτελεί το μόνο τροχοπέδη.

Από το 1981, ξεκινά μια ανεπάντεχη οικονομική κρίση. Η ανεργία από το 10 % τον Ιούλιο του 1981, απογειώνεται στο 14 % τον Μάρτιο του 1982 για να φτάσει το 15 % τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου και το 16 % τον επόμενο μήνα. Η κυβέρνηση προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να ελέγξει τις επιπτώσεις. Μετά από πρόταση του αρχηγού της Ομοσπονδίας των Εργαζομένων του Κεμπέκ, Λουί Λαμπέζ (Louis Laberge), εφαρμόζεται το πρόγραμμα των Κατοικιών της Αγγαρείας (Corvée-Habitation), με σκοπό να δώσει ώθηση στην οικοδομική δραστηριότητα κατοικιών. Επίσης με το Σχέδιο Μπιρόν (Plan Biron),η κυβέρνηση του Κεμπέκ προσπαθεί να εφαρμόσει μέτρα που θα ανακουφίσουν της μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τον Νοέμβριο του 1983, ο Λεβέκ ανακοινώνει την δημιουργία 18.000 θέσεων εποχικής απασχόλησης σε ένα πρόγραμμα υλοτομίας.

Μέσα σε αυτή την κοινωνική και οικονομική αναταραχή, ξεκινά νέες διαπραγματεύσεις με τον δημόσιο τομέα με σκοπό τον περιορισμών των δημοσίων εξόδων. Στο Οικονομικό Φόρουμ του Κεμπέκ, ο Κεμπεκιώτης πρωθυπουργός ανακοινώνει μια τρύπα 700 εκατομμυρίων δολαρίων στις προβλέψεις των δημοσίων εσόδων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν μπορεί να δίνει τις αυξήσεις των μισθών που δόθηκαν στις συλλογικές συμβάσεις του δημοσίου τομέα το 1979. Την ίδια περίοδο, ανακοινώνεται η αύξηση του επαρχιακού φόρου προστιθέμενης αξίας από το εννέα στο δέκα τοις εκατό και ταυτόχρονα το το πάγωμα των μισθών των γιατρών που εργάζονται στο σύστημα δωρεάν υγείας του Κεμπέκ και των κυβερνητικών αξιωματούχων, ώστε να συνδράμουν, σύμφωνα με την κυβέρνηση διά του πρωθυπουργού Λεβέκ, στις θυσίες που επωμίζονται οι υπόλοιποι πολίτες. Τον Μάιο, ψηφίζεται από το Εθνικό Κοινοβούλιο του Κεμπέκ, ο νόμος 70 που επιτρέπει την κυβέρνηση να μειώσει τους μισθούς τους στο 20 % για διάστημα τριών μηνών, από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1983.

Τα εργατικά συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων αντιδρούν στην προοπτική μείωσης των μισθών και δημιουργούν κοινό μέτωπο το φθινόπωρο. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των εργαζομένων καταλήγουν σε αδιέξοδο. Τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση βάζει τέλος στις διαπραγματεύσεις και προχωρά στην ψήφιση του νόμου 105, επιβάλλοντας την μεταβολή 109 συλλογικών συμβάσεων των 300.000 των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Τα συνδικάτα έπειτα οργανώνουν γενικευμένες απεργίες στα τέλη του Γενάρη του 1983. Στις 29 Ιανουαρίου, γύρω στις 30.000 συνδικαλιστών διαδηλώνουν έξω από το Εθνικό Κοινοβούλιο, καίγοντας ομοίωμα του πρωθυπουργού. Για αυτούς, ο Ρενέ Λεβέκ έχει μεταβληθεί σε "χασάπη του Νιού Καρλάιλ", παραλληλίζοντας την επίκαιρη τότε υπόθεση του χασάπη της Λυών με τον τόπο όπου μεγάλωσε.

Στις αρχές Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση καταφέρνει να έρθει σε συμφωνία με τα συνδικαλιστικά όργανα των νοσηλευτών και την Ομοσπονδία Κοινωνικών Λειτουργών. Οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, φέρνει στο επαρχιακό κοινοβούλιο τον Νόμο 111, που ονομάστηκε νόμος του γκλομπ (γαλλικά: loi-matraque) από τους συνδικαλιστές, που προβλέπει την απόλυση χωρίς δυνατότητα έφεσης, την μείωση των αποδοχών,την απώλεια της αρχαιότητας και την αναστολή του Χάρτη των Δικαιωμάτων.

Στις 5 Μαρτίου, πολλοί υπουργοί της κυβέρνησης Λεβέκ προπηλακίστηκαν από τους απεργούς-διαδηλωτές έξω από το ξενοδοχείο Κονκόρντ (Concorde), όπου διοργανώνονταν το εθνικό συνέδριο του Παρτί Κεμπεκουά. Στη συνέχεια, όμως, οι εντάσεις υποχωρούν και στις 18 Απριλίου υπογρα΄φεται κατ 'αρχήν συμφωνία υπεγράφη με την Κεντρική (Συνομοσπονδία) Εκπαιδευτικών του Κεμπέκ (Centale de l`enseignement du Québec). Η κυβέρνηση Λεβέκ βγαίνει αποδυναμωμένη από την κρίση. Η φυσική συμμαχία μεταξύ των συνδικάτων και του Παρτί Κεμπεκούα δεν υπάρχει πια, κάτι που διαφαίνεται τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης είναι πολύ έντονη.

Παρά την αναταραχή, η κυβέρνηση συνεχίζει το νομοθετικό της έργο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 (Γαλλικά) Claude Godbout, Roger Racine, Marc Renaud, René Lévesque, Héros malgré lui, Le rebelle (1922-1967), Παραγωγή Ρενέ Λεβέκ (σε συνεργασία με Télé-Québec), Κεμπέκ, 2003
  2. Ιστοσ. francogene.com, Généalogie de René Lévesque, Ανακτήθηκε 21/04/2012.
  3. (Γαλλικά) Graham Fraser, Le Parti québécois, Εκδ. Libre Expression, Ούτρεμον, Κεμπέκ, 1984 (ISBN 2-89111-207-5)
  4. (Γαλλικά) Ιστοσ. Κυβέρνησης του Κεμπέκ, Secrétariat à l'adoption internationale, Ανακτήθηκε 23/04/2012
  5. (Γαλλικά) Lionel Bellavance, Les partis indépendantistes québécois (1960-1970), Parti québécois d'Arthabaska, Arthabaska (Québec), 1972, σ. 14.
  6. Ο Λεβέκ προσέγγισε το ζήτημα της ανεξαρτησίας με σύνεση και νηφαλιότητα, όπως αποδεικνύεται από την απόφασή του σχετικά με το "Κέντρο Αρχειοθέτησης και Τεκμηρίωσης". [Lévesque aborda la question de la souveraineté avec prudence et grande sobriété, comme en fait foi sa décision concernant le Centre d'archives et de documentation] (John F. Conway, Des comptes à rendre VLB éditeur, 1995)
  7. Τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου μείωσαν σημαντικά τα δικαστικά τους έσοδα από τα τροχαία ατυχήματα. Έως εκείνη την περίοδο, δεν δίστασε ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον αυτοκινητιστή να συνεργάζεται με τον ασφαλιστή του ώστε να διαιωνίζεται η διαδικασία και να αποθαρρύνει τον πελάτη με το να αρκεστεί σε μικρότερη αποζημίωση που συχνά χαρακτηρίζονταν ως ένα κομμάτι ψωμί. [Les membres du Barreau retiraient jusqu'à une bonne moitié de leurs revenus des accidents de la route et, plus souvent qu'à leur tour, n'hésitaient pas à s'acoquiner avec l'assureur pour éterniser les procédures jusqu'à ce que le client découragé finît par laisser tomber son recours ou se contentât d'une bouchée de pain] (René Lévesque, Attendez que je me rappelle, Québec-Amérique, 1986, σσ. 386-387)
  8. Ο Τζέιμς Ρέστον (James Reston), αρθρογράφος των New York Times, έχει γράψει σε άρθρο του στις 25 Ιανουαρίου 1977: Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιστρέφονται με την ιδέα ότι ο Καναδάς θα μπορούσε να υποδιαιρεθεί σε μια σειρά κρατών που θα μπορούσαν να μαλώνουν μεταξύ τους [Les États-Unis sont renversés à l'idée que le Canada pourrait se fractionner en une série d'États qui pourraient se quereller les uns avec les autres]. Το κείμενο αναφέρεται εμμέσως στην ομιλία που θα πραγματοποιούσε ο Λεβέκ στο συνέδριο του Economic Club που διεξήχθη την ίδια μέρα.
  9. Εφημ. Le Soleil, 10 Φεβρουαρίου 1977
  10. Εφημ. Le Devoir, 5 Νοεμβρίου 1977
  11. Εφημ. Le Devoir, 7 Νοεμβρίου 1977
  12. Ρενέ Λεβέκ, Attendez que je me rappelle, εκδ. Québec/Amérique, Μόντρεαλ 1986, σ. 407
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 (Αγγλικά) Τζόελ Γκόλντενμπεργκ (Joel Goldenberg), Covering Quebec Referendum in The Suburb, The Suburban looks back at 50 years in our commounity, Εφημ. The Suburb, 08/08/2012, σ. 2
  14. Ακριβής φράση στα γαλλικά: "Nous mettons nos sièges en jeu".
  15. Ακριβής φράση στα γαλλικά: "Si je vous ai bien compris... vous êtes en train de dire... à la prochaine fois". Βίντεο του Ρενέ Λεβέκ στις 20 Μαΐου 1980 με την ομιλία του που αναμεταδόθηκε στην εκμποπή "Η απάντηση" (La réponse) του τηλεοπτικού σταθμού Radio-Canada).
  16. Ακριβής φράση στα γαλλικά: "La balle est maintenant dans le camp fédéral"
  17. Στην εφημ. La Presse της 14ης Δεκεμβρίου 1987, ένα άρθρο σημειώνει ότι ο Γεράλντ Γκοντέν (Gérald Godin) έδωσε στην δημοσιότητα στο Εθνικό Κοινοβούλιο μια αναφορά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην οποία καταγράφεται η υπέρβαση της χρηματοδότησης.
  18. (Γαλλικά) Pierre Godin. René Lévesque, L'homme brisé, τόμος 4ος, εκδ. Boréal, Μόντρεαλ 2005, σσ. 126-129
  19. Pierre Godin, René Lévesque, l'homme brisé, τόμος 4, Μόντρεαλ : Boréal, 2005, σσ. 150-151.
  20. Συνέντευξη του Κλωντ Καρόν στο τηλεοπτικό σταθμό TVA στις 2 Νοεμβρίου 1987, μετά τον θάνατο του Κεμπέκ.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημοσιεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βίντεο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα René Lévesque της Γαλλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).


fr:René Lévesque en:René Lévesque