Χρήστης:Ares Paraskevopoulos/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Το Βελγικό Κονγκό ήταν μία βελγική αποικία στην Κεντρική Αφρική από το 1908 έως την ανεξαρτησία του το 1960. Η πρώην αποικία απέκτησε το σημερινό της όνομα, το Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το 1960.

H αποικιακή διακυβέρνηση στο Κονγκό ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου προσπάθησε να πείσει την βελγική κυβέρνηση ώστε αυτή να υποστηρίξει την αποικιακή εξάπλωση γύρω στην τότε σχετικά ανεξερεύνητη λεκάνη του Κονγκό. Οι αμφιβολίες της οδήγησαν τον Λεοπόλδο να συστήσει μόνος του την αποικία. Με την υποστήριξη διαφόρων δυτικών χωρών, ο Λεοπόλδος κέρδισε την διεθνή αναγνώριση της προσωπικής του αποικίας, του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό, το 1885. Μέχρι την έλευση του νέου αιώνα, ωστόσο, η βία που χρησιμοποιήθηκε από αξιωματούχους του Ελεύθερου Κράτους εναντίον των γηγενών Κονγκολέζων και ένα ανελέητο σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης οδήγησε σε έντονη διπλωματική πίεση προς το Βέλγιο προκειμένου να πάρει υπό τον επίσημο έλεγχό του την χώρα, πράγμα που έκανε με την δημιουργία του Βελγικού Κονγκό το 1908.

Η βελγική διακυβέρνηση στο Κονγκό βασίστηκε στην «αποικιακή τριάδα» (trinité coloniale) κράτους, ιεραποστόλων και ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Η προνομιούχος θέση των βελγικών επιχειρήσεων σήμαινε ότι μεγάλα κεφάλαια διοχετεύονταν στο Κονγκό και ότι διαφορετικές περιοχές εξειδικεύτηκαν. Σε αρκετές περιπτώσεις, το συμφέροντα του κράτους και του ιδιωτικού κεφαλαίου συνδέονταν στενά, και το κράτος βοηθούσε βοηθούσε τις επιχειρήσεις να σπάνε απεργίες και να απομακρύνουν άλλα εμπόδια που δημιουργούσε ο γηγενής πληθυσμός. Η αποικία διαιρούνταν σε ιεραρχικά δομημένες διοικητικές υποενότητες, που διοικούνταν ομοιόμορφα σύμφωνα με ένα σύστημα «γηγενούς πολιτικής» (politique indigène). Δεν συνέβαινε το ίδιο στην βρετανική και γαλλική αποικιακή πρακτική, ο οποία σε γενικές γραμμές ακολουθούσε συστήματα έμμεσης διακυβέρνησης, διατηρώντας τους παραδοσιακούς ηγέτες σε θέσεις εξουσίας υπό αποικιακή επιτήρηση.

Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και 1950 το Βελγικό Κονγκό γνώρισε εκτεταμένη αστικοποίηση, και η αποικιακή διακυβέρνηση άρχισε διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα που στόχευαν στην μετατροπή της περιοχής σε αποικία-πρότυπο. Μία συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η ανάδυση μίας νέας μεσαίας τάξης εξευρωπαϊσμένων γηγενών «évolués» στα αστικά κέντρα. Μέχρι και την δεκαετία του 1950 το Κονγκό είχε τους διπλάσιους μισθωτούς εργαζομένους από κάθε άλλη ευρωπαϊκή αποικία.

Το 1960, ως συνέπεια του ευρέως διαδεδομένου και προοδευτικά ριζοσπαστικού κινήματος ανεξαρτησίας, το Κονγκό απέκτησε την ανεξαρτησία του ως Δημοκρατία του Κογκό (Λεοπολντοβίλ) υπό τον Πρωθυπουργό Πατρίς Λουμούμπα και τον Πρόεδρο Ιωσήφ Καζαβούμπου. Οι κακές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων εντός του Κονγκό, η συνεχιζόμενη παρέμβαση του Βελγίου στα εσωτερικά του Κονγκό και η επέμβαση ισχυρών κρατών (κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα ενός πενταετούς πολέμου και πολιτικής αστάθειας, γνωστών ως Κρίσης του Κονγκό, από το 1960 έως το 1965. Η κρίση έληξε με την επικράτηση του Μομπούτου Σέσε Σέκο τον Νοέμβριο του 1965