Χρήστης:Μιχάλης Πολίτης/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Guillaume Henri Dufour[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Guillaume Henri Dufour γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1787 στην Κωνσταντία της Αυστρίας από Ελβετούς γονείς και πέθανε στις 14 Ιουλίου 1875 στο Eaux-Vives της Γενεύης.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού (τάξη "X1807") και κι ακολούθως στην Στρατιωτική Σχολή Κατάρτισης Αξιωματικών του Πυροβολικού και του Μηχανικού του Metz. Μετά τις σπουδές του υπηρέτησε αρχικά στον Γαλλικό Στρατό ως αξιωματικός του Μηχανικού.

Στην Κέρκυρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1810 στάλθηκε στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα των κατεχόμενων από τη Γαλλική Δημοκρατία Επτανήσων, για να εκτελέσει αμυντικά έργα κατά των Βρετανών νότια και δυτικά της πόλης της Κέρκυρας. Εκεί διακρίθηκε στην τέχνη των οχυρώσεων, δίπλα στον ταγματάρχη Baudrand. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο, Καθηγητή Αρχαιολογίας, κατά την εκτέλεση των εκσκαφών στην περιοχή της Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων για τη διάνοιξη οχυρωματικής τάφρου, με σκοπό την ένωση του λιμανιού του Αλκινόου και του Υλλαϊκού λιμένα (1812-1813), οι σκαπανείς του γαλλικού στρατού, υπό τον Dufour, ανακάλυψαν διάφορες αρχαιότητες, τμήμα της Παλαιόπολης (τον ναό της Αρτέμιδος). Οι εργασίες σταμάτησαν και άρχισε η καταγραφή και η περιγραφή των αρχαιοτήτων. Η συστηματική ανασκαφή άρχισε έναν αιώνα αργότερα, μετά από προτροπή του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄, από τον Έλληνα αρχαιολόγο Φεντερίκο Βερσάκη και τον διάσημο Γερμανό αρχαιολόγο Βίλελμ Ντέρπφελντ.

Στις 11 Ιουνίου 1813 τραυματίστηκε όταν το πλοίο που τον μετέφερε από την Πάργα δέχθηκε επίθεση από τους Άγγλους. Το 1814 ήταν μέλος της αντιπροσωπείας που διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Κέρκυρας στους Άγγλους και στη συνέχεια μετέβη στη Γενεύη. Κατά τη διάρκεια των Εκατό Ημερών, επέστρεψε στον Γαλλικό Στρατό και εργάστηκε για την ενίσχυση των οχυρώσεων της Λυών.

Στη Γενεύη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση του Ναπολέοντα επέστρεψε στη Γενεύη, η οποία είχε πάψει να αποτελεί τμήμα της γαλλικής επικράτειας, όπου διορίστηκε προϊστάμενος των τεχνικών υπηρεσιών του καντονίου και στη συνέχεια μηχανικός, υπεύθυνος για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις οχυρώσεις της Γενεύης.

Τον Αύγουστο του 1819 υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής της Thoune, της οποίας διετέλεσε διοικητής από το 1831 έως το 1834.

Το 1838, διορίστηκε Διοικητής της Επιμελητείας του Ελβετικού Στρατού και μ’ αυτή την ιδιότητα ανέλαβε τη διεύθυνση των τοπογραφικών αποστολών και ίδρυσε το Ομοσπονδιακό Τοπογραφικό Γραφείο με αποστολή την παραγωγή του Εθνικού Χαρτογραφικού Άτλαντα της Ελβετίας. Αυτός ο πρώτος πλήρης τοπογραφικός άτλαντας της Ελβετίας, ο “Χάρτης Dufour”, ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1864.

Το 1847 ανέλαβε την ηγεσία του Ελβετικού Στρατού με τον βαθμό του στρατηγού. Την ίδια χρονιά, ηγήθηκε του πολέμου κατά του Sonderbund, του συνασπισμού των επτά καθολικών αυτονομιστικών καντονιών. Χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατάφερε να επιβάλει την ειρήνη μετά από είκοσι επτά ημέρες πολέμου, με ελάχιστες απώλειες για όλα τα μέρη.

Συμμετοχή στην ίδρυση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Guillaume Henri Dufour συμμετείχε στην ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού και στην ανάπτυξη των προγραμμάτων του. Διετέλεσε πρόεδρος της Συνέλευσης της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού από το 1863 έως το 1864 και στη συνέχεια παρέμεινε επίτιμος πρόεδρός της. Διοργάνωσε την πρώτη διεθνή διάσκεψη στη Γενεύη της Συνέλευσης της Επιτροπής τον Αύγουστο του 1864, η οποία κατέληξε στη "Σύμβαση για τη βελτίωση της κατάστασης των τραυματιών στρατιωτικών σε στρατούς στο πεδίο της μάχης" η οποία περιλαμβάνει τις πρώτες συστάσεις για τη παροχή πρώτων βοηθειών στα πεδία των μαχών και καθορίζει τα δικαιώματα των θυμάτων, επιτρέποντάς τους να λαμβάνουν φροντίδα και να έχουν πρόσβαση σε επαρκή ανακουφιστική φροντίδα.

Το Ελβετικό Κράτος τιμώντας την προσφορά του στην πατρίδα του, έδωσε το όνομά του στην υψηλότερη κορυφή της Ελβετίας, το Pointe Dufour (4.634 μέτρα).

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Συλλογικό, Guillaume Henri Dufour, Τα χρόνια στην Κέρκυρα. Les années à Corfou. The Corfu years. 1810-1814, Κέρκυρα, Έκδοση Φίλων του Ιδρύματος Μνήμη Albert Cohen Κέρκυρας, 2017, 107 σ.
  • Jacques Baeyens, Οι Γάλλοι στην Κέρκυρα, 1797-1799 & 1807-1814 [« Les Français à Corfou, 1797-1799 et 1807-1814 »], Μετάφραση Μιχάλη Πολίτη, Αθήνα, Εκδόσεις Λειμών,‎ 2021, 226 σ.
  • Roger Durand (dir.), Guillaume-Henri Dufour dans son temps : (1787-1875) : actes du Colloque Dufour, Genève, Société d'histoire et d'archéologie, 1991, 476 p.
  • Jean-Jacques Langendorf, Guillaume Henri Dufour ou la passion du juste milieu, Lucerne; Lausanne, René Coeckelberghs, coll. « Les grands Suisses » (no 1), 1987, 159 p.
  • Jean-Jacques Langendorf, « Le général Guillaume-Henri Dufour », Passé simple. Mensuel romand d'histoire et d'archéologie, no 58,‎ octobre 2020, p. 3-12.
  • Rhomaios Konstantinos. Les premières fouilles de Corfou. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 49, 1925. pp. 190-218; (doi : https://doi.org/10.3406/bch.1925.2977, https://www.persee.fr/doc/bch_0007-4217_1925_num_49_1_2977)

(*) Βασίστηκε στην γαλλική εκδοχή του λήμματος Guillaume Henri Dufour