Χρήστης:Μαρία Τσούμαρη/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Τράπεζα του Λονδίνου και της Νότιας Αμερικής στο Μπουένος Άιρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

πρόχειρο
Banco hipótecario - Ex Banco de Londres
Χάρτης
Γενικές πληροφορίες
ΑρχιτεκτονικήΜπρουταλισμός
Γεωγραφικές συντεταγμένες34°36′23″S 58°22′19″W
ΤοποθεσίαΜπουένος Άιρες
ΧώραΑργεντινή Αργεντινή
ΧρήσηΤράπεζα
ΙδιοκτήτηςBank of London and South America , The Hipotecario Nacional Bank
Σχεδιασμός και κατασκευή
ΑρχιτέκτοναςClorindo Testa , SEPRA

Το κτίριο για τα γραφεία της τράπεζας του Λονδίνου και της Νότιας Αμερικής είναι έργο των Clorindo Testa και της ομάδας SEPRA (Santiago Sánchez Elía, Federico Peralta Ramos, Alfredo Agostini). Βρίσκεται στο Μπουένος Άιρες, κοντά στην κεντρική πλατεία (Playa de Mayo). Ήταν η νικητήρια πρόταση σε διαγωνισμό, ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 1959, ενώ η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1966.[1]

Αρχιτέκτονες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CLORINDO TESTA

O Clorindo Testa (1923-2013) είναι από τις πιο γνωστές φιγούρες στη σύγχρονη αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής. Αυτό, που τον χαρακτηρίζει είναι η μπρουταλιστική του προσέγγιση και η ικανότητα του, να συνδυάζει τη ζωγραφική, την πλαστική και την αρχιτεκτονική ως μια ενιαία δημιουργική διαδικασία.

Αποφοίτησε από το Universidad de Buenos Aires το 1948, όπου κατά τη διάρκεια των σπουδών του, γνώρισε το μοντερνισμό και επηρεάστηκε έντονα από το έργο του Le Corbusier. Αμέσως μετά, έμεινε για δύο χρόνια στη Ρώμη, αφιερώνοντας τον εαυτό του στη ζωγραφική, πρακτική που τον συνόδευε σε όλη τη διάρκεια του ζωή. Από τα πρώτα έργα του, το κυβερνητικό κέντρο της νεοσύστατης επαρχίας La Pampa, στην πόλη Santa Rosa, αποτελεί αφετηρία για τον πειραματισμό του στο ανεπίχριστο σκυρόδεμα και στην μπρουταλιστική αρχιτεκτονική[2], ενώ το κτίριο για τα γραφεία της τράπεζας του Λονδίνου και της Νότιας Αμερικής, που αναλύεται, του έδωσε εθνική αναγνώριση.

Μελετώντας το έργο του, διαφαίνεται ο ευαίσθητος και δραματικός χαρακτήρας των κτιρίων του, ο οποίος προέρχεται από την ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και εκφραστικής χρήσης της φόρμας.

SEPRA

Το αρχιτεκτονικό γραφείο SEPRA ιδρύθηκε το 1936, στην Αργεντινή από τους Santiago Sánchez Elía, Federico Peralta Ramos, Alfredo Agostini. Κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων λειτουργίας του, ολοκλήρωσε πολλά από τα πιο γνωστά και σημαντικά κτίρια στο Μπουένος Άιρες και σε άλλες πόλεις της χώρας. Βασική τους προσέγγιση ήταν η επανεκτίμηση του τούβλου και του σκυροδέματος στις κατασκευές.[3]

Η συνεργασία με τον Clorindo Testa δεν περιορίστηκε μόνο στην τράπεζα του Λονδίνου και της Νότιας Αμερικής, αλλά συνεργάστηκαν για τη εκπόνηση σημαντικών έργων, συμπεριλαμβανομένου του βραβευμένου περιπτέρου της Αργεντινής στην Έκθεση της Μαδρίτης το 1968 και για τη συμμετοχή σε άλλους διαγωνισμούς.

Επιρροές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μπρουταλισμός στην Αργεντινή, ήταν μια έντονη αρχιτεκτονική τάση ευρωπαϊκής προέλευσης, που κυριάρχησε μεταξύ του 1950 και 1960.[4] Όπως διαμορφώθηκε, βασίστηκε στην κριτική ανάγνωση των συμβάσεων και στην έμφαση μιας ποιητικής διάστασης από τη χρήση του φωτός, των ανοιχτών χώρων και των ανεπίχρηστων υλικών. Η αρχιτεκτονική αυτή, δηλώθηκε ως νόμιμη επιλογή σχεδιασμού σε κυβερνητικά κτίρια, η οποία αργότερα υιοθετήθηκε σε κτίρια που προορίζονταν να γίνουν κολέγια, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και κεντρικά γραφεία τραπεζών. Από τα πιο σημαντικά έργα της εποχής αυτής, είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες, από τον Clorindo Testa και το πανεπιστήμιο Ciudad, από μια ομάδα αρχιτεκτόνων.[5]

Το κτίριο της τράπεζας του Λονδίνου αναδεικνύει αυτή τη μπρουταλιστική προσέγγιση, με βασική επιρροή να αποτελεί ο μπρουταλισμός των τελευταίων έργων του Le Corbusier, ακολουθώντας ένα λεξιλόγιο από οπλισμένο σκυρόδεμα, γυαλί και σίδερο. Η δημιουργία ενός κλειστού, συμπαγούς κτιρίου και η γλυπτική επεξεργασία στα σκυρόδετα  υποστυλώματα, στις σκάλες και στους προβόλους είναι σημάδια προς αυτή την κατεύθυνση. Ο έντονος και επιβλητικός χαρακτήρας αυτής της προσέγγισης, οδήγησε σε μια τοπική αμφισβήτηση και διαμαρτυρία, όταν ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού.[1]

Ωστόσο, ο σχεδιασμός σέβεται τον πυκνό ιστό και την αρχιτεκτονική της παλιάς συνοικίας της πόλης. Αυτό φανερώνεται από τη δημιουργία στοών και μνημειακής εισόδου και τέλος, από τη κεντρική ιδέα ενός ενιαίου χώρου και ελεύθερων δαπέδων, ως μια κεντρική, εσωτερική πλατεία. Ο πολύπλοκος χαρακτήρας του, μέσω του συνδυασμού τοπικών και παγκόσμιων επιρροών, δεν επιτρέπει την κατηγοριοποίηση του κτιρίου σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχιτέκτονας της τράπεζας του Λονδίνου και της Νότιας Αμερικής, Gerald Wakeham, οργάνωσε το διαγωνισμό για την εκπόνηση του κτιρίου, περιορίζοντας τις συμμετοχές σε αρχιτέκτονες που δρούσαν στην Αργεντινή. Παράλληλα, υπήρχε σχετική ενημέρωση, στα τέσσερα αρχιτεκτονικά γραφεία που προσκλήθηκαν, για την εκτίμηση των τότε τάσεων στις τοπικές τραπεζικές εργασίες και ειδικότερα στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των τραπεζών της Αργεντινής, εξαιτίας του καθιερωμένου συστήματος πληρωμής με μετρητά και όχι με επιταγές. Η συγκεκριμένη τράπεζα έπρεπε να φιλοξενεί 133 ταμεία, καθιστώντας αναγκαία μια ασυνήθιστα γενναιόδωρη κατανομή δημοσίου χώρου και κυκλοφορίας.[1]

Η νικητήρια πρόταση ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις, προτείνοντας μια εναλλακτική προσέγγιση από τον τυπικό σχεδιασμό τραπεζών και τον τοπικό μοντερνισμό της αρχιτεκτονικής στην Αργεντινή. Ο σκοπός ήταν να επιτευχθεί η απαιτούμενη συνοχή των διαφορετικών τμημάτων και η μεταξύ τους επικοινωνία, εντάσσοντας τα όλα σε έναν ενιαίο, δημόσιο, εσωτερικό χώρο.

Το κτίριο αποτελούσε υποκατάστημα της τράπεζας Lloyds κατά τη δεκαετία του 1980 μέχρι τις αρχές του 1990, ενώ το 1997 εξαγοράστηκε από, την πρόσφατα ιδιωτική, τράπεζα Hipotecario. Το 1999, αναγνωρίστηκε ως εθνικό ιστορικό μνημείο.[6]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεντρική ιδέα και χωρική διάταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασική ιδέα του κτιρίου είναι η συγκρότηση μιας στεγασμένης πλατείας, ενός ενιαίου συνεχούς χώρου, που φέρει σε πολλαπλά επίπεδα τις διαφορετικές λειτουργίες και ταυτοχρόνως πετυχαίνει τη μεταξύ τους επικοινωνία. Το πρόγραμμα συγκεντρώνει έξι επίπεδα, τα οποία  λειτουργούν ως αυτόνομες πλατφόρμες, διασυνδεδεμένες με δύο κάθετες κυκλοφορίες, μια γλυπτική σπυροειδής σκάλα και έναν πυρήνα ανελκυστήρα. Ο ένας απευθύνεται στο κοινό και ο άλλος στους υπαλλήλους.[1]

Συγκεκριμένα, ο διαχωρισμός της ιδιωτικότητας στο εσωτερικό επιτυγχάνεται μέσω διαφορετικού δομικού σχεδιασμού και αναπτύσσεται καθ’ ύψος. Τα τέσσερα ανώτερα επίπεδα αναρτώνται από την οροφή και τα δυο πρώτα επίπεδα εκτείνονται ως πρόβολοι αποδεσμεύοντας το χώρο από υποστυλώματα. Ο κύριος τραπεζικός χώρος, μαζί με τα ταμεία, βρίσκεται στο ισόγειο και δύο επιπλέον επίπεδα (12x33 μ.) δημόσιου χώρου εκτείνονται πάνω από αυτόν. Στηρίζονται μόνο σε δυο σημεία και έχουν τονισμένα τα άκρα τους, προκειμένου να δημιουργούν ισχυρές αναφορές στον τεράστιο κεντρικό χώρο.[7] Πιο πάνω, οι ιδιωτικοί χώροι της τράπεζας, που καταλαμβάνουν τα τρία κύρια επίπεδα και έναν δευτερεύοντα χώρο, αναρτώνται από την οροφή. Αυτή η διάταξη ελεύθερων ορόφων επιτρέπει ευέλικτες χρήσεις και θέα από τους χώρους εργασίας, που φτάνει σχεδόν σε ολόκληρο το κτίριο. Ο όγκος του κτιρίου καλύπτει περίπου 3200 τ.μ. και η κεντρική οροφή φτάνει στα 27 μ.

Κάτω από το δάπεδο πρόσβασης υπάρχουν τρία υπόγεια επίπεδα, τα οποία φθάνουν στα 14 μέτρα βάθους και φιλοξενούν χώρους εξυπηρέτησης , για σημαντικές συναλλαγές με μετρητά, μηχανοστάσια, τον κεντρικό χώρο σταύθμεσης και έναν τεθωρακισμένο χώρο για τα αυτοκίνητα της τράπεζας. Στον τελευταίο όροφο, πάνω από το επίπεδο της οροφής, έχει προβλεφθεί υπαίθριος χώρος  ως εκτόνωση και μέρος συγκέντρωσης, τραπεζαρίες και αίθουσα συνεδριάσεων.

   

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικός άξονας για το σχεδιασμό του κτιρίου είναι η ίδια η κατασκευή. Προκειμένου να επιτευχθεί η χωρική ρευστότητα, το κτίριο στεγάζεται μόνο από μια στιβαρή οροφή σε ύψος 27μ. και αφήνει το εσωτερικό ελεύθερο . Η οροφή αποτελείται από μια δοκιδωτή πλάκα από σκυρόδεμα, οι δοκοί της οποίας ακολουθούν ένα κάναβο 3x3 μ. Η κατανομή των φορτίων επιτυγχάνεται από τα εξωτερικά υποστυλώματα, τους διαχωριστικούς τοίχους και μια κεντρική σκυρόδετη στήλη, η οποία φέρει τον κατακόρυφο πυρήνα κίνησης στο κεντρικό σημείο του κτιρίου.{7} Τα εξωτερικά υποστυλώματα ομαδοποιούνται ανά έξι και συνδέονται με εγκάρσιες δοκούς για την εξασφάλιση της ακαμψίας. Η όψη, που δημιουργούν χρησιμεύει επίσης ως στοιχείο σκίασης, καθώς πίσω τους το κτίριο είναι εγκιβωτισμένο με έναν πλήρη γυάλινο τοίχο.[1]

Στο εσωτερικό, τα πρώτα δύο επίπεδα στηρίζονται σε δύο μεγάλα υποστυλώματα, ενώ οι πλάκες λειτουργούν ως προβόλοι από τις δύο πλευρές του στηρίγματος. Για την ανάρτηση των παραπάνω επιπέδων από την οροφή, χρησιμοποιούνται χαλύβδινοι εντατήρες ανά 6μ.[7] Καμία από αυτές τις πλατφόρμες δεν στηρίζεται στον κεντρικό πυρήνα, αλλά λειτουργούν ως αυτόνομα δομικά συστήματα, που εμπεριέχονται στη στεγασμένη “πλατεία”.

Το σκυρόδεμα και το γυαλί ως βασικά υλικά.

Κάτω από το δάπεδο πρόσβασης, τρία δάπεδα υπεδάφους που φτάνουν τα 14 μέτρα βάθος περιέχονται σε χοντρούς τοίχους από σκυρόδεμα που προσδίδουν ακαμψία στην κατασκευή.[1]

Υλικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σκυρόδεμα, το γυαλί και το σίδερο είναι τα υλικά που κυριαρχούν στο κτίριο, τα οποία προσδίδουν διαφορετικές ποιότητες στη σύνθεση τους. Το ανοιχτόχρωμο σκυρόδεμα, με εμφανή ξυλότυπο, επιδέχθηκε μια έντονη πλαστικότητα στις όψεις, με στρογγυλεμένες διατρήσεις και τις εναλλαγές των διαστάσεων. Στο εσωτερικό κυριαρχεί μόνο στους κατακόρυφους πυρήνες κίνησης, με τη σπυροειδή σκάλα να κυριαρχεί. Το γυάλινο θερμομονωτικό πλαίσιο του κτιρίου, χρησιμεύει ως ένα ελαφρύ όριο προς την πόλη και επιτυγχάνει τον άμεσο ηλιακό φωτισμό και την βλεμματική επαφή.


Αρχές σχεδιασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχιτεκτονική τομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προοπτική φωτογραφία, που αναδεικνύει την τομή του κτιρίου.

Οι τομές, εγκάρσιες και διαμήκεις, φανερώνουν την κεντρική ιδέα του ενιαίου χώρου με ελεύθερες πλατφόρμες. Η χειρονομία της ανάρτησης επιπέδων και της δημιουργίας προβόλων, καθώς και η ένωση αυτών, μέσω κεντρικών πυρήνων κάθετης κυκλοφορίας ξεκινούν από την εγκάρσια τομή. Το αρχικό σκίτσο του αρχιτέκτονα Clorindo Testa, που αποτελεί την τομή του κτιρίου, δείχνει την αίσθηση ενός ενιαίου, δημόσιου χώρου, που φιλοξενεί επίπεδα σε διαφορετικά ύψη. Επίσης, φανερώνει τις αναλογίες μεταξύ αυτών και των δομικών στοιχείων τους, καθώς και την ισχυρή κίνηση των ιδιωτικών επιπέδων, που αιωρούνται πάνω από τους δημόσιους χώρους. Ο επισκέπτης, εισερχόμενος στο εσωτερικό αντιλαμβάνεται αυτή την τομή, καθώς τα επίπεδα, όντας ελεύθερα διαγράφονται και ξεχωρίζουν μέσα στο σύνολο του κτιρίου. Εξαιτίας της απουσίας υποστυλωμάτων στο εσωτερικό, η τομή ουσιαστικά, αποκαλύπτει τη σχεδιαστική ιδέα της αιώρησης των πλακών και ταυτόχρονα, την πλαισίωση του κτιρίου από τη στέγη και τα εξωτερικά υποστυλώματα.

Στη διαμήκης τομή, γίνεται αντιληπτό, πως μέσω της εναλλαγής του μήκους των επιπέδων, εντείνεται η χωρική ρευστότητα. Το κτίριο, διαφοροποιείται σε κάθε όροφο δημιουργώντας βλεμματικές επαφές και περιπλέκοντας τα όρια δημοσίου και ιδιωτικού. Οι  πυλώνες των κατακόρυφων κινήσεων, διατρέχουν όλα τα επίπεδα, αποτελώντας ένα συνδετικό κρίκο αυτών.

Οι διαφοροποιήσεις των υψών, φανερώνονται από την αρχή της εισόδου στο κτιρίου, μέσω της κεντρικής σκάλας και στη συνέχεια με την πλατφόρμα των κυλιόμενων διαδρόμων, την προβολή επιπέδων και το αίθριο, που φτάνει μέχρι την τελική οροφή.

Παράλληλα, για τα υποστυλώματα, στο σχέδιο της τομής, διαφαίνεται η διαφοροποίηση των διαστάσεων τους καθ’ ύψος και η καμπυλότητα τους.

Η συνέχεια του αστικού μετώπου.

Ένταξη στο περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ένταξη του κτιρίου στο περιβάλλον του Μπούενος Άιρες ήταν μια αρχή σχεδιασμού, καθώς βρίσκεται σε μια γειτονιά ιστορικών νεοκλασσικών κτιρίων. Αρχικά, οι απαιτήσεις του διαγωνισμού ζητούσαν τη δημιουργία ενός υπαίθριου χώρου προς το δρόμο[8], αλλά οι αρχιτέκτονες ακολούθησαν το παράδειγμα των γειτονικών κτιρίων. Επομένως, οι συστοιχίες των υποστηλωμάτων τοποθετούνται στην άκρη του δρόμου και η γυάλινη πρόσοψη υποχωρεί, δημιουργώντας ένα είδος στοάς. Με αυτό τον τρόπο, συνεχίζονται τα οικοδομικά όρια, αλλά παρέχεται και υπαίθριος χώρος. Η πλαστικότητα των όψεων με τη δυναμική τους παρουσία, λόγω του σκυροδέματος και των γεωμετρικών μορφοποιήσεων, στέκεται με ένα πιο φουτουριστικό τρόπο στις διπλανές νεοκλασσικές όψεις.[8] Οι αρχιτέκτονες, για να ολοκληρώσουν τη συνέχεια με το γύρω αστικό περιβάλλον, τοποθετούν μια πλάκα από σκυρόδεμα, στη γωνία του κτιρίου, πάνω από την οροφή. Ο σκοπός είναι η  άμεση νοηματική σύνδεση με τα μέτωπα των κτιρίων στη διασταύρωση.



Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «Bank Headquarters in Buenos Aires by Clorindo Testa». Architectural Review (στα Αγγλικά). 23 Φεβρουαρίου 1963. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2022. 
  2. «Clorindo Testa 1923-2013 | The Strength of Architecture | From 1998». www.metalocus.es (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  3. «SEPRA: arquitectura que hizo historia». www.ambito.com. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  4. «✅ London Bank in Buenos Aires - Data, Photos & Plans». WikiArquitectura (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  5. «An ode to Buenos Aires Brutalism». The Spaces (στα Αγγλικά). 12 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  6. «Bank of London in Buenos Aires by Clorindo Testa & SEPRA Studio». ArchEyes (στα Αγγλικά). 26 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2022. 
  7. 7,0 7,1 Gardinetti, Marcelo (Νοεμβρίου 2021). «Clorindo Testa, La renovación del lenguaje arquitectónico». researchgate. 
  8. 8,0 8,1 «AD Classics: Bank of London and South America / Clorindo Testa + SEPRA». ArchDaily (στα Αγγλικά). 9 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022.