Χούμπερτ Βάελραντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χούμπερτ Βάελραντ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1517[1][2]
Θάνατος19  Νοεμβρίου 1595[1]
Αμβέρσα
Χώρα πολιτογράφησηςΚάτω Χώρες των Αψβούργων
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
τραγουδιστής[3]
μουσικός παιδαγωγός[3]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χούμπερτ Βάελραντ (Hubert Waelrant ή Waelrand, γαλλ. Υμπέρ Βελράν ή Βαιλράν [4] Αμβέρσα; 1516; / 1517; – Αμβέρσα 19 Νοεμβρίου 1595) ήταν Γαλλοφλαμανδός συνθέτης, τραγουδιστής και εκδότης μουσικής της ύστερης Αναγέννησης.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βάελραντ γεννήθηκε το 1516 ή το 1517 στη Φλάνδρα, αλλά είναι άγνωστη η γενέτειρα πόλη του. Πιθανόν, όμως, να ήταν η Αμβέρσα και, συγκεκριμένα, το σημερινό προάστιο Τόνγκερλο (Tongerlo). [5] Υπάρχουν αρκετά προβλήματα με το ονοματεπώνυμό του, δεδομένου ότι, εκείνη την εποχή, υπήρχαν αρκετά παρόμοια ονόματα και επίθετα. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι στα αρχεία του πανεπιστημίου της πόλης Λέουβεν, αναφέρεται το ονοματεπώνυμο «Hubertus Walraet», με ημερομηνία καταχώρησης το 1531. Επίσης, η προσωρινή επικρατούσα υπόθεση ότι ο ίδιος σπούδασε στην Ιταλία, δεν είναι επιβεβαιωμένη, καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις γι' αυτό. Η -φαινομενικά- καλή γνώση των ιταλικών του μπορεί να είχε αποκτηθεί και μέσω της επαφής με πολλούς, πλούσιους Ιταλούς εμπόρους στην Αμβέρσα. Ωστόσο, τα μαδριγάλια που έγραψε δείχνουν επιρροή από μερικούς από τους πιο προοδευτικούς Ιταλούς συνθέτες των μέσων του 16ου αιώνα.

Πιθανώς, καταγόταν από οικογένεια μουσικών και νομικών της Αμβέρσας. Αλλά και τρία από τα πολλά παιδιά του -συνολικά δέκα από τις συζύγους του- ακολούθησαν το επάγγελμα του μουσικού. Είναι, πιθανόν, ατεκμηρίωτο το ότι σπούδασε στη Βενετία με τον Βίλαρτ. [6] Η πρώτη, σαφής απόδειξη των δραστηριοτήτων του βρίσκεται καταχωρημένη στα αρχεία του καθεδρικού ναού Αγίου Ιακώβου της Αμβέρσας, όπου ήταν τραγουδιστής (τενόρος) το 1544 και το 1545. Στα μέσα της δεκαετίας του 1550 ήταν επίσης δραστήριος ως δάσκαλος και, σύμφωνα με τον μαθητή του, Φ. Σβέιρτς (F. Sweerts), ήταν πρωτοπόρος στην επινόηση μιας νέας μεθόδου συλλαβικής γραφής των φθόγγων (solmization). Σύμφωνα με τον Ρίιζ (Reese) ίδρυσε μουσική σχολή στην Αμβέρσα. [7]

Κατά τα έτη 1554-1558 συνεργάστηκε με τον Jan De Laet, ανοίγοντας εκδοτικό οίκο (Waelrant & Laet). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εκδόθηκαν 16 εξαιρετικά σχεδιασμένες ανθολογίες μοτέτων και λυρικών τραγουδιών (σανσόν), συμπαριλαμβανομένων και δικών του συνθέσεων. Το, εάν υπήρξε αυστηρά ρωμαιοκαθολικός, είναι θέμα διαφωνίας. «Εσωτερικές» μαρτυρίες στη μουσική του, πάντως, υποδηλώνουν ότι μπορεί να είχε συμπάθεια προς τους προτεστάντες και, μάλιστα, ίσως ήταν αναβαπτιστής, αν και τα νομικά έγγραφα τον δείχνουν ρωμαιοκαθολικό. Γενικά, ήταν μια ταραγμένη περίοδος θρησκευτικών συγκρούσεων -ένας από τους λόγους που, πολλοί συνθέτες πήγαιναν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες- και ο Βάελραντ να υπήρξε σκόπιμα ασαφής ως προς τις πεποιθήσεις του. Η Αμβέρσα άλλαξε χέρια αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, εναλλακτικά από τους Καλβινιστές στους καθολικούς Αψβούργους, αλλά και οι δύο πλευρές υπέστησαν διώξεις. Μερικοί από τους απλούς ψαλμούς του Βάελραντ σε λαϊκή γλώσσα υποδηλώνουν ότι, ήταν προτεστάντης γι’ αυτό και υπάρχουν ενδείξεις ότι, κατασχέθηκαν από τις καθολικές εκκλησιαστικές αρχές -(Ιερά Εξέταση)- στο Κόρτραϊκ (Κουρτρέ). [8]

Λεπτομέρειες για τη ζωή του υπάρχουν λίγες, μετά το 1558, αλλά πιθανότατα παρέμεινε στην Αμβέρσα, όπου ήταν ενεργός ως συνθέτης, σύμβουλος για το κούρδισμα των καμπανών του καθεδρικού ναού και εκδότης μουσικής. Συνεργάστηκε σε μουσικές ανθολογίες με αρκετούς άλλους φλαμανδούς συνθέτες, το 1584, όπως τους Κ. Φερντόνκ (Cornelis Verdonck) και Α. Πέρβενάχε (Andreas Pevernage), ενώ το επόμενο έτος εξέδωσε βιβλίο με ιταλικά μαδριγάλια για 4,5 ή 6 φωνές (Symphonia angelica), μερικά από τα οποία έγραψε ο ίδιος και είχε εξαιρετική επιτυχία. Άλλωστε, τα μαδριγάλια ήταν από τις πιο δημοφιλείς μορφές μουσικής στην Ευρώπη, στα τέλη του 16ου αιώνα και οι συνθέτες τους τα έγραφαν στα ιταλικά, ακόμη και σε χώρες όπου δεν τα μιλούσαν. Στο τέλος της ζωής του, ο Βάελραντ αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Πέθανε το 1595 στην Αμβέρσα και και ενταφιάστηκε στην Καθεδρική Εκκλησία της Παναγίας (Onze-Lieve-Vrouwekathedraal). [9].

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βάελραντ έγραψε ιερή και κοσμική φωνητική μουσική, καθώς και μουσική για διάφορα όργανα. Από τα έργα του Βάελραντ σώζονται 31 μοτέτα, 8 μετρικοί ψαλμοί, 34 λυρικά τραγούδια (σανσόν), 15 μαδριγάλια, 47 ναπολιτάνες (λαϊκά τραγούδια, ελαφρού χαρακτήρα, όπως θα τα τραγουδούσαν στη Νάπολη, καθώς και μεταγραφές ιταλικών κομματιών για όργανα όπως το λαούτο.

Μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως συνθέτης, ο Βάελραντ ήταν σύγχρονος του Παλεστρίνα και, σε αντίθεση με τους πιο διάσημους συνθέτες της εποχής, εργάστηκε ως επί το πλείστον στη Βόρεια Ευρώπη ενώ, επιπλέον, ήταν προοδευτικός ως προς τη χρήση χρωματικών και διάφωνων διαστημάτων στη μουσική του. Το ύφος του χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια «ζωγραφικής» απόδοσης (text-painting) ορισμένων λέξεων του κειμένου, μέσω χαρακτηριστικής κίνησης της μελωδίας, [10] όπως για παράδειγμα, στο λυρικό τραγούδι Μusiciens qui chantez, μετά τη λέξη taire «σώπασε», όπου όλες οι φωνές έχουν παύση, για μια στιγμή.

Τα μοτέτα του είναι το πιο «προοδευτικό» κομμάτι της παραγωγής του, με χαρακτηριστικά της εποχής, μεταξύ της ομαλής και διαδεδομένης μίμησης συνθετών όπως ο Ν. Γκόμπερτ (Nicolas Gombert), με τις φωνές ισότιμες και ελαχιστοποίηση των δομικών αντιθέσεων. Επίσης, είναι σαφώς επηρεασμένα και από λίγο μεταγενέστερους συνθέτες, όπως ο Ορλάντο ντι Λάσσο. Πράγματι, πολλά από τα μοτέτα του θυμίζουν τον Λάσσο, χρησιμοποιώντας χρωματικά ημιτόνια, διασταύρωση φωνών, δομικές αντιθέσεις και, πάντοτε, προσήλωση στην κατανόηση του κειμένου. Αρμονικά, ο Βάελραντ συνήθως προτιμούσε φωνές που περιείχαν πλήρεις τριάδες και, με την προτίμησή του στις αποστάσεις πέμπτης από την τονική έναντι της τρίτης, μπορεί κανείς να ακούσει τις επικείμενες τονικές δομές της εποχής του μπαρόκ, η οποία επρόκειτο να αρχίσει λίγο μετά το θάνατό του.

Αλλά και η προσέγγισή του στις εκδόσεις έργων είναι εξαιρετική και τα χειρόγραφα του είναι γεμάτα με χρήσιμη συμβολογραφία, προς όφελος των ερμηνευτών. Ήταν προσεκτικός στο να ευθυγραμμίζει νότες με συλλαβές, μια πρακτική που ουδόλως συνηθιζόταν στον 16ο αιώνα, αφήνοντας, σπάνια, την ερμηνεία να επαφίεται ολοσχερώς στον αναγνώστη της παρτιτούρας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 13, σ. 153
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Gustave Reese, Music in the Renaissance. New York, W.W. Norton & Co., 1954