Χέρμαν Ντουφτ - Χανς Μπασενάουερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ
Φωτογραφία του Μπασενάουερ (αριστερά) και του Ντουφτ (δεξιά) κατά τη σύλληψή τους (εφημερίδα Μακεδονία, 17 Απριλίου 1969)
Πραγματικό όνομαHermann Duft και Hans Wilhelm Bassenauer
Γέννηση1938 (αμφότεροι)
Φραγκφούρτη, Γερμανία (ο Χέρμαν Ντουφτ)
Ντάρμσταντ, Γερμανία (ο Χανς Μπασενάουερ)
Θάνατος15 Δεκεμβρίου 1969 (αμφότεροι)

Κέρκυρα, Ελλάδα (ο Χέρμαν Ντουφτ)
Αίγινα, Ελλάδα (ο Χανς Μπασενάουερ)
Αιτία θανάτουΤυφεκισμός
ΕθνικότηταΓερμανοί
ΚίνητροΛηστεία
ΚατηγορίαΔολοφονίες
Ληστείες
Απόπειρα δολοφονίας
ΠοινήΘανατική ποινή
δεδομένα

Ο Χέρμαν Ντουφτ (Hermann Duft, 193815 Δεκεμβρίου 1969) και ο Χανς Μπασενάουερ (Hans Wilhelm Bassenauer, 1938 – 15 Δεκεμβρίου 1969) ήταν Γερμανοί δολοφόνοι κατά συρροή, που δολοφόνησαν έξι άτομα στην Ελλάδα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το 1969, συνελήφθησαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα δρούσαν δύο ''αυθεντικοί'' κατά συρροή δολοφόνοι, οι οποί καθώς διάλεγαν τυχαίους στόχους, έσπειραν τον τρόμο σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και άλλαξαν βίαια και οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την ίδια την έννοια του εγκλήματος. Ήταν οι μόνοι αλλοδαποί που εκτελέσθηκαν στην Ελλάδα. Συνελήφθησαν τυχαία, χάρη στην παρατηρητικότητα ενός άνδρα και καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα η θανατική ποινή ήταν ακόμα σε ισχύ.

Τα εγκλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

.Οι Ντουφτ και Μπασενάουερ, προφασιζόμενοι τους τουρίστες, έφθασαν οδικώς στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου 1969, εποχή κατά την οποία κυβερνούσε η χούντα των Συνταγματαρχών. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις 40 ημερών και συγκεκριμένα από τις αρχές Μαρτίου έως και τα μέσα Απριλίου οπότε και συνελήφθησαν, είχαν διαπράξει έξι δολοφονίες, πέντε ληστείες και έναν βαρύ τραυματισμό. Οι δύο Γερμανοί είτε έκαναν οτοστόπ είτε πλησίαζαν τα ανύποπτα θύματά τους με κάποιο πρόσχημα για να τα εκτελέσουν και στη συνέχεια να τα ληστέψουν.

Οι δολοφόνοι έδρασαν στην Αττική και στις πέριξ αυτής περιοχές. Πιο συγκεκριμένα τα θύματά τους ήταν:

  • 5 Μαρτίου 1969: Δολοφονία του νυχτοφύλακα Νικόλαου Κανάρη (35 ετών) και του στρατιώτη Κωνσταντίνου Κούλη (22 ετών), τραυματισμός του νυχτοφύλακα Αναστάσιου Γκιζίνου (30 ετών) σε πρατήριο υγρών καυσίμων έξω από τη Θήβα.
  • 13 Μαρτίου 1969: Δολοφονία Παντελή Αθηναίου (50 ετών), Ελληνοαμερικάνου χρηματιστή, στη Βούλα.
  • 7 Απριλίου 1969: Δολοφονία Ιωάννη Φραγκιαδάκη (34 ετών), οδηγού ταξί, στο Καβούρι.
  • 9 Απριλίου 1969: Δολοφονία Ιωάννη Τσουτσάνη (42 ετών), νυχτοφύλακα σε πρατήριο υγρών καυσίμων στη Μαλακάσα.
  • 12 Απριλίου 1969: Δολοφονία Γεωργίου Παπαγεωργίου (40 ετών), υφαντουργού, κατοίκου Δυτικής Γερμανίας, στην Κακιά Σκάλα.

Το τελευταίο τους έγκλημα δεν ήταν γνωστό στις αρχές. Το αποκάλυψαν οι ίδιοι μετά τη σύλληψή τους. Κατά την πρώτη τους εγκληματική ενέργεια έξω από τη Θήβα, υπήρξε και τρίτο θύμα, ο Αναστάσιος Γκιζίνος, υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων, ο οποίος κοιμόταν σε πίσω δωμάτιο, μαχαιρώθηκε δε και πυροβολήθηκε, όμως τελικά δεν εξέπνευσε, επέζησε και μάλιστα ήταν μάρτυρας στη δίκη. Ο δε στρατιώτης που βρισκόταν τυχαία στο σημείο, τους πλησίασε με σκοπό να τους ζητήσει να τον μεταφέρουν στη μονάδα όπου υπηρετούσε.

Τη δράση και συμπεριφορά τους χαρακτήριζαν η φαινομενική ευγένεια με την οποία ξεγελούσαν τα ανυποψίαστα θύματά τους, η μεθοδικότητα και ο απόλυτος κυνισμός. Σκότωναν χωρίς ενδοιασμούς, ακόμη και σε στιγμές που δεν ήταν απαραίτητο για να διαφύγουν, καθώς ξένοι όπως ήταν και χωρίς μητρώο στην Ελλάδα θα ήταν απίθανο να αναγνωρισθούν από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Συνελήφθησαν τελικά στις 16 Απριλίου του 1969, όταν ένας άνδρας, ο τελωνειακός Παναγιώτης Ταμπουράκης, παρατήρησε κηλίδες αίματος πάνω στο αυτοκίνητο μάρκας Mercedes-Benz, που πάρκαραν έξω από το σπίτι της μητέρας του, στο Χαϊδάρι και ειδοποίησε την αστυνομία[1]. Στήθηκε ενέδρα και οι δύο κακοποιοί συνελήφθησαν.

Το ποιόν τους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο 31χρονοι Γερμανοί, ήταν υδραυλικοί στο επάγγελμα. Ο Ντουφτ ήταν άγαμος, ενώ ο Μπασενάουερ παντρεμένος και πατέρας 3 παιδιών. Αργότερα αποδείχθηκε πως με τη σύζυγο του, Χάιντι Ερμπ, βρισκόταν σε διάσταση. Η σύζυγός του έπαθε ισχυρό σοκ όταν πληροφορήθηκε τη δράση του συζύγου της και επιχείρησε να αυτοκτονήσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Ο Ντουφτ είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Φερόταν ως ο εγκέφαλος του διδύμου και πειθήνιο όργανό του ο Μπασενάουερ. Και οι δύο ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ, καθώς είχαν στο παρελθόν εγκληματική δραστηριότητα (ληστείες και επιθέσεις) στην Δυτική Γερμανία και ακόμα στη Μασσαλία και τη Νάπολη.

Καταδίκη και εκτέλεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υποκριτική έκφραση μεταμέλειας των δύο στυγερών Γερμανών δολοφόνων κατά τη διάρκεια της δίκης τους δεν έπεισαν το δικαστήριο, ούτε και τους συγγενείς των θυμάτων τους[2]. Τον Ιούλιο του 1969, οι δύο εγκληματίες καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο πεντάκις σε θάνατο, για κάθε μία από τις πέντε δολοφονικές επιθέσεις ξεχωριστά. Στη συνέχεια υπέβαλαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία όμως απορρίφθηκε. Ομοίως απορρίφθηκε και η αίτηση που υπέβαλαν οι συνήγοροί τους προς το Συμβούλιο Χαρίτων προκειμένου να τους απονεμηθεί χάρη και η θανατική ποινή να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη.

Εκτελέστηκαν τα ξημερώματα της Δευτέρας 15ης Δεκεμβρίου του 1969 ο μεν Ντουφτ στο πεδίο βολής του Αγίου Ιωάννου, στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην περιοχή ''Τούρλος'' στην Αίγινα, όπου κρατούνταν. Ο Ντουφτ μάλιστα, ζήτησε να του αφήσουν ακάλυπτα τα μάτια και αντιμετώπισε εντελώς ανέκφραστος το εκτελεστικό απόσπασμα, αναφωνώντας ψυχρά στα ελληνικά, «γεια σας».

Αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Δυτική Γερμανία διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις για την υπόθεση. Ενώ η θανατική ποινή δεν ίσχυε εκεί, εν τούτοις το 55% του πληθυσμού τασσόταν υπέρ της, για ειδεχθή εγκλήματα. Υπήρξαν επίσης φωνές που υποστήριζαν μία άλλη θέση, καθώς αρκετά δημοσιεύματα έκαναν λόγο για «διευκόλυνση» των δυτικογερμανικών αρχών από τις αντίστοιχες ελληνικές, δηλαδή ότι ουσιαστικά η εκτέλεση των δύο έβγαλε από τη δύσκολη θέση τη δυτικογερμανική δικαιοσύνη. Χαρακτηριστική πάντως είναι η δήλωση της νεαρής χήρας του Μπασενάουερ, Χάιντι, που μιλώντας στην εφημερίδα Bild έκανε λόγο για δίκαιη τιμωρία του συζύγου της, αν και πρόσθεσε πως το γεγονός ότι η εκτέλεση έλαβε χώρα πολύ κοντά στα Χριστούγεννα, δεν ήταν και τόσο χριστιανικό.

Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι από τον δυτικογερμανικό Ερυθρό Σταυρό είχε ανοιχθεί λογαριασμός υπέρ των συγγενών των έξι Ελλήνων θυμάτων (εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν φτωχοί άνθρωποι) αλλά το ποσό που μαζεύτηκε ήταν μόλις 7.522,5 μάρκα. Θεωρήθηκε και αυτό από ορισμένους ότι συνετέλεσε στην επιβολή της αυστηρότερης των ποινών. Παράπονα εκφράστηκαν ακόμη για τη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών σε βάρος των δύο συλληφθέντων δολοφόνων, που στηλιτεύτηκε ως εξαιρετικά βίαιη και απάνθρωπη.

Μία τελευταία πτυχή του πολύκροτου ζητήματος είχε να κάνει με τους λόγους που οδήγησαν σε αναβολή της αρχικά προγραμματισμένης εκτέλεσης, για τις 4 Δεκεμβρίου, ακριβώς την τελευταία στιγμή. Ειπώθηκε ότι με την κίνηση αυτή, το δικτατορικό καθεστώς προσέβλεπε σε κάποια πολιτικά ανταλλάγματα από τη δυτικογερμανική πλευρά, όπως πιθανή αναγνώρισή του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η γιαγιά Γιαγιά Ηλίας Ταμπουράκης
  2. Οι στυγεροί δολοφόνοι Ντουφτ και Μπασενάουερ, Ιστορικό Λεύκωμα 1969, σελ. 142, Καθημερινή (1998)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]