Φλαντρώ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Φλαντρώ είναι θεατρικό έργο -τετράπρακτο δράμα -(ή «τραγωδία του πόθου», όπως την ονόμασε ο ίδιος ο συγγραφέας της) του Παντελή Χορν γραμμένο το 1925.
Το έργο αφορά στον παθιασμένο αλλά απελπισμένο έρωτα της χήρας Φλαντρώ για τον γυναικοκατακτητή του νησιού, και την τραγωδία που θα φέρει η προσπάθεια της Φλαντρώς να τον εκπληρώσει. Ο θεατρικός κριτικός Άλκης Θρύλος θεωρεί ότι «...είναι το πιο σφριγηλό, και μαζί το πιο εντυπωσιακό, το πιο πειστικό πλάσμα του Χορν στα ψυχολογικά του δράματα...». [1]

Πρωτο-παρουσιάστηκε στις 13 Ιουλίου 1925, στο «Θέατρο Κοτοπούλη», από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, και σε σκηνοθεσία δική της.
Ύστερα από την πρώτη αυτή παράσταση χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να ξανα-ανέβει το έργο στη σκηνή. Αυτό έγινε στις 2 Μαρτίου του 1979 από την «Κεντρική Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου.[2]

Η υπόθεση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φλαντρώ Γλάρου, κόρη κοτζαμπάση, ζει μαζί με τις δυο κόρες της, την Χρύσω από τον πρώτο της γάμο, και την Μυρτώ από τον δεύτερο γάμο, και με την ψυχοκόρη της (υπηρέτρια περισσότερο) Γαρουφαλιά, σε ένα αρχοντόσπιτο σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Η Φλαντρώ (όνομα σύνθετο από το φιλώ + άνδρας = αυτή που αγαπάει τον άνδρα), έχει ένα μυστικό. Είναι ερωτευμένη με έναν 25 χρονο νέο, τον καρδιοκατακτητή του νησιού, τον Νότη Σερδάρη. «...εσύ μου άναψες την πυρκαγιά!», λέει με πάθος στον Νότη στην τελευταία πράξη του έργου. «...Θυμάσαι κείνο το μεσημέρι που ήρθες μέσα στη λαύρα να μου πεις κάτι για τη μάνα σου; Τι σου χρωστούσα εγώ, να μου πεις λόγια πλάνα, να με ξεγελάσεις εμένα, χήρα γυναίκα;..»
Απο τότε, τον βλέπει και τον λαχταράει. Μα επειδή δεν επιτρέπεται από τους ηθικούς κανόνες της εποχής, κρατάει τον πόθο της κρυφό. Θέλει να είναι κοντά του, με τον μόνο τρόπο που επιτρέπεται: κάνοντάς τον γαμπρό της. Και έτσι αποφασίζει να δώσει την πρώτη, αγαπημένη της κόρη στον Νότη, για να είναι κοντά του. Υποβάλει στην Χρύσω, τον έρωτα για τον νέο. «...όταν η μητέρα μου είπε μια μέρα πως τον αγαπάω, δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Όταν επέμενε και έλεγε πως με λυπάται να με βλέπει να πονάω κρυφά, και θα πασκίσει να γίνει άντρας μου ότι κι αν είναι γιατί στο κάτω κάτω της γραφής δεν το έχει το κορίτσι της για χάσιμο, της λέω: Αυτόν θα πάρω εγώ; Κι όμως με τα πολλά είδα πως είχε δίκιο....», εξομολογείται η Χρύσω στην αδερφή της Μυρτώ.
Ομως το σχέδιό της σκοντάφτει στον απρόσμενο έρωτα της Μυρτώς με τον Νότη.
Ο Νότης Σερδάρης, γόνος και αυτός αρχοντικής οικογένειας, όμορφος και ερωτομανής έχει κλέψει την καρδιά όλων των γυναικών του χωριού τους. Μάλιστα, το τελευταίο θύμα του, είναι ένα κορίτσι η Αρετή, που ξεγελασμένη από τα όμορφα λόγιά του, του δόθηκε και αυτός μετά την παράτησε. Η Αρετή απελπισμένη πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Αλλά, «...θαρρείς πως είναι μονάχα η Αρετή, η πνιγμένη Αρετή στης θάλασσας τα βάθια;...Πόσα άλλα κορίτσια στο χωριό! Κι αν ήταν μονάχα τα κορίτσια! Πόσες παντρεμένες λιώνουν απο τη λαχτάρα τους, και πόσες χήρες ξενυχτάν στα λιακωτά γιατί ύπνος δεν τους κολλάει!...», λέει η Φλαντρώ.
Οι συγγενείς της Αρετής ζητούν εκδίκηση, και τον ψάχνουν για να τον σκοτώσουν. Εκείνος κρύβεται σε απόμερα μέρη του νησιού, ενώ η μάνα του έχει διαδόσει πως έφυγε για την Αμερική. Όμως ο Νότης, ερωτοχτυπημένος αληθινά – για πρώτη φορά στη ζωή του – έρχεται το βράδυ κρυφά, με κίνδυνο της ζωής του, να συναντήσει την Μυρτώ.
Η Μυρτώ εμπιστεύεται στην Γαρουφαλιά, τον έρωτά της για τον Νότη: «...Ποιός να μου το'λεγε πως θ' αγαπήσω εγώ αυτόν; Τον καταριόμουν και τον αναθεμάτιζα μαζί με όλον τον κόσμο, δεν έβλεπα την ώρα πότε ν'απαντηθώ μαζί του να του τα πω κατά πως του'πρεπε, να δη πως υπάρχουν στον τόπο μας και γυναίκες που ξέρουν να μιλήσουν σε έναν άντρα...δεν είναι όλες αθώες χωριάτισσες που πέφτουν με έναν πλάνο λόγο...Κι όμως, μόλις τον αντίκρυσα, τάχασα, δεν έβρισκα λέξη να πω, παράλυσα ολόκληρη...»
Όταν η Φλαντρώ μαθαίνει την απρόσμενη εξέλιξη των πραγμάτων, γίνεται θηρίο. Την Μυρτώ – κι ας είναι κόρη της, την μισεί. Παιδί του δεύτερου αποτυχημένου γάμου της, η Φλαντρώ συνεχίζει να βλέπει στην κόρη της τον μισητό άντρα της. «...Δεν μπορείς να με δεις στα μάτια σου από την ημέρα που μ' έβγαλες στο φως. Το νιώθω....» παραπονιέται η δεύτερη κόρη. Και η Φλαντρώ συμφωνεί: «...Μάνα εγώ δική σου; Χα! Χα! Μα την ώρα που κοιλοπονούσα, έβλεπα μπροστά μου τον σατανά τον πατέρα σου, και βλαστημούσα την στιγμή την καταραμένη!...»
Προσπαθεί με το καλό και με το άγριο να διαλύσει αυτή τη σχέση. Στην τρίτη πράξη κορυφώνεται η σύγκρουση με την κόρη της. Λόγια άδικα και σκληρά εκτοξεύουν πάνω στο θυμό τους και οι δυο γυναίκες. Στο τέλος η Φλαντρώ προειδοποιεί: «...Μα ότι κι αν κάνεις, ότι και να σχεδιάσεις, να ξέρεις πως δεν τον παίρνεις ζωντανό. Θα τον δεις στα πόδια σου πνιγμένον στο αίμα.!...»
Όμως οι δυο νέοι, επιμένουν. Αλλάζουν δαχτυλίδια, και ετοιμάζονται το επόμενο πρωί, να φύγουν, οι δυο τους, κρυφά, για πάντα από το νησί.
Η Φλαντρώ μπροστά στο ενδεχόμενο να τον χάσει για πάντα, αλλάζει στάση. Αποδέχεται τα γεγονότα και μάλιστα στήνει το αποχαιρετιστήριο γιορτινό δείπνο μόνο για τους τρεις τους, για να γιορτάσουν αρραβώνα και αναχώρηση.
Με βοηθό το κρασί, η Φλαντρώ, αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα. Με κάποιο πρόσχημα, διώχνει για λίγο την κόρη της, και μένει μόνη με τον Νότη. Του εξομολογείται τον έρωτά της, τον αγκαλιάζει, τον παρακαλεί, του υπόσχεται, τον ικετεύει, -να κάνει έρωτα μαζί της έστω για μια φορά – τον απειλεί, τον βρίζει, αλλά όλα μάταια. Ο Νότης δεν αποδέχεται την προσφορά της, δεν αλλάζει γνώμη, δεν φοβάται τις απειλές της. Η Φλαντρώ, ανοίγει το παράθυρο, φωνάζει στους άντρες που παραφύλαγαν το σπίτι για να πετύχουν τον Νότη, ότι αυτός είναι μέσα και να μπουν να τον σκοτώσουν. Οι δυο νέοι, προσπαθούν να ξεφύγουν τρέχοντας, αλλά δυο πιστολιές ακούγονται και ο Νότης πέφτει νεκρός. «Ούτε δικός μου, ούτε και δικός σου», μονολογεί. [3]

Οι γνώμες των κριτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο όταν παρουσιάστηκε στη σκηνή του θεάτρου Κοτοπούλη, δίχασε κοινό και κριτικούς. Μερικούς μήνες μετά την πρώτη παράσταση, του ρηξικέλευθου «Σέντζα», που είχε προκαλέσει τόσα αρνητικά σχόλια, ο Χορν σοκάρει ακόμα μια φορά.
Οι περισσότερο συντηρητικοί κριτικοί καταδίκασαν το έργο, κυρίως για θέματα ηθικής τάξης. Ο Πάνος Καλογερίκος που με την κριτική του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» της 15/7/1925 γράφει ότι ...Ο κ. Χορν έχει ιδιάζουσαν προτίμησιν προς τους παθολογικώς ανωμάλους τύπους, οι οποίοι, καθ'ον τρόπον γυμνόν και απροκάλυπτον εμφανίζονται, εις ουδέν αποσκοπούν, μάλλον δε την αποστροφήν προκαλούν..., ενώ ο κριτικός που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Κουρσάρος» στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» της 14/7/1925 προτείνει ...να κτισθή μια ιδιαιτέρα παράγκα μικράς χωρητικότητας δια να παρακολουθούν τα τοιαύτα έργα του κ. Χορν οι νοσηροί εκείνοι οι οποίοι νομίζουν οτι το θέατρο πρέπει να περιέχη μόνο ζωντανούς τύπους με όσην δυσωδίαν και αν αποπνέουν...
Από την άλλη, κριτικοί όπως ο Άλκης Θρύλος που κρατούσε την αντίστοιχη στήλη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» θεωρεί ότι ...η Φλαντρώ μας επιβάλλεται με την σχεδόν απόλυτη αρτιότητά της. Οι επίτηδες μονοκόμματοι χαρακτήρες διαγράφονται με το πάθος τους ζωγραφισμένο με τόσο χρώματα τόσο έντονα που υψώνονται σχεδόν συμβολικοί του πάθους του ορμητικού, του πρωτόγονου, του αυθόρμητα ασυγκράτητου. Η δράση πλέκεται σφιχτή, ενιαία και με μια λιτότητα σύγχρονη που θυμίζει σχεδόν την τεχνοτροπία της αρχαίας τραγωδίας....

Αυτή η σύγκρουση των κριτικών θα συνεχιστεί και στις μέρες μας, όχι όμως όσον αφορά την ηθική του συγγραφέα και των ηρώων αλλά αυτό καθεαυτό το έργο. Ο Θ. Φραγκόπουλος στην κριτική του για την παράσταση του Εθνικού θεάτρου, του 1979, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Νέα Εστία, θα γράψει ... ότι είναι απλώς ένα εργάκι, που το κάνει ακόμα πιο ακατάπιοτο η στοχοθέτηση του συγγραφέα και ο παιδαριώδης και γεμάτος ανακολουθίες μύθος του. Το έργο αυτό έχει υλικό αντάξιο για μια Μπερνάρντα Άλμπα. Όμως ο Χορν δεν είναι Λόρκα. Απεναντίας μάλιστα: κακομεταχειρίζεται τούτο το υλικό του σαν αμελής γυμνασιόπαις. Οι συγκρούσεις μεταξύ των γυναικών είναι χοντροκομμένες, και ο ξεπλανητής δεν πείθει καθόλου. Είναι τόσο ξύλινος, που απορείς πως ήτανε δυνατό να σταυρώσει έστω και μια γυναίκα. Το έργο δεν αποφεύγει ούτε μια κοινοτοπία, εκτός εκεί που διαπράττει χονδροειδείς απιθανότητες. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως καταφέρνει το ακατόρθωτο, να είναι δηλαδή ταυτόχρονα κοινότοπο και απίθανο.... [4]

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος όμως, διαφωνεί. ...Η Φλαντρώ, είναι ένα έργο, γερό, δυνατό και τολμηρό. Έχει δυο αριστουργηματικές πράξεις και έναν χαρακτήρα τελειωμένον. Ο τρόπος που αναδύεται το πραγματικό πρόσωπο της ηρωίδας μέσα από τη σκηνική δράση δείχνει σοφία δραματουργική και γνώση της ψυχολογίας του βάθους......Η Φλαντρώ είναι ένα έργο τόλμης γιατί είναι έργο νυστέρι, στο βάθος είναι πολιτικό θέατρο τόσο, όσο και η Γέρμα ή η Μπερνάντα Άλμπα του Λόρκα....Εδώ βρίσκεται η τόλμη του Χορν, η μοντέρνα ματιά που σοκάρισε τους μικροαστούς. Εκείνη η σκηνή λίγο πριν το φινάλε, όταν η Φλαντρώ μόνη στο σπίτι με τους αρραβωνιασμένους, κυκλωμένη από την κοινωνία που συσχετίζει κουτά, πνίγοντας τους ηθικούς κώδικες στο κρασί, ξαποστέλνει την κόρη της στο κατώι και ικετεύει τον παλιό πλάνο τώρα υποταγμένο ανθρωπάκο, Νότη Σερδάρη, (αυτή η στιγμή κόπηκε από την παράσταση του Εθνικού, του 1979) να την “πλαγιάσει εκει δα στο σοφά” είναι η συνταρακτικότερη τραγική νότα του θεάτρου μας. Νότα βαθιάς απελπισίας για μια καταπίεση αιώνων που στρέβλωσε την όρεξη για ερωτική πλήρωση μέσα στην τανάλια της υποταγής και των συνακόλουθων συμπλεγμάτων ενοχής. [5]

Τα πρόσωπα του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φλαντρώ, η αρχόντισσα
  • Γαρουφαλιά, ψυχοκόρη της
  • Μυρτώ, κόρη της από τον δεύτερο γάμο της
  • Λευτέρης Ζατούνης, φίλος της οικογένειας
  • Χρυσώ, κόρη της από τον πρώτο γάμο
  • Νότης Σερδάρης, ο γυναικοκατακτητής
  • Ένα μικρό παιδί, βαστάζος

Οι παραστάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1925: θίασος - θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη.

Φλαντρώ η Μαρίκα Κοτοπούλη
Μυρτώ η Αγγελική Κοτσάλη,
Γαρουφαλιά η Γεωργία Βασιλειάδου στην πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο. [6]
Σκηνοθεσία Μαρίκα Κοτοπούλη

1979: Εθνικό θέατρο.

Φλαντρώ διπλή διανομή, Αλέκα Κατσέλη και Κάκια Παναγιώτου
Μυρτώ η Τιτίκα Βλαχοπούλου
Χρύσω η Βιβέτα Τσιούνη
Γαρουφαλιά η Μαργαρίτα Λαμπρινού
Νότης, ο Κώστας Καστανάς
Λευτέρης Ζατούνης, ο Γιάννης Αργύρης
Σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος

[7] 1980: Άρμα Θέσπιδος

Φλαντρώ η Τιτίκα Νικηφοράκη
Σκηνοθεσία Κωστής Μιχαηλίδης

2003 :Θέατρο τση Ζάκυθος

Φλαντρώ η Τζένη Ρουσσέα
Σκηνοθεσία Βασίλης Νικολαΐδης

[8] 2007 Θεατρική εταιρεία «Πρόβα»

Φλαντρώ η Μαίρη Ραζή
Νότης ο Νίκος Παπαδόπουλος
Σκηνοθεσία Σωτήρης Τσόγκας [9]

2013 Εθνικό θέατρο -Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

Φλαντρώ η Λυδία Κονιόρδου

Σκηνοθεσία Λυδία Κονιόρδου [10]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές - Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Νέα Εστία, τεύχος 823, σελ.1339 - αφιέρωμα του περιοδικού στον Παντελή Χορν
  2. http://www.nt-archive.gr/playDetails.aspx?playID=557
  3. Η περίληψη βασίζεται πάνω στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=56780&code=5583 Αρχειοθετήθηκε 2016-04-10 στο Wayback Machine.
  4. Νέα Εστία, τεύχος 1241, σελ, 409. 15 Μαρτίου 1979
  5. εφημερίδα Το Βήμα της 15/03/1979
  6. Ο θεατρικός κριτικός της εφημερίδας «Ελληνική», που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ο Θεατρικός», εκφράζοντας την γνώμη του συνόλου των κριτικών, εξάρει το παίξιμο της Μαρίκας Κοτοπούλη τονίζοντας ότι ...μετά από καιρό που την είχαμε χάσει στις βρωμιές των παρισινών βουλεβάρτων, την ξαναβλέπουμε πάλι μεγάλη, τρανή, μοναδική ιέρεια της τέχνης. Η δίδα Κοτσάλη, σε όλο το παίξιμό της μας έδειξε ένα ταλέντο αληθινά δραματικό, καλλιτεχνικό που αξίζει τα πιο θερμά συγχαρητήρια....Η δις Βασιλειάδου μας ενεφάνισε επί της σκηνής όλη τη φρίκη μιας υπάρξεως που καταφρονεμένη, απομεριασμένη, περιφρονημένη προσπαθεί να λησμονεί βυθίζοντας τον εαυτό της στον αλκοολισμό... Εφημερίδα Ελληνική στις 15/7/1925
  7. http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=557
  8. theatrotsizakuthos.blogspot.com/2010_06_01_archive.html
  9. http://theatreland-news.blogspot.gr/2008/01/blog-post_298.html
  10. http://www.n-t.gr/el/events/flandro/?rp=1
  • Ευτέρπη Βαφειάδου:Εισαγωγή στη δραματουργία του Παντελή Χορν, διατριβή της για το Α.Π.Θ., 1994, σελ.278