Τσεγιέν (φυλή)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Τσεγιέν (Cheyenne) είναι Ινδιάνικη φυλή της Αμερικής.

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα «Τσεγιέν» δόθηκε στη φυλή αυτή από τους εχθρούς της, τους Σιού. Το όνομα αυτό βγήκε από τις λέξεις Σα-χί-γενά (Šahíyena), που σημαίνει «άνθρωποι με ξένη γλώσσα»[1]. Οι Τσεγιέν ονόμαζαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους «Ντγιτσιίστας», που σημαίνει «ψηλοί άνθρωποι».

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γυναίκα Τσεγιέν, φωτογραφία του Edward S. Curtis (1930)

Η πρώτη γνωστή ιστορική καταγραφή των Τσεγιέν προέρχεται από τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν μία ομάδα Τσεγιέν επισκέφτηκε ένα γαλλικό φρούριο κοντά στο σημερινό Σικάγο του Ιλινόι. Σύμφωνα με την παράδοση της φυλής, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα οι Τσεγιέν μετακινήθηκαν από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών στη σημερινή Μινεσότα και Βόρεια Ντακότα, όπου ίδρυσαν χωριά. Η παράδοση λέει ότι για πρώτη φορά έφτασαν στον ποταμό Μιζούρι το 1676[2].

Στο Μιζούρι, οι Τσεγιέν ήρθαν σ’ επαφή με γειτονικές φυλές και υιοθέτησαν πολλά από τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους. Κατά το 1776 οι Λακότα κατέκλυσαν μεγάλο μέρος της περιοχής των Τσεγιέν , οι οποίοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν δυτικότερα και με τη σειρά τους ανάγκασαν τους Κιόβας να μεταφερθούν νοτιότερα. Οι εξερευνητές της εποχής έμαθαν πολλά διαφορετικά ονόματα για τους Τσεγιέν και δεν συνειδητοποίησαν πως οι διαφορετικές περιοχές σχημάτιζαν μία ενιαία φυλή[3].

Από το 1820, έμποροι και εξερευνητές ανέφεραν επαφές με Τσεγιέν στο σημερινό Ντένβερ του Κολοράντο και στον ποταμό Αρκάνσας. Πιθανότατα οι Τσεγιέν κυνηγούσαν και είχαν εμπορικές συναλλαγές στην περιοχή νωρίτερα, και μετανάστευσαν προς τα νότια για να βγάλουν το χειμώνα. Οι τοπικές εχθροπραξίες με άλλες ινδιάνικες φυλές ήταν μέρος της κανονικής ζωής των Τσεγιέν μέχρι τη δεκαετία του 1860[4].

Τη δεκαετία του 1820, μετά από αναφορές περί επιδρομών των Τσεγιέν και άλλων φυλών στο δρόμο του Σάντα Φε, εστάλησαν αμερικανικά στρατεύματα από το Κάνσας για την προστασία των εποίκων[5]. Το 1834 ο Τσαρλς Μπεντ και οι συνεργάτες του ίδρυσαν φρούριο στον ποταμό Αρκάνσας, στο σημερινό νοτιοανατολικό Κολοράντο. Οι προσπάθειές τους για εμπορικές συναλλαγές στις βόρειες περιοχές του Μιζούρι είχαν αποδειχθεί ανεπιτυχείς και, καθώς ήταν φίλοι με τους Τσεγιέν, μεταφέρθηκαν στον ποταμό Αρκάνσας όπου ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις τους[6].

Κατά τη διάρκεια του Πυρετού του Χρυσού στην Καλιφόρνια, εκδηλώθηκε επιδημία χολέρας την οποία έφεραν οι μετανάστες. Εξαιτίας της κακής υγιεινής, η χολέρα εξαπλώθηκε στους καταυλισμούς των ορυχείων και στις πλωτές οδούς. Γενικά, η ασθένεια αυτή ήταν μία σημαντική αιτία θανάτου για τους μετανάστες, αφού το ένα δέκατο απ' αυτούς πέθαινε από χολέρα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών.

Ίσως από τους εμπόρους, το 1849 η επιδημία της χολέρας έφτασε στους Ινδιάνους προκαλώντας μεγάλες απώλειες ζωής κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι περίπου 2.000 Τσεγιέν πέθαναν, δηλαδή το ήμισυ έως τα δύο τρίτα του πληθυσμού τους. Υπήρξαν σημαντικές απώλειες και μεταξύ των άλλων φυλών, γεγονός που αποδυνάμωσε τις κοινωνικές δομές των Ινδιάνων. Ίσως λόγω της σοβαρής πτώσης των εμπορικών συναλλαγών, το 1849 το φρούριο του Μπεντ εγκαταλείφθηκε και κάηκε[7].

Το 1851, σε μία προσπάθεια να μειωθούν οι αψιμαχίες μεταξύ των Ινδιάνων, κυβερνητικοί αξιωματούχοι "απέδωσαν" περιοχές σε κάθε φυλή και δεσμεύτηκαν για αμοιβαία ειρήνη. Επιπλέον, η αμερικανική κυβέρνηση εξασφάλισε άδεια να κατασκευάσει και να διατηρήσει δρόμους που να διέρχονται από τις περιοχές των Ινδιάνων και να διατηρήσει οχυρά για να τους εποπτεύει. Σε αντιστάθμισμα οι φυλές έπαιρναν χρήματα και εφόδια. Με τη συνθήκη του 1851, η περιοχή των Τσεγιέν οριοθετήθηκε μεταξύ του ποταμού Βόρειου Πλατ και του Αρκάνσας. Αυτή η περιοχή περιλάμβανε το σημερινό Κολοράντο (ανατολικά από τα Βραχώδη Όρη και βόρεια του ποταμού Αρκάνσας), το Ουαϊόμινγκ, τη Νεμπράσκα (νότια του ποταμού Βόρειου Πλατ) και το δυτικό Κάνσας[8].

Τον Απρίλιο του 1856, ένα περιστατικό κοντά στο σημερινό Κάσπερ του Ουαϊόμινγκ είχε ως αποτέλεσμα των τραυματισμό ενός πολεμιστή Τσεγιέν. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1856, Ινδιάνοι επιτέθηκαν σε ταξιδιώτες και σε αντίποινα το αμερικανικό ιππικό επιτέθηκε σε ινδιάνικο καταυλισμό στο Γκραντ Άιλαντ (Νεμπράσκα) σκοτώνοντας 10 πολεμιστές Τσεγιέν και τραυματίζοντας 8 ή περισσότερους.

Ομάδες Τσεγιέν επιτέθηκαν σε τουλάχιστον τρεις ομάδες εποίκων πριν επιστρέψουν στον ποταμό Ριπάμπλικαν. Αν και είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τη μείωση των εχθροπραξιών, ο Υπουργός Πολέμου διέταξε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού να προβεί σε αντίποινα[9][10][11]. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες μάχες των Τσεγιέν εναντίον του αμερικανικού στρατού.

Το 1861, οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Τσεγιέν που επιθυμούσαν την ειρήνη είχαν ως αποτέλεσμα μία συνθήκη που παραχωρούσε στους Τσεγιέν μία περιοχή στο νοτιοανατολικό Κολοράντο σε αντάλλαγμα της περιοχής που συμφωνήθηκε με τη συνθήκη του 1851. Πολλοί Τσεγιέν δεν υπέγραψαν τη συνθήκη και συνέχισαν να ζουν και να κυνηγούν στα παραδοσιακά εδάφη τους, όπου υπήρχαν άφθονα βουβάλια. Οι προσπάθειες για μία ευρύτερη ειρήνη συνεχίστηκαν, αλλά την άνοιξη του 1864 ο κυβερνήτης της περιοχής του Κολοράντο, Τζον Έβανς, και ο διοικητής της πολιτοφυλακής, Τζον Τσίβινγκτον, ξεκίνησαν μία σειρά επιθέσεων εναντίον των Ινδιάνων. Σκότωναν όποιον Ινδιάνο έβλεπαν μπροστά τους με αποτέλεσμα να γενικευτούν οι εχθροπραξίες και να ξεσπάσει ο Πόλεμος του Κολοράντο. Οι Ινδιάνοι απάντησαν πραγματοποιώντας επιδρομές στο δρόμο κατά μήκος του Νότιου Πλατ, από τον οποίο περνούσαν οι προμήθειες για το Ντένβερ. Ο στρατός έκλεισε το δρόμο από τις 15 Αυγούστου έως τις 24 Σεπτεμβρίου του 1864[12].

Μία αντιπροσωπεία αρχηγών των Τσεγιέν, Κιόβα και Αραπάχο, στο Ντένβερ (Κολοράντο) στις 28 Σεπτεμβρίου του 1864. Ο Μαυροτσούκαλος είναι ο δεύτερος από αριστερά στη μπροστινή σειρά.

Στις 29 Νοεμβρίου του 1864, η πολιτοφυλακή του Κολοράντο επιτέθηκε σε καταυλισμό των Τσεγιέν και των Αραπάχο που είχαν ως αρχηγό τον Μαυροτσούκαλο, παρά το γεγονός ότι σήκωσε λευκή σημαία και δήλωσε υποταγή στην κυβέρνηση των Η.Π.Α.. Η σφαγή στο Σαντ Κρικ, όπως αποκαλείται, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 150-200 Τσεγιέν, ως επί το πλείστον άοπλες γυναίκες και παιδιά. Οι επιζώντες διέφυγαν βορειοανατολικά και εντάχθηκαν στους καταυλισμούς των Τσεγιέν στους ποταμούς Σμόουκι Χιλ και Ριπάμπλικαν. Αυτοί οι πολεμιστές κάπνισαν την πίπα του πολέμου, περνώντας την από καταυλισμούς των Σιού, των Τσεγιέν και των Αραπάχο. Τον Ιανουάριο του 1865 πραγματοποίησαν επίθεση με περισσότερους από 1.000 πολεμιστές εναντίον ενός σταθμού και φρουρίου στο Τζούλσμπεργκ του Κολοράντο. Από τότε οι Ινδιάνοι πραγματοποίσαν πολλές επιδρομές κατά μήκος του Νότιου Πλατ, ανατολικά και δυτικά του Τζούλσμπεργκ, καθώς και μία δεύτερη επιδρομή στο Τζούλσμπεργκ στις αρχές του Φεβρουαρίου. Άρπαξαν πολλά λάφυρα και σκότωσαν πολλούς λευκούς. Οι περισσότεροι από τους Ινδιάνους κινήθηκαν βόρεια προς τη Νεμπράσκα και τα όρη Μπλακ[13].

Ο Μαυροτσούκαλος συνέχισε να επιθυμεί ειρήνη. Δεν συμμετείχε στη δεύτερη επιδρομή ούτε στο σχέδιο της μετακίνησης προς τα βόρεια. Έφυγε από το μεγάλο καταυλισμό και επέστρεψε στον ποταμό Αρκάνσας με 80 σκηνές, όπου επιδίωξε την ειρήνη[14].

Στις 25 Ιουνίου του 1876, οι Βόρειοι Τσεγιέν συμμετείχαν στη νικητήρια Μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν. Μετά τη μάχη, ο αμερικανικός στρατός ενέτεινε τις προσπάθειες να τους συλλάβει. Το 1877, μετά την παράδοση του Τρελού Αλόγου στο στρατόπεδο Ρόμπινσον, παραδόθηκαν και αρκετοί αρχηγοί Τσεγιέν με το λαό τους. Οι Τσεγιέν ήθελαν και προσδοκούσαν να ζήσουν σε καταυλισμό με τους Σιού σύμφωνα με μία συνθήκη που είχαν υπογράψει στις 29 Απριλίου του 1868[15]. Όμως το φθινόπωρο του 1876 ο αμερικανός στρατός εντόπισε και κατέστρεψε τα χωριά των Βόρειων Τσεγιέν αναγκάζοντάς τους να μετακινηθούν στον καταυλισμό των Νότιων Τσεγιέν.

Όταν οι Βόρειοι Τσεγιέν έφτασαν στην ινδιάνικη περιοχή, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες: οι μερίδες ήταν ανεπαρκείς, δεν υπήρχαν βουβάλια κοντά στον καταυλισμό και, σύμφωνα με μερικές πηγές, υπήρχε ελονοσία. Το φθινόπωρο του 1878, κάποιοι απελπισμένοι Βόρειοι Τσεγιέν προσπάθησαν να επιστρέψουν στο βορρά. Αφού έφτασαν, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα συνελήφθη και φυλακίστηκε σε κρύους στρατώνες χωρίς τροφή και νερό. Μετά την απόδραση της 9ης Ιανουαρίου του 1879, οι περισσότεροι δραπέτες εντοπίστηκαν και σκοτώθηκαν από τους αμερικανούς στρατιώτες. Τελικά δόθηκε άδεια στους Βόρειους Τσεγιέν να εγκατασταθούν στη νότια Μοντάνα[16][17][18].

Ινδιάνικος Καταυλισμός Βόρειων Τσεγιέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαία του Ινδιάνικου Έθνους Βόρειων Τσεγιέν

Πολλοί Τσεγιέν ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν κοντά στο σημερινό Μάιλς Σίτι (Μοντάνα) και συνεργάστηκαν με τον στρατό ως ανιχνευτές. Εντούτοις, πολλές οικογένειες άρχισαν να εγκαθίστανται νότια, προς τον ταμιευτήρα του ποταμού Τονγκ. Στις 16 Νοεμβρίου 1884, με προεδρικό διάταγμα, οι Η.Π.Α. ίδρυσαν τον Ινδιάνικο Καταυλισμό του Ποταμού Τονγκ (Tongue River Indian Reservation), ο οποίος τώρα ονομάζεται Ινδιάνικος Καταυλισμός Βόρειων Τσεγιέν (Northern Cheyenne Indian Reservation), έκτασης 371.200 στρεμμάτων (1.502 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Το διάταγμα απέκλεισε τους Τσεγιέν που εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Τονγκ. Στις 19 Μαρτίου 1900, ο πρόεδρος Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ επέκτεινε τον καταυλισμό στη δυτική όχθη του ποταμού Τονγκ, φτάνοντας συνολικά στην έκταση των 444.157 στρεμμάτων (1.797 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Όσοι είχαν εγκατασταθεί ανατολικά του ποταμού Τονγκ μεταφέρθηκαν δυτικά του ποταμού[19]. Οι Βόρειοι Τσεγιέν που μοιράζονταν τη γη με τους Λακότα σε καταυλισμό της Νότιας Ντακότα μπορούσαν τελικά να επιστρέψουν σε δικό τους καταυλισμό στον ποταμό Τονγκ. Μαζί με τους Λακότα και τους Απάτσι, οι Τσεγιέν ήταν οι τελευταίοι που υποτάχθηκαν και τοποθετήθηκαν σε ειδικούς καταυλισμούς.

Οι Βόρειοι Τσεγιέν κέρδισαν το δικαίωμά τους να παραμείνουν στο βορρά κοντά στα όρη Μπλακ, γη που θεωρούσαν ιερή. Οι Τσεγιέν κατάφεραν επίσης να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους και τη γλώσσα τους. Σήμερα το έθνος των Βόρειων Τσεγιέν είναι ένα από τα λίγα ινδιάνικα έθνη της Αμερικής που έχει τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος του εδάφους του.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκέντρωση για τελετουργικό χορό των Τσεγιέν, περ. 1909.

Οι Τσεγιέν διατηρούν μια παράδοση από μία εποχή που ο πόλεμος ήταν ακόμα άγνωστος σ' αυτούς και επικρατούσε παντού ειρήνη. Αυτό συνέβαινε πριν οι Τσεγιέν καταφύγουν στις επιδρομές για να κλέβουν τα άλογα των γειτόνων τους[20]. Το άλογο τούς άνοιξε το δρόμο. Ως την εξημέρωσή του οι φυλές που κατοικούσαν στους κάμπους δεν είχανε τίποτε άλλο εκτός από τις τροφές και το ντύσιμό τους, τα σκυλιά τους, τα όπλα τους και τα εργαλεία τους, φτιαγμένα από πέτρα και ξύλο. Όταν οι Τσεγιέν ανακαλύψανε πόσο χρήσιμα είναι τα άλογα, εγκαταλείψανε τις συνήθειές τους να καλλιεργούν τη γη. Έμαθαν πως η κατοχή του ζώου αυτού βοηθούσε τους ανθρώπους να ζουν άνετα και ελεύθερα. Μπορούσαν να μεταφέρουν επάνω στη ράχη τους τα βάρη, που ως τότε τα μετέφεραν μόνοι τους. Ανέβαιναν αυτοί και οι φαμίλιες τους επάνω στη ράχη τους και πήγαιναν εκεί που ήθελαν. Μπορούσανε να κυνηγούν τα βουβάλια και να τα μεταφέρουν σε μακρυνές αποστάσεις, στους καταυλισμούς τους. Γρήγορα ανακαλύψανε επίσης πως μία φυλή δεν μπορούσε να έχει πάρα πολλά άλογα και πως μπορούσαν άλλα πολύτιμα πράγματα να ανταλλαγούν με άλογα.

Ως τότε, μονάχα δύο τρόπους γνωρίζανε οι Ινδιάνοι για να αποκτούν άλογα. Ο ένας ήταν να τα εξημερώνουν, αφού τα έπιαναν στα λειβάδια, και ο άλλος να τα αρπάζουν από τις γειτονικές φυλές. Έτσι, οι καμπήσιοι Ινδιάνοι αποκτήσανε τη συνήθεια να κλέβουν τα άλογα των γειτόνων τους. Και στην κλοπή των αλόγων οι Τσεγιέν ξεχωρίζανε.

Βόρειοι Τσεγιέν με άλογο, 1890

Ανάμεσα στους αρχηγούς των Τσεγιέν διακρινόταν ο Κίτρινος Λύκος, μεγάλος στρατηγός και μεγάλος οργανωτής επιθέσεων. Σπανίως, αν όχι ποτέ, ο Κίτρινος Λύκος ενδιαφερόταν για ανθρώπινα κρανία. Ξεχώριζε σαν κλέφτης αλόγων, ιδιαίτερα από τους Κιόβα και τους Κομάνς. Ο Κίτρινος Λύκος ήξερε πάντα που βρίσκονταν οι Κομάνς στις διάφορες εποχές του έτους και ξεκινούσε να τους πάρει τα άλογα. Η επιδρομή στο εχθρικό έδαφος γινότανε πάντα με την πιο μεγάλη προσοχή. Ο Κίτρινος Λύκος έστελνε πάντα περιπόλους να εξετάσουνε τον τόπο. Σκαρφαλώνοντας στις κορυφές των λόφων οι περίπολοι αυτοί εξετάζανε προσεχτικά όλα τα γύρω μέρη και βλέπανε αν υπάρχουν άνθρωποι ή αν έβγαινε πουθενά καπνός. Όταν δεν παρουσιάζονταν τέτοια σημεία, που μαρτυρούσαν ότι ο εχθρός αγρυπνούσε, οι περίπολοι έκαναν σινιάλο στους άλλους και αυτοί πήγαιναν να κοιτάξουνε σ' άλλο σημείο.

Όταν οι Τσεγιέν επεσήμαιναν το στρατόπεδο των Κομάνς ή των Κιόβα, η επιθετική ομάδα πήγαινε πολύ κοντά και έπειτα περίμενε να νυχτώσει. Κι όταν οι εχθροί τους έπεφταν για ύπνο, οι Τσεγιέν έμπαιναν συρτά μέσα στο στρατόπεδο και έπαιρναν όσα άλογα μπορούσαν. Καθώς πλησιάζανε, χωρίζονταν και έμπαιναν μέσα στο στρατόπεδο δύο-δύο. Τη δουλειά αυτή την έκαναν οι μεγαλύτεροι, που είχανε μεγάλη πείρα. Διασχίζανε το στρατόπεδο, λύνανε τα πιο καλά άλογα που τα βρίσκανε δεμένα μπροστά στις σκηνές και τα οδηγούσαν έξω. Ενώ γίνονταν αυτά, οι νεαρότεροι πολεμιστές Τσεγιέν μαζεύανε τα ελεύθερα άλογα που βόσκανε στην κοντινή κοιλάδα και τα πήγαιναν στο συμφωνημένο μέρος. Μερικές φορές, εκείνοι που τρύπωναν στον καταυλισμό για να αρπάξουν τα καλύτερα άλογα, πήγαιναν δύο και τρεις, ή και περισσότερες φορές, για να κλέψουν όσα πιο πολλά άλογα μπορούσαν. Τα άλογα αυτά τα κάνανε δικά τους.

Οι φυλές που μένανε χωρίς άλογα σπάνια επιτίθονταν στους Τσεγιέν όταν η επιδρομή των τελευταίων είχε γίνει πριν από λίγες ώρες. Οι Τσεγιέν οδηγούσαν τ' άλογα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα και πολύ συχνά εξακολουθούσαν να καλπάζουν χωρίς να ξεκουραστούν 24 ώρες ή και περισσότερο. Όσα άλογα δεν μπορούσαν να συμμορφωθούν με το τρέξιμο των άλλων, οι Τσεγιέν τα άφηναν για να τα περιμαζέψουν εκείνοι που ακολουθούσαν. Η ταχύτητά τους αυτή και η ικανότητά τους να αλλάζουνε συχνά υποζύγιο, τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους διώκτες τους, που δεν μπορούσαν να καβαλικέψουνε παραπάνω από ένα άλογα.

Όταν γυρίζανε στο χωριό τους, οι επιδρομείς Τσεγιέν μοιράζανε τα άλογα. Μερικές φορές τα έδιναν όλα. Ο νεαρός πολεμιστής που θα ερωτοτροπούσε με μία κοπέλα της φυλής, οδηγούσε τα άλογα μπροστά στη σκηνή του πατέρα της και τα άφηνε εκεί ως δώρο.

Τόσο οι Τσεγιέν όσο και όλοι οι άλλοι Ινδιάνοι του κάμπου ξεχωρίζανε για το θάρρος τους. Ο πόλεμος τούς έδινε την καλύτερη ευκαιρία να δείξουνε θάρρος. Είναι λάθος η άποψη ότι ο κάθε πολεμιστής, ανάλογα με τα κρανία που μάζευε, εκτιμιόταν από τους ανθρώπους της φυλής του. Αυτή δεν ήταν η περίπτωση των Τσεγιέν. Το κρανίο ήταν απλώς ένα τρόπαιο, κάτι που έπρεπε να επιδειχθεί, να στηθεί, για να γίνει τριγύρω του ο χορός, ήταν δηλαδή κάτι που έδινε αφορμή για γλέντια και τίποτε περισσότερο[21]. Απόδειξη μεγάλης, πραγματικής γενναιότητας ήταν να αγγίξει κανείς τον εχθρό με κάτι που κρατούσε στο γυμνό χέρι ή με άλλο μέρος του σώματος. Όποιος το πετύχαινε αυτό, είχε δικαίωμα στις μεγαλύτερες τιμές. Όταν σκοτωνόταν ένας εχθρός, όσοι βρίσκονταν κοντά του προσπαθούσαν να τον φτάσουν και να τον αγγίξουν πρώτοι, χτυπώντας συνήθως το σώμα του με κάτι που κρατούσαν στο χέρι: όπλο, βέλος, μαστίγιο ή κοντάρι. Σύμφωνα με τους ινδιάνικους άγραφους νόμους, η γενναιότερη πράξη που μπορούσε να κάνει κανείς ήταν να μετρήσει, να αγγίξει ή να χτυπήσει έναν ζωντανό, ατραυμάτιστο άνδρα και να τον αφήσει ζωντανό.

Δεν ήταν ασυνήθιστο για τους Τσεγιέν όταν αντιμετώπιζαν μία σειρά από ανθρώπους εχθρικής φυλής, να ξεφύγουν από τους δικούς τους, να ορμήσουν καταπάνω στους εχθρούς, να χτυπήσουν έναν απ' αυτούς και να ξαναγυρίσουν στις γραμμές τους. Αν ο τολμηρός πολεμιστής έπεφτε κάτω από το άλογό του ή αν το άλογο που καβαλίκευε σκοτωνόταν, τότε οι σύντροφοι του πολεμιστή ορμούσαν και προσπαθούσαν να τον σώσουν.

Οι γυναίκες των Τσεγιέν συγκέντρωναν ρίζες, μούρα και διάφορα χρήσιμα φυτά[22]. Από τα προϊόντα του κυνηγιού και της συλλογής φυτών, έφτιαχναν σκηνές, είδη ένδυσης κ.α.[23] Η ζωή των γυναικών ήταν δραστήρια και σωματικά απαιτητική[24]. Ήταν πολεμόχαρες όπως και οι άνδρες. Συχνά συνόδευαν τις ομάδες των επιδρομών, που επιτίθονταν στους εχθρούς τους. Μερικές φορές οι γυναίκες ήταν εξίσου ικανές να ρίξουν από τ' άλογο έναν εχθρό και να τον σκοτώσουν. Οι Τσεγιέν γρήγορα περνούσαν στην επίθεση και γρήγορα έπαιρναν εκδίκηση για ζημιές που πάθαιναν. Όταν οι νεαροί Τσεγιέν πολεμιστές δεν έδειχναν μεγάλη διάθεση για να πολεμήσουν, οι γυναίκες τούς απόπαιρναν με προσβλητικά λόγια. Η εκδίκηση ήταν η μοναδική παρηγοριά όσες φορές οι Τσεγιέν είχαν σκοτωμένους ή χτυπημένους.

Στον πόλεμο ο κάθε πολεμιστής Τσεγιέν ήταν αμείλικτος και ατρόμητος. Η γενναιότητα οδήγησε τους Τσεγιέν να εκτεθούν σε κινδύνους που δεν τους αποτολμούσαν τα μέλη των άλλων φυλών. Γι' αυτόν το λόγο έχαναν περισσότερους πολεμιστές από τις άλλες φυλές, σε αναλογία με τον αριθμό των μελών τους. Η ατρόμητη αυτή φυλή υπέκυψε μονάχα στο τέλος, μπροστά στον ανώτερο οπλισμό και στην αριθμητική υπεροχή των λευκών.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. William Bright, «Native American Place Names of the United States», σελ. 95, Norman: University of Oklahoma Press (2004)
  2. Grinnell, The Fighting Cheyenne, σελ. 1–8
  3. Dr. Margot Liberty, Cheyenne Primacy: The Tribes' Perspective As Opposed To That Of The United States Army; A Possible Alternative To "The Great Sioux War Of 1876" Friends of the Little Bighorn
  4. Berthrong, σελ. 17
  5. Berthrong, σελ. 23
  6. Berthrong, σελ. 24–26
  7. Berthrong, σελ. 113–114
  8. Berthrong, σελ. 106–123
  9. Berthrong, σελ. 133–140
  10. Grinnell, The Fighting Cheyenne, σελ. 111-121
  11. Hyde, σελ. 99-105
  12. Grinnell, The Fighting Cheyenne, σελ. 124-158
  13. Hyde, σελ. 168-195
  14. Grinnell, The Fighting Cheyenne, σελ. 188
  15. Brown, σελ. 332-349
  16. Brown, σελ.332–349
  17. Grinnell, The Fighting Cheyenne, σελ. 398–427
  18. Maddux Albert Glenn, In Dull Knife's Wake: The True Story of the Northern Cheyenne Exodus of 1878, Horse Creek Publications (2003) ISBN 0-9722217-1-9 ISBN 978-0-9722217-1-9
  19. "WE, THE NORTHERN CHEYENNE PEOPLE: Our Land, Our History, Our Culture", Chief Dull Knife College, σελ. 30
  20. Grinnell, The Cheyenne Indians Vol.2, σελ. 1–57
  21. "Τσεγιέν", Κλασσικά Εικονογραφημένα Νο 1028, Εκδόδεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία
  22. Grinnell, The Cheyenne Indians, Vol. 1, σελ. 247–311
  23. Grinnell, The Cheyenne Indians, Vol. 1, 209-246
  24. Grinnell, The Cheyenne Indians, Vol. 1, σελ. 63–71, 127-129, 247-311

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Donald J. Berthrong, The Southern Cheyenne, Norman: University of Oklahoma Press (1963)
  • Dee Brown, Bury My Heart at Wounded Knee, Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart and Winston (1970) ISBN 0-8050-1730-5
  • John G. Bourke, Mackenzie’s Last Fight with the Cheyenne, Νέα Υόρκη: Argonaut Press (1966)
  • George Bird Grinnell, The Fighting Cheyenne, Norman: University of Oklahoma Press (1956) (πρώτη έκδοση 1915, NY: Charles Scribner's Sons) ISBN 0-87928-075-1
  • George Bird Grinnell, The Cheyenne Indians: Their History and Ways of Life, New Haven, CT: Yale University Press (1923) 2 τόμοι, επανεκδόσεις: The Cheyenne Indians, Vol. 1: History and Society, Bison Books (1972) ISBN 978-0-8032-5771-9, The Cheyenne Indians, Vol. 2: War, Ceremonies, and Religion, Bison Books (1972) ISBN 978-0-8032-5772-6
  • George E. Hyde, Life of George Bent: Written From His Letters, Norman: University of Oklahoma Press (1968). Επανέκδοση, Μάρτιος 1983 ISBN 978-0-8061-1577-1
  • John H. Moore, The Cheyenne, Blackwell Publishing (1996), Cambridge, MA ISBN 9781557864840
  • Barry M. Pritzker, A Native American Encyclopedia: History, Culture, and Peoples, Oxford: Oxford University Press (2000) ISBN 978-0-19-513877-1

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]