Τράνσβααλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τρανσβάαλ)
Η επαρχία του Τράνσβααλ στο χάρτη

Το Τράνσβααλ (αφρικάανς Transvaal, πέρα από τον ποταμό Βάαλ) ήταν πρώην βορειοανατολική επαρχία της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Συνορεύει βόρεια με τη Ζιμπάμπουε (πρώην Ροδεσία), δυτικά με την Μποτσουάνα και ανατολικά με τη Μοζαμβίκη και το Εσουατίνι. Έχει έκταση 283.900 τ. χλμ. και πληθυσμό 8.900.000 κατοίκων (1991). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Πρετόρια με 525.583 κατοίκους (1998), ενώ άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Γιοχάνεσμπουργκ, το Λίντεμπουργκ, το Νίσλστρομ κ.ά.

Κατά τους πολέμους των Μπόερς, η Δημοκρατία του Τράνσβααλ αποτελούσε μαζί με το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης στα νότια τα δύο ανεξάρτητα κράτη που είχαν δημιουργήσει οι Μπόερς, τα οποία μετά το τέλος του πολέμου και την ήττα των τελευταίων έγιναν αγγλικές αποικίες[1].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Λιμπόπο και Βάαλ αρχικά κατοικούνταν από τις ιθαγενείς φυλές Σόθο και Βέντα. Αναστατώθηκε κατά την περίοδο 1830-1840 με την εισβολή των Ντεμπέλε και άλλων φυλών, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους Ζουλού. Η ονομασία του Τράνσβααλ προέκυψε από Αφρικάνερς αγρότες, τους αποκαλούμενους Βοορτρέκερς: με την κατάργηση της δουλείας, σημαδεύεται η απαρχή του Μεγάλου Ταξιδιού (Groot Trek), της μετανάστευσης χιλιάδων Μπόερς στην ενδοχώρα.

Δημοκρατία του Τράνσβααλ (1857-1864)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαία της Δημοκρατίας του Τράνσβααλ

Οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί αναζητούσαν την έξοδό τους από βρετανοκρατούμενα εδάφη κι έτσι εγκαταστάθηκαν σε απομονωμένες αγροικίες στο Τράνσβααλ. Αφού ώθησαν τους Ντεμπέλε βόρεια του ποταμού Λιμπόπο το Νοέμβριο του 1837, ο αρχηγός τους, Χέντρικ Ποντγκίτερ, διεκδίκησε όλη την περιοχή μέχρι τον ποταμό Βάαλ. Περισσότεροι Μπόερς κατέφτασαν με την προσάρτηση στη Μεγάλη Βρετανία της γειτονικής επαρχίας του Νατάλ το 1843. Το 1852, οι Βρετανοί αναγνώρισαν την ανεξαρτησία των Αφρικάνερς βόρεια του ποταμού Βάαλ, υπό τους όρους της Συνθήκης Σαντ Ρίβερ[2], οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την αναταραχή που επικρατούσε με τον Πόλεμο των Κάφρων.

Οι Μπόερς συνέθεσαν σύνταγμα το 1855 και οι κοινότητες με κέντρα την Πρετόρια, το Πότσεφστρομ και το Ρούστενμπουργκ ενώθηκαν το 1857 και σχημάτισαν το κράτος του Τρανσβάαλ με την ονομασία Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, το οποίο κυβερνούνταν από μια βουλή (Βόλκσραντ) 24 αιρετών μελών και είχε ως πρώτο πρόεδρο τον Μαρτίνους Πρετόριους. Η δικαιοδοσία του νέου κράτους περιοριζόταν στο νοτιοδυτικό Τράνσβααλ, αν και διεκδικούσε όλη την περιοχή ανάμεσα στα δυο ποτάμια.

Άποψη των χρυσωρυχείων στο Τράνσβααλ, Ιούλιος 1911

Το γεγονός που θα σηματοδοτούσε την εξέλιξη και το μέλλον της περιοχής ήταν η ανακάλυψη κοιτασμάτων διαμαντιών και χρυσού κατά την περίοδο 1868–1874, κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον των Βρετανών να αναλάβουν τον έλεγχο της περιοχής, αλλά δυσχέρανε την αγροτική κυρίως οικονομία των Μπόερς.

Το 1877, ο σερ Θεόφιλος Σέπστοουν προσάρτησε στη Βρετανία την οικονομικά χρεοκοπημένη δημοκρατία. Οι Βρετανοί αθέτησαν τις υποσχέσεις τους προς τους Μπόερς για εσωτερική αυτόνομη διακυβέρνηση κι έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1880 οι Αφρικάνερς εξεγέρθηκαν και διακήρυξαν μια νέα δημοκρατία του Τράνσβααλ, η οποία κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1881 μετά τη νίκη απέναντι στις βρετανικές δυνάμεις στη μάχη του λόφου Μαγιούμπα[3]. Ο πρώτος πρόεδρος της νέας Δημοκρατίας του Τράνσβααλ ήταν ο Πολ Κρούγκερ.

Ο πυρετός του χρυσού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακάλυψη τεραστίων κοιτασμάτων χρυσού το 1886 προκάλεσε μια ογκώδη εισροή χρυσωρύχων και τυχοδιωκτών κυρίως από την Αγγλία και τη Γερμανία, οι οποίοι αποκαλούνταν Ουιτλάντερς. Οι αλλοδαποί είχαν φτάσει σε διπλάσιο αριθμό από τους Αφρικάνερς στο Τράνσβααλ, αλλά ο πρόεδρος Κρούγκερ αρνείτο να τους παραχωρήσει δικαίωμα ψήφου και άλλα δικαιώματα.

Οι Βρετανοί μετανάστες επιτάχυναν την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών και ο ολοένα αυξανόμενος αστικός τους πληθυσμός ενίσχυσε την αγροτική οικονομία των Μπόερς. Η κυβέρνηση του Τρανσβάαλ, ωστόσο, αρνήθηκε να προχωρήσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις και να ισορροπήσει τις δυο αντίθετες πλευρές: από τη μια τους αγρότες και αυστηρά Καλβινιστές Αφρικάνερς και από την άλλη τον πληθυσμό της νέας βρετανικής ανερχόμενης εμπορικής τάξης.

Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορεία διαμαρτυρίας στο Τράνσβααλ οργανωμένη από το Μαχάτμα Γκάντι

Η Κυβέρνηση του Τράνσβααλ ενίσχυσε την αμυντική της συμμαχία με το συγγενικό Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης. Ο Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των δύο αυτών κρατιδίων ξεκίνησε το 1899, όταν το Τράνσβααλ παρέδωσε τελεσίγραφο στους Βρετανούς ζητώντας την απόσυρση των βρετανικών στρατευμάτων.

Οι Βρετανοί κυρίευσαν την πρωτεύουσα, Πραιτώρια, τον Ιούνιο του 1900 και το Σεπτέμβριο προσάρτησαν επισήμως το Τράνσβααλ, ωστόσο η διαμάχη μεταξύ Μπόερς και Βρετανών συνεχίστηκε μέχρι που εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδια των Μπόερς, οι οποίοι αντιμετώπισαν έναν αριθμητικά ανώτερο στρατό. Η ειρήνη του Βερινέγκενγκ (Peace of Vereeniging) στις 31 Μαΐου 1902 έβαλε τέλος στην ανεξαρτησία του Τράνσβααλ, που έγινε αποικία του Βρετανικού Στέμματος υπό τον Σερ Άλφρεντ Μίλνερ.

Επαρχία Τράνσβααλ (1910-1994)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1906, οι Βρετανοί αποκατέστησαν την αυτόνομη διακυβέρνηση στο Τράνσβααλ. Στις εκλογές του 1907, ο πρώην ηγέτης των δυνάμεων του Τράνσβααλ στον πόλεμο, στρατηγός Λούις Μπότα, κέρδισε την πλειοψηφία και έγινε πρωθυπουργός με την υποστήριξη του Γιαν Κρίστιαν Σματς. Η κυβέρνησή τους προώθησε την ενότητα μεταξύ Βρετανών και Αφρικάνερς και το 1910 το Τράνσβααλ έγινε επαρχία της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, καθεστώς που διατηρήθηκε με το σχηματισμό της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας το 1961.

Το 1994, το Τράνσβααλ διαιρέθηκε σε τέσσερις επαρχίες: Βόρεια (νυν Λιμπόπο), Πρετόρια-Βιτβάτερσραντ-Βερινέγκενγκ (νυν Γκάουτενγκ), βορειοδυτική και ανατολικό Τράνσβααλ (νυν Μπουμαλάνγκα).

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία διασχίζεται από τους ποταμούς Λιμπόπο και Κροκοδείλου, ενώ το έδαφος είναι ορεινό: πολλά οροπέδια φτάνουν σε ύψος τα 1500 μ. Ο ποταμός Βάαλ, από τον οποίο πήρε και η περιοχή την ονομασία της, βρίσκεται στα νότια και αποτελούσε το φυσικό της σύνορο με το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωλογική ποικιλομορφία του Τράνσβααλ είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής, καθώς η οικονομία στηρίζεται βασικά στον ορυκτό πλούτο και στη βιομηχανία. Υπάρχουν αδαμαντωρυχεία, χρυσωρυχεία, μεταλλεία μαγνησίου, νικελίου, κοβαλτίου, ουρανίου, βολφραμίου, σιδήρου και χαλκού, καθώς και γαιανθρακοφόρα κοιτάσματα. Το σύμπλεγμα Μπούσβελντ είναι σημαντική πηγή χρωμίου και λευκοχρύσου, ενώ το Βετβάτερσραντ είναι η μεγαλύτερη περιοχή εξόρυξης χρυσού στον κόσμο. Σημαντικότατα είναι, επίσης, και τα αδαμαντωρυχεία της περιοχής.[4]

Η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν είναι πολύ αναπτυγμένες, γιατί τα ορυχεία προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη μορφολογία του εδάφους. Οι γεωργικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν την καλλιέργεια αραβόσιτου, ζαχαροκάλαμου, καπνού και βαμβακιού.

Επιρροές στη λαϊκή κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ένα τεύχος του κόμικ για τον Σκρουτζ Μακ Ντακ φέρει τον τίτλο "The Terror of the Transvaal" (Ο Τρόμος του Τράνσβααλ) και αφηγείται τις περιπέτειες του Σκρουτζ για αναζήτηση χρυσού στην επαρχία[5].

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Coquerel Paul, L'Afrique du Sud des Afrikaners, 1992, Complexe
  • Van-Helten, Jean-Jacques: Empire and High Finance: South Africa and the International Gold Standard 1890-1914. In: The Journal of African History, volume 23, (1982), pp. 529-548
  • Wilson, M. & Thompson, L. (ed): Oxford History of South Africa, 1969

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ζενάκος, Αυγουστίνος (11 Απριλίου 2004). «Γιαν Κρίστιαν Σματς, ο αγγλόφιλος Μπόερ». Ειδικό ένθετο. Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2009. 
  2. François-Xavier Fauvelle-Aymar, Histoire de l'Afrique du Sud, Seuil, 2006, p 259
  3. Stephen J. Lee, Gladstone and Disraeli. Routledge, 108
  4. Mindat
  5. «The Terror of the Transvaal». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2009. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]