Το Ανθρώπινο κτήνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Ανθρώπινο κτήνος
Διαφημιστική λιθογραφία, 1889
ΣυγγραφέαςΕμίλ Ζολά
ΤίτλοςLa Bête humaine
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1890
Πολιτιστικό κίνημαΝατουραλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΟι Ρουγκόν-Μακάρ
ΤόποςΓαλλία
ΠροηγούμενοΤο όνειρο
ΕπόμενοΤο Χρήμα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Ανθρώπινο κτήνος (Γαλλικά: La Bête humaine) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Εμίλ Ζολά που δημοσιεύθηκε το 1890, το δέκατο έβδομο στον εικοσάτομο μυθιστορηματικό κύκλο του Οι Ρουγκόν-Μακάρ.

Το έργο βασίζεται στον κόσμο των σιδηροδρόμων μεταξύ Παρισιού και Χάβρης τον 19ο αιώνα και είναι ένα τεράστιο ψυχολογικό θρίλερ.[1]

Κύριοι χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ο Ρουμπώ, σταθμάρχης του σιδηροδρομικού σταθμού της Χάβρης, η σύζυγός του Σεβερίν και ο μηχανικός Ζακ Λαντιέ. Ο Λαντιέ είναι μηχανοδηγός στη γραμμή Χάβρη-Παρίσι και ο οικογενειακός σύνδεσμος με τον μυθιστορηματικό κύκλο οι Ρουγκόν-Μακάρ. Είναι γιος της Ζερβαίζ και του Ωγκύστ Λαντιέ (Η Ταβέρνα), αδελφός του Ετιέν Λαντιέ (Ζερμινάλ), του Κλωντ Λαντιέ (Το Έργο) και της Νανάς (Νανά).

Η υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο έκδοσης, 1924
Εικονογράφηση παλαιότερης έκδοσης
Οι σελίδες 450 και 451 του Ανθρώπινου κτήνους, Παρίσι, 1924

Ο Ζακ Λαντιέ, 26 ετών, έχει κληρονομική τρέλα και αρκετές φορές στη ζωή του καταλαμβάνεται από την επιθυμία να δολοφονήσει γυναίκες. Στην αρχή της ιστορίας είναι μηχανοδηγός τρένου. Η σχέση του με την εργασία και το τρένο του Λιζόν είναι παθιασμένη και του παρέχει κάποιο βαθμό ελέγχου στη μανία του.[2]

Από μια τυχαία παρατήρηση, ο Ρουμπώ υποψιάζεται ότι η Σεβερίν είχε σχέση πριν μερικά χρόνια με τον Γκρανμορέν, έναν από τους διευθυντές της σιδηροδρομικής εταιρείας, ο οποίος είχε ενεργήσει ως προστάτης της και ο οποίος τον είχε βοηθήσει να προσληφθεί. Η Σεβερίν ομολογεί ότι ο Γκρανμορέν την είχε βιάσει στην εφηβεία της και ο Ρουμπώ την αναγκάζει να του γράψει μια επιστολή, ζητώντας του να τη συναντήσει σε ένα συγκεκριμένο τρένο εκείνο το βράδυ, το ίδιο τρένο με το οποίο ο Ρουμπώ και η Σεβερίν επιστρέφουν στη Χάβρη.

Εν τω μεταξύ, ο Ζακ Λαντιέ, ο οποίος δεν δούλευε καθώς επισκευαζόταν η μηχανή του τρένου του, πηγαίνει να επισκεφθεί τη θεία του Φαζί που ζει σε ένα απομονωμένο σπίτι δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Φεύγοντας, συναντά την εξαδέλφη του Φλορ, με την οποία τον συνδέει μια μακροχρόνια αμοιβαία έλξη. Μετά από μια σύντομη συνομιλία μαζί της, βρίσκεται στα πρόθυρα του βιασμού, αλλά η σκηνή ξυπνά μέσα του τη μανία του για ανθρωποκτονία. Έχει την επιθυμία να την μαχαιρώσει, αλλά ξαναβρίσκει τον έλεγχο του εαυτού του και φεύγει βιαστικά. Βρίσκεται δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή καθώς περνά το τρένο από το Παρίσι και βλέπει μέσα στο τρένο, για λίγα δευτερόλεπτα, έναν άνδρα που κρατά ένα μαχαίρι, σκυμμένο πάνω σε ένα άλλο άτομο. Λίγο αργότερα, βρίσκει το πτώμα του Γκρανμορέν δίπλα στις γραμμές με το λαιμό κομμένο. Ανακαλύπτεται επίσης ότι έχει κλαπεί το ρολόι του και κάποια χρήματα.

Ξεκινά η έρευνα και οι Ρουμπώ και Σεβερίν είναι οι βασικοί ύποπτοι, καθώς βρίσκονταν στο τρένο εκείνο το βράδυ και επρόκειτο να κληρονομήσουν κάποια περιουσία του Γκρανμορέν. Οι αρχές δεν υποπτεύονται ποτέ το πραγματικό τους κίνητρο. Ο Ζακ Λαντιέ, καθώς περιμένει να δώσει κατάθεση, βλέπει τον Ρουμπώ και τον αναγνωρίζει ως τον δολοφόνο του τρένου, αλλά στην κατάθεσή του λέει ότι δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ο ανακριτής, πιστεύοντας ότι ο δολοφόνος ήταν ο Καμπύς, ένας καροτσιέρης που ζούσε κοντά, ελευθερώνει το ζευγάρι. Ο φόνος παραμένει ανεξιχνίαστος.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον υποψίες εναντίον τους, ο γάμος των Ρουμπώ και Σεβερίν καταστρέφεται. Ο Ζολά αφήνει να εννοηθεί ότι τα χρήματα και το ρολόι που εκλάπησαν από τον Γκρανμορέν ήταν κρυμμένα πίσω από τη ντουλάπα στο διαμέρισμά τους, επιβεβαιώνοντας έτσι την υποψία του αναγνώστη ότι ο Ρουμπώ ήταν ο δολοφόνος. Η Σεβερίν και ο Ζακ Λαντιέ αρχίζουν μια σχέση, στην αρχή κρυφά αλλά στη συνέχεια απροκάλυπτα, έως ότου ο Ρουμπώ το ανακαλύπτει. Παρά την προηγούμενη ζήλια του, ο Ρουμπώ φαίνεται αδιάφορος και αρχίζει να περνά όλο και λιγότερο χρόνο στο σπίτι του, στρεφόμενος σε τυχερά παιχνίδια και ποτά.

Η Σεβερίν ομολογεί στον Λαντιέ ότι ο Ρουμπώ διέπραξε τη δολοφονία και ότι μαζί πέταξαν το σώμα. Ο Λαντιέ αισθάνεται την επιστροφή της μανίας του να σκοτώσει και ένα πρωί φεύγει από το διαμέρισμα για να σκοτώσει την πρώτη γυναίκα που θα συναντήσει. Αφού διάλεξε ένα θύμα, συνάντησε κάποιον που τον γνώριζε και έτσι εγκατέλειψε την ιδέα. Στη συνέχεια συνειδητοποιεί ότι η μανία του εξαφανίστηκε, πιθανόν λόγω της σχέσης του με τη Σεβερίν και την εμπλοκή της στη δολοφονία.

Η σχέση μεταξύ Ρουμπώ και της συζύγου του επιδεινώνεται όταν αυτή συνειδητοποιεί ότι ο σύζυγός της έχει πάρει τα κρυμμένα χρήματα. Ο Λαντιέ θα μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα σε ένα επιχειρηματικό εγχείρημα ενός φίλου του στη Νέα Υόρκη. Η Σεβερίν προτείνει να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από την πώληση του ακινήτου που κληρονόμησαν από τον Γκρανμορέν. Ο Ρουμπώ είναι τώρα το μόνο εμπόδιο σ' αυτή τη νέα ζωή και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Τον πλησιάζουν μια νύχτα που εργαζόταν ως φύλακας στο σταθμό, ελπίζοντας ότι η δολοφονία θα αποδοθεί σε ληστές. Την τελευταία στιγμή όμως, ο Λαντιέ χάνει την ψυχραιμία του και φεύγει.

Ο Εμίλ Ζολά το 1895

Η εξαδέλφη Φλορ, εν τω μεταξύ, βλέποντας τον Λαντιέ να περνάει από το σπίτι της κάθε Παρασκευή στο τρένο μαζί με την Σεβερίν, συνειδητοποιεί ότι έχουν σχέση και σε μια κρίση ζήλιας αποφασίζει να τους σκοτώσει και τους δύο. Καταστρώνει ένα σχέδιο να αφαιρέσει μια ράγα από τη γραμμή για να προκαλέσει εκτροχιασμό του τρένου. Ένα πρωί, εκμεταλλεύεται μια ευκαιρία, όταν ο Καμπύς άφησε την άμαξα και τα άλογά του χωρίς επίβλεψη, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. Οδηγεί τα άλογα στη σιδηροδρομική γραμμή, λίγο πριν φτάσει το τρένο. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και ο Λαντιέ τραυματίστηκε σοβαρά. Ωστόσο, η Σεβερίν παραμένει αβλαβής. Οι τύψεις οδηγούν την Φλορ στην αυτοκτονία, πέφτει στις γραμμές του τρένου.

Μετά την ανάρρωση του Λαντιέ, η Σεβερίν τον πείθει να σκοτώσουν τον Ρουμπώ και ο Λαντιέ τελικά το δέχεται. Ωστόσο, η μανία του επιστρέφει και λίγο πριν φτάσει ο Ρουμπώ, τη δολοφονεί. Ο δύστυχος Καμπύς είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει το πτώμα της και κατηγορείται ότι τη σκότωσε μετά από εντολή του Ρουμπώ. Και οι δύο δικάζονται για αυτό το έγκλημα καθώς και τη δολοφονία του Γκρανμορέν και καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη.

Μεσολαβούν επεισόδια όπου εμπλέκονται δευτερεύοντες χαρακτήρες και το μυθιστόρημα τελειώνει καθώς ο Λαντιέ οδηγεί ένα τρένο που μεταφέρει στρατεύματα προς το μέτωπο, καθώς είχε ξεσπάσει ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος, το 1870. Κατά τη διάρκεια καυγά μεταξύ του Λαντιέ και του συναδέλφου του που ξέσπασε καθώς το τρένο ταξίδευε, σκοτώνονται και οι δύο και το τρένο ταξιδεύει ακυβέρνητο, ξέφρενα, όλη τη νύχτα, γεμάτο χαρούμενους, μεθυσμένους, καταδικασμένους στρατιώτες.[3]

Το έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπίτι του Εμίλ Ζολά στο Μεντάν

Η ιστορία αναπλάθει τον κόσμο των σιδηροδρόμων και πολλά γεγονότα διαδραματίζονται κατά μήκος της γραμμής Παρίσι-Χάβρη. Ο Ζολά έγραψε το έργο, στο σπίτι του στο Μεντάν, σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από το Παρίσι, το οποίο βρισκόταν απέναντι από τη σιδηροδρομική γραμμή.[4] Μεταξύ των δύο σταθμών, που περιγράφονται με μεγάλη ακρίβεια, οι ήρωες δεν σταματούν ποτέ να ταλαντεύονται σε ένα ταξίδι εκκρεμούς, παίγνια των παθών που τους κυριαρχούν.

Πέρα από τη νατουραλιστική μορφή, το Ανθρώπινο κτήνος είναι ένα μυθιστόρημα νουάρ, ένα είδος θρίλερ του 19ου αιώνα που συγκλόνισε τους συγχρόνους του Ζολά. Περιλαμβάνει δύο βιασμούς, δολοφονίες, αυτοκτονίες και δύο καταστροφές, γεγονότα που μερικά βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες.

Το μυθιστόρημα αναφέρεται επίσης στην κληρονομικότητα, όπως ολόκληρος ο κύκλος Ρουγκόν-Μακάρ. Ο Ζακ πάσχει από μανία ανθρωποκτονίας που ο Ζολά τη συνδέει με τον αλκοολισμό των Μακάρ. Είναι γιος της Ζερβαίζ Μακάρ και του Ωγκύστ Λαντιέ (βλ. Η Ταβέρνα). Από την παιδική του ηλικία, υπέφερε από πονοκεφάλους, που συνεχίζονται στην εφηβεία του, συνοδευόμενοι από δολοφονικές παρορμήσεις από τις οποίες δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει: η σωματική επιθυμία για μια γυναίκα συνοδεύεται από μια ακαταμάχητη παρόρμηση να τη σκοτώσει.[5]

Τέλος, το μυθιστόρημα αναφέρεται στην περίοδο της παρακμής που είναι πολύ χαρακτηριστική του τέλους της Δεύτερης Αυτοκρατορίας.

Ταινίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στον κινηματογράφο με γνωστότερες τις ταινίες:

Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • μτφ. Πέτρος Πικρός (Χ. Γανιάρης και Σια, χ.χ.)
  • μτφ. Γιάννης Κουχτσόγλου (Μορφωτική Εταιρεία, 1952)
  • μτφ. Γιάννης Κότσικας (Δαρεμάς, 1972)
  • μτφ. Πολύβιος Βοβολίνης (Δαρεμάς, 1980)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]