Ταξιδομανία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ταξιδομανία (γερμανικά και αγγλικά wanderlust) είναι μια έντονη επιθυμία για την περιπλάνηση, τα ταξίδια και την εξερεύνηση του κόσμου.

Ιστορία του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη wanderlust προέρχεται από τις γερμανικές λέξεις wandern (πεζοπορία) και Lust (επιθυμία).

Η έννοια έχει τις ρίζες της στον γερμανικό ρομαντισμό και στο χαρακτηριστικό του περιπλανώμενου ήρωα, καθώς και στο γερμανικό σύστημα μαθητείας (του περιπλανώμενου τεχνίτη). Σχετίζεται και με το εφηβικό έθιμο του "wanderbird" (περιπλανώμενου πουλιού) που επιδιώκει ενότητα με τη φύση μέσω της περιπλάνησης. [1] Η πρώτη τεκμηριωμένη χρήση του όρου στα αγγλικά, όπου και απαντάται πλέον κυρίως, έγινε το 1902. [2] Στη σύγχρονη γερμανική γλώσσα, η χρήση της λέξης Wanderlust με την σημασία της "επιθυμίας για ταξίδι" είναι λιγότερο κοινή, αφού αντικαταστάθηκε από την λέξη Fernweh ("απομακρυνσ-αλγία"), που συντάχθηκε ως αντώνυμο της Heimweh ("νοσταλγία").

Κοινωνιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Robert E. Park στις αρχές του εικοστού αιώνα ταυτοποίησε την ταξιδομανία ως αντίδραση κατά των αξιών της κοινωνικής καταξίωσης και οργάνωσης [3] [4] [5] ενώ ο μεταμοντερνισμός την αντιλαμβάνεται ως μορφή παιγνιώδους αυτοενδυνάμωσης. [6]

Στην Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό, οι εργένηδες των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων συνήθιζαν να πραγματοποιούν ένα Bildungsreise («πολιτιστικό εκπαιδευτικό ταξίδι»), συνήθως στα αξιοθέατα της Ιταλίας ή της Γαλλίας. Παρόμοιο ταξίδι έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον νεαρό Λόρδο Βύρωνα.

Ανάμεσα στους τουρίστες, οι κοινωνιολόγοι διακρίνουν την ηλιομανία (sunlust) από την ταξιδομανία ως κινητήριες δυνάμεις - οι πρώτοι αναζητούν κυρίως τη χαλάρωση, ενώ τελευταίοι την επαφή με διαφορετικές πολιτισμικές εμπειρίες. [7]

Ψυχολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταξιδομανία μπορεί να αντικατοπτρίζει μια έντονη ώθηση για αυτοανάπτυξη μέσω του βιώματος του αγνώστου, της αντιμετώπισης απρόβλεπτων προκλήσεων και την ανακάλυψη αγνώστων πολιτισμών, τρόπων ζωής και συμπεριφορών. Αντιθέτως, μπορεί να αποτελεί αποτέλεσμα της επιθυμίας του ταξιδομανή να διαφύγει, αφήνοντας πίσω του καταθλιπτικά συναισθήματα ενοχής. Στην δεύτερη αυτή εκδοχή έχει συνδεθεί με την διπολική διαταραχή όσον αφορά περιοδικότητα των κρουσμάτων. [8]

Κατά την εφηβεία, η δυσαρέσκεια με τους περιορισμούς του σπιτιού και της γειτονιάς μπορεί επίσης να προκαλέσει την έντονη επιθυμία για ταξίδια. [9]

Bιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Erik H. Erikson, Childhood and Society (1973) p. 325
  2. Etymology of wanderlust from Online Etymology Dictionary
  3. Robert E. Park; Ernest W. Burgess (1925). The City, chapter IX - "The Mind of the Hobo: Reflections upon the Relation Between Mentality and Locomotion". Heritage of Sociology Series, 1967, p. 158
  4. M. Trask, Cruising Modernism (2003) p. 3
  5. Piers Beirne. The Chicago School of Criminology 1914-1945: The gang, p. 170-171.
  6. A. Ganser, Roads of Her Own (2009) p. 34
  7. P. Robinson, Tourism (2002) p. 196
  8. Otto Fenichel, The Psychoanalytic Theory of Neurosis (1946) p. 369
  9. S. Freud, On Metapsychology (PFL 11) p. 455