Τίνο ντι Καμάινο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τίνο ντι Καμάινο
Γενικές πληροφορίες
Γέννησηπερ. 1280
Σιένα, Ιταλία
Θάνατος1337
Νάπολη, Ιταλία
ΕθνικότηταΙταλός
Χώρα πολιτογράφησηςRepublic of Siena
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΓλύπτης και αρχιτέκτων της Γοτθικής Τεχνοτροπίας
Γνωστός για... τα μεγαλειώδη ταφικά του μνημεία και την εισαγωγή της γοτθικής τεχνοτροπίας στη νότια Ιταλία.
Αξιοσημείωτο έργοΤαφικό Μνημείο του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ζ', Ταφικό Μνημείο του Επισκόπου Αντόνιο ντ' Όρσο
Επηρεάστηκε απόΤζιοβάνι Πιζάνο
Αρνόλφο ντι Κάμπιο
Οικογένεια
ΓονείςΚαμάινο ντι Κρεσεντίνο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τίνο ντι Καμάινο (ιταλικά: Tino di Camaino, Σιένα, περ. 1280 - Νάπολη, 1337) ήταν Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτων του γοτθικού ρυθμού. Όντας από τους σημαντικότερους σιενέζους γλύπτες του 14ου αιώνα, μαθήτευσε στο πλευρό του Τζιοβάνι Πιζάνο [1] και κατόπιν διακρίθηκε για την κατασκευή μεγαλόπρεπων ταφικών μνημείων,[2] ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν εκείνο του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ζ' στον Καθεδρικό Ναό της Πίζας (1315) κι εκείνο του Επισκόπου Αντόνιο ντ' Όρσο στον Καθεδρικό της Φλωρεντίας (1321).[1] Ολοκλήρωσε την καριέρα του στην υπηρεσία του Ροβέρτου του Ανζού, κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία για τη βασιλική οικογένεια, τα οποίο αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τη Γλυπτική ολόκληρου του τρετσέντο.[α][1] Από το αρχιτεκτονικό του έργο ξεχωρίζουν το Κάστρο του Αγίου Έλμο και το Καρθουσιανό Μοναστήρι του Αγίου Μαρτίνου.[1][3]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πλευρό του Πιζάνο στην Τοσκάνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Η Πίστη», περ. 1320-21, Μουσείο του Καθεδρικού Ναού, Φλωρεντία, Ιταλία

Γιος του γλύπτη Καμάινο ντι Κρεσεντίνο, ο Τίνο μαθήτευσε στη Σιένα στο πλευρό του Τζιοβάνι Πιζάνο, την περίοδο που ο τελευταίος κατασκεύαζε το γλυπτό διάκοσμο του Καθεδρικού Ναού της πόλης (1284-97).[1] Πιθανώς συνεργάστηκε με τον δάσκαλό του και στη διάρκεια των εργασιών του Πιζάνο στο Ναό του Αγίου Ανδρέα της Πιστόια (1298-1301).[1] Εν τέλει οι δύο καλλιτέχνες μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Πίζα, όπου και ο Πιζάνο ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών του Καθεδρικού Ναού, φιλοτεχνώντας ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του.

«Ταφικό Μνημείου του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ζ'», 1315, Καθεδρικός Ναός της Πίζας, Ιταλία.

Στην Πίζα την εποχή αυτή κυριαρχούσαν οι φιλομοναρχικοί Γιβελλίνοι, οι οποίοι υποστήριζαν τον Αυτοκράτορα Ερρίκο Ζ΄ (βασ. 1308-13).[4] Όταν ο τελευταίος πέθανε απροσδόκητα στην ιταλική χερσόνησο, οι Πιζάνοι κατασκεύασαν ένα ταφικό μνημείο για εκείνον μέσα στον Καθεδρικό τους, σε κεντρικό σημείο, προκειμένου να εκφράσουν την αφοσίωσή τους. Το μνημείο κατασκεύασε το 1315 ο Τίνο ντι Καμάινο.[2] Το συνέθεταν η σαρκοφάγος, το ομοίωμα του Αυτοκράτορα σε ξαπλωμένη στάση επάνω της, τριγυρισμένο από πολλές μορφές της θρησκευτικής παράδοσης, καθώς και αγγέλους. Το μνημείο είχε βραχεία ζωή: για πολιτικούς λόγους αποσυναρμολογήθηκε, καταστράφηκε μερικώς σε πυρκαγιά το 1595 και τμήματά του επαναχρησιμοποιήθηκαν σε άλλα έργα. Σήμερα τα αγάλματα βρίσκονται στο Μουσείο του Ναού, που εγκαινιάστηκε το 1986, ενώ ο ίδιος ο τάφος παραμένει στον Καθεδρικό, σε διαφορετική όμως θέση.

Ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης στη Φλωρεντία και τη Σιένα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ντι Καμάινο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για κάποιο διάστημα την Πίζα, για πολιτικούς λόγους, επιστρέφοντας στη Σιένα,[1] πόλη που βρισκόταν υπό την επιρροή των Γουέλφων. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών του Καθεδρικού Ναού επισήμως το 1320.[1][2][4] Εργάστηκε στη Σιένα την περίοδο μεταξύ των ετών 1319 και 1320,[4] σχεδιάζοντας εκεί το πολύπλοκο μνημείο του Καρδιναλίου Πετρόνι (1318).[1][2]

«Ταφικό Μνημείου του Επισκόπου Αντόνιο ντι Όρσο», 1321, Καθεδρικός Ναός της Φλωρεντίας, Ιταλία.

Κατόπιν μετέφερε το εργαστήριό του στη Φλωρεντία για να φιλοτεχνήσει ομάδα σημαντικών ταφικών μνημείων. Οι μορφές στα πολυεπίπεδα αυτά μνημεία για τοίχο χαρακτηρίζονται από τη στρογγυλοποίηση των μορφών και την απλούστευση των ανατομικών λεπτομερειών.[2] Ο καλλιτέχνης προχώρησε τις ιδέες των Πιζάνο και Αρνόλφο ντι Κάμπιο.[2] Αισθητικά, το ύφος του βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις παραδοσιακά στατικές και πλαστικές μορφές και στο γραμμικό δυναμισμό του Πιζάνο.[3]

Στη Σάντα Κρότσε φιλοτέχνησε τον τάφο του Γκαστόνε ντέλλα Τόρρε, πατριάρχη της Ακυληίας (1318-19).[1] Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου αυτής είναι η «Παναγία» που εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο του Μπαρτζέλλο, η «Φιλευσπλαχνία» (στο Μουσείο Μπαρντίνι), η «Πίστη» και η «Ελπίδα» (στο Μουσείο του Καθεδρικού της Φλωρεντίας).

«Ταφικό Μνημείου του Καρδιναλίου Ρικάρντο Πετρόνι», περ. 1314, Καθεδρικός Ναός της Σιένα, Ιταλία.

Το επιφανέστερο όμως έργο της περιόδου αυτής είναι ο τάφος που φιλοτέχνησε για τον Επίσκοπο Αντόνιο ντι Όρσο,[1] που απεβίωσε το 1321 και που διετέλεσε παπικός καπελάνος και αρχηγός των Γουέλφων της Φλωρεντίας.[4] Η φιγούρα του Επισκόπου εικονίζεται καθιστή, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι να γέρνει μελαγχολικά στο πλάι.[4] Ωστόσο, δεν κοιμάται, καθώς τα σταυρωμένα του χέρια δείχνουν ότι είναι ένθρονος στον θάνατο.[4] Η απεικόνιση ενός νεκρού με αυτό τον τρόπο δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της τέχνης.[4] Η «Μεγαλοπρεπής Παρθένος» με στέμμα, βιβλίο και το Θείο Βρέφος, της οποίας η βάση φέρει την επιγραφή SEDES SAPIENTIAE (ο Θρόνος της Σοφίας), σήμερα πιστεύεται πως επίσης αποτελεί τμήμα του συγκεκριμένου ταφικού μνημείου.[4] Η συγκρατημένη και για κάποιους λυρική, έκφραση λεπτότητας που αποπνέει το άγαλμα, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Καθεδρικού, καθιστά τον Τίνο ντι Καμάινο εξέχοντα αντιπρόσωπο της «αυλικής τεχνοτροπίας» του πρώτου τρίτου του 14ου αιώνα.[4]

Στην υπηρεσία του Ροβέρτου του Ανζού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περίπου το 1323-24, ο Τίνο ντι Καμάινο μετακόμισε στη Νάπολη.[2] Εκεί φιλοτέχνησε σειρά ταφικών μνημείων για την αυλή του Ροβέρτου του Ανζού, μέσω των οποίων άσκησε σημαντική επιρροή στους μεταγενέστερους καλλιτέχνες.[4] Ο ντι Καμάινο αποτέλεσε έναν από τους λίγους γλύπτες που είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την εποχή εκείνη τις ανάγκες της αυλής των Ανδεγαυών, η οποία γινόταν όλο και περισσότερο πρόθυμη να χρησιμοποιήσει τις τέχνες και τον πολιτισμό ως μέσο επίδειξης ισχύος και πολιτικής ευρωστίας. Στον περίγυρό τους, ο Τίνο ντι Καμάινο σύντομα υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του, μονοπωλώντας, με τη βοήθεια του εργαστηρίου του, όλες τις πρωτοβουλίες της οικογένειας στον τομέα της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Το 1323 κατασκεύασε τον τάφο της Αικατερίνης της Αυστρίας στο Σαν Λοτέντζο Ματζόρε, κατόπιν, το 1325, εκείνο της Βασίλισσας Μαρίας της Ουγγαρίας στη Σάντα Μαρία Ντοναρετζίνα.[1][3] Για την εκκλησία της Σάντα Μαρία Κιάρα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, φιλοτέχνησε τα ταφικά μνημεία του Καρόλου της Καλαβρίας και της Μαρίας των Βαλουά.[1][3]

Η Νάπολη αποτέλεσε και τη μόνιμη κατοικία του καλλιτέχνη μέχρι τον θάνατό του, το 1337.[3]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. ^ Στην ιστορία της τέχνης, ο όρος τρετσέντο (ιταλικά: trecento, σημαίνει «τριακόσια») αναφέρεται στο 14ο αιώνα (1300-1400). Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη δημιουργικότητα, κατά την οποία ήκμασε η προαναγεννησιακή ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 «Tino Di Camaino», βιογραφία του καλλιτέχνη στον ιστότοπο Treccani.it, L' Enciclopedia Italiana.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 «Tino Di Camaino», βιογραφία του καλλιτέχνη στον ιστότοπο της Encyclopædia Britannica.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Tino Di Camaino»[νεκρός σύνδεσμος], βιογραφία του καλλιτέχνη στον ιστότοπο Storiadellarte.com.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 Toman, Rolf (2013), σελ. 327.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Ιταλικά) Bartalini, Roberto (2005). «Scultura gotica in Toscana. Maestri, monumenti, cantieri del Due e Trecento», Silvana Editoriale, Τσινιζέλο Μπαλζάμο, ISBN 9788836606016.
  • (Ιταλικά) Carli, Enzo (1934). «Tino di Camaino scultore», Le Monnier, Φλωρεντία.
  • (Ιταλικά) Seidel, Max (2003). «Arte italiana del Medioevo e del Rinascimento, II, Architettura e scultura», Marsilio, Βενετία, ISBN 9788831781435.
  • (Αγγλικά) Toman, Rolf (2013). «Gothic», h.f.ullmann, Πότσνταμ, ISBN 9783848004027.
  • (Αγγλικά) Valentiner, Wilhelm Reinhold (1935). «Tino di Camaino. A Sienese sculptor of the fourteenth century», The Pegasus Press, Παρίσι.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]