Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τάντελακτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκαλισμένο επίχρισμα τάντελακτ για την απόδοση σχεδίων δύο ή και παραπάνω χρωμάτων. Η τεχνική αυτή είναι γνωστή ως Sgraffito, η οποία χρησιμοποιείται στο Μαρόκο αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Το τάντελακτ μπορεί να εφαρμοστεί σε τοίχους, δάπεδα, λεκάνες και μπανιέρες, σχηματίζοντας γυαλιστερές και αδιαπέραστες από το νερό επιφάνειες.
Νιπτήρας με επίχρισμα τάντελακτ

Το τάντελακτ (αραβ. تدلاكت - Tadla: kt) σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «να τρίβω/κάνω μαλάξεις». Είναι αρχαία τεχνική επιχρίσματος με καταγωγή το Μαρόκο και τη χρήση ασβέστη από το οροπέδιο του Μαρακές. Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται τον 11ο αι. μ.Χ. κατά τη δυναστεία των "Βερβερίνων" Αλμοραβίδων. Μέχρι και σήμερα η συλλογή ασβεστόλιθων για τη μετέπειτα κατεργασία τους και τη δημιουργία υδραυλικής ασβέστου γίνεται από το ίδιο μέρος.

Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην αδιαβροχοποιήση στερνών για τη συλλογή μεγάλων ποσοτήτων νερού. Αργότερα την χρησιμοποίησαν στα βασιλικά παλάτια και έπειτα στα τζαμιά, χαμάμ, λουτρά και πλέον είναι το παραδοσιακό επίχρισμα σε όλο το Μαρακές.

Η τεχνική τάντελακτ ξεχωρίζει για το αισθητικό της αποτέλεσμα, δημιουργώντας επιφάνειες εντελώς αδιάβροχες, λείες και γυαλιστερές με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο φυσικών υλικών. Το επίχρισμα μπορεί να χρωματιστεί αναμιγνύοντας χρώμα σε σκόνη πριν την εφαρμογή του. Στο Μαρόκο χρησιμοποιούν αποχρώσεις ώχρας.

Μαροκινοί μάστορες αναμιγνύουν σκόνη ασβέστη με νερό και κίτρινη ώχρα για τα επιχρίσματα Tadelakt στο Riad Dar Rita, Ouarzazate, Μαρόκο.

Γίνεται επίστρωση του μείγματος και έπειτα γυαλίζεται και αδιαβροχοποιείται αφού πρώτα διαποτιστεί με σαπούνι ελαιόλαδου αραιωμένο σε νερό, εφαρμόζοντας κυκλικές κινήσεις/μαλάξεις χρησιμοποιώντας λείες και επίπεδες πέτρες. Το τάντελακτ είχε σχεδόν εξαφανιστεί, όμως κατάφερε να αναβιώσει και να γίνει πολύ δημοφιλές στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι Μαροκινοί μάστορες ονομάζονται Μααλίμ (αραβ. معلم - Ma'alim) παίρνοντας τον τίτλο μετά από αρκετά χρόνια εξάσκησης. Είναι μία τέχνη που απαιτεί εστίαση, ακρίβεια, συγχρονισμό, αντοχή αλλά και βαθιά γνώση συμπεριφοράς του μείγματος σε διάφορες συνθήκες.

Κουδάδ (Qadâd) ο πρόγονος του τάντελακτ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Qadâd (Kʉðað), προφέρεται Κουδάδ, είναι μία τεχνική που χρησιμοποιήθηκε στο φράγμα Μαρίμπ στην Υεμένη τον 8ο αι. π.Χ. αλλά και σε πολλές άλλες κατασκευές, κυρίως σε στέρνες και στέγες κατοικιών και μετέπειτα τζαμιών. Είναι ένα μείγμα από ασβέστη και ηφαιστειογενή πετρώματα τα οποία πρώτα πλένονται και θρυμματίζονται σε μορφή άμμου. Παρόμοιες προσμίξεις συναντάμε και σε άλλα μέρη κυρίως γύρω από τη Μεσόγειο όπως το Κουρασάνι ή αλλιώς Ρωμαϊκό τσιμέντο. Υπάρχουν ευρήματα αντίστοιχων κονιαμάτων που χρησιμοποιούνταν στο Μινωικό πολιτισμό με τη χρήση ασβέστη και ηφαιστειογενών πετρωμάτων.

Η σύνθεση του Κουδάδ διαφέρει ανάλογα τη περιοχή και τις κλιματολογικές συνθήκες. Είναι μια αρκετά χρονοβόρα τεχνική και απαιτεί τη συνδρομή πολλών ατόμων υπό την επίβλεψη του μάστορα ο οποίος λέγεται Ατίγκ (Atig). Η τέχνη περνάει στα συγγενικά πρόσωπα και συνεπώς οι ελάχιστοι μαστόροι που υπάρχουν πλέoν στην Υεμένη έχουν οικογενειακούς δεσμούς μεταξύ τους. Οι οικογενειακές και κοινωνικές τους αξίες ορίζουν να προσλαμβάνονται εργάτες από το ίδιο χωριό ή μέρος όπου γινόταν οι εργασίες. Αυτό παλιότερα είχε σαν αποτέλεσμα χωριά και ολόκληρες πεδιάδες να εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες εργασίες και κατασκευές. Η τεχνική περιλάμβανει την επίστρωση του πρώτου στρώματος μείγματος με την προσθήκη ηφαιστειογενών πετρωμάτων κοκκομετρίας 3-4 εκατοστών. Έπειτα εφαρμόζονται 2 ακόμα στρώσεις όπου και ξεκινάει η συμπίεση με το κοπάνισμα της επιφάνειας και τη χρήση αιχμηρών πετρών. Αφού ωριμάσει και στεγνώσει το μείγμα, εφαρμόζεται στην τελική επιφάνεια ασβεστόνερο και στη συνέχεια τρίβεται με σκληρές και επίπεδες πέτρες μέχρι να γίνει απολύτως λεία. Τελικό βήμα είναι η επάλειψη με λίπος και βρασμένο μεδούλι. Η προετοιμασία του μείγματος μπορεί να πάρει έως και 100 μέρες και η πλήρη τήξη του έως και 1 χρόνο. Μετά την επανάσταση της Υεμένης, η απότομη στροφή στη χρήση τσιμέντου έκανε πολλούς να αφαιρέσουν τα επιχρίσματα Κουδάδ τα οποία διακοσμούσαν κατοικίες και τζαμιά. Η τεχνική θεωρήθηκε υψηλού κόστους λόγω των εργατικών και του χρόνου και πλέον υπάρχουν ελάχιστοι Ατίγκ που τη γνωρίζουν. Το 1986 η UNESCO έστειλε αναφορά στη κυβέρνηση της Υεμένης για τη διατήρηση της παλιάς πόλης Σαναά συμπεριλαμβανομένης και της τεχνικής Κουδάδ. Σήμερα υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της τεχνικής και τη χρήση της σε αποκαταστάσεις παλιών κτιρίων και κατασκευών.