Συμβάσεις της Γενεύης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Σύμβαση της Γενεύης: Η σελίδα με τις υπογραφές και τις σφραγίδες της Πρώτης Σύμβασης της Γενεύης (1864), η οποία εισήγαγε ανθρωπιστικούς όρους στον πόλεμο.

Οι Συμβάσεις της Γενεύης είναι συνθήκες, και τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα, οι οποίες θέτουν τις βάσεις του διεθνούς δικαίου για την ανθρωπιστική διαχείριση των θυμάτων του πολέμου. Ο όρος «Σύμβαση της Γενεύης» στον ενικό αριθμό υποδηλώνει τις συμφωνίες του 1949, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1939 -45), και ανανέωσαν τους όρους των πρώτων τριών συνθηκών (1864, 1906, 1929), προσθέτοντας μία τέταρτη συνθήκη. Τα άρθρα της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης (1949) ορίζουν εκτενώς τα βασικά δικαιώματα των αιχμαλώτων (πολιτών και στρατιωτών) κατά τη διάρκεια του πολέμου, θεμελιώδεις προστασίες για τους τραυματίες και θεμελιώδεις προστασίες για τους πολίτες μέσα ή γύρω από πολεμική ζώνη. Οι Συμβάσεις του 1949 επικυρώθηκαν εν όλω ή με επιφυλάξεις από 194 χώρες[1].

Επιπλέον, λόγω του ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης αφορούν άτομα σε πόλεμο, τα άρθρα τους δεν μεταχειρίζονται επακριβώς τις πολεμικές επιχειρήσεις ή τη χρήση των όπλων – τα οποία είναι αντικείμενο των Συμβάσεων της Χάγης (1899 και 1907) - και του βιοχημικού πολέμου (Πρωτόκολλο της Γενεύης, 1929).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος - Αφίσα του Ερυθρού Σταυρού

Το 1862, ο Ερρίκος Ντυνάν δημοσίευσε το βιβλίο του, Αναμνήσεις εκ Σολφερίνο, περιγράφοντας τις φρικαλεότητες του πολέμου[2]. Οι εμπειρίες του Ντυνάν στον πόλεμο, τον προέτρεψαν να προτείνει:

  • Μία μόνιμη ανθρωπιστική υπηρεσία, η οποία θα προσέφερε βοήθεια εν καιρώ πολέμου, και
  • Μία διακυβερνητική συνθήκη, η οποία θα αναγνωρίζει την ουδετερότητα της παραπάνω υπηρεσίας και θα της επιτρέπει να παράσχει βοήθεια σε εμπόλεμες περιοχές.

Η πρώτη πρόταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση του Ερυθρού Σταυρού. Η δεύτερη πρόταση οδήγησε στην Πρώτη Σύμβαση της Γενεύης. Για αυτή του την πολύτιμη συνεισφορά, ο Ερρίκος Ντυνάν ήταν ο πρώτος που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1901.[3][4]

Τα δέκα άρθρα της Πρώτης Σύμβασης υιοθετήθηκαν στις 22 Αυγούστου του 1864 από δώδεκα κράτη.[5]

Η δεύτερη συνθήκη υιοθετήθηκε από την Σύμβαση της Γενεύης για τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονται στη θάλασσα στις 6 Ιουλίου του 1906 και απευθύνεται ειδικά σε μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων στη θάλασσα.[6] Συνεχίστηκε από την Σύμβαση της Γενεύης για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου στις 27 Ιουλίου του 1929 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου του 1931. Εμπνευσμένα από το κύμα ανθρωπιστικού και ειρηνιστικού ενθουσιασμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οργή για τα εγκλήματα πολέμου που αποκαλύφθηκαν από τις Δίκες της Νυρεμβέργης, μια σειρά από συνέδρια πραγματοποιήθηκαν το 1949, επιβεβαιώνοντας, επεκτείνοντας και ανανεώνοντας τις προηγούμενες τρεις Συμβάσεις προσθέτοντας μία νέα Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με την προστασία των πολιτών σε καιρό πολέμου.

Παρά την έκταση των συνθηκών αυτών, διαπιστώθηκε διαχρονικά ότι ήταν ελλειπή. Στην ουσία, η φύση των ένοπλων συγκρούσεων είχε μεταβληθεί από την αρχή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, οδηγώντας πολλούς στο συμπέρασμα ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 απευθύνονταν σε μία υπό εξαφάνιση πραγματικότητα:[7] από τη μία, οι περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις ήταν πλέον εσωτερικές, ή εμφύλιοι πόλεμοι, ενώ από την άλλη οι περισσότεροι πόλεμοι είχαν μετουσιωθεί σε ασύμμετροι. Επιπλέον οι σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις επηρέαζαν μεγαλύτερο αριθμό αμάχων, το οποίο κατέδειξε την ανάγκη για την προσφορά προστασίας σε αμάχους και υποδομές με απτά μέτρα, και την ανάγκη για αναθεώρηση των Συμβάσεων της Χάγης του 1899 και του 1907. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, υιοθετήθηκαν δύο Πρωτόκολλα το 1977, τα οποία επέκτειναν τους όρους των Συμβάσεων του 1949 με επιπλέον προστατευτικά μέτρα. Το 2005, ένα τρίτο σύντομο Πρωτόκολλο προστέθηκε για τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού συμβόλου προστασίας για ιατρικές υπηρεσίες ως εναλλακτική λύση των συμβόλων του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, κυρίως για εκείνες τις χώρες που τα βρίσκουν αμφισβητήσιμα.

Οι Συμβάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Συμβάσεις της Γενεύης εμπεριέχουν κανόνες που ισχύουν κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων και αποσκοπούν στην προστασία των ανθρώπων, οι οποίοι παίρνουν ή δεν παίρνουν πλέον μέρος στις εχθροπραξίες. Για παράδειγμα:

  • Τραυματίες ή άρρωστοι μαχητές
  • Αιχμάλωτοι πολέμου
  • Άμαχοι
  • Ιατρικό και θρησκευτικό προσωπικό

Συμβάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Διπλωματία, ο όρος convention δεν έχει την κοινή έννοια της συνέλευσης ατόμων, αλλά χρησιμοποιείται ως διεθνής συμφωνία, ή συνθήκη. Οι πρώτες τρεις Συμβάσεις της Γενεύης αναθεωρήθηκαν και επεκτάθηκαν το 1949 σε μία τέταρτη η οποία υιοθετήθηκε εκείνη τη χρονιά.

Και οι τέσσερις Συμβάσεις αναφέρονται ως «Συμβάσεις της Γενεύης του 1949» ή πιο απλά «Σύμβαση της Γενεύης».

Πρωτόκολλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Συμβάσεις του 1949 τροποποιήθηκαν με τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα:

Εφαρμογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Συμβάσεις της Γενεύης ισχύουν εν καιρώ πολέμου και ενόπλων συγκρούσεων για τα κράτη που έχουν επικυρώσει τους όρους της. Οι λεπτομέρειες της εφαρμοστικότητας περιγράφονται στα Κοινά Άρθρα 2 και 3. Το θέμα της εφαρμοστικότητας έχει δημιουργήσει αρκετές αντιπαραθέσεις. Όταν οι Συμβάσεις της Γενεύης τίθενται σε ισχύ, τα κράτη παραδίδουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους υπογράφοντας αυτές τις συνθήκες.

Κοινό Άρθρο 2 σχετικά με τις Διεθνείς Ένοπλες Συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο αυτό αναφέρει ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις διεθνών συγκρούσεων, όπου τουλάχιστον ένα από τα εμπόλεμα έθνη έχουν επικυρώσει της Συμβάσεις. Κατά κύριο λόγο:

  • Οι Συμβάσεις ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις που κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ Συμβαλλόμενων Μερών. Αυτή είναι η αρχική έννοια της εφαρμοστικότητας, η οποία είναι προγενέστερη της έκδοσης του 1949.
  • Οι Συμβάσεις ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ δύο ή περισσότερων Συμβαλλόμενων Μερών, ακόμη κι αν δεν έχει κηρυχθεί πόλεμος. Η ορολογία αυτή προστέθηκε μετά το 1949 για να συμπεριλάβει περιπτώσεις που έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου χωρίς την επίσημη κήρυξή του.[8]
  • Οι Συμβάσεις ισχύουν για ένα Συμβαλλόμενο Μέρος ακόμη κι αν το αντιτιθέμενο έθνος δεν είναι Συμβαλλόμενο Μέρος, αλλά μόνο αν το τελευταίο «αποδέχεται και εφαρμόζει τις διατάξεις» των Συμβάσεων.[8]

Το Άρθρο 1 του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου Ι διευκρινίζει περαιτέρω ότι οι ένοπλες συγκρούσεις κατά αποικιοκρατικής κυριαρχίας και ξένης κατοχής χαρακτηρίζεται επίσης ως διεθνή σύγκρουση.

Όταν πληρούνται όλα τα κριτήρια της διεθνούς σύγκρουσης, τότε ισχύουν όλες οι προστασίες των Συμβάσεων.

Κοινό Άρθρο 3 σχετικά με τις Μη Διεθνείς Ένοπλες Συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι οι διατάξεις των Συμβάσεων ενεργοποιούνται όταν οι ένοπλες συγκρούσεις λαμβάνουν μέρος στα όρια ενός κράτους. Η εφαρμογή αυτού του άρθρου στηρίζεται στην ερμηνεία του όρου ένοπλη σύγκρουση. Για παράδειγμα θα ίσχυε για συγκρούσεις μεταξύ των Κυβερνητικών δυνάμεων και των δυνάμεων μιας ομάδας ανταρτών, ή μεταξύ δύο ομάδων ανταρτών ή για άλλες συγκρούσεις που έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πολέμου, αλλά λαμβάνουν μέρος στα όρια μιας μόνο χώρας. Μια ομάδα ατόμων που επιτίθενται σε ένα αστυνομικό τμήμα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ένοπλη σύγκρουση και έτσι δεν υπόκειται στο παρόν άρθρο, αλλά στη δικαιοδοσία και τους νόμους της χώρας τους.[8]

Οι άλλες Συμβάσεις της Γενεύης δεν έχουν εφαρμογή σε αυτή την περίπτωση, αλλά μόνο οι διατάξεις που περιέχονται στο Άρθρο 3[8], και επιπλέον, η ορολογία που εμπεριέχεται στο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ. Το σκεπτικό για αυτόν τον περιορισμό είναι για να αποφευχθεί η σύγκρουση με τα δικαιώματα των Κυρίαρχων Κρατών που δεν έχουν υιοθετήσει τις συμβάσεις. Όταν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν, τότε:

  • Άτομα που δε λαμβάνουν μέρος σε εχθροπραξίες, συμπεριλαμβανομένου και στρατιωτικό προσωπικό που έχουν πάψει να είναι ενεργά ως αποτέλεσμα αρρώστιας, τραυματισμού, ή περιορισμού θα πρέπει να τύχουν ανθρώπινης συμπεριφοράς.
  • Οι τραυματίες και οι άρρωστοι θα πρέπει να περισυλλέγονται και να περιθάλπονται.

Επιβολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιβολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανώτατη αρχή για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις Συμβάσεις της Γενεύης και άλλες συνθήκες είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών είναι μία ιδρυτική συνθήκη και όλα τα μέλη της δεσμεύονται από τα άρθρα της. Το Άρθρο 25 και άλλα[9] της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών ορίζουν ότι οι υποχρεώσεις προς τα Ηνωμένα Έθνη υπερέχουν όλων των άλλων υποχρεώσεων που απορρέουν από άλλες συνθήκες. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σπάνια επικαλείται αυτό του το δικαίωμα σε σχέση με τις Συμβάσεις της Γενεύης, οπότε τα περισσότερα ζητήματα επιλύονται από περιφερειακές συνθήκες ή από την εθνική νομοθεσία.

Προστάτιδες Δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «προστάτιδα δύναμη» έχει συγκεκριμένη σημασία στις Συμβάσεις αυτές. Μία προστάτιδα δύναμη είναι ένα κράτος, το οποίο δεν μετέχει στην ένοπλη σύγκρουση, αλλά έχει συμφωνήσει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα ενός κράτους που μετέχει στην ένοπλη σύγκρουση. Η προστάτιδα δύναμη είναι ένα μεσολαβητής που επιτρέπει τη ροή επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση μερών. Επιπλέον η προστάτιδα δύναμη παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω Συμβάσεων, όπως με την επίσκεψη στη ζώνη των συγκρούσεων και των αιχμαλώτων πολέμου. Η προστάτιδα δύναμη πρέπει να ενεργεί ως συνήγορος για τους αιχμαλώτους, τους τραυματίες και τους αμάχους.

Σοβαρές παραβιάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To Παλάτι της Ειρήνης, σημερινή έδρα του Δικαστηρίου της Χάγης, όπου δικάζει εγκληματίες πολέμου

Οι παραβιάσεις των Συμβάσεων δεν αντιμετωπίζονται όλες το ίδιο. Τα πιο σοβαρά εγκλήματα ορίζονται ως σοβαρές παραβιάσεις και παρέχουν έναν νομικό ορισμό για τα εγκλήματα πολέμου. Σοβαρές παραβιάσεις της Τρίτης και Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης είναι οι ακόλουθες, εφόσον διαπράττονται ενός ατόμου που προστατεύεται από τη σύμβαση:

  • Εσκεμμένη δολοφονία, βασανισμός ή απάνθρωπη μεταχείριση, συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών πειραμάτων
  • Εσκεμμένη πρόκληση δεινοπαθειών ή σοβαρών τραυματισμών στο σώμα ή στην υγεία ενός ατόμου
  • Εξαναγκασμός ατόμου να υπηρετήσει στις δυνάμεις μιας εχθρικής δύναμης
  • Εσκεμμένη στέρηση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη εάν κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου.

Επίσης θεωρούνται σοβαρές παραβιάσεις της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης οι εξής:

  • Κράτηση ομήρων
  • Εκτεταμένη καταστροφή και ιδιοποίηση της περιουσίας που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική αναγκαιότητα και πραγματοποιείται παράνομα και αναίτια
  • Παράνομη απέλαση, μεταφορά ή περιορισμός[10]

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη των Συμβάσεων αυτών πρέπει να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν τη νομοθεσία η οποία τιμωρεί κάποιο από αυτά τα εγκλήματα. Επιπλέον τα Έθνη είναι υποχρεωμένα να αναζητήσουν για τα άτομα που φέρονται ότι διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, ή που διέταξαν την πραγματοποίησή τους, και να τους φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους και από τον τόπο όπου διαπράχτηκαν τα εγκλήματα αυτά.

Η αρχή της οικουμενικής δικαιοδοσίας ισχύει και για την διερεύνηση σοβαρών παραβιάσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όταν επικαλείται την εξουσία και τη δικαιοδοσία του που απορρέει από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή της οικουμενικής δικαιοδοσίας. Αυτό συνέβη από το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία για την διερεύνηση και/ή δίωξη καταγγελόμενων παραβιάσεων.

Οι Συμβάσεις της Γενεύης σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν αλλάξει δραματικά από τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, εξακολουθούν να θεωρούνται ο ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Προστατεύουν μαχητές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός μάχης και προστατεύουν αμάχους που ζουν παγιδευμένοι στη ζώνη του πολέμου. Αυτές οι Συμβάσεις ήρθαν στο προσκήνιο για όλες τις πρόσφατες διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στο Αφγανιστάν (2001 – σήμερα), η εισβολή στο Ιράκ το 2003, η εισβολή της Τσετσενίας (1994 – σήμερα) και ο Πόλεμος στη Γεωργία το 2008.

Οι σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις εξακολουθούν να εξελίσσονται και οι γραμμές μεταξύ αμάχων και μαχητών είναι αρκετά θολές (για παράδειγμα ο εμφύλιος πόλεμος στη Σρι Λάνκα, ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν και ένοπλες συγκρούσεις στην Κολομβία). Το Κοινό Άρθρο 3 αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, συνεπικουρούμενο από το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ (1977). Αυτά ορίζουν τις ελάχιστες νομικές προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούνται για εσωτερικές συγκρούσεις. Διεθνή δικαστήρια, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, έχουν συμβάλει στην αποσαφήνιση του διεθνούς δικαίου στον τομέα αυτό. Το 1999 στην υπόθεση ενάντια στον Dusko Tadic, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε ότι οι σοβαρές παραβιάσεις δεν ισχύουν νόμο σε διεθνείς συγκρούσεις, αλλά και σε εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές θεωρούνται εθιμικό διεθνές δίκαιο, επιτρέποντας σε διώξεις εγκλημάτων πολέμου από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης για τις ομάδες που έχουν υπογράψει, αλλά ακόμη και για εκείνες που δεν έχουν υπογράψει τις Συμβάσεις της Γενεύης.

Η Ελλάδα και οι Συμβάσεις της Γενεύης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, κυρώθηκαν από την Ελλάδα με το Ν. 3481 «Περί κυρώσεως των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949», στις 30.12.1955/5.1.1956, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 3/1956.[11] Το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο Ι κυρώθηκε με το Ν. 1786/1988, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 125/1988 και το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ κυρώθηκε με το Ν. 2105/1992, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 196/1992.[11]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «State Parties / Signatories: Geneva Conventions of 12 August 1949». International Humanitarian Law. International Committee of the Red Cross. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2007. 
  2. Dunant, Henry. A Memory of Solferino.  Αγγλική έκδοση, πλήρες κείμενο.
  3. Abrams, Irwin (2001). The Nobel Peace Prize and the Laureates: An Illustrated Biographical History, 1901-2001. US: Science History Publications. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2009. 
  4. The story of an idea, film on the creation of the Red Cross, Red Crescent Movement and the Geneva Conventions
  5. Roxburgh, Ronald (1920). International Law: A Treatise. London: Longmans, Green and co. σελ. 707. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2009.  Οι δώδεκα χώρες που υιοθέτησαν τη Σύμβαση ήταν Ελβετία, Βάδη, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Έσση, Ολλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Πρωσσία, Ισπανία, and Βυρτεμβέργη.
  6. Text of the 1906 convention (French)[νεκρός σύνδεσμος]
  7. Kolb, Robert (2009). Ius in bello. Basel: Helbing Lichtenhahn.  Unknown parameter |code= ignored (βοήθεια)
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Pictet, Jean (1958). Geneva Conventions of 12 August 1949: Commentary. International Committee of the Red Cross. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2009. 
  9. Προοίμιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών www.ysun-greece.org/files/2007_pics/UN_charter_greek.pdf
  10. How "grave breaches" are defined in the Geneva Conventions and Additional Protocols, International Committee of the Red Cross.
  11. 11,0 11,1 Υπουργείο Εξωτερικών [1] Αρχειοθετήθηκε 2011-10-25 στο Wayback Machine.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]