Σατί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Σατί (ή ὁ Σατής και τουρκ. Sati) είναι χωριό στην Καππαδοκία της Τουρκίας. Βρίσκεται 64 χλμ. νοτιοανατολικά της Καισάρειας και 38,5 χλμ. βορειοανατολικά του Βαρασού στην κοιλάδα του Ταχταλί Μεζάρ-ντερέ, παραπόταμου του Ζαμάντη. Οι κάτοικοί του το 1924 ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (47 οικογένειες – 180 άτομα). Διοικητικά ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Κίσκας, στο καϊμακαμλίκι του Φέκε, στο μουτεσαριφλίκι του Κοζάν και στο βαλελίκι των Αδανών ενώ εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη της Καισάρειας. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργία και την υλοτομία. Το Σατί διατηρεί και μετά την ανταλλαγή το ίδιο όνομα (Sati) και κατοικείται από Τούρκους. Ανήκε σε μια ευρύτερη περιφέρεια με ρωμιοχώρια που το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών αποκαλεί "Αποικίες Φαράσων". Εδώ ήταν τα χωριά Αφσάρι, Κίσκα, Σατί, Τσουχούρι στα ΒΑ των Φαράσων (Βαρασός) και Καρσαντί (Φκόσι) στα Νότια των Φαράσων προς την πλευρά των Αδάνων. Από τα Φάρασα πρώτα αποικίστηκαν το Καρσαντί και Αφσάρι (μέσα του 17ου αι.) και από το Αφσάρι τα άλλα χωριά μέσα του 18ου αι.

Γραπτές μαρτυρίες: Ο Ιωάννης Η. Κάλφογλους γράφει στα καραμανλίδικα: ΣΑΤΗ, ασσαγηδά ζιρκ οληναδζάκ Κίσκεγε γιαρίμ σαάτ πουληνάν 90 χανελί Ρουμ καργεσίδηρ (μισή ώρα πιο μακριά από την Κίσκα, για την οποία θα κάνουμε λόγο πιο κάτω, βρίσκεται ένα χωριουδάκι με 90 οικογένειες Ρωμιών. "ΜΟΝΗ ΦΛΑΒΙΑΝΩΝ" ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗ 1898, ΣΕΛ. 569) Ο Αν. Λεβίδης γράφει: « Ἡμίσιαν ὥραν μακράν αὐτῆς (σ.σ. τῆς Κίσκε) κεῖται ἡ ὁμοίως ἑλληνόφωνος ἀποικία τῆς Αὐσάρ-κιόι, Σάτη, παρ’ αὐτῇ κεῖται ἐπί λόφου ναός Βυζαντινής ἐποχῆς, ὅστις διετηρήθη ἄχρι τοῦδε ἀβλαβής καί καλεῖται μέν Μοναστήριον, ἀλλ’ ἔστιν ἀοίκητον, οἱ λίθοι τοῦ κτιρίου ὑπερμεγέθεις καί ἐξειργασμένοι, ἐστι δέ ὁ λόφος ἔνθα ἡ Μονή ἐπί τῆς κλιτύως τοῦ Καρά-δάγ. Ἐν Σάτη εὑρέθησαν σπήλαια, ἐν οἷς πολλά ὀστά ἀνθρώπων, ἴσως τά σπήλαια ταῦτα ἐχρησίμευον ὡς κατακόμβαι ἤ κοιμητήρια καθότι εὐρίσκονται καί πολλά δακρυδόχα ἀγγεία ὑέλινα, ἐν ἑνί δέ εὑρέθησαν τά πτώματα ὀρθίως ἱστάμενα καί κεχωσμένα. Ἐν τοῖς πέριξ σώζονται ἐρείπια ναῶν Βυζαντινών καλούμενα Μοναστήρια, μάλιστα δέ ἐν Κουρούμζε ἐν τοῖς ἀγροῖς, ταῖς φάραγξι, ταῖς ἀμπέλοις, τό δέ ἐπί τοῦ βουνοῦ Καρά-Σιβρί ὅλως κατεστραμμένον. Ἐν δέ τοῖς ἐρειπῖοις Τέρεδζε πλεῖστα σπήλαια ἐσκαμμένα ἐπί βράχων καί καλούμενα ἀσκητάρια μετά θυρῶν καί παραθύρων εἰς ἅ ὁδηγεῖ κλίμαξ ὀλισθηρά ἐσκαμμένη ἐπί βράχου, ἐν δέ Σιχλῆ ἐπί λόφου τό ἠρειπωμένον Μοναστήριον τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.» («Αἱ ἐν Μονολῖθοις Μοναί τῆς Καππαδοκίας καί Λυκαονίας», ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ, 1899 σελ. 103).

Ο Αν. Λεβίδης το 1904: Η Σάτη προ 37 ετών συνοικισθείσα εκ των αποίκων της Αυσάρ κιοϊ, σύγκειται εξ οικιών 23. Οι κάτοικοι την γλώσσαν ελληνόφωνοι (σ. σ. το καππαδοκικό ιδίωμα των Φαράσων), το δόγμα ορθόδοξοι έχοντες μίαν εκκλησίαν τιμωμένην επ' ονόματι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Ιερέα ένα (σ. σ. πρόκειται για τον παπά-Μάρκο Παπαδόπουλο που με την ανταλλαγή εγκαταστάθηκε στα Πετρανά Κοζάνης όπου και "εκοιμήθη" το 1927)(Α. Μ. Λεβίδης "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΈΤΟΥΣ 1905" Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα εν Κωνσταντινουπόλει, σελ, 150) Αν είναι 37 χρόνια πριν το "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ" 1904, βρισκόμαστε στα 1867 έτος που οικίστηκε το Σατί από το Αφσάρι. Ο Κάλφογλους αναφέρει 90 οικογένειες (1898) Ο Λεβίδης 23 οικογένιες (1904) και το Κ Μ Σ μέτρησε 47 οικ. μετά την Ανταλλαγή. Κάποιο λάθος πρέπει να υπάρχει στα νούμερα 90 και 23, διότι δεν αναφέρεται κανένα γεγονός που να δικαιολογεί αυτή τη δραματική μείωση του πληθυσμού. Σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων ο οικισμός ιδρύθηκε από 15-20 οικογένειες που ήλθαν από το Αφσάρι τη δεκαετία 1850-60 και 5-6 οικογένειες από την Κίσκα.

Ο συνεργάτης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δ. Λουκόπουλος σημειώνει: Το Σατί είναι σχετικώς καινούργιο χωριό που έγινε από αποίκους Αφσαρώτες γι' αυτό και κανείς Τούρκος δεν κατοικούσε εκεί. Η αποίκιση αυτή δεν πάει πιο πίσω από τους παππούδες της σύγχρονης γενεάς γι αυτό και είναι γνωστή κατά παράδοση. Εξόν τούτου οι συγγενικοί δεσμοί με τους Αφσαρώτες δεν έλειψαν ακόμα και που κάποτε τους μαρτυρά και η ομωνυμία. Τα επώνυμα Τσελίκη, Σαρηκεχά, Καννή, Κοσά, Θεοδόση, θυμίζουν επώνυμα Φαρασιώτικα, κι αυτό δείχνει τη φυλετική συγγένεια που κρατιέται μόλο που δυο αποικίσεις έγιναν από τότε που απ' τα Φάρασα έφυγαν άποικοι για το Αφσάρι (Δ. Λουκόπουλος χειρ. κεφ. ΚΑ σελ. 191) Η φυλετική συγγένεια των Σατιλούδων με τις τέσσερις Φαρασιώτικες αποικίες Αφσάρι, Κίσκα, Τσουχούρι Καρσαντί και με το Βαρασό (Φάρασα) είναι η διάλεκτος. Όλοι έλεγαν τον κόκορα λαχτόρι (αλέκτωρ) αλλά στον πληθυντικό οι Βαρασώτες έλεγαν λαχτόρε ενώ στις αποικίες έλεγαν λαχτόρα (βλ. Ν. Ανδριώτη "Το Γλωσσικί Ιδίωμα των Φαράσων" Αρχείο Μικρασιατικής Λαογραφίας, 1948 και Βασ. Κ. Αναστασιάδη "Η Σύνταξη στο Φαρασιωτικό Ιδίωμα της Καππαδοκίας")

Ιδιωματικό γλωσσικό κείμενο: "...στα μαγαράδα γνέντα βγαίγκην νερό στο κάτζι πουκάτου. Το νερό ξιάγκεν μο το ξυώνα την ασότρα σο παγάνι. Σο σαρλάχι πλέγκαμι τα τσούλια πο γιδού μαλλί τζαι τις ζιούδες πο προβάτου μαλλί. Είχαμε τζαι ξυώνα γουρνία να ποτίζουμι τα πρόβατα τζαι να πλύνουμι το κοτζί του βράσκαμι τζαι κουπανίσκαμτα σο σοχού τζαι φτέγκαμι πλεγούρι. Ποτίσκαμι τζαι τις αγκουρένες. Σπηρέγκαμι κοτσί, καρά γοσλίχος, σαχμάνες, γουντούζι, άσπρο κοτσί, κθάρι, σίκαλη, βρόμη, γατσάρι, ρόβι, ισγίνι, φακούδι, παχλά, τσιμένι, ρεβίθι,, τσιπλόνι. Κοπανίσκαμε το κασοφί τζαι είχαμε το άλειμα για τη σαρακοστή. (Απέναντι από τις σπηλιές έβγαινε νερό κάτω από το βράχο. Τό νερό από ξύλινη υδρορρόη έπεφτε στο ρέμα. Στον καταρράκτη πλέναμε τα τσούλια που ήταν από γιδίσιο μαλλί και χαλιά από πρόβιο μαλλί.Είχαμε και ξύλινες γούρνες να ποτίζουμε τα πρόβατα και να πλύνουμε το σιτάρι που το βράζαμε και το κοπανίζαμε στο σοχού (σ. σ. πέτρινο μεγάλο γουδί, το κοπάνισμα γινόταν με ξύλινα μεγάλα σφυριά για να ξεφλουδίσει το σιτάρι) και κάναμε πλιγούρι (το άλεσμα γινόταν σε χειρόμυλο). Ποτίζαμε και τα περιβόλια. Σπέρναμε σιτάρι, με μαύρα άγανα, σαχμάνες (;) μεντάνα, άσπρο σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρόμη, (κτηνοτροφές) γατσάρι (κάνανε πλιγούρι) ρόβι (κτηνοτροφή) ισγίνη (σπόρο σαν το τριφυλλόσπορο) φακή, φασόλια τσιμένι (για τον παστουρμά) ρεβίθι, μπιζέλια.)

Τα τζάκια γνωστά στο Σαττί ήταν:

Αλεκόζ, του Γαβρούχου, του Γαράοτζα, του Γιλλού, του Γιρ, του Γιραντών, του Θοδόση, του Καννή, του Κογτζέ ή Κιοβτζέ, του Κιολέ, του Κοσά, του Κουβαρά, του Λεώντη, του Σαρηκεχά, του Σιά, του Τσελίκη, του Τσογμέν, του Τσοκκέ, του Χατζηθόδωρου.

Πρώτη εγκατάσταση των Ανταλλάξιμων:

ΠΕΤΡΑΝΑ ΚΟΖΑΝΗΣ:

Κιοσέογλου Πρόδρομος (του Κοσά) σύζ. Σοφία

Κιοσέογλου θεόδωρος, σύζ. Χαρίκλεια,

Παπαδόπουλος Αντώνιος σύζ. Ευανθία

Παπαδόπουλος Γεώργιος σύζ. Ελπίδα από Ταστσί

Παπαδόπουλος Παπά Μάρκος σύζ. Ευλαμπία

Παπαδόπουλος Παντελής σύζ. Αναστασία από Καράτζορεν

Παπανικολάου Νικόλαος συζ. Ελισάβετ

Τσαγμελίδης Βασίλειος σύζ. Αναστασία από Ταστσί

ΑΓΡΟΣΥΚΈΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ:

Αλεκιόζης Συμεών, σύζ. Σοφία από Καράτζορεν

Αλεκιόζης (Θαοδωρίδης) Αβραάμ

Ευσταθιάδης Δημήτριος, σύζ. Ανάστα από Κίσκα

Θεοδωρίδης Παναγιώτης, σύζ. Άννα από Κίσκα

Κενανίδης Ιακώβ, σύζ. Δέσποινα από Κίσκα

Κεσόγλου Χρυσόστομος, σύζ. Μαρία από Μπεσκαρτάς

Κιοκτσόγλου Χρυσόστομος, σύζ. Αγνή από Σαττί

Μιχαηλίδης Ιωσήφ, σύζ. Σοφία από Χοστσά

Προδρομίδης Σάββας, σύζ. Κυριακή από Σαττί

Στυλιανίδης, σύζ. Παρασκευή από Σαττί

Φραγκίδης Σάββας, σύζ. Άννα από Σαττί

ΠΑΒΕΝΑ ΔΡΑΜΑΣ:

Κωνσταντινίδης Ανέστης

Κωνσταντινίδης Θεοχάρης

ΠΛΑΤΥ ΗΜΑΘΙΑΣ:

Εγκατάσταση πριν από το 1927 σύμφωνα με την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους (ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥ ΠΛΑΤΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΓΙΔΑ υπ' αρ. 116/4-5-1927 Απόφ. Πρωτοδικείου Βερροίας, θεώρηση 14 Μαρτίου 1928)

Αλεγκός (Αλεκόζης) Σάββας του Δημητρίου, έτος γεν. 1895

Δημητρίου Θεολόγος του Δημητρίου, έτ. γεν. 1892

Δημητριάδης Κοσμάς του Λαζάρου έτ. γεν. 1892

Κολέας (Στυλιανίδης) Βασίλειος του Χρυσοστόμου έτ. γεν. 1887

Τσαμελίδης Παναγιώτης του Ανανία, έτ. γεν. 1880

Τσαμελίδης Λάζαρος του Λαζάρου, έτ. γεν. 1857

Τσαμελίδης Ελευθέριος τουωΧρυσοστόμου έτ. γεν. 1892

Εγκατάσταση τα έτη 1927-1940:

Ιορδανίδης (Κουρούσης) Χρήστος σύζ. Σοφία

Παπαδόπουλος Βασίλειος του Μάρκου, σύζ. Δέσποινα, μετοίκιση από Πετρανά

Παπαδόπουλος Σάββας του Αποστόλου, σύζ. Μαρικώ, μετοίκιση από Πετρανά

Προδρόμου Πρόδρομος

Τσαγμελίδης Ισαάκ, σύζ. Μαγδαληνή (από Αφσάρι)

Τσαγμελίδης Χρήστος

Χαρλάς Παναγιώτης

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ασβέστη Β. Μαρίας, «Ἐπαγγελματικές ἀσχολίες τῶν κατοίκων τῆς Καππαδοκίας», Επικαιρότητα, Αθήνα 1980.
  • Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών,«Ἡ Ἕξοδος. Τόμος Β΄. Μαρτυρίες ἀπό τίς ἐπαρχίες τῆς Κεντρικῆς καί Νότιας Μικρασίας», Αθήνα 1982.
  • Λαμπρόπουλου Αναστ. Ευάγγελου, "Καππαδοκία - Φάρασα. Τα τραγούδια και χοροί των Φαράσων της Καππαδοκίας, μαζί με διάφορα λαογραφικά στοιχεία.", Μεσσήνη, Α΄ έκδοσις 1995, Δ΄ έκδοσις επαυξημένη 2005.
  • Λεβίδου Μ. Αναστασίου, «Αἱ ἐν Μονολῖθοις Μοναί τῆς Καππαδοκίας καί Λυκαονίας», Κωνσταντινούπολη 1889.
  • Ιωάννης Η Κάλφογλους "ΜΟΝΗ ΦΛΑΒΙΑΝΩΝ" κΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, 1898
  • Αν Μ. Λεβίδης "Αι εν των κλίματι του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου Ιεραί Μητροπόλεις" Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα εν Κωνσταντινουπόλει "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ" του έτους 1905.)Εγράφη εν Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, 1904 Ιουνίου 11)