Σαρσέλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαρσέλα
Ενήλικη αρσενική σαρσέλα στο πτέρωμα αναπαραγωγής
Ενήλικη αρσενική σαρσέλα στο πτέρωμα αναπαραγωγής
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Νησσίνες (Anatinae) [1]
Γένος: Σπαθίς (Spatula) [i] (Boie, 1822) F
Είδος: S. querquedula
Διώνυμο
Spatula querquedula
Linnaeus, 1758

Η Σαρσέλα είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Spatula querquedula [i] και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καθοδική ↓ [4]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Spatula, προέρχεται από τον βενετικό όρο spatοla [5] που, ωστόσο, έχει ελληνική ρίζα από τη λέξη σπαθίς «μικρή σπάθη, μικρό σπαθί». Η μεταγενέστερη -και σημερινή- σημασία της λέξης ήταν μικρό εργαλείο από έλασμα, εφοδιασμένο με λαβή, με το οποίο ανακινούνται πολτώδη υλικά.[6] Η λέξη -κανονικά- θα έπρεπε να αναφέρεται στο σχήμα του ράμφους του πτηνού, ωστόσο, αυτό δεν είναι άμεσα εμφανές και τού έχει αποδοθεί αναγκαστικά, λόγω της συγγένειας με το είδος Anas (Spatula) clypeata, του οποίου το ράμφος έχει, όντως, έντονα σπατουλοειδές σχήμα (βλ. Συστηματική ταξινομική).

Ο λατινικός όρος querquedula στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι νεολογισμός, προϊόν ονοματοποιίας με βάση τα «σκληρά», κροταλιστά λαρυγγικά φωνήματα του αρσενικού (querk, kark), έτσι τουλάχιστον όπως μπορούν να καταγραφούν -ακόμη και με εντελώς υποκειμενικό τρόπο.[7] Αυτό σημαίνει ότι, πρακτικά, δεν μπορεί να υπάρξει κατάλληλη απόδοση του όρου querquedula στα ελληνικά. [ii]

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, garganey, προέρχεται από τον ιταλικό όρο gargenei < garganello < gargala «τραχειακή αρτηρία» < (συνεκδ). garg, λαρυγγικός ήχος, προϊόν ονοματοποιίας.[8] Η χρήση της από τον 17ο αιώνα, οφείλει την προέλευσή της στον Conrad Gesner που χρησιμοποιεί την ιταλική ονομασία στον τρίτο τόμο των Historiae animalium, του 1555. Επίσης, καταγράφεται και στον Aldrovandus (1599).[7]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία σαρσέλα έχει άγνωστη προέλευση.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συστηματική ταξινομική του taxon είναι προβληματική σε επίπεδο γένους. Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas Querquedula (Ευρώπη, 1758).[7] Το 1822, ο Γερμανός φυσιοδίφης Φ. Μπουά (Friedrich Boie 1789-1870) το μετέφερε στο σημερινό του γένος. Κατόπιν επανήλθε στο γένος Anas μέχρι πρόσφατα, που προτάθηκε η μεταφορά του, πάλι, στο γένος Spatula, με τη νέα ταξινομική να ακολουθείται από πολύ σημαντικούς ταξινομικούς φορείς, όπως οι Howard & Moore (4th ed.), Avibase, HBW, IUCN κ.α. Ωστόσο, άλλες αυθεντίες όπως οι ITIS, IOC, AOU (7th ed.) δεν έχουν αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, τουλάχιστον ακόμη.[9]

Υβρίδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα σχηματίζει υβρίδια με πολλές άλλες αγριόπαπιες, όπως: Spatula querquedula x Mareca strepera (καπακλής), Spatula [clypeata (χουλιαρόπαπια) x querquedula], Aix sponsa x Spatula querquedula, Mareca penelope (σφυριχτάρι) x Spatula querquedula, Anas crecca (κιρκίρι) x Spatula querquedula, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη) x Spatula querquedula, Anas acuta (σουβλόπαπια) x Spatula querquedula, Spatula querquedula x Aythya ferina (γκισάρι), κ.α.

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα στις Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαισιανή οικοζώνες.

Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, αλλά οι πληθυσμοί του είναι συμπαγείς μόνο στα ανατολικά. Στην υπόλοιπη ήπειρο υπάρχουν πολλοί, αλλά διάσπαρτοι θύλακες αναπαραγωγής, κυρίως στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία, τη Δανία και την Πολωνία. Βορειότερα, υπάρχουν συμπαγείς πληθυσμοί στη Φινλανδία, ενώ από το γεωγραφικό μήκος των Βαλτικών Χωρών και ανατολικότερα, οι πληθυσμοί γίνονται ολοένα και πιο συμπαγείς.

Στην Αφρική απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον είδος, κυρίως στις χώρες παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι τη Ζάμπια. Επίσης, σε μεγάλη, εκτεταμένη ζώνη που αρχίζει από τις ακτές του Ατλαντικού, στο ύψος της Σενεγάλης και δυτικότερα μέσω των χωρών βορείως του ισημερινού, μέχρι ανατολικά στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας.

Η Ασία είναι πολύ σημαντική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μιαν ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι την Α. Ρωσία, την Καμτσάτκα και την Ιαπωνία, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει πολύ χαμηλά, από τις Μαλδίβες και τη Σρι Λάνκα, μέχρι την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες και τη Νέα Γουινέα ως χειμερινός επισκέπτης.[10]

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα απαντά ως πλήρως μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται που σημαίνει ότι, είτε είναι καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, είτε διαχειμάζον πτηνό, ανάλογα με την περιοχή. Μεταναστεύει σε ευρύ μέτωπο, με τη φθινοπωρινή αποδημία να αρχίζει στα τέλη Ιουλίου και να κορυφώνεται τον Αύγουστο ή αρχές Σεπτεμβρίου προς τη Ν. Ευρώπη και την Αίγυπτο, με τα πουλιά να συνεχίζουν νοτιότερα και να καταφθάνουν στην Α. και Δ. Αφρική στις αρχές Σεπτεμβρίου και τον Οκτώβριο.[11] Όταν οι πληθυσμοί αφιχθούν στην Αφρική μετακινούνται ανάλογα με τις εποχικές πλημμύρες, με κεντρικό σημείο αναφοράς, την πορεία των ποταμών καθώς ο χειμώνας εξελίσσεται.[12]

Η εαρινή μετανάστευση ξεκινά τον Φεβρουάριο, με τα πουλιά να αρχίζουν να καταφθάνουν στις περιοχές αναπαραγωγής από τα μέσα Μαρτίου έως τις αρχές Μαΐου.[11] Αναζητούν την τροφή τους τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και της νύκτας και, όταν μεταναστεύουν, συχνά ταξιδεύουν τη νύκτα και αναπαύονται σε ανοικτά νερά κατά τη διάρκεια της ημέρας.[13] Στην περιοχή των Αλτάι απαντούν μεχρι τα 1.450 μ.,[14]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από τις Φερόες και την Ισλανδία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Νήσο των Χριστουγέννων.[4]

Στην Ελλάδα, η σαρσέλα απαντά είτε ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος είτε ως διαβατικός επισκέπτης, κατά τη μετανάστευση των βόρειων ευρωπαϊκών πληθυσμών προς την Αφρική.[15][16] Γενικά, θεωρείται ανεπαρκώς γνωστό (K, Insufficiently Known) [17] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη αναφέρεται ως αρκετά κοινός, διαβατικός και καλοκαιρινός επισκέπτης,[18] ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως κοινός διαβατικός μετανάστης.[19]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, η σαρσέλα συχνάζει σε μικρές, ρηχές μικρές λίμνες και σε μεγάλες λίμνες με άφθονη επιπλέουσα, αναδυόμενη και περιφερική βλάστηση [13][20] που, όμως, δεν είναι ούτε πολύ υψηλή, ούτε πολύ πυκνή (π.χ. με καλαμιές Typha spp. ),[21][22] σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί το γρασίδι, όπως βαλτώδη λιβάδια, πλημμυρισμένα χωράφια και ρηχά τέλματα γλυκού νερού.[13][20][23]

Μη αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το είδος δείχνει προτίμηση στις μεγάλες λίμνες γλυκού νερού ή -περιστασιακά υφάλμυρες- και, πάλι, με άφθονη επιπλέουσα, αναδυόμενη και περιφερική βλάστηση.[24] Επίσης, σε ρηχές πλημμυρισμένες πεδιάδες, ρηχά φράγματα, νερόλακκους και λιμνάζοντα νερά αποχετεύσεων (στη Νότια Αφρική).[25] Κατά τη μετανάστευση συχνάζει, επίσης, σε παράκτιες αλυκές και λιμνοθάλασσες,[20] ενώ μπορεί να αναπαύεται την ημέρα στα θαλάσσια παράκτια ύδατα.[26]

Στην Ελλάδα, η σαρσέλα απαντά από τον Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο, περίπου [27] Φωλιάζει σε ευτροφικούς-μεσοτροφικούς υγρότοπους, με συνήθως ρηχά, γλυκά νερά και πυκνή βλάστηση, σπανιότερα δε σε λιμνοθάλασσες. Κατά τη μετανάστευση απαντάται σε όλους σχεδόν τους τύπους υγρότοπων, κυρίωςόμως σε παράκτιους. Μεγάλα κοπάδια μεταναστεύουν επίσης κατά μήκος των θαλάσσιων ακτών (σε κλειστούς, ρηχούς κόλπους κ.α.), συχνά δε στα ανοικτά, όπου περνούν απαρατήρητα [28] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη αρσενική (πάνω στο αναπαραγωγικό πτέρωμα) και θηλυκή σαρσέλα

Όπως όλες οι αγριόπαπιες, η σαρσέλα εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.

Η σαρσέλα είναι η δεύτερη μικρότερη σε μέγεθος από τις ευρωπαϊκές αφρόπαπιες, ελαφρώς μεγαλύτερη μόνον από το κιρκίρι, με μακρύτερο ράμφος και ουρά. Η -αρσενική- αναπαραγόμενη σαρσέλα είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από το χαρακτηριστικό μοτίβο του κεφαλιού της. Συγκεκριμένα, το στέμμα είναι σκούρο καφέ-μαύρο και οι παρειές του προσώπου καστανοκόκινες καφέ. Οι δύο αυτές περιοχές διαχωρίζονται από χαρακτηριστική λευκή λωρίδα, ημισεληνοειδούς (crescent) σχήματος, που ξεκινάει από την εμπρόσθια οφθαλμική περιοχή και, μέσω του υπεροφρύου τόξου, καταλήγει στη βάση του τραχήλου, μία σε κάθε πλευρά του προσώπο. Η λωρίδα αυτή διακρίνεται από απόσταση και αποτελεί το σημαντικότερο διαγνωστικό στοιχείο της αναπαραγομένης αρσενικής σαρσέλας. Ο λαιμός και η περιοχή του στήθους έχουν ανοικτό καφέ χρώμα, όπου αναμιγνύονται σκουρογκρίζες γραμμώσεις και σχηματίζουν χαρακτηριστικά «κεραμιδοειδή» μοτίβα.

Τα πλαϊνά του σώματος είναι ανοικτού χρώματος, απαρτίζονται από λεπτά, λευκόγκριζα γεωμετρικά μοτίβα και κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο καφεγκρίζο πτέρωμα, με σαφή οριοθέτηση από αυτό, ιδιαίτερα στην πτήση. Στην περιοχή των ώμων ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά λευκόγκριζα, μυτερά λογχοειδή φτερά (scapulars) ενώ, όταν κολυμπάει διακρίνονται λευκές άκρες στα δευτερεύοντα και τριτεύοντα ερετικά φτερά, καθώς και στα μεγάλα στέγαστρα. Το κάτοπτρο, διακριτό κυρίως κατά την πτήση, είναι ανοικτό πρασινομπλέ με πλατύ, λευκό περιθώριο και αχνή μεταλλική ανταύγεια. Το ράμφος είναι μαύρο, σχετικά μακρύ και ελαφρά σπατουλοειδές, τα πόδια έχουν σκούρο γκρι χρώμα και η ίριδα είναι καστανή.

  • Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, το αρσενικό «χάνει» τα φωτεινά του χρώματα και αποκτά ένα μουντό πτέρωμα (eclipse), που μοιάζει αρκετά με εκείνο του θηλυκού, αλλά το εμπρόσθιο τμήμα των πτερύγων παραμένει γκριζομπλέ και το κάτοπτρο πρασινωπό.
Το κάτοπτρο της σαρσέλας είναι ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση

Η θηλυκή σαρσέλα είναι αρκετά διαφορετική, με λίγα διαγνωστικά στοιχεία και μπορεί να συγχέεται με κάποιες άλλες θηλυκές αγριόπαπιες, κυρίως με το θηλυκό κιρκίρι.[29] Ωστόσο, στο κεφάλι διακρίνονται κάποια από τα μορφολογικά γνωρίσματα του αρσενικού, όπως το έντονα σκούρο στέμμα και οι σκούρες παρειές του προσώπου. Το εμπρόσθιο τμήμα των πτερύγων είναι σκουρότερο από του αρσενικού.[30] Στην περιοχή του οφθαλμού διακρίνεται λεπτή σκούρα λωρίδα που τον «διαπερνάει», ενώ στις άκρες της υπάρχουν αχνές, λευκές κηλίδες. Στην περιοχή της ράχης ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά λευκόγκριζα, μακριά φτερά που υπάρχουν και στο αρσενικό. Τα πόδια, ή ίριδα και το ράμφος είναι όπως του αρσενικού, αν και το τελευταίο είναι μάλλον ελαιόγκριζο [31]. Το κάτοπτρο, είναι καφεπράσινο και λιγότερο διακριτό από εκείνο του αρσενικού.[15]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (36-) 38 έως 40 (-41) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (58-) 59 έως 63 (-69) εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 260 έως 520 γραμμάρια ♀ 240 έως 585 γραμμάρια [7]

(Πηγές:[30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40][41][42]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα είναι παμφάγο πτηνό, ιδίως κατά την περίοδο φωλιάσματος.[13] Έτσι, την άνοιξη και το καλοκαίρι η διατροφή κυριαρχείται από ζωική ύλη, κυρίως μαλάκια, υδρόβια έντομα και τις προνύμφες τους (Gerromorpha, Nepomorpha, Dytiscidae, Nematocera, Τριχόπτερα), μαλακόστρακα (Οστρακοειδή και Φυλλόποδα), σκουλήκια, βδέλλες, γόνους και γυρίνους βατράχων και μικρά ψάρια.[13][25]. Ωστόσο, το διαιτολόγιο συμπληρώνεται με σπέρματα, ρίζες, κόνδυλους, μίσχους, φύλλα και μπουμπούκια φυτών, όπως των γενών Ceratophyllum και Najas, ή άλλων υδρόβιων ποών.[13][21][43]

Η σαρσέλα συνηθίζει να «σαρώνει» την επιφάνεια του νερού όταν τρέφεται, παρά να καταδύεται

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι σαρσέλες είναι, κυρίως, φυτοφάγες με τη διατροφή να κυριαρχείται από σπέρματα του γένους Potamogeton, καθώς και τμήματα βλαστών Polygonum, Rumex και άγριου ρυζιού.[24] Επίσης, υπάρχει ιδιαίτερη προτίμηση στα σπέρματα των Echinochloa colona, Nymphaea micranthia και Nymphaea lotus.[44]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα είναι εξαιρετικά κοινωνικό και αγελαίο είδος [21][26] και, ενώ κατά την αναπαραγωγή του, μπορεί να σχηματίζει μόνον ζεύγη ή μικρές ομάδες, δημιουργεί μεγάλες συναθροίσεις πολλών εκατοντάδων ατόμων κατά τη μετανάστευση, μέχρι αρκετές χιλιάδες σε κάποιες χώρες της Αφρικής και της Ασίας τον χειμώνα.[21][26] Οι ενήλικες υποβάλλονται σε μετα-αναπαραγωγική περίοδο έκδυσης, που τους καθιστά ανίκανους να πετάξουν για 3-4 εβδομάδες. Τα αρσενικά αλλάζουν πτέρωμα από τα μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου, ενώ τα θηλυκά από τα μέσα Αυγούστου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.[21][24] Το Δέλτα του Βόλγα, ειδικότερα, είναι πολύ σημαντική περιοχή αλλαγής πτερώματος για το είδος αυτό.

Η σαρσέλα ανήκει στις λεγόμενες αγριόπαπιες επιφανείας (αφρόπαπιες), οι οποίες αναζητούν την τροφή τους πάνω στο νερό, ή λίγο κάτω από αυτό. Ειδικά οι σαρσέλες, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, «σαρώνουν» την επιφάνεια, παρά καταδύονται. Η πτήση της σαρσέλας μοιάζει με εκείνη του κιρκιριού, αν και τα φτεροκοπήματα δεν είναι τόσο γρήγορα.[37]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη θηλυκή σαρσέλα

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου ή τον Μάιο, και μπορεί να παραταθεί μέχρι και τον Ιούλιο στα βόρεια (Ηνωμένο Βασίλειο). Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά βρίσκεται εκτεθειμένη ή κρυμμένη στη χαμηλή βλάστηση (Glyceria spp.[13][43]) κοντά στο νερό, ή πάνω σε μικρές νησίδες,[45] αλλά μπορεί να βρίσκεται και αε απόσταση 20-150 μ. από αυτό.[21] Είναι μια απλή, ρηχή κοιλότητα στο έδαφος που επιστρώνεται με γρασίδι, φτερά και πτίλα.[45]

Η γέννα αποτελείται από (6-) 7 έως 9 (-12) υποελλειπτικά ή οβάλ αβγά, με ανοιχτοκίτρινο, κρεμ ή πρασινογάλαζο χρώμα, διαστάσεων 54,27 Χ 37,5 χιλιοστών [45] και βάρους 27 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[46]. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (21-) 23 έως 24 (-25) ημέρες. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί, μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 35-40 ημέρες, περίπου.[33][45]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Spatula querquedula

Στις ευρωπαϊκές θέσεις φωλιάσματος, το είδος απειλείται από την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του εξαιτίας της αποστράγγισης και μετατροπής των υγροτόπων σε αγρούς,[24] την αύξηση της ξηρασίας λόγω κλίματος και την επακόλουθη μείωση της στάθμης των υδάτων, και τη μετατροπή των υγροτόπων σε ταμιευτήρες.[11] Άλλες απειλές είναι η καταστροφή των φωλιών κατά το πρώιμο «κούρεμα» των λιβαδιών,[24] η αυξημένη ανθρώπινη όχληση,[24] η δηλητηρίαση από μόλυβδο (σκάγια κυνηγών), η αλλαντίαση κατά τη διάρκεια θερμών καλοκαιριών [24] και το ίδιο το κυνήγι στην Αφρική και την Ευρώπη [47] (περισσότερα από 500.000 άτομα πυροβολούνται κάθε έτος σε Ρωσία, Ουκρανία, Γαλλία και Πολωνία).[24] Τα επιγενή ξενικά είδη, όπως το αμερικανικό βιζόν Mustela vison, ενέχουν επίσης κίνδυνο θήρευσης της φωλιάς.[48] Τέλος, το είδος είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών (ιδιαίτερα στο στέλεχος H5N1), επομένως, απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[49]

Στις περιοχές διαχείμασης (κυρίως Νιγηρία και Σενεγάλη), το είδος απειλείται από την καταστροφή των οικοτόπων με την κατασκευή φραγμάτων, την υπερανάπτυξη βλάστησης και την ερημοποίηση,[50][51][52] ενώ, γενικά, στη Δ. Αφρική απειλείται από τις, μεγάλης κλίμακας, εκτροπές ποταμών και την υπεράρδευση.[11] Είναι επίσης ευάλωτο στη γρίπη των πτηνών όπως στις περιοχές φωλιάσματος.[53] Μεγάλο ποσοστό των ατόμων που ταξιδεύουν μέσω της μεταναστευτικής οδού της Δ. Σιβηρίας, είναι ευπαθή στον ιό του Δυτικού Νείλου, ως εκ τούτου απειλείται από μελλοντικές επιδημίες της νόσου.[54]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά (κυρίως σε Δανία, Ρωσία, Ουκρανία, Γαλλία, Πολωνία και Ιράν) [55][56] και, όχι μόνο για διατροφή, αλλά επίσης για «αναψυχή», ιδιαίτερα σε περιοχές όπου συγκεντρώνεται σε μεγάλους αριθμούς.

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική.[4][57] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Ρουμανία και η Φινλανδία.[57]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρσέλα καταγράφεται να φωλιάζει σε λίγες και ακανόνιστες θέσεις στην Α. Μακεδονία και Θράκη, αν και ελάχιστα ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί αλλού (Μεσολόγγι, Λήμνος, πιθανόν Κρήτη).[58] Οι διαβατικοί επισκέπτες είναι, σαφώς, περισσότεροι ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα, κυρίως την άνοιξη, ενώ δεν υπάρχουν καταγραφές μεταξύ Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου.[58]

Γενικά, η σαρσέλα είναι διάσπαρτος και μόνον τοπικά κοινός καλοκαιρινός επισκέπτης, ενώ κατά τις μεταναστεύσεις είναι κοινό διαβατικό είδος. Γι’ αυτό και, ειδικά στην Ελλάδα, κατατάσσεται ως Τρωτό VU [κριτήρια B2ab(ii,iii,iv), D1] [28] Απαιτούνται διαχείριση και προστασία των ενδιαιτημάτων όπου φωλιάζει, συστηματική καταγραφή του αναπαραγόμενου πληθυσμού αλλά και των πληθυσμών που μετακινούνται κατά τη μετανάστευση, καθώς και έλεγχος της λαθροθηρίας, ιδιαίτερα τον Φεβρουάριο.[28]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο η Σαρσέλα απαντά και με τις ονομασίες: Αυγουστέλι, Κακαρέλι, Καλαμάκι (Βοιωτία), Καρκάδι, Καρκάλι (Άρτα), Καρκαρέλι (Μεσολόγγι), Κουρκανέλι (Άρτα), Κρινέλι, Μαρτίνι,[59] Σαρσελόπαπια,[15] Σαρσίλα και Μασουρατζής (Κύπρος).[60]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (4th ed.) ταξινομική, με την οποία συμφωνούν οι Avibase, IUCN και HBW (online). Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)

ii. ^ Στην ελληνική βιβλιογραφία καταγράφεται ο όρος κερκιθαλίς,[61] ωστόσο σύμφωνα με την ετυμολογία του, (κέρκος «ουρά» + θαλίς «βλαστός») [62] δεν σχετίζεται με το συγκεκριμένο πτηνό, αλλά παραπέμπει σε κάποιον ερωδιό (Ησύχ.).[62] Το πιθανότερο είναι ότι, πρόκειται για εκ παραδρομής απόδοση του όρου querquedula, επειδή θεωρήθηκε ως συγγενές ηχητικά [εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 65
  2. Howard and Moore, p. 67
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175093
  4. 4,0 4,1 4,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22680313/0
  5. ΠΛΜ, 55:392
  6. ΠΛ, 11:1051
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 http://www.hbw.com/species/garganey-spatula-querquedula
  8. http://www.memidex.com/garganey[νεκρός σύνδεσμος]
  9. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=F577BA0F5BB7BD3F&sec=summary&ssver=1
  10. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22680313
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Scott & Rose
  12. Alerstam
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 Johnsgard
  14. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2015. 
  15. 15,0 15,1 15,2 Όντρια (Ι), σ. 64
  16. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
  17. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 241
  18. Σφήκας, σ. 40
  19. Σφήκας, σ. 38
  20. 20,0 20,1 20,2 del Hoyo et al
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 Cramp & Simmons
  22. Green
  23. Schricke
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 24,5 24,6 24,7 Kear
  25. 25,0 25,1 Hockey et al
  26. 26,0 26,1 26,2 Madge & Burn
  27. ΠΛΜ, 1:127
  28. 28,0 28,1 28,2 Χανδρινός (Ι), σ. 285
  29. Bruun, p. 58
  30. 30,0 30,1 Bruun, p. 54
  31. 31,0 31,1 Heinzel et al, p. 66
  32. Grimmett et al, p. 58
  33. 33,0 33,1 Perrins, p. 82
  34. Flegg, p. 70
  35. Όντρια, σ. 64
  36. Scott & Forrest, p. 34
  37. 37,0 37,1 Singer, p. 105
  38. Mullarney et al, p. 30
  39. http://www.ibercajalav.net
  40. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2015. 
  42. planetofbirds.com
  43. 43,0 43,1 del Hoyo et al. 1992
  44. Treca
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 Harrison, p. 84
  46. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1910.htm
  47. Väänänen
  48. Opermanis et al
  49. Melville & Shortridge
  50. del Hoyo
  51. Polet
  52. Triplett & Yesou
  53. Gaidet et al
  54. Ternovoi et al
  55. Bregnballe et al
  56. Balmaki & Barati
  57. 57,0 57,1 birdlife.org
  58. 58,0 58,1 Handrinos & Akriotis
  59. Απαλοδήμος, σ. 16-7
  60. avibase.bsc-eoc.org
  61. Απαλοδήμος, σ. 16, 18
  62. 62,0 62,1 ΠΛΜ, 33:453

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος, «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», ΕΟΕ, ΕΖΕ, 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Alerstam, T. 1990. Bird migration. Cambridge University Press, Cambridge, U.K.
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868-869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Bregnballe, T., Noer, H., Christensen, T.K., Clausen, P., Asferg, T., Fox, A.D. and Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: G. Boere, C. Galbraith, and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 854-860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1977. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic, vol. I: ostriches to ducks. Oxford University Press, Oxford.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J., Collar, N.J., Christie, D.A., Elliott, A. and Fishpool, L.D.C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International
  • Gaidet, N., Dodman, T., Caron, A., Balanca, G., Desvaux, S., Goutard, F., Cattoli, G., Lamarque, F., Hagemeijer, W. and Monicat, F. 2007. Avian Influenza Viruses in Water Birds, Africa. Emerging Infectious Diseases 13(4): 626-629.
  • Green, A. J. 1998. Habitat selection by the Marbled Teal Marmaronetta angustirostris, Ferruginous Duck Aythya nyroca and other ducks in the Göksu Delta, Turkey in late summer. Revue d'Ecologie (La Terre et la Vie) 53: 225-243.
  • Hockey, P.A.R., Dean, W.R.J. and Ryan, P.G. 2005. Roberts birds of southern Africa. Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town, South Africa.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Opermanis, O., Mednis, A. and Bauga, I. 2001. Duck nests and predators: interaction, specialisation and possible management. Wildlife Biology 7(2): 87-96.
  • Polet, G. 2000. Waterfowl and flood extent in the Hadejia-Nguru wetlands of north-east Nigeria. Bird Conservation International 10(3): 203-209.
  • Schricke, V. 2002. Elements for a garganey (Anas querquedula) management plan.Game and Wildlife Science 18(1): 9-41.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Sokolov, L. V.; Gordienko, N. S. 2008. Has recent climate warming affected the dates of bird arrival to the Il'men Reserve in the Southern Urals? Russian Journal of Ecology 39: 56-62.
  • Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
  • Ternovoi, V. A.; Shchelkanov, M. Yu.; Shestopalov, A. M.; Aristova, V. A.; Protopopova, E. V.; Gromashevsky, V. L.; Druzyaka, A. V.; Slavsky, A. A.; Zolotykh, S. I.; Loktev, V. B.; Lvov, D. K. 2004. Detection of West Nile Virus in birds in the territories of the Baraba and Kulunda plains (West Siberian flyway) during summer-autumn of 2002. Voprosy Virusologii 49(3): 52-56.
  • Treca, B. 1981. Diet of the garganey (Anas querquedula) in the Senegal delta. L'Oiseau et la Revue Française d'Ornithologie 51(1): 33-58.
  • Triplett, P., Yesou, P. 2000. Controlling the flood in the Senegal Delta: do waterfowl populations adapt to their new environment? Ostrich 71(1-2): 106-111.
  • Vaananen, V. M. 2001. Hunting disturbance and the timing of autumn migration in Anasspecies. Wildlife Biology 7(1): 3-9.