Σάντσα της Αραγωνίας, κόμισσα του Ουρζέλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σάντσα της Αραγωνίας, κόμισσα του Ουρζέλ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Sancha de Aragón (Ισπανικά)
Γέννηση1045 (περίπου)
Χάκα
Θάνατος16  Αυγούστου 1097
Santa Cruz de la Serós
Τόπος ταφήςMonasterio de las Benedictinas[1] και Santa María de Santa Cruz de la Serós[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Αραγωνίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΚαταλανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕρμενγόλ Γ΄ του Ουρχέλ
ΤέκναSança d'Urgell
ΓονείςΡαμίρο Α´ της Αραγωνίας και Ερμεσίντα του Μπιγκόρ
ΑδέλφιαΣάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας
Γκαρσία Ραμίρεθ (επίσκοπος)
Σάντσο Ραμίρεθ, κόμης της Ριβαγόρθα
Ουρράκα της Αραγωνίας
Teresa of Aragon
ΟικογένειαΟίκος των Χιμένεθ
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Να μη συγχέεται με τη Σάντσα της Αραγωνίας ή τη Σάντσα της Αραγωνίας, κόμισσα της Τουλούζης.

Η Σάντσα Ραμίρεθ, ισπαν.: Sancha Ramirez, (π. 1045 - 1097) [2] ήταν μία Αραγονέζα πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά Ραμίρο Α' και της βασίλισσας Ερμεσίνδα. Ήταν η κόμισσα του Ουρζέλ (Urgell) από π. 1063 έως το 1065 ως σύζυγος του κόμη Eρμενγκόλ Γ΄. Οι αδελφοί της, οι Σάντσο Ραμίρεθ και Γκαρσία Ραμίρεθ έγιναν βασιλιάς της Αραγονίας και επίσκοπος της Παμπλόνας, αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδελφού της έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση του βασιλείου της Αραγονίας, το οποίο είχε ιδρύσει ο πατέρας της το 1035.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στο 1063, όταν ήταν μόλις 18 ετών, η Σάντσα παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερο κόμη Ουρζέλ. Ήταν η τέταρτη σύζυγός του και ήταν κόμης από το 1038. Απεβίωσε μετά από λίγα μόνο χρόνια γάμου το 1065. Ως εικοσάχρονη χήρα, η Σάντσα παρέμεινε για λίγο στο Ουρζέλ, εμφανιζόμενη σε πράξεις δίπλα στον θετό της γιό, τον κόμη Ερμενγκόλ Δ΄. [3] Στις 12 Απριλίου 1065 έκανε μία δωρεά για χάρη της ψυχής τού αποβιώσαντος συζύγου της. [4]

Όταν η Σάντσα επέστρεψε τελικά στην Αραγονία, μπήκε στο μοναστήρι Σάντα Μαρία της Σάντα Κρουθ δε λα Σερός, το παλαιότερο σπίτι των μοναχών στην Αραγονία, που ιδρύθηκε το 922. Η αδερφή της Ουρράκα ήταν ήδη μοναχή εκεί, αφού μπήκε μετά από αίτημα τού πατέρα τους το 1061. Η άλλη αδελφή της, η Τερέσα, μπήκε αργότερα επίσης στο μοναστήρι, πιθανότατα με εντολή τού αδερφού της Σάντσο, επειδή δεν μπορούσε να βρεθεί ο κατάλληλος σύζυγος γι' αυτήν. Η Σάντσα δεν φαίνεται να έχει γίνει μοναχή, αλλά αντίθετα ενήργησε ως διαχειρίστρια του μοναστηριού. [3] Ήταν δικαιούχος των δωρεών τού αδελφού της και τα κτήματά της αποτελούσαν σχεδόν μία πρόσοδο (infantazgo) της βασιλικής οικογένειας. Θα αποτελούσαν τον πυρήνα της μεταγενέστερης επικράτειας του μοναστηριού. [5]

Στις 27 Οκτωβρίου 1070 στο αίθριο του αβαείου της Σάντα Κρουθ, ενώπιον της ηγουμένης και των μοναχών, η Σάντσα δε Άιβαρ, μητέρα του βασιλιά Ραμίρo, έδωσε στην εγγονή και συνονόματή της, την κόμισσα Σάντσα, το μοναστήρι της Σάντα Σεσίλια δε Άιβαρ με τις εξαρτήσεις και τα εισοδήματά του, τη Βίλλα Μιράνδα στις Εκατό βίλες και το κτήμα του Σαν Πελάγιο δε Ατές. Η πρεσβύτερη Σάντσα είχε λάβει το κτήμα στο Άιβαρ με το μοναστήρι από τη βασίλισσα Χιμένα Φερνάντεθ, τη μητέρα του Σάντσο Γ΄ της Παμπλόνα και επομένως γιαγιά του Ραμίρo. Από τον Ραμίρο τον γιο της έλαβε τη Μιράνδα και τον Σαν Πελάγιο, αφού έγινε βασιλιάς. Μετά το δώρο της στην εγγονή της μπήκε στο μοναστήρι της Σάντα Κρουθ. Η νεότερη Σάντσα επρόκειτο να απολαύσει τα κέρδη των αποκτήσεών της μέχρι το δικό της τέλος, όταν θα περνούσαν στη Σάντα Κρουθ. [5] Αυτή η δωρεά και οι όροι της είναι απόδειξη ότι η Σάντσα, αν και αρκετά νέα, δεν είχε κάποια πρόθεση να ξαναπαντρευτεί από το 1070 [6].

Το 1078 η Σάντσα, ενεργώντας για λογαριασμό της Σάντα Κρουθ, αντάλλαξε λίγη γη με το μοναστήρι Λέιρε. Το 1079 έκανε παρόμοια ανταλλαγή ακινήτων με το Σαν χουάν δε λα Πένια, αυτή τη φορά συνοδευόμενη από την ηγουμένη τής Σάντα Κρουθ, Mιρδόνια. [7] Διοικούσε επίσης το αβαείο του Σαν Πέδρο δε Σιρέσα. Το 1080 ήταν μάρτυρας στη διαθήκη του κόμη Σάντσο Γκαλίντεθ. [8]

Η Σάντσα είχε την εμπιστοσύνη του αδελφού της. Έκρινε υποθέσεις μαζί με τον βασιλιά και τη βασίλισσα και επιβεβαίωσε τα βασιλικά διπλώματα. [8] Το 1082, κατά τη διάρκεια μίας διαμάχης μεταξύ των αδελφών της, ο βασιλιάς έδωσε τη διοίκηση της επισκοπής της Παμπλόνας και τα έσοδά της στη Σάντσα. Τη διαχειρίστηκε μέχρι την εκλογή νέου επισκόπου, του Πέδρο δε Ρόδα, το 1083. [9] Στη διακυβέρνησή της, τόσο στο αβαείο της Σάντα Κρουζ, όσο και στην επισκοπή της Παμπλόνα, η Σάντσα εργάστηκε για να προωθήσει τις Γρηγοριανές μεταρρυθμίσεις. Ήταν ίσως η πιο σημαντική σύμμαχος, που είχε ο πάπας Γρηγόριος Ζ' στην Ιβηρική χερσόνησο εκείνη την εποχή. [3]

Η Σάντσα ήταν παρούσα στις 4 Δεκεμβρίου 1094, όταν η εκκλησία του Σαν Χουάν δε λα Πένια καθαγιάστηκε και το σώμα του αδελφού της Σάντσο ενταφιάστηκε. Στις 17 Δεκεμβρίου 1096, αυτή και ο ανιψιός της, ο βασιλιάς Πέτρος Α', επιβεβαίωσαν τη δωρεά που έκανε ο Πέδρο δε Ρόδα, νέος επίσκοπος της Ουέσκα, στο μοναστήρι Σαιν-Πονς-ντε-Τομιέρ μετά την κατάκτηση της πόλης Ουέσκα. Στις 5 Απριλίου 1097 επιβεβαίωσε τη δωρεά του καθεδρικού ναού της Ουέσκα από τον ανιψιό της στην εκκλησία.. [10]

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
8. Γκαρθία Σάντσεθ Β΄ της Παμπλόνα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
4. Σάντσο Γκαρθές Γ΄ της Παμπλόνα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
9. Χιμένα Φερνάντεθ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
2. Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
5. Σάντσα του Άιβαρ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
1. Σάντσα της Αραγωνίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
6. Βερνάρδος Ρογήρος του Μπιγόρ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
3. Ερμεσίνδα του Μπιγκόρ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
7. Γκαρσένδε του Μπιγόρ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]