Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σάμσβιλντε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°30′26″N 44°30′20″E / 41.50722°N 44.50556°E / 41.50722; 44.50556

Σάμσβιλντε
სამშვილდე
Ερείπια της ακρόπολης του Σάμσβιλντε
Χάρτης
Είδοςαρχαία πόλη και οχυρωμένη πόλη
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°30′26″N 44°30′20″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Τετριτσκάρο
ΤοποθεσίαΚβέμο Κάρτλι
ΧώραΓεωργία
Έναρξη κατασκευής3ος αιώνας π.Χ.
ΠροστασίαΠολιτισμικά Μνημεία Εθνικής Σημασίας της Γεωργίας
Από το φρούριο του Σάμσβιλντε
Από το φρούριο
Τα φαράγγια του Σάμσβιλντε
Ένας καταρράκτης στο φαράγγι του Σάμσβιλντε

Το Σάμσβιλντε ( γεωργιανά: სამშვილდე) είναι μια ιστορική οχυρωμένη πόλη που βρισκόταν κοντά στο ομώνυμο χωριό του Δήμου Τετριτσκάρο, στο μχάρε Κβέμο Κάρτλι, στη νότια Γεωργία. Τα ερείπια της πόλης, κυρίως μεσαιωνικές δομές, εκτείνονται σε μία απόσταση 2,5 χλμ. μήκους και 400 μ. πλάτους στην κοιλάδα του ποταμού Χράμι.[1] Στα αξιοθέατα, που είναι αναγνωρισμένα ως Αμετακίνητα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Γεωργίας, περιλαμβάνονται η εκκλησία Σάμσβιλντε Σιόνι και μια ακρόπολη που είναι χτισμένη πάνω σε ένα βραχώδες ποταμίσιο ακρωτήρι.

Το Σάμσβιλντε χρονολογείται του 3ου αιώνα π.Χ. και από τα μεσαιωνικά Γεωργιανά χρονικά θεωρείται ως μια από τις παλαιότερες πόλεις του αρχαίου Κάρτλι. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν ένα σημαντικό οχυρό καθώς και μια ζωντανή εμπορική και βιομηχανική πόλη. Η πόλη έχει αλλάξει χέρια αρκετές φορές. Στα τέλη του 10ου αιώνα έγινε πρωτεύουσα των Αρμενίων βασιλέων του Τασίρ-Τζοραγκέτ και το 1064 προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Γεωργίας. Από τα μέσα του 13ου αιώνα, καθώς οι Γεωργιανοί μονάρχες έχασαν τις ιδιοκτησίες τους, η πόλη παράκμασε και συρρικνώθηκε σε ένα περιφερειακό στρατιωτικό φυλάκιο. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα ήταν ερειπωμένη. Η ιστορική τοποθεσία είναι χώρος αρχαιολογικών ανασκαφών.

Η ετυμολογία του ονόματος Σάμτσβιλντε καταγράφηκε αρχικά από τον Αρμένιο χρονογράφο του 10ου αιώνα, Χοβχάνες Ντρασκανακερτσι, ότι στα Γεωργιανά σημαίνει «τρία βέλη»,[2] από τους όρους Σάμι («τρία») και μσβίλντι ( «βέλος»). Στην πραγματικότητα, το τοπωνύμιο προέρχεται από το Γεωργιανό γεωγραφικό πρόσφυμα σα⟨ ⟩ε [3] και σημαίνει «[ένα μέρος] του βέλους». [4][5]

Το Σάμσβιλντε ήταν επικεντρωμένο σε μια φυσικά οχυρωμένη τοποθεσία, μία βραχώδη περιοχή στη συμβολή των ποταμών Χράμι και Τσιντσάβι, 4 χλμ. νότια της πόλης Τετριτσκάρο. Οι αρχαιολογικές έρευνες του 1968-1970 αποκάλυψαν δύο στρώματα του πρώιμου πολιτισμού των Κούρα-Αράξης από την Εποχή του Χαλκού, στις νότιες πλαγιές του όρους Καρνκάλι, που χρονολογούνται από τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ. και την 3η χιλιετία π.Χ. αντίστοιχα. Επρόκειτο για έναν οικισμό, ένα νεκροταφείο και ένα κυκλικό ιερό. Στα ευρήματα που ήρθαν στην επιφάνεια περιλαμβάνονται κεραμικά και διάφορα εργαλεία οψιδιανού. [1][6][7]

Στα μεσαιωνικά Γεωργιανά Χρονικά λέγεται ότι η πόλη, που ήταν παλαιότερα γνωστή ως Όρμπι, ιδρύθηκε από τον Κάρτλος, τον μυθικό εθνάρχη των Γεωργιανών του Κάρτλι.[8] Ήταν καλά οχυρωμένη, αλλά πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο κατά την υποτιθέμενη εκστρατεία του στα Γεωργιανά εδάφη.[8] Τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη έγινε το κέντρο ενός δουκάτου που διοικούταν από τον εριστάβι, ο οποίος διοριζόταν από τους βασιλιάδες του Κάρτλι.[8][9] Ο Βασιλιάς Άρτσιλ (411-435) έδωσε την πόλη στον γιο του, Μιθριδάτη Ε', που τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Λέγεται ότι η εκκλησία του Σιόνι στο Σάμσβιλντε χτίστηκε από την Ιρανή σύζυγο του Μιθριδάτη Ε', την Σαγκντούχτ, που μεταστράφηκε στο χριστιανισμό.[8][1][7]

Μια Γεωργιανή επιγραφή του 8ου αιώνα από την εκκλησία Σάμσβιλντε ΣΙόνι

Το νότιο τμήμα του δουκάτου του Σάμσβιλντε ήταν διεκδικούμενη περιοχή από το Κάρτλι και το γειτονικό Βασιλείο της Αρμενίας.[9] Μαζί με την Τιφλίδα και τη Μτσχέτα, αναφέρεται ως μία από τις 3 κύριες πόλεις της χώρας στην Αρμενική γεωγραφία του 7ου αιώνα του Ανανία του Σιράκ.[10] Στη Γεωργιανή επιγραφή του 8ου αιώνα στην εκκλησία του Σιόνι αναφέρεται ότι το Σάμσβιλντε ανήκε στον οίκο των πιτιάχς, μίας Ιρανικού τύπου τοπικής δυναστείας. Εκείνο τον καιρό, η γύρω περιοχή βρισκόταν υπό την επιρροή του νεοσυσταθέντος μουσουλμανικού Εμιράτου της Τιφλίδας.[1] Από τότε, το Σάμσβιλντε ήταν διεκδικούμενη περιοχή μεταξύ των Γεωργιανών, Αρμενίων και Μουσουλμάνων αρχόντων.[11]

Περί το 888, το Σάμσβιλντε καταλήφθηκε από τον Βασιλιά της Αρμενίας Σμπατ Α' των Βαγρατιδών. Αυτός εμπιστεύτηκε την διοίκηση της πόλης σε δύο αδέλφια της οικογένειας Γκντούνι, τους Βασάκ και Άσοτ. Οι αδελφοί αποδείχτηκαν απείθαρχοι και ο διάδοχος του Σμπατ, ο Άσοτ Β' της Αρμενίας, αναγκάστηκε να τους υποτάξει δια της βίας το 915.[2] Ο Βασάκ Γκντούνι παρέμεινε ανυπότακτος και το 921 αποστάτησε στον Γεωργιανό πρίγκιπα Γκούργκεν Β' του Τάο, παρακινώντας τον βασιλιά Άσοτ να πολιορκήσει το φρούριο. Καθώς τα στρατεύματα του Γκούργκεν έμπαιναν στην πολη, ξέσπασε μάχη μεταξύ αυτών και των φρουρών του Βασάκ. Τελικά τα στρατεύματα του Βασάκ επέτρεψαν την είσοδο στο στρατό του Άστον. Στην επακόλουθη συμπλοκή, οι στρατιώτες του Γκούργκεν σκοτώθηκαν και το Σάμσβιλντε υποτάχθηκε και πάλι στον Αρμένιο βασιλιά.[2][5][7]

Στα τέλη του 10ου αιώνα το Σάμσβιλντε πέρασε στα χέρια του Αρμενικού Βασιλείου του Τασίρ-Τζοράγκετ, και ο βασιλιάς τους, Νταβίντ Α', έκανε την πόλη πρωτεύουσα και κατοικία του.[12] Το 1001 ο Νταβίντ εξεγέρθηκε, ανεπιτυχώς, ενάντια στην ηγεμονία του θείου του, Βασιλιά Γκάγκικ Α' της Αρμενίας, ο οποίος σε μία τρίμηνη εκστρατεία ρήμαξε το Τασίρ, το Σάμσβιλντε, και την Πεδιάδα των Γεωργιανών (Βρακνταστ), όπως αναφέρει ο ιστορικός Στέπανος Ασόγκικ.[12][13][5][7]

Το 1064, όταν ο Κιουρίκε Β' του Λόρι αιχμαλωτίστηκε από τον Βασιλιά Μπαγκράτ Δ' της Γεωργίας, οι Κιουρικίδες παραχώρησαν το Σάμσβιλντε στους Γεωργιανούς για λύτρα.[8] Το 1073 ο γιος του Μπαγκράτ, ο Γεώργιος Β', παρέδωσε τον έλεγχο της πόλης στον ισχυρό υποτελή του Ιβάν Α', Δούκα του Κιντεκάρι, με αντάλλαγμα την υπακοή του.[8] Ένα χρόνο μετά, το 1074, το Σάμσβιλντε κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους του Μαλίκ Σαχ Α'.[8] Το 1110 ο Επίσκοπος Γεώργιος του Τσκοντίντι πολιόρκησε και ανακατέλαβε την πόλη στο όνομα του Βασιλιά Δαβίδ Δ' της Γεωργίας. Οι Σελτζούκοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν βιαστικά τις περισσότερες από τις γύρω περιοχές.[14] Το 1123 ο Δαβίδ Δ' ανέθεσε τον έλεγχο του Σάμσβιλντε στον πιστό διοικητή του, Ιβάν Ορμπέλι. Η δυναστεία των Ορμπέλι εξεγέρθηκε, ανεπιτυχώς, ενάντια στον βασιλιά Γεώργιο Γ' της Γεωργίας, ο οποίος το 1178 πολιόρκησε την πόλη και ανέκτησε τον έλεγχό της.[1][7]

Το 1236 το Σάμσβιλντε δέχτηκε επίθεση από Μογγόλους εισβολείς ενώ κατευθύνονταν προς την Τιφλίδα, την πρωτεύουσα της Γεωργίας.

Τον Μάρτιο του 1440 η πόλη λεηλατήθηκε από τον Τζαχάν Σάχ, αρχηγό των Καρά Κογιουνλού, που ήταν αγανακτισμένος από την άρνηση του Αλεξάνδρου Α' της Γεωργίας να υποταχθεί στην επικυριαρχία του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιστορικού της περιόδου, Θωμά του Μετσόβ, ο Τζαχάν Σαχ κατέλαβε την πολιορκημένη πόλη «με εξαπάτηση» την ημέρα της Πεντηκοστής και σφάγιασε τον πληθυσμό της, χτίζοντας ένα μιναρέ από 1.664 απαγχονισμένα κεφάλια ανθρώπων στην πύλη της πόλης. 60 χριστιανοί ιερείς, μοναχοί και ευγενείς εκτελέστηκαν όταν αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Και από αυτούς που δέχτηκαν να αποκηρυχτούν τον Χριστιανισμό δεν επέζησαν όλοι. Οι επιζώντες έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο στα πυκνά δάση γύρω από το Σάμσβιλντε.[15]

Η πόλη δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως από αυτό το χτύπημα και έχασε την προηγούμενη σημασία της, παραμένοντας ένα περιφερειακό φρούριο. Μετά την οριστική διάλυση του Βασιλείου της Γεωργίας το 1490, η πόλη έγινε μέρος του Βασιλείου του Κάρτλι . Το 1578 το Σάμσβιλντε καταλήφθηκε από τον Οθωμανικό στρατό του Λαλά Μουσταφά Πασά κατά τη νικηφόρα εκστρατεία του στη Γεωργία, αλλά το 1583 ο Βασιλιάς Σίμων Α' του Κάρτλι ανακατέλαβε την πόλη. Το 1636 ο Ροστόμ του Κάρτλι παραχώρησε το Σάμσβιλντε στον θησαυροφύλακά του, Σιος Χμαλάτζε, και το 1693 ο Ηράκλειος Α' του Κάρτλι έδωσε την πόλη στην οικογένεια ευγενών Μπαρατασβίλι.[1]

Το 1747 η σημασία του Σάμσβιλντε αυξήθηκε όταν ο μουσουλμάνος Γεωργιανός πρίγκιπας Αμπντουλάχ Μπεγκ του Κάρτλι ενίσχυσε τις αμυντικές δομές του φρουρίου και προσέλαβε μισθοφόρους Λεζγκί, για να προκαλέσει τον χριστιανό συγγενή του, Τεϊμουράζ Β' του Κάρτλι. Τα σχέδια του διακόπηκαν από τον γιο του Τεϊμουράζ Β', τον Ηράκλειο Β', ο οποίος το 1749 εισέβαλε στο Σάμσβιλντε και αιχμαλώτισε τον διεκδικητή. Η πόλη πέρασε στα χέρια του νεότερου αδελφού του Αμπντουλάχ Μπεγκ, τον Χουσαην Μπεγκ, ο οποίος το 1751 την παρέδωσε στον Ηράκλειο Β' και επανεγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα.[1]

Μία από τις ερειπωμένες εκκλησίες της ιστορικής πόλης
Ερείπια της εκκλησίας Σάμσβιλντε Σιόνι
Από την εκκλησία Σαμσβίλντε Σιόνι
Από την εκκλησία Σάμσβιλντε Σιόνι

Αξιοθέατα - Μνημεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχαιολογικός ορίζοντας και τα αρχιτεκτονικά μνημεία του Σάμσβιλντε είναι εγγεγραμμένα στον κατάλογο με Αμετακίνητα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Γεωργίας. Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή ξεκίνησαν το 1948 και οι συστηματικές προσπάθειες για την καλύτερη διατήρηση του χώρου ξεκίνησαν το 1978.[1] Τη δεκαετία του 2000, κατά την εγκατάσταση μεγάλων διεθνών αγωγών στην περιοχή ήρθαν στην επιφάνεια νέα προϊστορικά αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. [16] [17] Πολλές από τις ύστερες μεσαιωνικές και πρώιμες νεότερες δομές μελετήθηκαν περαιτέρω κατά την Αρχαιολογική Εξόρμηση στο Σάμσβιλντε που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Γεωργίας τα έτη 2012- 2015. [18]

H πόλη είναι σχεδόν τριγωνική στο σχήμα της και διακρίνεται σε τρία κύρια τμήματα. Η ακρόπολη βρίσκεται στα ανατολικά, στην απότομη άκρη του ακρωτηρίου, η κανονική πόλη βρίσκεται στα δυτικά, και το περιτοιχισμένο φρούριο βρίσκεται μεταξύ τους. Η ιστορική περιοχή περιέχει ερείπια αρκετών εκκλησιών, μίας ακρόπολης, παλατιών, οικημάτων, μιας γέφυρας του ποταμού Τσιτσάβι, συστημάτων υδροδότησης, λουτρών, ενός νεκροταφείου και άλλων δομών.[1]

Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου: Η μικρή εκκλησία της πόλης χρονολογείται του 11ου-12ου αιώνα. Μία Γεωργιανή επιγραφή του 1672 του Ε. Τακαϊσβίλι, που είναι σήμερα χαμένη, αναφέρει μία γυναίκα με το όνομα Ζίλικαν, μία πρώην οικιακή βοηθό της συζύγου του Βασιλιά Βαχτάνγκ Ε' του Κάρτλι, ως αναστηλώτρια της εκκλησίας.[1]

Μικρή πέτρινη εκκλησία της Κοίμησης: Βρίσκεται μέσα στα τείχη του φρουρίου και περιέχει ένα μεγάλο, προϊστορικό μαύρο μενίρ, καπνιά από τις φλόγες κεριών, και ένα σταυρό με μία Αρμενική επιγραφή του 11ου αιώνα που αναφέρει τον πρίγκιπα Σμπάτ.

Εκκλησία Θεογενίδα: βλέπει στον ποταμό Χράμι, χρονολογείται του 12ου-13ου αιώνα και κοντά της βρίσκεται ένας τετράλιθος, μια δομή από τέσσερις μεγάλες πέτρες.[1]

Ακρόπολη: αποτελείται από τεράστια τείχη, πύργους και τρεις μεγαλύτερες εκκλησίες.

Εκκλησία Σάμσβιλντε Σιόνι: ήταν μία ορθογώνια εκκλησία με θόλο στο κέντρο της. Οι μεσαιωνικές παραδόσεις λένε ότι χτίστηκε από την βασίλισσα Σαγκντουχτ τον 5ο αιώνα, αλλά το υφιστάμενο οικοδόμημα χρονολογείται του 759-777 σύμφωνα με μια Γεωργιανή επιγραφή από την καλύτερα διατηρημένη ανατολική πρόσοψη, που αναφέρει ως Βυζαντινούς αυτοκράτορες του καιρού τον Κωνσταντίνο Ε' και τον Λέων Δ' τον Χάζαρο. Υπάρχει μια άλλη, πολύ φθαρμένη, και σχεδόν δυσανάγνωστη Γεωργιανή επιγραφή στη νότια πρόσοψη και, δίπλα της, ένα θραύσμα στα Αρμενικά που αναφέρεται στον Αρμένιο καθολικό Γκέβοργκ Γ' Λορέτσι (1069-1072). Οι αυστηρές αρχιτεκτονικές μορφές της εκκλησίας παρουσιάζουν ομοιότητες με την εκκλησία Τσρόμι του 7ου αιώνα στη Σίντα Κάρτλι.[1]

Τρίκλιτη βασιλική: βρίσκεται δυτικά της Σάμσβιλντε, πιθανότατα είναι Αρμενική, και είναι χτισμένη από σκουρόχρωμες πέτρες βασάλτη τον 10ο-11ο αιώνα.

Εκκλησία: έχει μια προεξέχουσα αψίδα και μία Γεωργιανή τοιχογραφημένη επιγραφή που αναφέρει τον βασιλιά Δαβίδ Δ' της Γεωργίας (1089-1125).[1]

Φεουδαρχικά παλάτια

Λουτρά: και συστήματα συλλογής και μεταφοράς νερού

Φρούριο

Οικήματα

Γέφυρα: πάνω από τον ποταμό Τσιτσάζι

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 «Topoarchaeological dictionary of Kartlis tskhovreba (The history of Georgia)» (PDF). 
  2. 2,0 2,1 2,2 Maksoudian, Krikor H., ed. (1987). Yovhannēs Drasxanakertc'i's History of Armenia. Atlanta, Georgia: Scholars Press
  3. Bondyrev, Igor· Davitashvili, Zurab (2015). The Geography of Georgia: Problems and Perspectives. Springer. σελ. 109. ISBN 3319054139. 
  4. Qauxčʻišvili, Simon, 1895-1981.· Vivian, Katharine. (1991). The Georgian chronicle : the period of Giorgi Lasha. Amsterdam: A.M. Hakkert. ISBN 9025609651. 28504558. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  5. 5,0 5,1 5,2 Musxelišvili, Davitʻ, 1928- (2009). Nekotorye voprosy istorii Gruzii v armi︠a︡nskoĭ istoriografii. Tʻbilisi: Izd-vo. "Universal". ISBN 9789941127984. 500905925. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  6. Demetradze, Irina; Mirtskhulava, Guram (2010). «Cultural Continuity at Samshvilde». Kadmos (Ilia State University) 2: 1–6. https://www.academia.edu/17164437/Cultural_Continuity_at_Samshvilde_Site. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 «Castles.nl - Samshvilde Castle». www.castles.nl. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Thomson, Robert W., 1934-2018. (1996). Rewriting Caucasian history : the medieval Armenian adaptation of the Georgian Chronicles : the original Georgian texts and the Armenian adaptation. Oxford: Clarendon Press. ISBN 0198263732. 33104132. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  9. 9,0 9,1 «Studies in Christian Caucasian History. By Cyril Toumanoff'. ([Washington, D. C.: Georgetown University Press. 1963. Pp. 599. Cloth $10.00, paper $7.50.)»]. The American Historical Review. 1967-07. doi:10.1086/ahr/72.4.1363. ISSN 1937-5239. http://dx.doi.org/10.1086/ahr/72.4.1363. 
  10. Anania Shirakatsʻi, active 685.· Hewsen, Robert H., 1934-2018. (1992). The geography of Ananias of Širak : Ašxarhacʻoycʻ, the long and the short recensions. Wiesbaden: Reichert. ISBN 3882264853. 27774661. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  11. Lordkipanidze, Mariam (1987). Georgia in the XI-XII Centuries. Tbilisi: Ganatleba.
  12. 12,0 12,1 Kutateladze, Ketevan (1997). "The Names and Titulation of the Kvirikian Kings of Tashir-Dzoraget Kingdom". Bulletin of the Georgian National Academy of Sciences — Moambe. 156 (1): 161–163.
  13. Всеобщая история Степаноса Таронскаго Асохьика по прозванию: Писателя 11. стол. Перевед. с армянскаго и об-яснена Н. Еминым. [Др.:] Типогр. Лазарев. Инст. восточ. языков. 1864. 
  14. Lordkipanidze 1987.
  15. «T'ovma Metsobets'i's History of Tamerlane and His Successors. 14-15th Century Armenia, History, Historical, Armenia, Armenian, Highlands, Georgia, Georgian, Bagratids, Asia Minor, Turkey, Turkish, Turco-Mongolica, Qara Qoyunlu, Turkmen, Turkmens, Timur, Christianity, religious intolerance, persecution, Kurds, Lake Van, forced conversion, Islam, Muslim, heterodox religion». www.attalus.org. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2019. 
  16. Demetradze, Irina; Mirtskhulava, Guram (2010). «Pipeline archaeology in Georgia». Antiquity 84 (325). http://antiquity.ac.uk/projgall/demetradze325/. 
  17. Mirtskhulava, Guram· Kvirkvelia, Guram· Chikovani, Guram· Gambashidze, Civi (2007). «Comprehensive Technical Report of Archaeological Investigations at Site IV-209 Samshvilde, KP 77+60, Tetritskaro District, Kvemo Kartli Region» (PDF). Ancient Heritage in the BTC–SCP Pipelines Corridor. Smithsonian Institution. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2019. 
  18. «Samshvilde Archaeological Expedition». University of Georgia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2016.