Μετάβαση στο περιεχόμενο

Που πάω Θεέ μου; (ταινία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Που πάω Θεέ μου; (ταινία)
ΣκηνοθεσίαΤζενάρο Νουντσιάντε
ΠαραγωγήΠιέτρο Βαλσέκι
ΣενάριοΚέκο Τζαλόνε και Τζενάρο Νουντσιάντε[1]
ΠρωταγωνιστέςΝίνι Μπρουσκέτα, Σόνια Μπεργκαμάσκο, Μαουρίτσιο Μικέλι, Λίνο Μπάνφι, Κέκο Τζαλόνε[1] και Πάολο Πιερομπόν[1]
ΜουσικήΚέκο Τζαλόνε
Εταιρεία παραγωγήςMedusa Film
ΔιανομήMedusa Film
Πρώτη προβολή1  Ιανουαρίου 2016 (Ιταλία) και 22  Σεπτεμβρίου 2016 (Γερμανία)[2][3]
Διάρκεια84 λεπτά
ΠροέλευσηΙταλία
ΓλώσσαΙταλικά

Που πάω Θεέ μου; (Quo vado?) είναι ταινία του 2016, με σκηνοθέτη τον Τζενάρο Νουνζιάντε (Gennaro Nunziante) και πρωταγωνιστή τον Κέκο Ζαλόνε (Checco Zalone).

Είναι η τέταρτη ταινία με πρωταγωνιστή τον Ζαλόνε μετά απο τις Πέφτω από τα σύννεφα (Cado dalle nubi), Τι όμορφη μέρα ( Che bella giornata) και ο Θεός να βάλει το χέρι του (Sole a catinelle), σε λίγο περισσότερο από ενάμιση μήνα στις αίθουσες απέφερε συνολικά πάνω από 65 εκατομμύρια ευρώ (65,3), κοντεύοντας να ξεπεράσει το Avatar του 65.7 εκ. ευρώ και κερδίζοντας τον αριθμό θεατών του ο Θεός να βάλει το χέρι του (8 εκατ.), μετρώντας περισσότερα από 9,3 εκατομμύρια θεατές.

Ο Κέκο Ζαλόνε είναι ένα νεαρό αγόρι από την Απουλία, που έχει εκπληρώσει όλες τις προσδοκίες που είχε από τη ζωή του: ήθελε πάντα να ζήσει με τους γονείς του, προκειμένου να αποφευχθεί μια δαπανηρή ανεξαρτησία, και τα κατάφερε, ποτέ δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά να είναι αιώνια αρραβωνιασμένος προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες του γάμου, και τα κατάφερε, ονειρευόταν να έχει πάντα μια σίγουρη δουλειά και κατάφερε να πάρει μια μόνιμη θέση στην επαρχιακή υπηρεσία κυνηγιού και ψαρέματος, όπου σφραγίζει τις άδειες των κυνηγών και των ψαράδων.

Έτσι, ο Κέκο ζεί μια ζωή που θα ζήλευαν όλοι. Μια μέρα, ωστόσο, όλα αλλάζουν το 2015, όταν η κυβέρνηση υλοποιεί μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση που έχει ένα κρίσιμο ρόλο στο να θέλει να εξοικονομήσει τις μόνιμες θέσεις, εξαφανίζοντας πολλούς. Καλείται στο υπουργείο από την αδίστακτη διευθύντρια, τη δρ. Σιρόνι (Sironi), όπου ο Κέκο, έρχεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη επιλογή: να αφήσει τη μόνιμη θέση ή να την κρατήσει όντας σε μια αέναη κινητικότητα και με μεταθέσεις μακριά από το σπίτι. Για τον Κέκο, η μόνιμη θέση είναι ιερή επομένως αποδέχεται τη μετάθεση.

Για να τον πείσει να παραιτηθεί, η δρ. Σιρόνι τον μεταθέτει κατα καιρούς σε διάφορες ιταλικές περιοχές να καλύπτει θέσεις, τις πιο ανυπόφορες, τις πιο μακρινές και επικίνδυνες, αλλά ο Κέκο προσαρμόζεται σε κάθε μέρος και αντιστέκεται σε όλα, χωρίς να υποκύπτει στις πάντα δελεαστικές χρηματικές προτάσεις της Σιρόνι, όπως συνιστάται από το είδωλό της, τον ηλικιωμένο γερουσιαστή Νίκολα Μπινέτο.

Σε κάποιο σημείο, η Σιρόνι, απηυδισμένη, προκειμένου να τον κάνει να παραιτηθεί, τον μεταφέρει στο απομακρυσμένο αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ, στη Νορβηγία, σε επιστημονική ιταλική βάση, με το καθήκον να υπερασπίζεται τους ερευνητές από τις επιθέσεις των πολικών αρκούδων. Πράγματι όταν φτάνει στο σημείο να εγκαταλείψει την αγαπημένη του μόνιμη θέση, ο Κέκο γνωρίζει τη δρ. Βαλέρια Νόμπιλι, μια επιστήμονα που εργάζεται εκεί, και την ερωτεύεται.

Ο Κέκο βρίσκεται στο τέλος του πολιτισμού και στην αυστηρότητα των τυπικών νόμων του βορρά, και παραμένει εκεί μέχρι που, κατεστραμένος από το νορβηγικό χειμώνα, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ιταλία. Η Σιρόνι πιέζεται από τον υπουργό και τον μεταφέρει στην Καλαβρία. Ο Κέκο μεταφέρεται αμέσως, παίρνοντας μαζί του τη Βαλέρια και τους γιους της, και ιδρύουν μαζί μια κλινική για ζώα, όπου κρατάει λίγο καθώς δεν υπάρχουν κεφάλαια, η Βαλέρια αποφασίζει να φύγει και πάλι με τα παιδιά.

Σε αυτό το σημείο οι περιπέτειες του Κέκο τελειώνουν: η δρ. Σιρόνι, με ενοχές που δεν κατάφερε να κανει τον Κέκο να παραιτηθεί, μεταφέρεται στο Μπολζάνο, ενώ ο πρωταγωνιστής πηγαίνει πίσω στη δουλειά του στο γραφείο για το κυνήγι και το ψάρεμα στην επαρχία της Απουλίας, τώρα πια μητροπολιτική πόλη. Σε αυτό το σημείο, ο Κέκο λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τη Βαλέρια, η οποία τον ενημερώνει οτι είναι στην Αφρική και περιμένει την κόρη του, πως είναι ο πατέρας. Ο Κέκο φτάνει στη Βαλέρια, στο νοσοκομείο αφού πρώτα συνάντησε μια φυλή ιθαγενών, και τους είπε όλη την ιστορία του, για να πείσει τον αρχηγό της φυλής να του επιτρέψει να συνεχίσει το ταξίδι του. Αφου αγκαλιασε το παιδί του, που ονόμασαν Ίνες (Ines), (που γεννήθηκε σε ένα νοσοκομείο που στερείται τα πάντα, ακόμα και τα βασικά εμβόλια) ο Κέκο τελικά αποφασίζει να εγκαταλείψει το πόστο που αγαπούσε τόσο πολύ, με την προϋπόθεση ότι η Σιρόνι θα του καταβάλει την αποζημίωση των 50.000 ευρώ στην οποία η τελευταία προσφορά είναι μόνο για αποζημιωση των δεδουλευμενων (περίπου 35.000 ευρώ). Ο Κέκο προτείνει τότε στη δρ. Σιρόνι να προσθέσει την υπογραφή που λείπει, εκείνη αντίθετη με αυτό υπογράφει με θυμό και μια δεύτερη προσωπική επιταγή, ευχόμενη στον Κέκο να τα φάει όλα στα φάρμακα. Ο Κέκο τη χρησιμοποιεί ακριβώς για αυτό, για να αγοράσει ένα απόθεμα εμβολίων και φαρμάκων στο νοσοκομείο. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες, ως εκ τούτου, καταγράφουν ένα βίντεο για τη δρ. Σιρονι, η οποία επιστρέφει στη Ρώμη, εκείνη το βλέπει συγκινημένη δείχνοντας στους συνεργάτες της το πόσο καλή είναι. Ο Κέκο αποφασίζει να συνεχίσει να βοηθάει τη Βαλέρια ως κτηνίατρος για τα ζώα της σαβάνας και με τα ανθρωπιστικά έργα.

Η παραγωγή έγινε από τη Μέδουσα Φιλμ ( Medusa Film) και την Ταοντουε (Taodue), με έναν προϋπολογισμό που είναι ιδιαίτερα υψηλός για μια ιταλική ταινία, που υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ[4]. Η ταινία γυρίστηκε σε διάφορα μέρη της ιταλίας όπως την Απουλία (Conversano), τη Σαρδηνία, την Καλαβρία, τη Λαμπεντούζα, Βαλ ντι Σουσα και Βιλα Φολιανο (Λατίνα), και στη Νορβηγία, το Μπέργκεν και το Ny-Ålesund,[5], στην αρκτική βαση Ντιριτζιμπλε Ιταλια του εθνικού Συμβουλίου Έρευνας[6].

Η ταινία κυκλοφόρησε την 1η ιανουαρίου, 2016, σε περίπου 1,250 ιταλικά σινεμά, από τη Medusa Φιλμ και, στη συνέχεια, στις 11 αυγούστου 2016 κυκλοφόρησε στη Ρωσία.

Η ταινία κατέχει το ρεκόρ της υψηλότερης συνολικής είσπραξης στην Ιταλία την ημέρα της πρεμιέρας, με περισσότερα από 6.850.000€, διπλάσιο απο το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του θανάτου - Μέρος 2, και το ρεκόρ της καλύτερης ημέρας, που πραγματοποιήθηκε από την προηγούμενη ταινία του Νουντζιάντε ο Θεός να βάλει το χέρι του (Sole a catinelle). Την τρίτη μέρα η ταινία ξεπερνάει τον εαυτό της με την εξαργύρωση 7.770.000 ευρώ, καλύτερη ημέρα όλων των εποχών. Στο πρώτο σαββατοκύριακο, έχοντας λάβει 22.248.000 ευρώ, ένα ρεκόρ για την Ιταλία, χτυπάει την ταινία ο Θεός να βάλει το χέρι του η οποία έκανε 18.606.811 ευρώ[7].

Έως τις 21 ιανουαρίου, με 52 εκατ. ευρώ, υπερβαίνοντας το προηγούμενο ρεκόρ του ο Θεός να βάλει το χέρι του γίνεται η τρίτη ταινία, η οποία κατέγραψε τη μεγαλύτερη συλλογή στην ιστορία για μια ιταλική ταινία.[8] Είναι, επίσης, η ιταλική ταινία με τη μεγαλύτερη θέαση στον ΧΧΙ αιώνα. Η ταινία η οποία παρέμεινε στις αίθουσες μέχρι το τέλος του Μαρτίου, απέφερε συνολικά 65.295.389 €[9].