Παλαιστίνη Πρώτη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Βυζαντινή Παλαιστίνη τον 5ο αι.

Η Παλαιστίνη Πρώτη (λατινικά: Palæstina Prima) ήταν βυζαντινή επαρχία που υπήρχε από τα τέλη του 4ου αιώνα μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση του Λεβάντε τη δεκαετία του 630, στην περιοχή της Παλαιστίνης.[1] Κατακτήθηκε προσωρινά από την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών (Περσική Αυτοκρατορία) το 614, αλλά ανακαταλήφθηκε το 628.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία Πρώτη Παλαιστίνης δημιουργήθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων της ρωμαϊκής επαρχιακής διοίκησης που υποδιαίρεσε πολλές επαρχίες σε μικρότερες διοικητικές ενότητες. Η πρόθεση αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να περιορίσουν την ικανότητα των επαρχιακών κυβερνητών με ισχυρές φρουρές να οργανώνουν εξεγέρσεις και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα μειώνοντας την περιοχή που ελέγχεται από κάθε κυβερνήτη.[2] Οι επαρχίες ήταν συγκεντρωμένες σε περιφερειακές ομάδες που ονομάζονταν διοικήσεις.[3] Έτσι, η επαρχία της Συρίας-Παλαιστίνης και οι γειτονικές περιοχές οργανώθηκαν στις επαρχίες Παλαιστίνη Πρώτη, Παλαιστίνη Δευτέρα και Παλαιστίνη Σαλουταρία ή Παλαιστίνη Τρίτη.[4] Η Παλαιστίνη Πρώτη με πρωτεύουσά της την Παράλιο Καισάρεια περιελάμβανε τα κεντρικά μέρη της Παλαιστίνης, συμπεριλαμβανομένης της παράκτιας πεδιάδας, της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. Η Παλαιστίνη Δευτέρα είχε πρωτεύουσά της την Σκυθόπολη και περιελάμβανε τη βόρεια Υπεριορδανία, την κάτω κοιλάδα Εσδρηλών, την Γαλιλαία και την περιοχή της Γαυλανίτιδος. Η Παλαιστίνη Τρίτη με πρωτεύουσα την Πέτρα περιλάμβανε το Νεγκέβ, την νότια Υπεριορδανία και τμήματα της χερσονήσου του Σινά.[5] Αυτές οι επαρχίες έγιναν μέρος της Διοικήσεως Ανατολής, μιας διοικήσεως που συγκεντρώνει τις εγγύς ανατολικές επαρχίες.

Παρά την χριστιανική κυριαρχία, μέχρι τον 4ο και 5ο αιώνα οι Σαμαρείτες ανέπτυξαν κάποια αυτονομία στην ορεινή χώρα της Σαμάρειας, μια κίνηση που σταδιακά κλιμακώθηκε σε μια σειρά ανοιχτών εξεγέρσεων. Οι τέσσερις μεγάλες εξεγέρσεις των Σαμαρειτών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σχεδόν προκάλεσαν την εξαφάνιση της κοινότητας των Σαμαρειτών καθώς και σημαντικές χριστιανικές απώλειες. Στα τέλη του 6ου αιώνα, οι Βυζαντινοί και οι Χριστιανοί Γασσανίδες σύμμαχοί τους πήραν ξεκάθαρα το πάνω χέρι στον αγώνα.

Το 602, ξέσπασε ο τελικός πόλεμος μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του ανατολικού αντιπάλου της, της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών (Περσική Αυτοκρατορία). Το 613 οι Πέρσες εισέβαλαν στον Λεβάντε και οι Εβραίοι επαναστάτησαν κατά των Βυζαντινών, ελπίζοντας να εξασφαλίσουν την αυτονομία της Ιερουσαλήμ.[6] Το επόμενο έτος, οι περσοεβραϊκές δυνάμεις κατέλαβαν την Καισάρεια και την Ιερουσαλήμ, καταστρέφοντας τις εκκλησίες της, σφαγιάζοντας τον χριστιανικό πληθυσμό της και παίρνοντας τον Σταυρό του Ιησού Χριστού και άλλα κειμήλια ως τρόπαια στην περσική πρωτεύουσα Κτησιφώνα.[7] Το γεγονός προκάλεσε αναταραχή στον χριστιανικό κόσμο. Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ιερουσαλήμ ήταν η εμβληματική πρωτεύουσα του Χριστιανισμού και το συμβολικό κέντρο του κόσμου.[8] Οι Εβραίοι κέρδισαν την κυριαρχία στην Ιερουσαλήμ, αλλά οι Πέρσες το βρήκαν πιο αποτελεσματικό να συμμαχήσουν με τους Χριστιανούς που αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και το 617 οι Πέρσες τους επέστρεψαν την πόλη.[9] Στο μεσοδιάστημα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ηράκλειος ξεκίνησε μια επιτυχημένη αντεπίθεση. Μέχρι το 627/8 είχε προχωρήσει στην περσική ενδοχώρα. Οι Πέρσες έκαναν έκκληση για ειρήνη και έπρεπε να επιστρέψουν τις ρωμαϊκές επαρχίες που είχαν καταλάβει καθώς και τα κλεμμένα κειμήλια. Τον Μάρτιο του 629, ο Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτικά τον Σταυρό του Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ.[10] Ο Ηράκλειος είχε υποσχεθεί στους Εβραίους χάρη για την εξέγερσή τους. Ωστόσο, με την προτροπή της χριστιανικής ηγεσίας, ο Ηράκλειος πήρε πίσω την υπόσχεσή του. Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ιερουσαλήμ και χιλιάδες σφαγιάστηκαν.[11]

Ο βυζαντινός έλεγχος της επαρχίας χάθηκε ξανά και αμετάκλητα το 636, κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής κατάκτησης της Συρίας.

Δημογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός της Παλαιστίνης έφτασε στο ζενίθ όλων των εποχών κατά τη βυζαντινή εποχή.[12]

Οι ελληνόφωνοι Βυζαντινοί Χριστιανοί και οι Σαμαρείτες κυριαρχούσαν στις κεντρικές περιοχές της Παλαιστίνης Πρώτης, ενώ οι χριστιανοί Άραβες Γασσανίδες και οι Ναβαταίοι Άραβες κυριαρχούσαν στην Παλαιστίνη Δευτέρα και την Τρίτη αντιστοίχως. Οι εξεγέρσεις των Σαμαρειτών τον 5ο και 6ο αιώνα, και η επακόλουθη καταστολή των κοινοτήτων τους, επηρέασαν τον αριθμό τους.[13] Πολλοί επίσης ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό.

Σύμφωνα με την αγιολογία του 6ου αιώνα Η Ζωή του Βαρσούμα, για έναν περιπλανώμενο μονοφυσίτη μοναχό, οι Εβραίοι μαζί με τους ειδωλολάτρες, αποτελούσαν την πλειοψηφία στην Παλαιστίνη τον 5ο αιώνα. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί αμφισβήτησαν αυτόν τον ισχυρισμό.[14]

Ανάλογα με την εποχή, παρατηρούταν είτε αξιοσημείωτη ρωμαϊκή είτε περσική στρατιωτική παρουσία.

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με λεπτομέρειες για την εισβολή του Χαλιφάτου Ρασιντούν στον Λεβάντε το 634-639.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η Παλαιστίνη Πρώτη έγινε σταδιακά κέντρο του Χριστιανισμού, προσέλκυσε πολυάριθμους μοναχούς και θρησκευτικούς μελετητές από την Εγγύς Ανατολή και τη Νότια Ευρώπη και εγκαταλείποντας προηγούμενες ρωμαϊκές και ελληνιστικές λατρείες. Ο Αρειανισμός και άλλες μορφές Χριστιανισμού βρέθηκαν επίσης σε ένα εχθρικό περιβάλλον.

Παραλλαγές της μωσαϊκής θρησκείας εξακολουθούσαν να υπάρχουν από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, οι οποίες ασκούνταν από εθνοθρησκευτικές κοινότητες Σαμαρειτών και Εβραίων. Ωστόσο, με τη μείωση του σαμαρειτικού και του εβραϊκού πληθυσμού μέσω πολέμου, μεταναστεύσεως και προσηλυτισμού κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η θρησκεία επίσης παρήκμασε. Μέχρι την ύστερη βυζαντινή περίοδο, λιγότερες συναγωγές μπορούσαν να βρεθούν και πολλές καταστράφηκαν σε βίαια γεγονότα. Η πόλη της Χεβρώνος είναι αξιοσημείωτη ως μια από τις τελευταίες εβραϊκές πόλεις που απέμειναν (αν και το Σπήλαιο των Πατριαρχών είχε μετατραπεί σε Εκκλησία).

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γραπτές πηγές από τη Βυζαντινή περίοδο περιγράφουν την Ασκάλωνα και τη Γάζα ως σημαντικούς εμπορικούς κόμβους που εξήγαγαν οίνο σε πολλά μέρη σε όλη την αυτοκρατορία. Ο Ιερώνυμος επισημαίνει ότι η περιοχή ήταν η τοποθεσία πολλών μοναστικών οικισμών εκείνην την εποχή και είχε ένα τοπίο διάσπαρτο με αμπελώνες. Η εκκλησία μπορεί να ήταν ένας σημαντικός παραγωγός οίνου, όπως αποδεικνύεται από αρχαιολογικούς χώρους όπως οι Χορβάτ Χεσέκ και Χορβάτ Μπετ Λογιά.[15]

Επισκοπικές έδρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επισκοπικές έδρες της επαρχίας που εμφανίζονται στην Παπική Επετηρίδα ως επίτιμες έδρες είναι:[16]

  • Ἄζωτος
  • Ἀμαθοῦς
  • Ἀνθηδών
  • Ἀντιπατρίς
  • Ἀρχελαΐς
  • Ἀσκάλων
  • Βηθηλία
  • Βηθλεέμ
  • Βηθαραμθά
  • Γάβα
  • Γάζα
  • Γαζαῖων Λιμήν
  • Γάξηρα
  • Διοκλητιανούπολις ἐν Παλαιστίνῃ
  • Δῶρα
  • Ελευθερόπολις ἐν Παλαιστίνῃ
  • Ἐμμαούς
  • Ἰαμνία
  • Ἰεριχώ
  • Ἰόππη
  • Λύδδα
  • Μηνοεὶς
  • Νεάπολις ἐν Παλαιστίνῃ
  • Παράλιος Καισάρεια
  • Χεβρών

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Lewis 2011, σελ. 155; Britannica, Palestine - Roman Palestine; Shahin 2005, σελ. 8
  2. Hughes 2020, σελ. 15· Harries 2012, σελ. 50
  3. Harries 2012, σελ. 51.
  4. Lewis 2011, σελ. 155.
  5. Lewis 2011, σελ. 155· Britannica, Palestine - Roman Palestine· Shahin 2005, σελ. 8
  6. Schäfer 2003, σελ. 195· Magness 2012, σελ. 322
  7. Mitchell 2014, σελ. 452· Haldon 2002, σελ. 2; Reinik 2002, σελίδες 81-2; Schäfer 2003, σελ. 195
  8. Drijvers 2002, σελ. 175: Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες την άνοιξη του 614 ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τον χριστιανικό κόσμο. ... Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ιερουσαλήμ ήταν το έμβλημα της χριστιανικής αυτοκρατορίας και η Ιερουσαλήμ του έβδομου αιώνα ήταν από όλες τις απόψεις η κατ' εξοχήν χριστιανική πόλη, η εμβληματική πρωτεύουσα του Χριστιανισμού και το συμβολικό κέντρο του κόσμου.
  9. Drijvers 2002, σελ. 176· Balfour 2012, σελ. 112-3· Schäfer 2003, σελ. 198; Foss 2003, σελ. 153
  10. Schäfer 2003, σελ. 198; Balfour 2012, σελ. 112
  11. Schäfer 2003, σελ. 198· Balfour 2012, σελ. 112
  12. Bar 2003, σελ. 402.
  13. Masalha 2018, σελ. 146.
  14. Gil 1997, σελ. 3.
  15. Decker, Michael (2009). Tilling the Hateful Earth: Agricultural Production and Trade in the Late Antique East. Oxford: Oxford University Press. σελίδες 137–138. ISBN 978-0-19-956528-3. OCLC 316430311. 
  16. Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 ISBN 978-88-209-9070-1), "Sedi titolari", pp. 819-1013

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]