Παιδοφιλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Παιδεραστής)
Διαμαρτυρία μελών της Εκκλησίας των Βαπτιστών στη Νέα Υόρκη εναντίον του Πάπα, υπενθυμίζοντας με πλακάτ τις καταγγελίες για φαινόμενα παιδοφιλίας στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας.

Ως παιδοφιλία αναφέρεται μία μορφή ψυχικής ασθένειας η οποία περιγράφει επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές τάσεις και φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με προεφηβικά παιδιά.[1][2] Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, η παιδοφιλία αφορά άτομα τα οποία διαθέτουν τις προαναφερθείσες τάσεις, έστω κι αν ουδέποτε έχουν επιχειρήσει να τις πραγματώσουν, είτε από ηθικές αναστολές, είτε από τον φόβο της επιβολής του νόμου. Αντίθετα, η παιδοφιλία δεν αφορά άτομα που δεν έχουν παρεκκλίνουσες φαντασιώσεις και επιθυμίες, έστω και αν σε κάποια δεδομένη στιγμή στη ζωή τους έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά ένα παιδί και άσχετα του γεγονότος ότι η πράξη αυτή είναι εκ των πραγμάτων αξιόμεμπτη.

Οι φαντασιώσεις και συμπεριφορές που υποδεικνύουν παιδοφιλία, αναφέρονται στην έλξη προς παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) προεφηβικής ηλικίας (μικρότερα των 12 ετών). Ο παιδόφιλος επίσης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 16 ετών και τουλάχιστον κατά 4 χρόνια μεγαλύτερος από το παιδί. Αν και η παιδοφιλία αφορά και στα δύο φύλα, εν τούτοις η μεγάλη πλειονότητα των παιδόφιλων είναι άνδρες. Οι περισσότεροι από αυτούς έλκονται από κορίτσια (κυρίως ηλικίας 8 - 10 ετών), λιγότεροι έλκονται από αγόρια (συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας των 10 ετών), αλλά υπάρχουν και ποσοστά παιδόφιλων που έλκονται και από τα δύο φύλα, καθώς και ποσοστά που έλκονται ταυτόχρονα από παιδιά και ενήλικους.

Έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε διάφορες χώρες, δείχνουν ότι τουλάχιστον το 7% των γυναικών και το 3% των ανδρών έχουν υποστεί κατά την παιδική τους ηλικία σεξουαλική κακοποίηση. Οι θύτες, προερχόμενοι από όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, ανήκουν κατά πλειοψηφία στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού. Ανάμεσα στους παιδόφιλους έχουν καταγραφεί και άτομα εφηβικής ηλικίας, ενώ έχει αποδειχθεί πως στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για πραγματικούς και όχι περιστασιακούς παιδόφιλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παιδοφιλία αποτελεί ταυτόχρονα και αιμομιξία.

Η παιδοφιλία έχει ταξινομηθεί ξεχωριστά από την ηβηφιλία (αφορά έλξη προς παιδιά πρώιμης εφηβικής ηλικίας), την εφηβοφιλία (αφορά κύρια ή αποκλειστική έλξη προς παιδιά περιεφηβικής και εφηβικής ηλικίας και νεαρά άτομα, γενικά ηλικίας 14-18 ετών, και τη νηπιοφιλία (έλξη προς νήπια 0 - 3 ετών). Στις περισσότερες κοινωνίες του κόσμου η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού αποτελεί ποινικά κολάσιμη πράξη και διώκεται (η ποινή μπορεί να φτάσει ακόμα και στον θάνατο), όπως και η κατοχή και διακίνηση παιδοφιλικού πορνογραφικού υλικού. Η ηλικία συναίνεσης για σεξουαλική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι τα 15 έτη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Gavin H (2013). Criminological and Forensic Psychology. SAGE Publications. σελ. 155. ISBN 978-1118510377. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2018. 
  2. Seto, Michael (2008). Pedophilia and Sexual Offending Against Children. Washington, D.C.: American Psychological Association. σελ. vii. ISBN 978-1-4338-2926-0. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορέστης Γιωτάκος, Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες, Εκδόσεις Βήτα, Αθήνα 2004, σελίδες 37-42, ISBN 960-8071-70-4