Βιαστοφιλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η βιαστοφιλία είναι μια παραφιλία κατά την οποία η σεξουαλική διέγερση πετυχαίνεται (είτε από αυτόν που τη δέχεται είτε από αυτήν που την πραγματοποιεί) μέσω εξαναγκασμού μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, ιδιαίτερα σε αγνώστους.[1][2] Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις «βιασμός» και «φιλία». Η ανημπόρια του θύματος να αντιδράση μετά την επίθεση είναι αυτό που διεγείρει, το οποίο βέβαια έχει σχέση με τον σεξουαλικό σαδισμό.[3][4]

Προτάθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ψυχολογίας, να προστεθεί και ο όρος «βίαια παραφιλική διαταραχή» στο DSM-5. Άλλος όρος για αυτό ήταν το «παραφιλιακός βιασμός», αλλά η πρόταση απορρίφθηκε, διότι δεν θα ήταν δυνατή η διάκριση του παραφιλιακού βιασμού από τον μη παραφιλιακό βιασμό. Μια ορολογία στην τσεχοσλοβακική σεξολογία ήταν το «σεξουαλική παθολογική επιθετικότητα», με τον όρο να διαφέρει από τον σαδισμό.[5][6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Corsini, Raymond J. (2002). The Dictionary of Psychology. Philadelphia: Brunner-Routledge. σελ. p. 109. ISBN 1-58391-328-9. OCLC 48932974. 
  2. Flora, Rudy (2001). How to Work with Sex Offenders: A Handbook for Criminal Justice, Human Service, and Mental Health Professionals. New York: Haworth Clinical Practice Press. σελ. p. 91. ISBN 0-7890-1499-8. OCLC 45668958. 
  3. Raymond J. Corsini "The Dictionary of Psychology", (ISBN 1-58391-028-X) (1999) p. 692
  4. Ronald Blackburn, "The Psychology of Criminal Conduct: Theory, Research and Practice" (1993)(ISBN 0471912956), p. 87
  5. Jaroslav Zvěřina: Patologická sexuální agresivita, Wikiskripta.eu, 2010–2011
  6. Petr Weiss: Klasifikace sexuálních deviací Αρχειοθετήθηκε 2014-07-08 στο Wayback Machine., Společnost pro plánování rodiny a sexuální výchovu, sborník z kongresu Pardubice 2007