Πέννινα Όρη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 54°42′10″N 2°29′12″W / 54.70278°N 2.48667°W / 54.70278; -2.48667

Πέννινα Όρη
Χάρτης
Ύψος893 μέτρα
ΧώρεςΗνωμένο Βασίλειο
Θέση των Πεννίνων στην Μ. Βρετανία

Τα Πέννινα Όρη (αγγλικά: Pennines), γνωστά και ως Πέννινα, Αλυσίδα των Πεννίνων ή Λοφοσειρά των Πεννίνων, είναι μια ασυνεχής σειρά λόφων και βουνών που διατρέχει τρεις σημαντικές περιοχές της Αγγλίας: της Βορειοδυτικής Αγγλίας στα δυτικά και Βορειοανατολικής Αγγλίας και Γιορκσάιρ-Χάμπερ στα ανατολικά. Συνήθως περιγράφεται ως η «ραχοκοκαλιά της Αγγλίας»,[1] καθώς εκτείνεται από την περιοχή του Νορθάμπερλαντ στα βόρεια -όπου ο ποταμός Τάιν (Tyne) διαχωρίζει τους λόφους Τσίβιοτ (Cheviot) στα σύνορα Αγγλίας-Σκωτίας-, μέχρι και την Περιοχή Πηκ (Peak District) και την κομητεία Ντέρμπισαϊρ στα νότια.[2]

Διευκρίνιση ορολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με μέγιστο ύψος που φθάνει τα 893 μέτρα, πολλή συζήτηση έχει γίνει για το εάν τα Πέννινα μπορούν να χαρακτηριστούν ως βουνό με την αυστηρή έννοια του όρου. Ωστόσο, σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), ο όρος Ορεινό Περιβάλλον περιλαμβάνει 7 κατηγορίες (classes «τάξεις») και στην τάξη 6 περιλαμβάνονται εξάρσεις με «Ύψος 300 μέτρων (984 ποδών), εντός εύρους 7 χιλιομέτρων (4,3 μιλίων)».[3] Επίσης, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόφοι με ύψος πάνω από 630 μ. συχνά αναφέρονται ως όρη, αλλά η λέξη χρησιμοποιείται περιστασιακά για ακόμη χαμηλότερες εξάρσεις, ειδικά εάν αυτές έχουν χαρακτηριστική μορφή και δεσπόζουν σε βαθύπεδα.[4]

Βέβαια, οι Άγγλοι δεν χρησιμοποιούν στον ορισμό των Πεννίνων τη λέξη όρος αλλά προτιμούν το λόφοι (hills), λοφοσειρά (chain of hills),[5] ή μείζων έξαρσις (major upland mass).[2]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφορες εκδοχές έχουν προταθεί για την ετυμολογία του όρου Pennine. Μία από αυτές, την συσχετίζει με την Βρεττονική/Ουαλική λέξη pen- («κεφάλι»). Δεν ήταν κοινό όνομα μέχρι τον 18ο αιώνα και, σχεδόν σίγουρα, σχετίζεται από σύγχρονες συγκρίσεις με τα Απέννινα όρη, τα οποία διατρέχουν την Ιταλία με παρόμοιο τρόπο.[6] Μετά από ένα άρθρο (1853) του Arthur Hussey[7] έγινε κοινή πεποίθηση ότι το όνομα προέρχεται από ένα απόσπασμα στο De Situ Britanniæ,[i] -μια περιβόητη ιστορική πλαστογραφία που επινόησε ο Charles Bertram το 1740- και έγινε αποδεκτό ως γνήσιο μέχρι τη δεκαετία του 1840. Το 2004, ο George Redmonds το επανεκτίμησε, διαπιστώνοντας ότι πολλοί γνωστοί συγγραφείς «πέρασαν» την προέλευση του ονόματος πολλών βουνών λάθρα, ακόμη και σε έργα αφιερωμένα στην τοπολογική ετυμολογία του Ντέρμπισαϊρ και του Λάνκασαϊρ. Στην πραγματικότητα, ο Ρέντμοντς βρήκε επανειλημμένες συγκρίσεις με τα ιταλικά Απέννινα, ήδη από την εποχή του Ουίλιαμ Κάμντεν (1551–1623), πολλές από τις ονομασίες και τις ιδέες των οποίων ο Μπέρτραμ ενσωμάτωσε στο έργο του.[6] Η ετυμολογία της ίδια της λέξης «Απέννινα» είναι, επίσης αμφισβητούμενη, αλλά συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από την κελτική ρίζα pen ή ben «βουνό», «κεφάλι».[8]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις υψηλές περιοχές των Πεννίνων υπήρχαν οικισμοί της Εποχής του Χαλκού και απομεινάρια νεολιθικής εγκατάστασης.[9] Στις λοφώδεις περιοχές των Πεννίνων ήσαν εγκατεστημένοι οι Μπριγκάντες (Brigantes), αρχαίος Βρεττονικός λαός, αποτελούμενος από μικρές φυλές που κατοικούσαν σε διαφορετικές θέσεις αλλά συνεργάζονταν στην άμυνα και τις «εξωτερικές» υποθέσεις. Εξέλιξαν μια πρώιμη μορφή βασιλείας. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οι Μπριγκάντες ήσαν υπό τους Ρωμαίους που εκμεταλλεύονταν τα Πέννινα για τους φυσικούς τους πόρους, συμπεριλαμβανομένων των άγριων ζώων που υπήρχαν εκεί, τότε.

Προϊστορικός οικισμός στο Harkerside Moor

Τα Πέννινα αποτελούσαν εμπόδιο για την αγγλοσαξονική επέκταση προς τα δυτικά, αν και φαίνεται ότι οι αγγλοσάξονες ταξίδευαν μέσα από τις κοιλάδες. Κατά τη διάρκεια των «Σκοτεινών Χρόνων» του Μεσαίωνα, τα Πέννινα ελέγχονταν από κελτικά και αγγλοσαξονικά βασίλεια. Πιστεύεται ότι τα βόρεια Πέννινα ήταν υπό τον έλεγχο του βασιλείου τυο βρεττονικού Ρέγκεντ (Rheged).[10] Κατά τη διάρκεια των σκανδιναβικών χρόνων, στα Πέννινα εγκαταστάθηκαν Δανοί Βίκινγκ στα ανατολικά και Νορβηγούς Βίκινγκ στα δυτικά. Οι Βίκινγκ επηρέασαν τα τοπωνύμια, τον πολιτισμό και τη γενετική. Όταν ενοποιήθηκε η Αγγλία και ενσωματώθηκαν τα Πέννινα, η μείξη κέλτικης, αγγλοσαξονικής και βίκινγκ κληρονομιάς ήταν παρόμοια με εκείνη στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης βόρειας πλευράς της Βρεττανίας και ο πολιτισμός της αναπτύχθηκε παράλληλα με τις γειτονικές της πεδινές περιοχές στα βορειοδυτικά και βορειοανατολικά.

Γεωλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Πέννινα έχουν δημιουργηθεί από μια σειρά γεωλογικών δομών, η συνολική μορφή των οποίων είναι ένα ευρύ αντίκλινο με άξονα από βορρά προς νότο. Τα Β. Πέννινα συμπίπτουν με το Μπλοκ του Άλστον (Alston Block) και τα Γιόρκσαϊρ Ντέιλς (Yorkshire Dales) συμπίπτουν με το Μπλοκ του Άσκριγκ (Askrigg Block). Στα νότια, η Περιοχή Πηκ (Peak District) είναι ουσιαστικά ένας θόλος (dome) με επίπεδη κορυφή. Κάθε μία από αυτές τις δομές αποτελείται από ανθρακικό ασβεστόλιθο επικαλυμμένο με αδρομερείς ψαμμίτες.[11]

Τυπικός ρεικότοπος (moorland) στα Πέννινα

Ο ασβεστόλιθος εκτίθεται στην επιφάνεια στο Γιορκσάιρ Ντέιλς και στην Περιοχή Πηκ. Στα Ντέιλς και την Ουάιτ Πηκ («Λευκή Κορυφή»), η ασβεστολιθική έκθεση έχει προκαλέσει το σχηματισμό μεγάλων συστημάτων σπηλαίων και υδατορευμάτων. Στα Ντέιλς οι σπηλιές και τα βυθίσματα είναι γνωστά ως ποτς (pots «γλάστρες») στη διάλεκτο του Γιόρκσαϊρ. Εδώ βρίσκονται μερικά από τα μεγαλύτερα σπήλαια και βυθίσματα στην Αγγλία, όπως αυτά στο Γκέιπινγκ Γκιλ (Gaping Gill), βάθους άνω των 107 μ. και το Ρόουεν Ποτ (Rowten Pot), βάθους 111 μ. Ο Τιτάνας (Titan) στην Περιοχή Πηκ, το βαθύτερο βάραθρο στη Βρετανία (141,5 μ.), συνδέεται με το σύστημα Πηκ Κάβερν στο Ντέρμπισαϊρ, τα μεγαλύτερα επισκέψιμα σπήλαια στη χώρα.[12]

Μεταξύ των βόρειων και νότιων περιοχών, μεταξύ Σκίπτον (Skipton) και Ντάρκ Πηκ Dark Peak («Σκοτεινή Κορυφή») υπάρχει μια ζώνη εκτεθειμένου ψαμμίτη. Εδώ οι σχιστόλιθοι και οι ψαμμίτες σχηματίζουν υψηλούς λόφους που καταλαμβάνονται από βλάστηση καλυμμένη με αμμοχάλικα, τύρφη, ρείκια και αγρωστώδη. Το έδαφος, ψηλότερα, είναι ακαλλιέργητο και ελάχιστα κατάλληλο για βοσκότοπους. Η περιοχή είναι πλούσια σε γαιάνθρακες.[13]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές, τα Πέννινα ορίζονται στα βόρεια από τις κοιλάδες των ποταμών Τάιν και Ήντεν, ανατολικά από την Κοιλάδα Γιορκ, δυτικά από τις πεδιάδες Λάνγκασαϊρ και Τσέσαϊρ και νότια από την κοιλάδα του ποταμού Τρεντ.[14] Ειδικότερα, το βόρειο τμήμα των Πεννίνων συνορεύει με τους πρόποδες των λόφων της Περιοχής των Λιμνών (Lake District) και τα υψίπεδα Χάουγκιλ (Howgill), Όρτον (Orton) και Τσίβιοτ (Cheviot). Τα δύο τελευταία, μερικές φορές, συμπεριλαμβάνονται στο ανάγλυφο των Πεννίνων.[15] Η λοφοσειρά περιστοιχίζεται από εκτεταμένες πεδινές περιοχές, όπως η κοιλάδα Ήντεν, η παράκτια πεδιάδα του Δυτικού Λάνκασαϊρ, η πεδιάδα Τσέσαϊρ, η πεδιάδα του Γιορκ και τα Μίντλαντς.

Το μεγαλύτερο μέρος του τοπίου των Πεννίνων χαρακτηρίζεται από ορεινές περιοχές με υψηλούς ρεικότοπους (τα διάσημα moorlands), που περιστοιχίζονται από πιο εύφορες κοιλάδες ποταμών, αν και το τοπίο ποικίλλει ανά περιοχή. Η Περιοχή Πηκ (Peak District) αποτελείται από λόφους, οροπέδια και κοιλάδες, χωρισμένες στην Ντάρκ Πηκ («Σκοτεινή Κορυφή»), με ρεικότοπους και θέσεις με ψαμμίτες, και την Ουάιτ Πηκ («Λευκή Κορυφή») με ασβεστολιθικά φαράγγια.[16] Τα νότια Πέννινα είναι μια περιοχή με λόφους και ρεικότοπους με στενές κοιλάδες μεταξύ της Περιοχής Πηκ και των Γιόρκσαϊρ Ντέιλς (Yorkshire Dales). Η περιοχή του Μπόουλαντ (Bowland) κυριαρχείται από μια κεντρική έξαρση με βαθιά χαραγμένους ψαμμιτικούς λόφους, καλυμμένους με τύρφη γεμάτη από ρείκια (Calluna spp.) και δασώδεις κοιλάδες με απόκρημνες πλευρές που συνδέουν τα ορεινά και πεδινά τοπία.[17]

Υψόμετρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως προαναφέρθηκε, με ύψος λιγότερο από 900 μ. τα Πέννινα είναι, κατ’ ουσίαν, ψηλοί λόφοι που στο Ηνωμένο Βασίλειο ονομάζονται φελς (fells) με τις υψηλότερες κορυφές στο βορρά. Το υψηλότερο σημείο είναι η κορυφή Cross Fell στην ανατολική Κάμπρια (Cumbria), στα 893 μέτρα. Άλλες κορυφές στα Βόρεια Πέννινα είναι οι: Great Dun Fell (848 μ.), Mickle Fell (788 μ.) και Burnhope Seat (747 μ.). Στο Γιορκσάιρ είναι οι: Whernside (736 μ.), Ingleborough (723 μ.), High Seat (709 μ.), Wild Boar Fell (708 μ.) και Pen-y-ghent (693 μ.).

Η υψηλότερη κορυφή Crossfell των Πεννίνων

Οι κύριες κορυφές στο Μπόουλαντ είναι οι: Ward's Stone (561 μ.), Fair Snape Fell (521 μ.) και Hawthornthwaite Fell (479 μ.). Το έδαφος είναι, κατά μέσον όρο, χαμηλότερο προς τα νότια, με κυριότερες κορυφές τις: Kinder Scout (636 μ.), Bleaklow (633 μ.), Black Chew Head (542 μ.), Rombalds Moor (402 μ.) και Winter Hill (456 μ.).

Υδρολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για μεγάλο μέρος του μήκους τους, τα Πέννινα αποτελούν τον κύριο υδροκρίτη της βόρειας Αγγλίας, που τη διαχωρίζει σε ανατολικό και δυτικό τμήμα.[18] Οι ποταμοί Ήντεν (Eden), Ρίμπλ (Ribble), Ντέιν (Dane) και οι παραπόταμοι του Μέρσι (Mersey), συμπεριλαμβανομένων των Έργουελ (Irwell), Τέιμ (Tame) και Γκόιτ (Goyt) ρέουν δυτικά προς την Ιρλανδική Θάλασσα. Στην ανατολική πλευρά των Πεννίνων, οι ποταμοί Τάιν (Tyne), Ουϊρ (Wear) και Τηζ (Tees) εκβάλλουν όλοι απευθείας στη Βόρεια Θάλασσα. Οι Σουέιλ (Swale), Γιορ (Ure), Νιντ (Nidd), Ουόρφ (Wharfe), Αίρ (Aire), Κόλντερ (Calder) και Ντον (Don) συμβάλλουν όλοι στον Ουζ (Ouse) και φτάνουν στη θάλασσα μέσω των εκβολών Χάμπερ (Humber).

Ο ποταμός Τρεντ (Trent) ρέει γύρω από το νότιο άκρο των Πεννίνων και ακολουθεί βόρεια πορεία προς την ανατολική τους πλευρά, όπου συμβάλλουν σ’ αυτόν οι παραπόταμοι Ντόουβ (Dove) και Ντίργουεντ (Derwent). Ο Τρεντ αποστραγγίζει την ανατολική και δυτική πλευρά των νότιων Πεννίνων φτάνοντας, επίσης, στη Βόρεια Θάλασσα μέσω των εκβολών Χάμπερ.[19]

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κλίμα που επικρατεί στα Πέννινα μοιάζει, γενικά, με αυτό της υπόλοιπης Αγγλίας, αλλά οι λόφοι έχουν περισσότερες βροχοπτώσεις, ισχυρότερους ανέμους και πιο κρύο καιρό από τις γύρω περιοχές, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα επικρατεί κλίμα τούνδρας. Περισσότερο χιόνι πέφτει στα Πέννινα παρά στις γύρω πεδινές περιοχές λόγω του υψομέτρου και της απόστασης από την ακτή. Σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές της Αγγλίας, τα Πέννινα μπορούν να έχουν αρκετά σοβαρούς χειμώνες.

Τα βορειοδυτικά είναι από τις πιο υγρές περιοχές της Αγγλίας, με μεγάλο μέρος της βροχής να πέφτει εκεί. Η ανατολική πλευρά είναι πιο ξηρή από τη δυτική -η περιοχή που πέφτει στη σκιά της βροχής προστατεύει τη βορειοανατολική Αγγλία από τις βροχοπτώσεις που, διαφορετικά, θα έπεφταν εκεί. Οι βροχοπτώσεις είναι σημαντικές για τη βιοποικιλότητα της περιοχής και τον ανθρώπινο πληθυσμό. Πολλές πόλεις βρίσκονται κατά μήκος ποταμών που ρέουν από τους λόφους, και στη βορειοδυτική Αγγλία η έλλειψη φυσικών υδροφορέων αντισταθμίζεται από ταμιευτήρες. Το νερό έχει χαράξει φαράγγια, σπηλιές και ασβεστολιθικά τοπία στις περιοχές Γιόρκσαϊρ Ντέιλς και Πηκ. Σε ορισμένες περιοχές τα κατακρημνίσματα έχουν συμβάλει στην πτωχή σύνθεση του εδάφους που, με τη σειρά του, συμμετέχει εν μέρει στην παρουσία των υψηλών ρεικοτόπων (moorlands) που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος της περιοχής. Σε άλλες περιοχές όπου το έδαφος δεν έχει υποβαθμιστεί, η βλάστηση είναι πλούσια.

Στα Β. Πέννινα, η μέση θερμοκρασία τον ψυχρότερο μήνα του έτους, τον Φεβρουάριο, κυμαίνεται από -2,9 έως 0,8 °C, ενώ τον θερμότερο μήνα του έτους, τον Ιούλιο, κυμαίνεται από 7,3 έως 12,4 °C.[20]

Χλωρίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χλωρίδα στις περιοχές κοντά στις κορφές είναι προσαρμοσμένη στα ηπειρωτικά και υποαρκτικά τοπία και κλίματα. Η χλωρίδα που βρέθηκε εκεί μπορεί να βρεθεί σε άλλες περιοχές της βορειοδυτικής Βόρειας Ευρώπης και ορισμένα είδη βρίσκονται επίσης σε περιοχές της τούνδρας. Στις περιοχές με ψαμμίτες, πάνω από τα 270 μέτρα, το έδαφος είναι τόσο όξινο (pH 2 έως 4), που μπορεί να αναπτυχθεί μόνο βρύα, φτέρες, ρείκια, και ανθεκτικά αγρωστώδη.[21] Καθώς τα στρώματα πάγου της Εποχής των Παγετώνων υποχώρησαν (περ.11.500 π.Χ.) τα δέντρα επέστρεψαν και η αρχαιολογική παλυνολογία μπορεί να προσδιορίσει τα είδη τους. Τα πρώτα δέντρα που εγκαταστάθηκαν ήταν η ιτιά, η σημύδα και η άρκευθος, ακολουθούμενα αργότερα από το σκλήθρο και το πεύκο. Μέχρι το 6500 π.Χ. οι θερμοκρασίες ήταν κάπως μεγαλύτερες και οι δασικές εκτάσεις κάλυπταν το 90% των λόφων, κυρίως με πεύκα, φτελιές και βελανιδιές. Στα ασβεστολιθικά εδάφη η βελανιδιά αποίκησε πιο αργά και κυριαρχούσε το πεύκο και η σημύδα. Γύρω στο 3000 π.Χ., αισθητή μείωση της γύρης των δέντρων δείχνει ότι οι αγρότες της νεολιθικής περιόδου καθάριζαν δασικές εκτάσεις για να αυξήσουν τη βόσκηση για τα κατοικίδια ζώα και μελέτες διαπίστωσαν αύξηση στα αγρωστώδη. Σε ανεπαρκώς στραγγιζόμενες αδιαπέραστες περιοχές από ψαμμίτες ή αργίλους, το επιφανειακό έδαφος υγραίνεται το χειμώνα και την άνοιξη. Εδώ, τα λίγα δέντρα σε συνδυασμό με τις πιο έντονες βροχοπτώσεις οδηγούν σε πυκνές ομίχλες. Η διάβρωση της τύρφης εκθέτει ακόμα κούτσουρα αρχαίων δέντρων.[22]

Οι ασβεστολιθικές περιοχές των Πεννίνων στη Λευκή Κορυφή, Γιόρκσαϊρ Ντέιλς και Άνω Τήζντεϊλ (Upper Teesdale) έχουν χαρακτηριστεί ως καταφύγια της φύσης και θεωρούνται εθνικά σημαντικές για τα αγριολούλουδά τους.[22]

Πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πανίδα των Πεννίνων είναι παρόμοια με εκείνη της υπόλοιπης Αγγλίας και Ουαλίας, αλλά η περιοχή φιλοξενεί κάποια εξειδικευμένα είδη. Τα ελάφια βρίσκονται παντού και μερικά ζώα που είναι σπάνια, αλλού στην Αγγλία, μπορούν να βρεθούν εδώ. Οι αρκτικοί λαγοί, που ήταν συνηθισμένοι στη Βρετανία κατά την Εποχή των Παγετώνων και υποχώρησαν στις ψυχρότερες, πιο ορεινές περιοχές της τούνδρας, όταν η θερμοκρασία ανέβηκε, εισήχθησαν στην περιοχή Dark Peak κατά τον 19ο αιώνα.

Μεγάλες περιοχές στους ρεικότοπους των Πεννίνων κυριαρχούνται από λαγόποδες και λυροπετεινούς, αν και οι τελευταίοι φθίνουν και υπάρχουν πληθυσμοί τους μόνο στα βόρεια τμήματα. Άλλα πτηνά των οποίων τα προπύργια αναπαραγωγής για την Αγγλία βρίσκονται στα Πέννινα, περιλαμβάνουν το μπεκατσίνι, την τουρλίδα, το νανογέρακο και τον βαλτόμπουφο αν και, κάποια από αυτά βρίσκονται στο νότιο όριο της κατανομής τους και είναι περισσότερα συνηθισμένα στη Σκωτία.[23]

Δημογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή των Πεννίνων είναι αραιοκατοικημένη, σε σύγκριση με τα αγγλικά πρότυπα. Τα μεγαλύτερα πληθυσμικά κέντρα βρίσκονται στους πρόποδες και στις πεδινές περιοχές της νότιας περιοχής: Μπάρνσλι (Barnsley), Τσέστερφιλντ (Chesterfield), Χάλιφαξ του Γιόρκσιρ (Halifax), Χάντερσφιλντ (Huddersfield), Μάκλσφιλντ (Macclesfield), Όλνταμ (Oldham), Μπέρι (Bury), Ρότσντεϊλ (Rochdale), Μίντλτον (Middleton) και Στόκπορτ (Stockport) είναι οι κυριότερες πόλεις. Βέβαια, στις γειτονικές πεδιάδες υπάρχουν πολύ μεγάλες πόλεις όπως το Ληντς, το Ντέρμπι και το Σέφιλντ, αλλά δεν θεωρούνται ότι ανήκουν καθαρά στα Πέννινα.[24]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες στα Πέννινα περιλαμβάνουν εκτροφή προβάτων, λατομεία, οικονομικές και τουριστικές υπηρεσίες. Στην Περιοχή Πηκ ο τουρισμός είναι η κύρια τοπική απασχόληση για τους κατοίκους των πάρκων (24%), με σημαντικές τις μεταποιητικές βιομηχανίες (19%) και τα λατομεία (12%), ενώ το 12% απασχολείται στη γεωργία.[25] Ο ασβεστόλιθος είναι το πιο σημαντικό πέτρωμα που εξορύσσεται, κυρίως για δρόμους και τσιμέντο, και ψαμμίτης για οικοδομική πέτρα. Οι πηγές στο Μπάξτον (Buxton) και το Άσμπερν (Ashbourne) αξιοποιούνται για την παραγωγή εμφιαλωμένου μεταλλικού νερού, ενώ υπάρχουν περίπου 2.700 αγροκτήματα στο Εθνικό Πάρκο.[26] Τα νότια Πέννινα είναι κυρίως βιομηχανικά, και περιλαμβάνουν κλωστοϋφαντουργία, λατομεία και εξόρυξη, ενώ άλλες οικονομικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν τον τουρισμό και τη γεωργία.[27]

Αν και το Δάσος του Μπόουλαντ (Boeland Forest) είναι κυρίως αγροτικό, οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες στην περιοχή περιλαμβάνουν τη γεωργία[28] και τον τουρισμό. Στο Γιόρκσαϊρ Ντέιλς, ο τουρισμός αντιπροσωπεύει κονδύλια 350 εκατομμύρια £ κάθε χρόνο, ενώ η απασχόληση κυριαρχείται κυρίως από τους τομείς της γεωργίας, της στέγασης και των τροφίμων. Υπάρχουν επίσης σημαντικές προκλήσεις για τη διαχείριση του τουρισμού, της γεωργίας και άλλων εξελίξεων εντός του Εθνικού Πάρκου.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Route VII: ... This province is divided into two equal parts by a chain of mountains called the Pennine Alps, which rising on the confines of the Iceni and Carnabii, near the River Trivona [Trent], extend towards the north in a continued series of fifty miles ...

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Edwards & Totter
  2. 2,0 2,1 britannica
  3. Blyth et al
  4. ΠΛΜ 47, 168
  5. web.archive.org/web/20160801160551/http://resources.woodlands-junior.kent.sch.uk/customs/questions/landforms.htm Αρχειοθετήθηκε 2016-08-01 στο Wayback Machine.
  6. 6,0 6,1 Redmonds
  7. Hussey
  8. Lewis & Short
  9. http://www.outofoblivion.org.uk/
  10. Williams
  11. ΠΛΜ 1, 282
  12. Hawley
  13. ΠΛ
  14. ΠΛΜ 48:348
  15. Pidd
  16. web.archive.org/web/20170914172129/http://www.peakdistrict.gov.uk/microsites/sopr/landscape Αρχειοθετήθηκε 2017-09-14 στο Wayback Machine.
  17. web.archive.org/web/20090207065917/http://www.forestofbowland.com/wild_landscape.asp Αρχειοθετήθηκε 2009-02-07 στο Wayback Machine.
  18. ΠΛΜ 1:282
  19. Cave
  20. Meteorological Office of U.K
  21. Kelsall & Kelsall
  22. 22,0 22,1 White
  23. Gibbons et al
  24. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2021. 
  25. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2021. 
  26. Waugh
  27. ttps://www.fwi.co.uk/business/1-2m-fund-available-to-south-pennines-farm-businessses
  28. https://forestofbowland.com/Farming

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1981, 1:282, 1991, 47:168-171, 48:348 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963, 11:57 (ΠΛ)
  • Blyth, S.; Groombridge, B.; Lysenko, I.; Miles, L.; Newton, A. (2002). Mountain Watch, UNEP World Conservation Monitoring Centre, Cambridge, UK
  • Cave, Rachel (2002): The Humber Catchment and its Coastal Area. University of East Anglia.
  • Edwards, W.; Trotter, F. M. (1975): The Pennines and Adjacent Areas. Handbooks on the Geology of Great Britain (Third ed.). London: HMSO (published 1954). p. 1. ISBN 0-11-880720-X.
  • Gibbons; et al. (1993): The New Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1998–1991. T & A D Poyser. ISBN 0-85661-075-5.
  • Hawley, Richard: Richard Hawley in Yorkshire and Derbyshire.The Guardian
  • Hussey, Arthur (1853): A Renewed Examination of 'Richard of Cirencester, in Cave, Edward (ed.), The Gentleman's Magazine, XXXIX, London: J.B. Nichols & Son, pp. 270–273
  • Kelsall, Dennis; Kelsall, Jan (2008): The Yorkshire Dales: South and West. Milnthorpe: Cicerone. p. 26. ISBN 978-1-85284-485-1.
  • Lewis, Charlton T., Short, Charles (1879): Apenninus A Latin Dictionary. Oxford; Medford: Clarendon Press; Perseus Digital Library
  • Pidd, Helen: Yorkshire Dales expand into Lancashire in national parks land grab. The Guardian.
  • Poucher, W. A. (1946): The Backbone of England. A photographic and descriptive guide to the Pennine range from Derbyshire to Durham. Guildford and Esher: Billing and Sons Limited.
  • Redmonds, George: A Major Place-Name Ignored, Names and History: People, Places, and Things, London: Hambledon & London (published 2004), pp. 65–68, ISBN 978-1-85285-426-3
  • Waugh, D. (2000): Geography An Integrated Approach (3rd ed.). Nelson Thornes. ISBN 0-17-444706-X.
  • White, Robert (2005) [1997]: The Yorkshire Dales, A landscape Through Time (new ed.). Ίκλι, Γιόρκσιρ: Great Northern Books. ISBN 1-905080-05-0
  • Williams, Ifor (1960): Canu Taliesin Gyda Rhagymadrodd A Nodiada. Cardiff: University of Wales Press (στα ουαλικά)
  • https://www.britannica.com/place/Pennines