Ο φανατισμός ή Μωάμεθ ο προφήτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο φανατισμός ή Μωάμεθ ο προφήτης
Έκδοση του 1743
ΣυγγραφέαςΒολταίρος
ΤίτλοςLe Fanatisme ou Mahomet le Prophète
ΓλώσσαΓαλλικά
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο φανατισμός ή Μωάμεθ ο προφήτης (γαλλικός τίτλος: Le fanatisme, ou Mahomet le Prophète) είναι πεντάπρακτη τραγωδία που γράφτηκε το 1736 από τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα και φιλόσοφο Βολταίρο με πρώτη παράσταση στη Λιλ το 1741 και στη συνέχεια στο Παρίσι το 1742.[1]

Το έργο είναι μια καταγγελία του θρησκευτικού φανατισμού και της ψυχολογικής χειραγώγησης που βασίζεται σε ένα επεισόδιο από την βιογραφία του Μωάμεθ, στο οποίο διατάζει τη δολοφονία των επικριτών του. Ο Βολταίρος περιέγραψε το έργο ως «γραμμένο κατά του ιδρυτή μιας ψεύτικης και βάρβαρης αίρεσης» αν και το κείμενο καταγγέλλει την επικίνδυνη γοητεία που ασκεί γενικά ο θρησκευτικός λόγος στους νέους.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση του 1784

Ο Μωάμεθ, που εξορίστηκε από τη Μέκκα από τον φανταστικό ηγέτη της Μέκκας Ζώπυρο λόγω απόπειρας πραξικοπήματος, πολιορκεί τη Μέκκα το 630 ​​μ.Χ., αφού κατέκτησε σχεδόν όλη την Αραβία. Η ιστορία του έργου εκτυλίσσεται καθώς οι αντίπαλες δυνάμεις βρίσκονται σε βραχυπρόθεσμη εκεχειρία και διαπραγματεύονται τους όρους μιας ειρηνευτικής συμφωνίας και την πορεία του πολέμου.

Στην πρώτη πράξη, παρουσιάζεται στο κοινό ο Ζώπυρος, προκλητικός και ένθερμος υπέρμαχος της ελεύθερης βούλησης και της ελευθερίας που απορρίπτει τον Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ παρουσιάζεται ως κυνικός, λογικός και μοχθηρός ηλικιωμένος άνδρας διψασμένος για εξουσία μέσα από τις συνομιλίες του με τον υπαρχηγό και τοποτηρητή του Ομάρ και με τον αντίπαλό του Ζώπυρο, αλλά και με δύο από τα από χρόνια χαμένα παιδιά του Ζώπυρου, τον Σεΐδη και την Παλμίρα, τα οποία, εν αγνοία του Ζώπυρου, ο Μωάμεθ είχε απαγάγει και σκλαβώσει στη βρεφική τους ηλικία, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.

Ο Μωάμεθ δίνει στον Ζώπυρο την επιλογή: να προσηλυτιστεί στις διδασκαλίες του και τον ακολουθήσει ως προφήτη και έτσι να ξαναδεί τα χαμένα παιδιά του ή να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Ο Ζώπυρος δεν ενδίδει και προτιμά να σώσει την πόλη του από τους απογόνους του.

Η νεαρή πλέον και όμορφη αιχμάλωτη Παλμίρα έχει γίνει αντικείμενο του πόθου και της ζήλιας του Μωάμεθ. Έχοντας παρατηρήσει μια αυξανόμενη στοργή μεταξύ της Παλμίρας και του Σεΐδη, ο Μωάμεθ καταστρώνει ένα σχέδιο για να εξουδετερώσει τον Σεΐδη ενσταλάζοντας στον νεαρό τον θρησκευτικό φανατισμό και στέλνοντάς τον να δολοφονήσει τον Ζώπυρο στη Μέκκα, γεγονός που ελπίζει ότι θα τον απαλλάξει τόσο από τον Ζώπυρο όσο και από τον Σεΐδη και θα ελευθερώσει τον δρόμο προς την κατάκτηση της Παλμίρας. Για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του, ο Μωάμεθ επικαλείται τη θεϊκή εξουσία.[3]

Ο Σεΐδης, που εξακολουθεί να σέβεται την ευγένεια του χαρακτήρα του Ζώπυρου, διστάζει στην αρχή να εκτελέσει την αποστολή του, αλλά τελικά η φανατική του πίστη στον Μωάμεθ τον κυριεύει και δολοφονεί τον Ζώπυρο. Ο Φάνωρ, γερουσιαστής της Μέκκας, φτάνει και αποκαλύπτει στον Σεΐδη και στην Παλμίρα ότι ο Ζώπυρος ήταν ο πατέρας τους. Ο Ομάρ εμφανίζεται και διατάζει παραπλανητικά τη σύλληψη του Σεΐδη για τη δολοφονία του Ζώπυρου, παρόλο που γνώριζε ότι ο Μωάμεθ είχε διατάξει τη δολοφονία. Η μοίρα του προφήτη φαίνεται να πρόκειται να αλλάξει, καθώς τα αληθινά κίνητρα της δολοφονίας μαθεύτηκαν γρήγορα. Ο Σεΐδης προσπαθεί να μαχαιρώσει τον προφήτη, αλλά ένα δηλητήριο που του χορηγήθηκε αρχίζει να δρα και δεν μπορεί να σηκώσει το χέρι του εναντίον του. Πεθαίνει από το δηλητήριο, γεγονός που διαδίδεται ως τιμωρία του Θεού, ως τιμωρία για την εξέγερση εναντίον των απεσταλμένων του Θεού.

Έχοντας πλέον αποκαλύψει την ποταπή εξαπάτηση του Μωάμεθ και απελπισμένη από τον θάνατο του πατέρα και του αδερφού της, η Παλμίρα αυτοκτονεί για να μην πέσει στα χέρια του Μωάμεθ λέγοντας: Ο κόσμος ανήκει στους τυράννους, ζήστε! [4]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον Μωάμεθ ο Βολταίρος επιτίθεται κατά μέτωπο στη μουσουλμανική θρησκεία και καταγγέλλει, μέσω του χαρακτήρα του Μωάμεθ, τον θρησκευτικό φανατισμό του Ισλάμ, τουλάχιστον φαινομενικά.

Ωστόσο, όπως σε πολλά έργα του Βολταίρου, στόχος του φιλόσοφου ήταν «η μισαλλοδοξία της Καθολικής Εκκλησίας και τα εγκλήματά της που διαπράχθηκαν στο όνομα του Χριστού». Η δήλωση του ίδιου του Βολταίρου σχετικά μ' αυτό σε μια επιστολή του 1742 ήταν αρκετά ασαφής: «Προσπάθησα να δείξω σε τι φρικτές υπερβολές μπορεί να βυθίσει ο φανατισμός, υπό την ηγεσία ενός απατεώνα...». Την ίδια χρονιά εξήγησε ότι η πλοκή είναι μια σιωπηρή αναφορά στον Ζακ Κλεμάν, τον μοναχό που δολοφόνησε τον Ερρίκο Γ' το 1589.[5]

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο είχε επιτυχία όταν παίχτηκε στη Λιλ τον Απρίλιο του 1741. Στο Παρίσι ανέβηκε στην Κομεντί Φρανσαίζ το 1742. Μετά από τρεις παραστάσεις ωστόσο, η διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του συγγραφέα τον ανάγκασε να το αποσύρει, καθώς οι εκκλησιαστικές αρχές συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι το έργο ασκούσε έντονη κριτική και κατά της Καθολικής εκκλησίας.[6]

Παραστάσεις του 1881 στο Παρίσι κίνησαν επίσημη διαμαρτυρία του Τούρκου πρέσβη.

Το έργο εξακολουθεί να προκαλεί διαμάχες μέχρι την εποχή μας: Το 2005, μια ανάγνωση του έργου στο Σαιν-Ζενί-Πουιγί, στο νομό Αιν, οδήγησε σε αιτήματα για ακύρωση και αναστάτωση στο δρόμο έξω από το θέατρο από μουσουλμανικές ομάδες. Ο δήμαρχος της πόλης, παρά τις ταραχές, επέτρεψε να συνεχιστούν οι παραστάσεις αρνούμενος να υποχωρήσει στις πιέσεις για ματαίωση δηλώνοντας: «Η ελευθερία του λόγου είναι ο «θεμέλιος λίθος» της σύγχρονης Ευρώπης. Για πολύ καιρό δεν έχουμε επιβεβαιώσει τις πεποιθήσεις μας, έτσι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να τις αμφισβητήσουν.»[7]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο φανατισμός ή ο προφήτης Μωάμεθ, μετάφραση: Φωτεινή Θ. Σπάθη, Εκ της Τυπογραφίας Ι. Σ. Ποθητού Λεκάτ, Μ. Γαρουφαλή, και Γ. Α. Κλεάνθους, Εν Καρλοβασίοις Σάμου, 1832 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]