Ο τυχερός Τζιμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο τυχερός Τζιμ
ΣυγγραφέαςΚίνγκσλεϊ Έιμις
ΤίτλοςLucky Jim
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1954
Ιανουάριος 1954
Μορφήμυθιστόρημα
LC ClassOL10425079W[1]
Πρώτη έκδοσηDoubleday
Gollancz

Ο τυχερός Τζιμ (αγγλικός τίτλος: Lucky Jim) είναι μυθιστόρημα του Κίνγκσλεϊ Έιμις που εκδόθηκε το 1954 και ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Το χιουμοριστικό μυθιστόρημα διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ακολουθεί τις επαγγελματικές και ρομαντικές περιπέτειες ενός βοηθού λέκτορα μεσαιωνικής ιστορίας σε επαρχιακό αγγλικό πανεπιστήμιο. Μετά από διάφορες κακοτυχίες, φοβάται ότι η σύμβασή του δεν θα παραταθεί, ωστόσο, κάθε προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια του καθηγητή του οδηγεί σε περαιτέρω καταστροφές. [2]

Το έργο σατιρίζει το αυστηρό ταξικό σύστημα της Βρετανίας και την πανεπιστημιακή ζωή παρουσιάζοντας ένα οδυνηρό πορτρέτο της μεταπολεμικής εποχής. Είχε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Έιμις ως μια από τις πιο σημαντικές φωνές της μεταπολεμικής λογοτεχνικής σκηνής.[3]

Το βιβλίο ήταν ένα από τα πρώτα βρετανικά μυθιστορήματα με θέμα την πανεπιστημιακή ζωή και επηρέασε μεταγενέστερες γενιές συγγραφέων.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα αρχίζει στο τέλος μιας ακαδημαϊκής χρονιάς στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Τζιμ Ντίξον διδάσκει μεσαιωνική ιστορία σε ένα απροσδιόριστο επαρχιακό αγγλικό πανεπιστήμιο. Κατάγεται από τη βόρεια Αγγλία, δεν φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο και είναι κατώτερης μεσαίας τάξης. Αισθάνεται άβολα και ανεπιθύμητος στον κύκλο των συναδέλφων του με τις ψευδο-διανοουμενίστικες αξίες τους. Ωστόσο θέλει τη δουλειά και ελπίζει ότι στο τέλος του δοκιμαστικού έτους του θα μονιμοποιηθεί. Για να το εξασφαλίσει, χρειάζεται να δημοσιεύσει ένα επιστημονικό άρθρο, αλλά τελικά ανακαλύπτει ότι ο συντάκτης στον οποίο το υπέβαλε το έχει μεταφράσει στα ιταλικά και το έχει εκδώσει ως δικό του. Στην αναζήτησή του για μόνιμη θέση αποφασίζει επίσης την οικοδόμηση καλών σχέσεων με τον καθηγητή Γουέλς, τον επικεφαλής του τμήματός του.[4]

Η ιδιωτική του ζωή διαταράσσεται από τη δύσκολη σχέση του με τη συνάδελφό του λέκτορα Μάργκαρετ Πιλ. Η σχέση της Μάργκαρετ με έναν άλλο άνδρα μόλις διαλύθηκε και αναρρώνει μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, φιλοξενούμενη στο σπίτι των Γουέλς. Μέσω συναισθηματικού εκβιασμού, κάνει έκκληση στο αίσθημα του καθήκοντος και στον οίκτο του Ντίξον, ενώ τον κρατά σε μια απροσδιόριστη πλατωνική σχέση. Όπως αυτή, είναι καλεσμένος για ένα Σαββατοκύριακο στον καθηγητή Γουέλς, που φαίνεται να προσφέρει στον Ντίξον μια ευκαιρία να προωθήσει τη θέση του μεταξύ των συναδέλφων του. Η προσπάθεια όμως πάει καταστροφικά στραβά: ο Ντίξον, σε κατάσταση μέθης, αποκοιμιέται με ένα αναμμένο τσιγάρο, καίει την κουβέρτα, το χαλί και το κομοδίνο στο σπίτι των οικοδεσποτών του. Η προσπάθειά του να το καλύψει κάνει τα πάντα πολύ χειρότερα.[5]

Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ο Τζιμ γνωρίζει την Κριστίν Κάλαχαν, μια νεαρή Λονδρέζα που είναι η κοπέλα του Μπέρτραντ, γιου του καθηγητή Γουέλς, ενός ερασιτέχνη ζωγράφου του οποίου το επιτηδευμένο ύφος εξοργίζει ιδιαίτερα τον Τζιμ. Μετά από ένα κακό ξεκίνημα, ο Τζιμ συνειδητοποιεί ότι τον έλκει η Κριστίν, η οποία είναι πολύ λιγότερο απόμακρη από ό,τι φαίνεται αρχικά. Οι προφανείς προσπάθειες του Τζιμ να προσελκύσει την Κριστίν αναστατώνουν τον Μπέρτραντ, ο οποίος τη χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει τον πλούσιο Σκωτσέζο θείο της και να βρει δουλειά. Ο Τζιμ σώζει την Κριστίν στον ετήσιο χορό του πανεπιστημίου όταν ο Μπέρτραντ την κακομεταχειρίζεται. Συναντιούνται ξανά, αλλά επειδή και οι δύο είναι δεσμευμένοι, παρά την αμοιβαία έλξη, αποφασίζουν να μην συνεχίσουν να βλέπονται.

Η πλοκή κορυφώνεται με τη δημόσια διάλεξη του Τζιμ με θέμα την Ευτυχισμένη Αγγλία, την (υποτιθέμενη) ειδυλλιακή προβιομηχανική περίοδο την οποία ο καθηγητής Γουέλς θαυμάζει. Έχοντας προσπαθήσει να ηρεμήσει πίνοντας πάρα πολύ, ο Τζιμ τελειώνει τη διάλεξή του σατιρίζοντας ανεξέλεγκτα τον Γουέλς και καταγγέλλοντας με οργή την πανεπιστημιακή κοινότητα, την αλαζονεία και τη διανοουμενίστικη επιτήδευση. Η διάλεξη τελειώνει με ταραχή, με τον Τζιμ να πέφτει στο έδαφος λιπόθυμος. Ο Γουέλς τον ενημερώνει σύντομα ότι δεν έχει πλέον καμία προοπτική για μονιμοποίηση. Ωστόσο, ο θείος της Κριστίν, εντυπωσιασμένος από την ειλικρίνεια του Τζιμ, του προσφέρει μια πολυπόθητη και πολύ καλύτερα αμειβόμενη θέση στο Λονδίνο.

Λίγο αργότερα, ο Τζιμ συναντά τον πρώην φίλο της Μάργκαρετ, ο οποίος του ξεκαθαρίζει ότι δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή σχέση ανάμεσα σ' αυτόν και τη Μάργκαρετ. Η απόπειρα αυτοκτονίας της ήταν ψεύτικη για να τον εκβιάσει συναισθηματικά και οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι το ίδιο κάνει και στον Τζιμ.

Νιώθοντας επιτέλους ελεύθερος από τη Μάργκαρετ, ο Τζιμ δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Κριστίν για να τη χαιρετήσει καθώς η κοπέλα φεύγει για το Λονδίνο. Εκεί μαθαίνει ότι έχει πλέον χωρίσει από τον Μπέρτραντ όταν έμαθε ότι είχε σχέση με τη σύζυγο ενός από τους πρώην συναδέλφους του Τζιμ. Ο Τζιμ και η Κριστίν γίνονται ζευγάρι και φεύγουν μαζί για το Λονδίνο, ανακουφισμένοι που αφήνουν πίσω τους την αποπνικτική ατμόσφαιρα της πανεπιστημιακής πόλης.[6]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Έμις αφιέρωσε το μυθιστόρημά του στον φίλο του ποιητή Φίλιπ Λάρκιν και δήλωσε ότι η ιδέα για το μυθιστόρημα του ήρθε σε επίσκεψη στον Λάρκιν στο πανεπιστήμιο του Λέστερ. Ο χαρακτήρας της Μάργκαρετ Πιλ βασίζεται σε μια φίλη του Λάρκιν. Εμπνεύστηκε επίσης από τη διδακτική του εμπειρία στο πανεπιστήμιο του Σουόνσι και στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
  • Ο Έμις δημιούργησε μια αρχετυπική εικόνα με την οποία ταυτίστηκε μια ολόκληρη γενιά: μορφωμένος, κατώτερος κοινωνικά και επαναστατημένος ενάντια στο κατεστημένο. Ο αντιήρωας Ντίξον εκπροσωπεί μια σημαντική κοινωνική ομάδα νέων μικροαστικής ή εργατικής καταγωγής που είχαν μορφωθεί, αλλά διαπίστωσαν ότι οι καλύτερες θέσεις εξακολουθούσαν να καταλαμβάνονται από γόνους ευκατάστατων οικογενειών.[7] Οι κριτικοί κατέταξαν το μυθιστόρημα στα έργα των Οργισμένων νέων, ωστόσο, αυτή η ταξινόμηση προκάλεσε λογοτεχνική συζήτηση. Μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε ότι ο τρόπος γραφής του Έιμις δεν ήταν σε καμία περίπτωση «οργισμένος». Επίσης, ο Τζιμ Ντίξον, παρά την αυτοαντίληψη του ως κατώτερος, δεν κατηγορεί την κοινωνία. Το απελευθερωτικό γέλιο που προκαλεί το μυθιστόρημά του είναι «μακροπρόθεσμα πιο αποτελεσματικό και πιο ειλικρινές από την απειλητική υψωμένη γροθιά» του ήρωα στα Οργισμένα νιάτα του Τζων Όσμπορν.

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα κέρδισε το βραβείο Σόμερσετ Μωμ το 1954 και θεωρείται ένα από τα κλασικά της μεταπολεμικής αγγλικής λογοτεχνίας. Ο κριτικός Κρίστοφερ Χίτσενς το χαρακτήρισε ένα από τα πιο αστεία του 20ού αιώνα. Το 2005, το αμερικανικό περιοδικό Time το κατέταξε στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν μεταξύ 1923 και 2005. Η βρετανική εφημερίδα The Guardian το συμπεριέλαβε στην επιλογή της από 1.000 μυθιστορήματα που όλοι πρέπει να διαβάσουν.  Το 2015, 82 διεθνείς κριτικοί λογοτεχνίας και μελετητές το ψήφισαν ως ένα από τα πιο σημαντικά βρετανικά μυθιστορήματα. [8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1957: βρετανική κινηματογραφική διασκευή σε σκηνοθεσία Τζον Μπούλτινγκ, τον ρόλο του Τζιμ Ντίξον υποδύθηκε ο Ίαν Καρμάικλ. [9]
  • 2003: τηλεοπτικό ριμέικ σε σκηνοθεσία Ρόμπιν Σέπερντ, με τον Στέφεν Τόμπκινσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.[10]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο τυχερός Τζιμ, μετάφραση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Καστανιώτη, 1991[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]