Ο ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης στον Πόλεμο του Κόλπου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 – 28 Φεβρουαρίου 1991), με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου (Operation Desert Storm) (17 Ιανουαρίου 1991 – 28 Φεβρουαρίου 1991), κοινώς ο Πόλεμος του Κόλπου, ήταν ένας πόλεμος που κυρήχθηκε και διεξήχθη από μια πολυεθνή στρατιωτική δύναμη, με εξουσιοδότηση από τα Ηνωμένα Έθνη από το 34 έθνη, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, εναντίον του Ιράκ ως απάντηση στην εισβολή και την προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ. Η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης του Πολέμου του Κόλπου ήταν σημαντική για πολλούς λόγους, όπως το ζωντανό ρεπορτάζ του CNN από ένα ξενοδοχείο της Βαγδάτης, το ρεπορτάζ από τοπικά και μικρότερης εμβέλειας και κύρους μέσα, η διεθνής κάλυψη, καθώς και η εκτενής χρήση εικόνας και βίντεο.

Η τηλεοπτική κάλυψη από τα Αμερικανικά δίκτυα και ο παράγοντας του CNN[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος του Περσικού Κόλπου είχε εκτενή τηλεοπτική κάλυψη. Οι νέες τεχνολογίες, όπως η δορυφορική τεχνολογία, επέτρεψαν έναν νέο τύπο πολεμικής κάλυψης.[1] Τα μέσα ενημέρωσης είχαν επίσης πρόσβαση σε στρατιωτικές καινοτομίες, όπως οι εικόνες που παρείχαν τα «όπλα υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμένα με κάμερα για την στόχευση στόχων», σύμφωνα με το Museum of Broadcast Communications. Για πρώτη φορά, άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μπόρεσαν να παρακολουθήσουν ζωντανές εικόνες πυραύλων που χτυπούσαν τους στόχους τους και την απογείωση μαχητικών αεροσκαφών από αεροπλανοφόρα από την οπτική γωνία του πιλότου. Οι εικόνες βομβαρδισμών ακριβείας κατά χερσαίων στόχων και η χρήση εξοπλισμού νυχτερινής όρασης έδωσαν στο ρεπορτάζ μια φουτουριστική εικόνα που θύμιζε την εμπειρία βιντεοπαιχνιδιών και διευκολύνει τη δραματοποίηση των στρατιωτικών δρώμενων.[2] Εξαιτίας του συστήματος διοχέτευσης υλικού και αυστηρού ελέγχου, τα περισσότερα τηλεοπτικά δίκτυα βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις πληροφορίες και τις εικόνες που παρείχε ο στρατός.[2] Αυτό περιόρισε την ικανότητα των μέσων ενημέρωσης να καλύψουν τον πόλεμο, παρά τις νέες τεχνολογίες που παρείχαν τη δυνατότητα για ζωντανή κάλυψη.

Από την αρχή των εχθροπραξιών το κοινό λάμβανε ζωντανή μετάδοση των γεγονότων από τα τρία κύρια αμερικανικά δίκτυα, καθώς και το αναδυόμενο CNN. Το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου, όταν άρχισαν οι αεροπορικές επιδρομές, ο Peter Jennings του ABC, ο Dan Rather του CBS και ο Tom Brokaw του NBC ήταν οι κεντρικοί παρουσιαστές στα βραδινά δελτία ειδήσεων. Ο ανταποκριτής του ABC News, Γκάρι Σέπαρντ, που έκανε ρεπορτάζ ζωντανά από τη Βαγδάτη, είπε στον Τζένινγκς για το ήσυχο κλίμα στην πόλη. Όμως, λίγες στιγμές αργότερα, ο Σέπαρντ επέστρεψε στον αέρα, καθώς φάνηκαν λάμψεις φωτός στον ορίζοντα και πυρά με τροχιοδεικτικά βλήματα έγινα αντιληπτά. Στο CBS, οι θεατές παρακολουθούσαν το ρεπορτάζ από τον ανταποκριτή Allen Pizzey, ο οποίος επίσης έκανε ρεπορτάζ από τη Βαγδάτη, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Στην εκπομπή "NBC Nightly News", ο ανταποκριτής Mike Boettcher ανέφερε ασυνήθιστη αεροπορική δραστηριότητα στην βάση Νταχράν της Σαουδικής Αραβίας. Λίγες στιγμές αργότερα, ο Brokaw ανακοίνωσε στους τηλεθεατές του ότι η αεροπορική επίθεση είχε ξεκινήσει.

Ωστόσο, το CNN ήταν το δίκτυο που κέρδισε τη μεγαλύτερη δημοτικότητα για την κάλυψή του, και πράγματι η στρατιωτική κάλυψή του CNN αναφέρεται συχνά ως ένα από τα γεγονότα-ορόσημα στην ανάπτυξη του δικτύου. Το CNN ήταν το μόνο δίκτυο ειδήσεων 24ωρης κάλυψης και όταν ο πόλεμος ξεκινούσε είχαν ήδη εμπειρία 10 ετών στην αδιάλειπτη, ζωντανή μετάδοση.[3] Όταν ξέσπασε ο πόλεμος διέθεταν ήδη τον απαραίτητο εξοπλισμό και προσωπικό και ήταν έτοιμοι να παρακολουθήσουν τα γεγονότα στη Βαγδάτη σε 24ωρη βάση. «Είχαν τους ρεπόρτερ, τους δορυφόρους, την υποδομή, τους μηχανικούς, τους παραγωγούς και τους ειδικούς σχολιαστές στη θέση τους ή σε ετοιμότητα». [3] Επιπλέον, όταν η κυβέρνηση προειδοποίησε Αμερικανούς δημοσιογράφους ότι η ασφάλειά τους θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο λόγω των βομβαρδισμών, οι ανταποκριτές του CNN στη Βαγδάτη, Bernard Shaw, John Holliman και Peter Arnett, καθώς και η υπόλοιπη ομάδα τους επέλεξαν να παραμείνουν στην περιοχή.[3] Επιπλέον, όταν οι ιρακινές αρχές αποφάσισαν να εκδιώξουν τους υπόλοιπους δυτικούς ανταποκριτές, η ομάδα του CNN μπόρεσε να μείνει πίσω επειδή ο παραγωγός Robert Winner είχε περάσει τους τελευταίους μήνες οικοδομώντας γνωριμίες με κυβερνητικούς αξιωματούχους στη Βαγδάτη. [2] Τις πρώτες ημέρες του βομβαρδισμού, η ομάδα του CNN μπόρεσε να κάνει ζωντανή μετάδοση μέσω ραδιοφώνου από τη σουίτα του ξενοδοχείου της στο ξενοδοχείο Rashid, κάτι που κανένα άλλο δίκτυο δεν μπόρεσε να προσφέρει.[3] Η ζωντανή κάλυψη του CNN από το ξενοδοχείο ήταν επίσης σημαντική, καθώς δεν ήταν επεξεργασμένη. Αυτό το στοιχείο ήταν μια κρίσιμη στροφή στην 24ωρη κάλυψη ειδήσεων. Από τους ανταποκριτές του CNN εκείνος που τράβηξε τη μεγαλύτερη προσοχή ήταν ο Peter Arnett που έγινε γνωστός για το αμφιλεγόμενο ύφος και περιεχόμενο των ρεπορτάζ του. Οι αναφορές του για τους αιχμαλώτους που διατηρούσε ο ΝΑΤΟικός Συνασπισμός, για τον βομβαρδισμό ενός εργοστασίου γάλακτος από τις δυνάμεις του Ιράκ και για τον βομβαρδισμό ενός καταφύγιου έξω από τη Βαγδάτη, με αποτέλεσμα τον θάνατο σχεδόν 400 αμάχων, ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες, στο σημείο να χαρακτηριστούν αντι-πατριωτικές και αντιαμερικάνικες από κάποιους.[3]

Γενικά, η κάλυψη του πρώτου Πολέμου του Κόλπου από τα μέσα ενημέρωσης και τα τηλεοπτικά δίκτυα έχει δεχθεί αρκετές επικρίσεις. Άνθρωποι όπως ο καθηγητής της Κολούμπια Ντάγκλας Κέλνερ υποστήριξαν ότι τα μέσα ενημέρωσης πλαισίωσαν τον πόλεμο ως μια συναρπαστική αφήγηση, μετατρέποντάς τον σε ένα είδος δραματικού, πατριωτικού θεάματος και ότι οι παρουσιαστές των μεγάλων αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων όπως το CBS παρουσίασαν μια άποψη που φαινόταν να ταυτίζεται πλήρως με την γραμμή που προωθούσε η Αμερικάνικη στρατιωτική ηγεσία. [4] Στο βιβλίο Ο Τηλεοπτικός Πόλεμος του Περσικού Κόλπου έχει επίσης υποστηρίξει ότι τα τηλεοπτικά δίκτυα και άλλα μέσα δεν παρείχαν μια ισορροπημένη περιγραφή των γεγονότων επειδή αυτό δεν προώθησε τα επιχειρηματικά συμφέροντα των εμπορικών δικτύων. [5]

Ο στρατηγός Norman Schwarzkopf αναφέρθηκε στον οδηγό ενός οχήματος σε μια διάσημη συνέντευξη Τύπου κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου στις 30 Ιανουαρίου 1991 ως «Ο πιο τυχερός άνθρωπος στο Ιράκ». Έδειξε ένα βίντεο με μια τηλεκατευθυνόμενη βόμβα να καταστρέφει μια γέφυρα αμέσως αφού το όχημα την είχε διασχίσει. [6] [7] [8]

Διεθνής κάλυψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Βρετανία, το BBC δημιούργησε ένα κυλιόμενη πρόγραμμα ειδήσεων 18 ωρών δημιουργώντας το Radio 4 News FM. Η πορεία του σταθμού ήταν βραχύβια, λαμβάνοντας τέλος με την κήρυξη κατάπαυσης πυρός από τον Προέδρο Μπους και την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Ωστόσο, έθεσε τις δομές για τη μετέπειτα δημιουργία του Radio Five Live.

Δύο δημοσιογράφοι του BBC, ο John Simpson και ο Bob Simpson (καμία συγγένεια παρά το επώνυμο τους), αψήφησαν τους εκδότες τους και παρέμειναν στη Βαγδάτη για να αναφέρουν για την εξέλιξη του πολέμου. Ήταν υπεύθυνοι για μια αναφορά που περιελάμβανε την διήγηση για ένα «διαβόητο πύραυλο Κρουζ που διέσχισε έναν δρόμο και στο πρώτο στενό έστριψε αριστερά σε ένα φανάρι». [9]

Η βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ II απηύθυνε ομιλία στο έθνος στις 24 Φεβρουαρίου 1991, σχετικά με τον πόλεμο, έχοντας διαβουλευτεί με τον πρωθυπουργό John Major και τους υπουργούς της κυβέρνησης. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η βασίλισσα παρέδωσε τηλεοπτικό διάγγελμα πέραν του ετησίου χριστουγεννιάτικου μήνυματός της.[10]

Οι εφημερίδες σε όλο τον κόσμο κάλυψαν επίσης τον πόλεμο και το περιοδικό Time δημοσίευσε ένα ειδικό τεύχος με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1991, με τον τίτλο "ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ" που ήταν αποτυπωμένος στο εξώφυλλο πάνω από μια φωτογραφία της Βαγδάτης που τραβήχτηκε κατά την έναρξη του πολέμου.

Η στάση των ΗΠΑ σχετικά με τις ελευθερίες των μέσων ενημέρωσης ήταν πολύ πιο περιοριστική από ό,τι ίσχυε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτή η στάση είχε διευκρινιστεί σε έγγραφο του Πενταγώνου με τίτλο Παράρτημα Φόξτροτ . Οι περισσότερες πληροφορίες του Τύπου θα προέρχονταν από ενημερώσεις που παραδίδονταν από τον στρατό. Μόνο επιλεγμένοι δημοσιογράφοι επιτρεπόταν να επισκεφθούν τις πρώτες γραμμές ή να πραγματοποιήσουν συνεντεύξεις με στρατιώτες. Αυτές οι επισκέψεις πραγματοποιούνταν πάντα παρουσία αξιωματικών και υπόκεινταν τόσο σε προηγούμενη έγκριση από τον στρατό όσο και σε λογοκρισία στη συνέχεια. Αυτό ήταν φαινομενικά για να προστατευτούν ευαίσθητες πληροφορίες από το να αποκαλυφθούν στις Ιρακινές δυνάμεις. Αυτή η πολιτική επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία του στρατού με τον πόλεμο του Βιετνάμ, στον οποίο η εγχώρια εναντίωση στον πόλεμο εντός των Ηνωμένων Πολιτείων εντάθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν ήταν μόνο ο περιορισμός της πληροφόρησης στη Μέση Ανατολή, αλλά επίσης και τα μέσα ενημέρωσης περιόριζαν επίσης ό,τι προβάλλονταν για τον πόλεμο, με γραφικές απεικονίσεις, λ.χ. να εμποδίζεται η δημοσίευση στο Διεθνές Πρακτορείο Τύπου ενός καμένου Ιρακινού στρατιώτη που τραβήχτηκε από τον Ken Jarecke, παρότι ενώ στην Ευρώπη δόθηκε εκτενής κάλυψη στην εν λόγω εικόνα.[11][12] [13]

Ταυτόχρονα, η κάλυψη αυτού του πολέμου ήταν πρωτόγνωρη στην αμεσότητα του. Γύρω στα μισά του πολέμου, η κυβέρνηση του Ιράκ αποφάσισε να επιτρέψει ζωντανές δορυφορικές μεταδόσεις από τη χώρα από δυτικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς και οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι επέστρεψαν μαζικά στη Βαγδάτη. Ο Tom Aspell του NBC, ο Bill Blakemore του ABC και η Betsy Aaron του CBS News υπέβαλαν ρεπορτάζ υποκείμενα στην εμφανή ιρακινή λογοκρισία. Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, πλάνα από εισερχόμενους πυραύλους μεταδίδονταν απευθείας.

Ένα βρετανικό συνεργείο του CBS News (David Green και Andy Thompson), εφοδιασμένο με εξοπλισμό δορυφορικής μετάδοσης, ταξίδεψε με τις δυνάμεις της πρώτης γραμμής και, έχοντας μεταδώσει ζωντανές τηλεοπτικές εικόνες από τις μάχες καθ' οδόν, έφτασε μία ημέρα πριν τις συμμαχικές δυνάμεις εισέλθουν στην πόλη του Κουβέιτ, μεταδίδοντας ζωντανά στην τηλεόραση από την πόλη και καταγράφοντας ζωντανά την είσοδο των αραβικών δυνάμεων την επόμενη μέρα.

Μέσα ενημέρωσης και το ακροατήριο στις χώρες της Μέσης Ανατολής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μέσα ενημέρωσης στις Αραβικές χώρες τύγχαναν αυστηρού κυβερνητικού ελέγχου, με τους κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς υπό τη εποπτεία τους. Λειτουργώντας ουσιαστικά σαν εκπρόσωποι τύπου της εκάστοτε εξουσίας, τα Αραβικά μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν μόνο ότι η κυβέρνηση ήθελε. Οι ειδήσεις υπό αυτές τις συνθήκες μπορούν να αξιολογηθούν ως «ειδήσεις πρωτοκόλλου», με τις πολεμικές αναφορές να συμπορεύονται στενά την κυβερνητική ατζέντα. Αντιλαμβανόμενες τη σημαντική επιρροή από την κάλυψη του Πολέμου του Κόλπου από το CNN, τα αραβικά κράτη συνειδητοποίησαν πώς η κάλυψη μέσω δορυφορικών δικτύων θα μπορούσε να δώσει σε μια χώρα σημαντική επιρροή κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων. Παρατηρώντας τη δραματική επίδραση της διεθνούς κάλυψης του CNN για τον πόλεμο του Κόλπου του 1991, αρκετά αραβικά κράτη συνειδητοποίησαν τη στρατηγική αξία της δορυφορικής τηλεόρασης σε περιόδους σύγκρουσης. Πολλά από τα κράτη του Κόλπου άρχισαν να ξεκινούν τα δικά τους εθνικά δορυφορικά τηλεοπτικά δίκτυα. Οι αραβικές κυβερνήσεις είδαν τις δορυφορικές ειδήσεις ως το ιδανικό μέσο για την επέκταση της σφαίρας επιρροής τους πέρα από τα δικά τους σύνορα. Η δημοφιλία του CNN στο αραβικό κοινό κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου οδήγησε στην ίδρυση του Middle East Broadcasting Center (MBC) στο Λονδίνο. Γεγονότα όπως ο πόλεμος του Κόλπου και η εισβολή στο Ιράκ το 2003 δημιούργησαν μεγάλες ανακατατάξεις στα κοινωνικοπολιτικά ήθη και έθιμα της Σαουδικής Αραβίας.[14]

Εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης παρείχαν απόψεις που εναντιώνονταν τον πόλεμο του Κόλπου. Το δίκτυο Deep Dish Television σε συνεργασία με τον αδελφό οργανισμό Paper Tiger Television, συγκέντρωσε ρεπορτάζ από ανεξάρτητους παραγωγούς στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό και παρήγαγε μια δεκάωρη σειρά που διανεμήθηκε διεθνώς, με το όνομα The Gulf Crisis TV Project. Το πρώτο πρόγραμμα αυτής της σειράς Πόλεμος, Πετρέλαιο και Εξουσία ( War, Oil and Power) δημιουργήθηκε και κυκλοφόρησε το 1990, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων ( News World Order) ήταν ο τίτλος ενός άλλου προγράμματος της σειράς η οποία εστίαζε στη συνενοχή των μέσων ενημέρωσης στην προώθηση του πολέμου, καθώς και στις αντιδράσεις των Αμερικανών στον τρόπο κάλυψης των μέσων ενημέρωσης. Στο Σαν Φρανσίσκο, η Paper Tiger Television West παρήγαγε μια εβδομαδιαία καλωδιακή τηλεοπτική εκπομπή, προβάλλοντας μαζικές διαδηλώσεις, δράσεις καλλιτεχνών, διαλέξεων και διαμαρτυριών σε εκδόσεις εφημερίδων και τηλεοπτικούς σταθμούς, κατά της κάλυψης των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης σε πόλεις σε όλη τη χώρα προέβαλαν παρόμοια αντιπολεμικό υλικό.

Ο οργανισμός Fairness and Accuracy in Reporting (FAIR) σχολίασε επικριτικά την κάλυψη των μέσων ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου σε διάφορα άρθρα και βιβλία, όπως το 1991 Gulf War Coverage: The Worst Censorship was at Home . [15]

Κυβερνητικός Τύπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και σύντομος σε διάρκεια πόλεμος, η ενημέρωση από τη κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου ήταν συχνή και εκτενής. Λαμβάνοντας μαθήματα από την τηλεοπτική κάλυψη του πολέμου του Βιετνάμ, το Πεντάγωνο έλαβε στρατηγικές αποφάσεις στον τρόπο ενημέρωσης του αμερικανικού κοινού για τον πόλεμο, θέτοντας ορισμένους περιορισμούς ως προς την ελευθερία του Τύπου. [16] Σε επιλεγμένους δημοσιογράφους επετράπη να επισκέπτονται τις πρώτες γραμμές σε ομάδες. Αυτοί οι δημοσιογράφοι έπρεπε να συνοδεύονται από αμερικανικό στρατό. [17] [18] Η επικοινωνιακή πολιτική του στρατού σχετικά με την Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου αποκαλύφθηκε σε ένα έγγραφο 10 σελίδων με τίτλο το Έγγραφο Φόξτροτ, που συντάχθηκε από τον Λοχαγό Ρον Γουάιλντερμουθ, τον επικεφαλής για τις δημόσιες σχέσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν η πρώτη στρατιωτική σύγκρουση στην οποία οι δημοσιογράφοι έπρεπε να συνοδεύονται από ειδικά μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων που υπάγονταν στην Δύναμη Εθνικής Ενημέρωσης του Υπουργείου Άμυνας. Οι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η εθνική ασφάλεια και η διαβάθμιση πληροφοριών και προστασία τους από τον εχθρό ήταν ο λόγος για αυτές τις νέες πολιτικές. Ο Υπουργός Άμυνας Ντικ Τσέινι ήταν ο ειθήνων νους για την εισαγωγή και εφαρμογή αυτών των περιορισμών στον Τύπο και υιοθέτησε τους περιορισμούς ελευθερίας του Τύπου που είχαν επιβληθεί κατά την εισβολή στον Παναμά το 1989. [18]

Το Πεντάγωνο μετέδιδε τηλεοπτικά ημερήσιες ενημερώσεις με κύριο ομιλητή τον υποστράτηγο Thomas Kelley. Ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Τζον Σουνούνου είπε ότι αποκρύβονταν πληροφορίες μόνο όταν η διαρροή αυτών απειλούσε την εθνική ασφάλεια.

Ο Τύπος προσπάθησε να αντισταθεί στις προσπάθειες περιορισμού πρόσβασης του Τύπου από την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου. Διευθυντές εκδόσεων από τον έντυπο τύπο και την τηλεόραση συνεργάστηκαν και απεύθυναν επιστολή προς τον Πρόεδρο Μπους εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τους περιορισμούς στη Σαουδική Αραβία ιδιαίτερα. [19] Ο Τεντ Κόπελ, παρουσιαστής της εκπομπής «Nightline» του ABC επέκρινε τις πολιτικές της διοίκησης δηλώνοντας: «Δεν είμαι σίγουρος ότι το συμφέρον του κοινού εξυπηρετείται με το παρουσιάζεται μια εικόνα ενός αναίμακτου πολέμου, όταν η αντίπαλη πλευρά εμφανίζει απώλειες 50.000 έως 100.000 ζωών".[18]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Moore, Frazier. "New Tools Showed Gulf War on TV".
  2. 2,0 2,1 2,2 "Television: The Persian Gulf War". Encyclopedia of the New American Nation
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Smith, Perry M. How CNN Fought the War. New York, NY: Birch Lane Press, 1991.
  4. Kellner, Douglas. "The Persian Gulf TV War Revisited".
  5. Kellner, Douglas. The Persian Gulf TV War. Westview Press, 1992.
  6. Cody, Edward (31 January 1991). «Allies Claim to Bomb Iraqi Targets at Will». The Washington Post. https://www.washingtonpost.com/wp-srv/inatl/longterm/fogofwar/archive/post013091_2.htm. 
  7. Lamb, David (31 January 1991). «Schwarzkopf Takes Center Stage and Stars in a Low-Key Assessment of Conflict». Los Angeles Times. http://articles.latimes.com/1991-01-31/news/mn-438_1_center-stageIt. 
  8. «Transcript - Part One | The Gulf War | FRONTLINE | PBS». www.pbs.org. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2016. 
  9. Peter Ruff (31 July 2006). «Obituary : Bob Simpson». The Guardian (London). https://www.theguardian.com/media/2006/jul/31/broadcasting.guardianobituaries. Ανακτήθηκε στις 4 September 2011. 
  10. «Queen hopes for a lasting peace». The Times: σελ. 5. 25 February 1991. https://link.gale.com/apps/doc/IF0501839664/TTDA?u=wes_ttda&sid=TTDA&xid=9da221b8. Ανακτήθηκε στις 3 April 2020. 
  11. Lori Robertson (2007). «Images of War». American Journalism Review. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2007. 
  12. Ken Jarecke's account to the BBC World Service programme (9 May 2005). «Picture power: Death of an Iraqi soldier». BBC News. http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4528745.stm. Ανακτήθηκε στις 14 October 2010. 
  13. Lucas, Dean (2007). «Famous Pictures Magazine – Iraqi Soldier». Famous Pictures Magazine. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2007. 
  14. Amin, Hussein (2003). «TBS 10: Gulf War III, Covering the Coverage». TBS Archives (10). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 December 2003. https://web.archive.org/web/20031204013858/http://www.tbsjournal.com/Archives/Spring03/amin.html. 
  15. Naureckas, Jim (2010). «Gulf War Coverage: The Worst Censorship Was at Home». Fairness and Accuracy in Reporting (FAIR). Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2010. 
  16. War and Television
  17. Picture Power
  18. 18,0 18,1 18,2 After the war
  19. Second front

 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]