Οσσιανός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οσσιανός
Οσσιανός. Ο γέρος τυφλός Σκωτσέζος βάρδος τραγουδά το κύκνειο άσμα του στην άρπα, πίνακας του Νικολάι Άμπιλγκορντ (1782)
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Oisin (Ιρλανδικά)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΣκωτικά Γαελικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΣκωτικά Γαελικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
βάρδος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Οσσιανός (αγγλικά: Ossian) είναι ο υποτιθέμενος συγγραφέας και αφηγητής ενός κύκλου επικολυρικών ποιημάτων που δημοσιεύτηκε από το 1761 έως το 1765 από τον Σκωτσέζο ποιητή Τζέιμς Μακφέρσον. Αυτές τις μπαλάντες και τα έπη, ο Μακφέρσον ισχυρίστηκε ότι τα είχε συλλέξει από αρχαίες πηγές στα σκωτσέζικα γαελικά και ότι το έργο του ήταν η μετάφραση αυτού του υλικού. Οι σύγχρονοι κριτικοί διχάστηκαν στην άποψή τους για την αυθεντικότητα του έργου, αλλά η τρέχουσα άποψη είναι ότι ο Μακφέρσον συνέθεσε σε μεγάλο βαθμό τα ποιήματα ο ίδιος, βασιζόμενος εν μέρει στην παραδοσιακή γαελική ποίηση που είχε συλλέξει. [1]

Ο Οσσιανός παρουσιάζεται από τον Μακφέρσον ως ο Όισιν, θρυλικός ήρωας και διάσημος βάρδος του 3ου αιώνα της ιρλανδικής μυθολογίας, που σύμφωνα με λαϊκούς θρύλους ήταν γιος του μυθικού ήρωα Φιν ΜακΚούμχαϊλ, βασιλιά μιας περιοχής της νοτιοδυτικής Σκωτίας. Σε αντίθεση με την ιρλανδική παράδοση, ο Οσσιανός είναι τυφλός - πιθανώς μια αναφορά στον Όμηρο.[2]

Αυτά τα λεγόμενα ποιήματα του Οσσιανού κέρδισαν ευρεία αναγνώριση διεθνώς, μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες της Ευρώπης και είχαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του ρομαντικού κινήματος. Παρά την αμφίβολη αυθεντικότητά τους, διέδωσαν τη σκωτσέζικη εθνική μυθολογία σε όλη την Ευρώπη και έγιναν ένα από τα παλαιότερα και πιο δημοφιλή κείμενα που ενέπνευσαν ρομαντικά εθνικιστικά κινήματα τον επόμενο αιώνα.

Τα ποιήματα του Οσσιανού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Τζέιμς Μακφέρσον δημοσίευσε μεταφράσεις στα αγγλικά ποιημάτων που ισχυρίστηκε ότι ανήκαν στον βάρδο Όισιν του 3ου αιώνα. Οι συνθήκες της δημοσίευσης έχουν ως εξής:

Το φθινόπωρο του 1759 στη νότια Σκωτία, ο επίδοξος νεαρός ποιητής Τζέιμς Μακφέρσον, ο οποίος εργαζόταν τότε ως οικοδιδάσκαλος, γνώρισε τον συγγραφέα Τζον Χόουμ. Μια μέρα η συζήτηση στράφηκε στην αρχαία ποίηση των Σκωτσέζων Χάιλαντερς και ο Μακφέρσον του είπε «ότι είχε πολλά δείγματα αρχαίας ποίησης στη διάθεσή του». Ο Χόουμ δεν μιλούσε γαελικά και ζήτησε από τον Μακφέρσον να μεταφράσει μερικά ποιήματα ώστε να πάρει μια ιδέα για το πνεύμα και τα χαρακτηριστικά της γαελικής ποίησης. Αυτές οι μεταφράσεις έκαναν έντονη εντύπωση στον Χόουμ και έσπευσε να τις συστήσει σε φίλους του στο Εδιμβούργο  - τον φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ, τον ιστορικό Γουίλιαμ Ρόμπερτσον, τον πολιτικό οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ και τον κριτικό λογοτεχνίας Χιου Μπλερ. Ο Μπλερ, όπως αναφέρει ο ίδιος, συγκλονίστηκε από το υψηλό ποιητικό πνεύμα με το οποίο ήταν εμποτισμένες οι μεταφράσεις, κάλεσε τον Μακφέρσον και, με κάποια δυσκολία, τον έπεισε να αρχίσει να μεταφράζει όλα τα γαελικά ποιήματα που είχε στη διάθεσή του. Το αποτέλεσμα ήταν η δημοσίευση τον Ιούνιο του 1760 στο Εδιμβούργο μιας μικρής συλλογής με 15 ποιήματα με τίτλο Αποσπάσματα αρχαίας ποίησης, που συλλέχθηκαν στα υψίπεδα της Σκωτίας και μεταφράστηκαν από τη γαελική γλώσσα. Ο μεταφραστής δεν κατονομάζονταν. Η επιτυχία του βιβλίου έφερε μια νέα έκδοση το ίδιο έτος. Ο πρόλογος, τον οποίο έγραψε ανώνυμα ο Μπλερ, ανέφερε ότι τα δημοσιευμένα ποιήματα ήταν αποσπάσματα ενός μεγάλου επικού έργου για τους πολέμους και άλλους θρύλους σχετικά με τον Φίνγκαλ που βρέθηκαν στα Χάιλαντς της Σκωτίας. [3]   

Ο Μπλερ έπεισε τον Μακφέρσον να εγκαταλείψει τη θέση του ως δάσκαλος και να πάει να αναζητήσει το γαελικό έπος. Στα τέλη Αυγούστου 1760, ο Μακφέρσον ταξίδεψε στο βόρειο τμήμα της Σκωτίας. Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο στις αρχές Ιανουαρίου 1761, ανέφερε ότι «είχε την τύχη να αποκτήσει ένα αρκετά πλήρες ποίημα, ένα πραγματικό έπος του Φίνγκαλ, όχι κατώτερο από τελειότερα παραπλήσια έργα που έχουν άλλοι λαοί». Ο Μπλερ και οι φίλοι του συγκέντρωσαν χρήματα για τη δημοσίευση μιας αγγλικής μετάφρασης αυτού του ποιήματος, η οποία δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1761 με τον τίτλο Φίνγκαλ, ένα αρχαίο επικό ποίημα σε έξι βιβλία, μαζί με πολλά άλλα ποιήματα του Οσσιανού, γιου του Φίνγκαλ. Μετάφραση από τα γαελικά από τον Τζέιμς Μακφέρσον. Ο τόμος αυτός, παρά την υψηλή τιμή, σύντομα εξαντλήθηκε και ήδη το ίδιο έτος ακολούθησε δεύτερη έκδοση. Ένα χρόνο αργότερα, εμφανίστηκε νέο έργο με παρόμοιο θέμα - Τεμόρα - επίσης ως μετάφραση υποτιθέμενου πρωτότυπου κειμένου.

Ο Οσσιανός στις όχθες του ποταμού καλώντας τους θεούς με τον ήχο της άρπας. Φρανσουά Ζεράρ, 1801

Έτσι, μέχρι το 1763 ο Μακφέρσον είχε δημοσιεύσει δύο μεγάλα Οσεανικά ποιήματα - Φίνγκαλ, και Τεμόρα - και Τα έργα του Όσιαν (1765), όλα ως μεταφράσεις, που σε επόμενες εκδόσεις χωρίς να αλλάξει το περιεχόμενο τα υπέβαλε σε σημαντικές υφολογικές επεξεργασίες.[4]

Ο Μακφέρσον στη συνέχεια στράφηκε στην πολιτική και δεν ασχολήθηκε ξανά με τα ποιήματα του Οσσιανού.

Η λογοτεχνική απάτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δημοσίευση των έργων, ο Μακφέρσον βομβαρδίστηκε από αιτήματα, που μετατράπηκαν σε απαιτήσεις, να παρουσιάσει τα πρωτότυπα αρχαία χειρόγραφα από τα οποία έκανε τη μετάφραση. Ο Άγγλος Σάμιουελ Τζόνσον τον κατήγγειλε για πλαστογραφία και υποστήριξε ότι ήταν «άλλη μια απόδειξη της σκωτσέζικης συνωμοσίας», ενώ οι Ιρλανδοί αντιτάχθηκαν σε αυτό που θεωρούσαν ως κατάχρηση από τον Μακφέρσον των δικών τους παραδόσεων.

Ο Μακφέρσον καθυστέρησε το θέμα με κάθε δυνατό τρόπο, επικαλούμενος το πολυάσχολο πρόγραμμά του. Η απάντηση ήταν μια έκδοση που περιείχε τα γαελικά κείμενα έντεκα ποιημάτων (συμπεριλαμβανομένων των Φίνγκαλ και Τεμόρα), που δημοσιεύθηκαν το 1807, μετά το θάνατό του. Αυτά τα κείμενα, ωστόσο, δεν διευκρίνισαν το ζήτημα της αυθεντικότητας: σύμφωνα με τους ερευνητές, η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν ήταν η γαελική της εποχής του Μακφέρσον με χαρακτηριστικούς αγγλικισμούς, και τα ίδια τα «πρωτότυπα» είναι αντίστροφες μεταφράσεις δικών του ποιημάτων από τα αγγλικά στα γαελικά. Δεν έχουν βρεθεί ακόμη αρχαία χειρόγραφα των ποιημάτων του Οσσιανού και πλέον θεωρούνται ως λογοτεχνική απάτη.[5]

Τα ποιήματα του Οσσιανού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οσσιανός υποδέχεται τα φαντάσματα ηρώων που πέθαναν για την πατρίδα. Αν-Λουί Ζιροντέ, 1805

Ανεξάρτητα από τη μικρή σημασία των ποιημάτων του Οσσιανού για την ιστορία της εξέλιξης του έπους, έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επηρέασαν το κίνημα του Ρομαντισμού και η επιρροή τους εξακολούθησε να είναι αισθητή μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, παρά το βέβαιο συμπέρασμα ότι ήταν πλαστά.

Ακριβώς όπως στον Μεσαίωνα τα κελτικά θέματα διαδόθηκαν με τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης του Αρθουριανού Κύκλου, στον 18ο αιώνα, χάρη στον Μακφέρσον, επανήλθαν στο προσκήνιο σε όλη την Ευρώπη αφηγούμενα κατορθώματα ιπποτών και τραγικές ερωτικές ιστορίες. Με φόντο ένα σκυθρωπό και δραματικό τοπίο πνιγμένο στην αιώνια ομίχλη, αναφέρονται σε καταδιώξεις και διασώσεις, τερατοφονίες, φονικές συγκρούσεις, κατά λάθος φόνους αγαπημένων προσώπων, απαγωγές γυναικών, θάνατους από θλίψη ή από χαρά, διηγήσεις άλλοτε σε επικό και άλλοτε σε ελεγειακό τόνο. [6]

Το όνειρο του Οσσιανού. Ενγκρ, 1813

Στην Αγγλία, ο Γουόλτερ Σκοτ, οι ποιητές των Λιμνών, ακόμη και ο Μπάιρον ήταν μεταξύ των βαθύτερων θαυμαστών, επίσης η επίδραση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στη Γερμανία, όπου ο Φρίντριχ Κλόπστοκ, ο Χέρντερ και όλοι οι ποιητές του Στουρμ ουντ Ντρανγκ ενθουσιάστηκαν, ακόμη και ο Γκαίτε έκανε τον Βέρθερο να λέει:

«Ο Οσσιανός έβγαλε τον Όμηρο από την καρδιά μου. Σε τι κόσμο με οδηγεί αυτός ο γίγαντας! Περιπλανώμενος στην πεδιάδα, με την καταιγίδα να μαίνεται τριγύρω και μέσα σε σύννεφα ομίχλης, στο αμυδρό φως του φεγγαριού, οδηγεί τις ψυχές των προγόνων να αφουγκραστούν από τα βουνά μέσα από τον ήχο ενός ρυακιού τα πνιχτά μουγκρητά πνευμάτων από σκοτεινές σπηλιές και τους θρήνους ενός κοριτσιού που κείται πάνω σε χορταριασμένες πέτρες, κάτω από τις οποίες αναπαύεται ο νεκρός ήρωας, ο εραστής της!

Η ιταλική μετάφραση των ποιημάτων του Οσσιανού συνόδευε τον Ναπολέοντα σε όλες τις εκστρατείες του, γεγονός που έδωσε στη μόδα του Οσσιανισμού στη Γαλλία έναν επίσημο χαρακτήρα: θεατρικά έργα και όπερες συντέθηκαν με σχετικά θέματα και οι καλλιτέχνες Φρανσουά Ζεράρ, Αν-Λουί Ζιροντέ και Ενγκρ ζωγράφισαν πίνακες για τη ναπολεόντεια κατοικία του Μαλμαιζόν.[7]

Η επίδραση των ποιημάτων του Οσσιανού έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Ο Πούσκιν, ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ και πολλοί άλλοι ποιητές άφησαν πολλές μεταφράσεις και μιμήσεις του έργου του Οσσιανού-Μακφέρσον.

Ο Ούγγρος εθνικός ποιητής Σάντορ Πέταιφι έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Όμηρος και Οσσιανός, συγκρίνοντας τους δύο ποιητές.

Τα ποιήματα άσκησαν επίσης επιρροή στην άνθηση της ρομαντικής μουσικής, συνθέσεις εμπνευσμένες από τα ποιήματα έγραψαν μεταξύ άλλων οι Γιοχάνες Μπραμς, Φραντς Σούμπερτ και Φέλιξ Μέντελσον.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα ποιήματα του Οσσιανού άρχισαν να παίζουν κάποιο ρόλο στη σκωτσέζικη πατριωτική ρητορική. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα ποιήματα ξεχάστηκαν. Κατά τον 20ο αιώνα αποτελούν κυρίως αντικείμενο των Γαελικών μελετών.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]